ΆΡΘΡΟ στη σειρά “ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ” του ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ “Ν. ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ”_Από την κρίση του καπιταλισμού σε μια νέα οικονομία των αναγκών & των συλλογικών αγαθών_

 

* Το κείμενο αυτό, στην αρχική του μορφή, παρουσιάστηκε σε εκδήλωση του Ιδρύματος «Ν. ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ», που έγινε στις 21/11/2008, με θέμα: «Παγκόσμια Οικονομική Κρίση – Υπάρχει αριστερή διέξοδος;»

 

 

«Από την κρίση του καπιταλισμού σε μια νέα οικονομία των αναγκών & των συλλογικών αγαθών»*

 

Η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει τη δική της αυτόνομη σημασία και βαρύτητα. Έχει τις δικές της ιδιαίτερες αιτίες και εκδηλώσεις. Όμως η εστία του ευρύτερου κρισιακού φαινομένου που ζούμε, οι βαθύτερες αιτίες βρίσκονται μέσα στο μηχανισμό συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ακριβώς αυτό, καθιστά αναγκαία, ακόμη και για τις δυνάμεις του συστήματος, την αναζήτηση ενός νέου καθεστώτος συσσώρευσης. Η συζήτηση αυτή αργά ή γρήγορα θα ανοίξει. Ποια οικονομία, ποια κοινωνία, ποια πολιτική θα αναδειχθεί μέσα από αυτή την κρίση, μέσα από την πάλη για την κατανομή κόστους και για την υπέρβασή της; Πριν όμως από τη συζήτηση των προοπτικών και των εναλλακτικών απαντήσεων, είναι ανάγκη αλλά και προϋπόθεση η ορθή «διάγνωση» του χαρακτήρα της κρίσης, με στόχο την κατανόηση των επίδικων προβλημάτων που αυτή θέτει προς επίλυση.

 

 

Η δυναμική της συσσώρευσης του κεφαλαίου και η κρίση: Κοινωνικές Ανισότητες, Υπερδανεισμός, «Χρηματιστικοποίηση»

 

 

Όλες οι κρίσεις του καπιταλισμού έχουν έναν κοινό πυρήνα βαθύτερων αιτιών. Ταυτόχρονα, όμως, η κάθε κρίση έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες. Ορισμένες τέτοιες ιδιαιτερότητες που διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην παρούσα κρίση, είναι η συστηματική διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, που προηγήθηκε της κρίσης, ο υπερδανεισμός και ειδικότερα ο υπερδανεισμός των νοικοκυριών, η φιλελευθεροποίηση, η παγκοσμιοποίηση, καθώς και η λεγόμενη χρηματιστικοποίηση (financialization) του σύγχρονου καπιταλισμού.

 

 

Για να κατανοήσουμε επομένως τη σύγχρονη κρίση και για να συζητήσουμε πολιτικές εξόδου απ’ αυτήν, από τη σκοπιά των εργαζόμενων τάξεων και της κοινωνίας, είναι ανάγκη να εξετάσουμε το ρόλο των παραγόντων αυτών στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και στην «ωρίμανση» της τρέχουσας κρίσης.

 

 

1) Η άνιση διανομή και αναδιανομή των εισοδημάτων ως συντελεστής της κρίσης

 

 

Η άνιση κατανομή των εισοδημάτων κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, περίοδος που χαρακτηρίζεται από την ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων ιδεών και πολιτικών,  είναι ένα γεγονός διαπιστωμένο και τεκμηριωμένο σε πλήθος ακαδημαϊκών ερευνών, καθώς και σε εκθέσεις διεθνών οργανισμών. Οι καθηγητές Richard Wolff και Ravi Batra έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο «το χάσμα μισθών – παραγωγικότητας» για να περιγράψουν τη συστηματική υστέρηση της αύξησης των μισθών σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας. Ειδικότερα στην περίπτωση των ΗΠΑ, διαπιστώνεται στασιμότητα των πραγματικών μισθών (για το 80% του εργατικού δυναμικού) από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 υπό συνθήκες  σημαντικής αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας ως αποτέλεσμα τεχνολογικών καινοτομιών και βελτίωσης του μορφωτικού επιπέδου και των δεξιοτήτων των εργαζομένων . O συνδυασμός της στασιμότητας των μισθών και της αύξησης της παραγωγικότητας συνεπάγεται αύξηση του μεριδίου των κερδών σε βάρος του μεριδίου της εργασίας στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος.

 

 

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου «η συμμετοχή της εργασίας στο ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά επτά (7) ποσοστιαίες μονάδες στις αναπτυγμένες χώρες από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 μέχρι το 2007». 

 

Όμως, αυτή η αύξηση του μεριδίου των κερδών, κάθε άλλο παρά αναλογική ήταν για τα διάφορα τμήματα των κεφαλαιούχων.

 

 

Ακαδημαϊκές έρευνες σχετικά με την κατανομή των εισοδημάτων στις ΗΠΑ (και άλλες χώρες) έχουν επιβεβαιώσει το συμπέρασμα αυτό, αλλά προσφέρουν και χρήσιμες πληροφορίες σχετικά και με ανακατανομές και αναδιατάξεις στο εσωτερικό της αστικής τάξης. Συγκεκριμένα, ιστορικές στατιστικές έρευνες βεβαιώνουν ότι πράγματι το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού των ΗΠΑ είδε τη συμμετοχή του στο εθνικό εισόδημα να αυξάνει από το 33% – 34% πριν το 1980 στο 50% και πλέον το 2000. Όμως, στο εσωτερικό αυτής της ευνοημένης κοινωνικής ομάδας διαπιστώνονται ακόμη πιο εντυπωσιακές διαφοροποιήσεις. Το μερίδιο του πληθυσμού που ανήκει στο ανώτερο 1% (το πάνω από το 99%) αυξάνει από 10% περίπου που ήταν πριν το 1980 στο 23% το 2006. Το μερίδιο του αμέσως προηγούμενου 5% – 1% (96% – 99%) αυξάνει ελαφρά από 13% περίπου στο 15%, ενώ το μερίδιο του υπολοίπου 5% (το ευρισκόμενο στο 91% – 95% του συνολικού πληθυσμού) μένει στάσιμο .  

 

 

Αν και στη χώρα μας δε διαθέτουμε αντίστοιχης ανάλυσης και εγκυρότητας έρευνες, φαίνεται ότι η τάση αυτή χαρακτηρίζει γενικότερα το υπόδειγμα κατανομής εισοδήματος υπό συνθήκες νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.

 

 

Πράγματι, και στην Ελλάδα, το «χάσμα της παραγωγικότητας» λειτούργησε και οδήγησε σε μια ανακατανομή του εθνικού εισοδήματος με το μερίδιο της εργασίας, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από το 58% που ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, να μειώνεται στο 44% το 2004 – 2006 σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.

 

 

Όμως σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, σημαντικός παράγοντας διεύρυνσης των ανισοτήτων ήταν  η φορολογική πολιτική, η υποχρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους, η ιδιωτικοποίηση και η εμπορευματοποίηση επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και δημόσιων αγαθών.

 

 

Ενδεικτικό είναι ότι το 2004 τα «φυσικά πρόσωπα», που κατά το μεγαλύτερο μέρος τους είναι οι μισθωτοί, συμμετείχαν στα έσοδα από τους άμεσους φόρους κατά 54%, τα δε νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις) κατά 46%. Το 2008 η σχέση αυτή είχε ήδη ανατραπεί. Η συμμετοχή των φυσικών προσώπων ανέβηκε στο 70%, των δε νομικών προσώπων έπεσε στο 30%. Εντάθηκε, δηλαδή, μια προϋπάρχουσα τάση που έκανε πιο άνιση την κατανομή των φορολογικών βαρών. Σε απόλυτα μεγέθη, το 2004 τα φυσικά πρόσωπα πλήρωσαν φόρο εισοδήματος ύψους 5,6 δις ευρώ και τα νομικά πρόσωπα 4,7 δις ευρώ. Το 2008 τα φυσικά πρόσωπα πλήρωσαν 11 δις ευρώ, ενώ τα νομικά πρόσωπα 4,7, όσο και το 2004, παρά την αύξηση των κερδών κατά το ίδιο διάστημα .

 

 

 

Η ιδιωτικοποίηση κατά την ίδια περίοδο (μερική ή ολική) των δημόσιων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και η συνακόλουθη αύξηση των τιμολογίων τους , η υποχρηματοδότηση της δημόσιας παιδείας και του ΕΣΥ, η ανασφάλεια για το μέλλον των συντάξεων και η εν γένει υποβάθμιση των συστημάτων παροχής δημόσιων υπηρεσιών, οδήγησαν σε αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης για την κάλυψη των συναφών αναγκών, με αποτέλεσμα τη μείωση του «κοινωνικού  μισθού» και την περαιτέρω διεύρυνση των ανισοτήτων.

 

 

Συνοψίζοντας, λοιπόν, συμπεραίνουμε ότι το μέχρι σήμερα κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα στηρίχθηκε στην εξής συνθήκη: Από τη μια πλευρά η παραγωγικότητα τείνει προς τα ανώτερα δυνατά τεχνολογικά, κοινωνικά και παραγωγικά όρια, ενώ από την άλλη οι μισθοί και οι εργασιακές σχέσεις τείνουν να υποβαθμίζονται προς τα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα. Το αποτέλεσμα είναι η ανατροπή της κατανομής του εισοδήματος ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία σε βάρος της εργασίας, τάση που επιτείνεται και επιδεινώνεται δευτερογενώς από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική ειδικά σε σχέση με τη φορολογία, το κοινωνικό κράτος και τα συλλογικά αγαθά.

 

 

2) Ο υπερδανεισμός ως παράγοντας συγκάλυψης και πρόσκαιρης αναστολής της κρίσης

 

 

Η τρέχουσα κρίση εκδηλώθηκε αρχικά ως μια χρηματοπιστωτική κρίση. Στη συνέχεια η κρίση επεκτάθηκε και στην πραγματική οικονομία. Αυτή η αλληλουχία των γεγονότων μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η χρηματοπιστωτική κρίση και ο συνυφασμένος με αυτήν υπερδανεισμός, η υπερανάπτυξη και η απορύθμιση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας συνιστούν τις γενεσιουργές αιτίες της κρίσης. Και, επομένως, μια μείωση του επιπέδου δανεισμού καθώς και μια αυστηρότερη εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα και η επιβολή ενδεχομένως κάποιων ορίων στην ανάπτυξή του, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην διέξοδο από αυτή την κρίση.

 

 

Το γεγονός αυτό επιβάλλει μια πιο διεισδυτική διερεύνηση του ρόλου του δανεισμού, της υπερχρέωσης και της «χρηματιστικοποίησης» στη λειτουργία του σύγχρονου καπιταλισμού, στη συσσώρευση και την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, καθώς και την ωρίμανση και τελικά την εκδήλωση της τρέχουσας κρίσης.

 

 

Μια τέτοια προσέγγιση μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι ο υπερδανεισμός και η χρηματιστικοποίηση, όπως άλλωστε και καθήλωση των μισθών, πριν καταστούν παράγοντες τροφοδότησης της κρίσης, λειτούργησαν ως παράγοντες αύξησης του ποσοστού κέρδους και τόνωσης της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Λειτούργησαν, δηλαδή, ως «αντίρροπες τάσεις» και ως παράγοντες πρόσκαιρης συγκάλυψης και αναστολής της εκδήλωσης της κρίσης.

 

 

Πράγματι, η καθήλωση των μισθών, η αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και η με διάφορους τρόπους μείωση του λεγόμενου «μισθολογικού και του μη μισθολογικού εργασιακού κόστους» συνέβαλλαν πρόσκαιρα  στην κερδοφορία του κεφαλαίου. Όμως, ταυτόχρονα, η καθήλωση των μισθών, η αύξηση της ανεργίας και η διεύρυνση της φτώχειας επέτειναν το πρόβλημα της «πραγματοποίησης» της ολοκλήρωσης δηλαδή της διαδικασίας μέσω της οποίας πραγματοποιείται το κέρδος. Και τούτο διότι η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει και την τελική κατανάλωση των παραγόμενων προϊόντων, η οποία περιορίζεται από τη διεύρυνση των ανισοτήτων. Η αναδιανομή, επομένως, του κοινωνικού προϊόντος υπέρ του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας δημιουργεί σωρευτικά ένα έλλειμμα ζήτησης σε ό,τι αφορά τα τελικά προϊόντα.

 

 

Ενώ, όμως, οι παράγοντες αυτοί θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει προ πολλού σε μια κρίση υπερπαραγωγής, η εκδήλωση μιας τέτοιας κρίσης αναστέλλεται με τη βοήθεια διάφορων παραγόντων, ο πιο βασικός από τους οποίους, στην παρούσα ιστορική φάση, αποδείχθηκε ο δανεισμός γενικά και ειδικά των νοικοκυριών, καθώς και η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα ως αυτόνομου χώρου αξιοποίησης του κεφαλαίου.

 

 

Ενδεικτικά, στην περίπτωση των ΗΠΑ το συνολικό (δημόσιο και ιδιωτικό) χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από 160% που ήταν το 1980 έφτασε το 358% το 2008. Το χρέος των νοικοκυριών από 66% που ήταν το 1997 έφτασε το 100% του ΑΕΠ το 2007. Σε σχέση με το 1930, όταν το συνολικό χρέος είχε ανέλθει και πάλι στο 300% του ΑΕΠ, η σύνθεση είναι διαφορετική. Τότε το μεγαλύτερο μέρος του χρέους αφορούσε επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα. Τώρα το μεγαλύτερο μέρος του χρέους έχει αναληφθεί από επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα και τα νοικοκυριά. Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες το χρέος του χρηματοπιστωτικού τομέα αυξήθηκε έξι (6) φορές ταχύτερα από το ΑΕΠ . Οι τράπεζες δηλαδή δανείζουν  τα νοικοκυριά δανειζόμενες οι ίδιες σε ολοένα και μεγαλύτερα ποσοστά.

 

 

Η καθήλωση, επομένως, των μισθών, η υποχρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους, η εμπορευματοποίηση συλλογικών αγαθών από τη μια πλευρά και από την άλλη ο υπερδανεισμός των νοικοκυριών, η προσφορά δανείων και πιστωτικών καρτών ακόμη και σε ανέργους ή φτωχά στρώματα, δεν είναι ασύνδετα μεταξύ τους φαινόμενα. Αντίθετα, συνιστούν αλληλένδετες και συμπληρωματικές λειτουργίες και όψεις του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος με στόχους οικονομικούς, κοινωνικούς, ακόμη και πολιτικο-ιδεολογικούς. Τα δάνεια (προς τα νοικοκυριά) λειτούργησαν ως υποκατάστατο των μισθών και του κοινωνικού κράτους. Και γι’ αυτό η παρούσα κρίση αποκτά εξαρχής και κοινωνικές διαστάσεις.

 

 

Ταυτόχρονα, ο υπερδανεισμός, οι τιτλοποιήσεις των επισφαλών δανείων και η χρηματιστικοποίηση του καπιταλισμού κατέστησαν τις χρηματοπιστωτικές «φούσκες» οργανικό συστατικό του συγκεκριμένου καθεστώτος συσσώρευσης.

 

 

3) Η «χρηματιστικοποίηση» [financialisation] ως αντίδραση στην επιδείνωση των όρων αξιοποίησης του κεφαλαίου στη σφαίρα της πραγματικής οικονομίας.

 

 

Η λανθάνουσα σχετική υπερπαραγωγή, η υποαπασχόληση του παραγωγικού δυναμικού, μαζί και με άλλους παράγοντες, δημιουργούν πιέσεις στο ποσοστό κέρδους στη σφαίρα της πραγματικής οικονομίας. Δημιουργούνται έτσι σωρευτικά συνθήκες υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου στη σφαίρα της πραγματικής οικονομίας.

 

 

Όμως, όπως και ο δανεισμός έτσι και η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας, πριν γίνει κι αυτή παράγοντας της κρίσης, λειτουργεί «αντίρροπα» προς την κρίση ως παράγοντας πρόσκαιρης άμβλυνσης της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και αναστολής της εκδήλωσής της. Πράγματι, η απελευθέρωση και η διεθνοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στις δεκαετίες ΄70 και ΄80, σε συνδυασμό με τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες επικοινωνίας και επεξεργασίας πληροφοριών, εξασφάλισαν στη χρηματοπιστωτική σφαίρα συστηματικά υψηλότερα περιθώρια κέρδους σε σχέση με την πραγματική οικονομία.

 

 

 

Πριν την απελευθέρωση της διεθνούς κίνησης των κεφαλαίων καθώς και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το περιθώριο κέρδους στο χρηματοπιστωτικό τομέα και την υπόλοιπη οικονομία στις ΗΠΑ ήταν περίπου το ίδιο (25% – 30% για τις επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, 30% -35% για τις επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα. Τα στοιχεία αναφέρονται στην περίοδο 1965 – 1970 και αφορούν στο μικτό περιθώριο κέρδους πριν από αποσβέσεις, φόρους και χρηματοπιστωτικά έξοδα ως ποσοστό της παραγωγής). Μετά την απελευθέρωση (1970 -2007) το περιθώριο κέρδους για τις επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα παρέμενε στο ίδιο εύρος (25% – 30%). Για τις επιχειρήσεις όμως του χρηματοπιστωτικού τομέα αυξήθηκε και κυμάνθηκε στο εύρος 30% – 50%.

 

 

Τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού τομέα, ως ποσοστό επί των συνολικών κερδών, από 4% που ήταν το 1980 έφτασαν να αντιπροσωπεύουν το 41% το 2007 .

 

 

Η μετατροπή της χρηματοπιστωτικής σφαίρας σε χώρο αυτόνομης αξιοποίησης του κεφαλαίου και η μαζική ροή κεφαλαίων προς αυτή, αρχικά έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη. Αν και η τελευταία δεν ήταν απαλλαγμένη από κρισιακά επεισόδια και κερδοσκοπικές φούσκες, ο ανοδικός κύκλος παρατάθηκε μέχρι που ένας συνδυασμός παραγόντων οικονομικών και κοινωνικών έκανε τις προωθητικές δυνάμεις αυτής της νεοφιλελεύθερης και επισφαλούς άνισης «ανάπτυξης», να μετατραπούν στο αντίθετό τους, να λειτουργήσουν δηλαδή ως παράγοντες κρίσης και καταστροφής.

 

 

Καθίσταται, λοιπόν, προφανές ότι ο εντοπισμός των αιτιών και η απόδοση των ευθυνών για την κρίση στην απληστία των λεγόμενων golden boys ή σε θέματα εποπτείας και ρύθμισης αποκλειστικά, δεν επιτρέπει την ορθή ερμηνεία της κρίσης ούτε την κατανόηση των βαθύτερων αιτίων της. Και τούτο γιατί, όπως είδαμε, η εξωτερική μορφή και αλληλουχία των γεγονότων δεν ταυτίζεται με τις εσωτερικές διαδικασίες, αλληλουχίες και αντιθέσεις που οδήγησαν στην κρίση.

 

 

Επίσης, η ηθικοπολιτική καταδίκη των τραπεζών και των χρηματιστηρίων, όσο δικαιολογημένη και κατανοητή κι αν είναι στη βάση των όσων έχουν συμβεί, δεν είναι και επαρκής βάση για την οικοδόμηση μιας εναλλακτικής στρατηγικής που θέλει να εκφράσει τις ανάγκες των εργαζόμενων τάξεων και της κοινωνίας. Γι αυτό το τελευταίο, είναι αναγκαία η κατανόηση της «πολιτικής οικονομίας» της κρίσης και των παραγόντων που οδήγησαν σ’ αυτήν. Ταυτόχρονα, όμως, είναι αναγκαία και η κατανόηση του ρόλου των ίδιων αυτών παραγόντων στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου, αλλά και στην οικοδόμηση ηγεμονικών σχεδίων και νέων τύπων κοινωνικών συναινέσεων και συμμαχιών που επέτρεψαν στο νεοφιλελευθερισμό να εδραιώσει την κυριαρχία του, παρά τις διευρυνόμενες ανισότητες και τον διευρυνόμενο κοινωνικό αποκλεισμό.

 

 

 

Αν, όμως, η βαθύτερη αιτία της κρίσης βρίσκεται στο μηχανισμό κεφαλαιακής συσσώρευσης, η κύρια ευθύνη πρέπει να εντοπισθεί στους ιδιοτελείς σκοπούς και τα ιδιοτελή κίνητρα του κεφαλαίου, στη βάναυση αναδιανομή εισοδημάτων και εξουσιών που πέτυχαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές υπέρ του κεφαλαίου, από δεξιές ή κεντροαριστερές κυβερνήσεις, γεγονός που προσέδωσε στην κρίση ιδιαίτερη ένταση και ξεχωριστά χαρακτηριστικά που πρέπει να μελετήσουμε περαιτέρω. Η απορρύθμιση των αγορών, των εργασιακών σχέσεων και του χρηματοπιστωτικού συστήματος επιπρόσθετα, αποχαλίνωσε εντελώς το μηχανισμό της μεγιστοποίησης του κέρδους. Όμως, η ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών, σε συνδυασμό με την υπερχρέωση πολλών νοικοκυριών για την κάλυψη βασικών αναγκών τους, είναι εκείνος ο παράγοντας που, όπως ήδη διαπιστώσαμε, προσδίδει στις κοινωνικές διαστάσεις της κρίσης ιδιαίτερο βάθος, εύρος και διάρκεια. Ο δανεισμός ήλθε να καλύψει το κενό και να λειτουργήσει κατά κάποιον τρόπο ως συμπλήρωμα ή και υποκατάστατο του κοινωνικού κράτους.

 

 

Η κρίση, συνεπώς, κατ’ αρχήν είναι μια κρίση του καπιταλισμού, στην οποία το νεοφιλελεύθερο καθεστώς συσσώρευσης προσέθεσε τις δικές του ιδιαίτερες διαστάσεις.

 

 

Αυτοί είναι μερικοί από τους παράγοντες που οδήγησαν στον εκτροχιασμό και σε μια από τα μέσα αποδιάρθρωση του συστήματος. Και γι’ αυτό παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται για να μείνει το νεοφιλελεύθερο σύστημα σε ισχύ και τα κεκτημένα του υπέρ του κεφαλαίου άθικτα, η ανάγκη βαθιών αλλαγών δε μπορεί να τιθασευτεί.

 

 

 

Τι είδους  διέξοδο από την κρίση πρέπει να αναζητήσει όμως η Αριστερά, ώστε αυτή η διέξοδος να ξεκινά από τα σημερινά δεδομένα αλλά και να ανοίγει μια νέα προοπτική;

 

 

Η Αριστερά δε μπορεί να συμβιβαστεί με το μοντέλο ενός κάπως «ρυθμιζόμενου νεοφιλελευθερισμού». Ούτε μπορεί να περιοριστεί σε προτάσεις κεϋνσιανού τύπου ή άλλες που περιορίζονται πάντως στο πλαίσιο μιας «μικτής οικονομίας» όπως αυτή διαμορφώθηκε στον 20ο αιώνα. Έχοντας ανοιχτά μέτωπα με όλα αυτά τα ενδεχόμενα και κυρίως με τον κίνδυνο μιας πιο σκληρής αυταρχικοποίησης του συστήματος, πρέπει να αναζητήσει τις δικές της απαντήσεις, με μια έφοδο στο μέλλον, πέρα από μοντέλα που χρεοκόπησαν ή έδειξαν τα όριά τους. Ο σπόρος των αριστερών απαντήσεων βρίσκεται μέσα στην ίδια την κρίση, στις αντιθέσεις που την εξέθρεψαν, στους αγώνες που αυτή πυροδοτεί.

 

 

Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν μια εναλλακτική, από τη σκοπιά των εργαζόμενων τάξεων, διέξοδος από την κρίση, πρέπει να αναζητηθεί στο πεδίο των σκοπών, των κινήτρων και των κριτηρίων της παραγωγής και στη συνέχεια στο πεδίο των οικονομικών υποκειμένων και πολιτικών, οι οποίες μπορούν να προωθήσουν νέα κίνητρα και κριτήρια κοινωνικής και οικολογικής αποτελεσματικότητας.

 

 

Μια τέτοια διέξοδος απαιτεί βαθιές αλλαγές με στόχο τον δημοκρατικό κοινωνικό έλεγχο της οικονομίας και των αναπτυξιακών επιλογών, τη στροφή της οικονομίας και της πολιτικής με κριτήριο τις κοινωνικές και τις οικολογικές ανάγκες , την προώθηση μιας στρατηγικής αποεμπορευματοποίησης και, μέσω αυτής, με την ανάκτηση και διεύρυνση ενός κοινωνικού και οικονομικού «δημόσιου χώρου». Πρώτος στόχος πρέπει, επομένως, να είναι η ανάκτηση μιας δημόσιας σφαίρας συλλογικών αγαθών, η στήριξη και η ανάπτυξη αυτής της σφαίρας και η χρησιμοποίησή της ως ένα βασικό υπόβαθρο για την ενίσχυση της κοινωνικής αλληλεγγύης και την ανασυγκρότηση ολόκληρης της οικονομίας και της κοινωνίας.

 

 

                                            Νέα κριτήρια

 

 

Για να στηριχτεί, όμως, μια τέτοια πολιτική πρέπει – για να έλθουμε στην περίπτωση της χώρας μας – να έχουμε μια παραγωγική βάση η οποία θα μας επιτρέψει να κάνουμε ρεαλιστικό το στόχο της πλήρους απασχόλησης και να αναβαθμίσουμε την τεχνολογική και  οργανωτική «στάθμη» της κοινωνίας, ώστε να γίνει δυνατή η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας.

 

 

Ο στόχος αυτός για διεύρυνση της παραγωγικής βάσης πρέπει να συνδυασθεί εξαρχής και με τη συμβατότητά της με τις αρχές της αειφορίας, την αναζήτηση  μιας νέας παραγωγικής εξειδίκευσης, μια στρατηγικής, δηλαδή, μέσα από την οποία θα προσδιορίζεται η παραγωγική μας ταυτότητα μέσα σε μια παγκόσμια αγορά που δεν αναγνωρίζει χώρες αλλά μόνο εμπορεύματα, μέσα από την επιδίωξη κάποιου προβαδίσματος στο τεχνολογικό, πολιτιστικό, εκπαιδευτικό, ερευνητικό πεδίο. Τέλος, αυτή η νέα παραγωγική βάση πρέπει να διαμορφώνεται σε σχέση με τις νέες ανάγκες, διότι ο αναγκαίος οικολογικός μετασχηματισμός της πολιτικής δεν είναι μόνον η αλλαγή της ενεργειακής βάσης, αλλά κι ένας νέος τρόπος παραγωγής συνολικότερα, νέα πρότυπα κατανάλωσης, ένας νέος τρόπος ζωής.

 

 

Η παραγωγική ανασυγκρότηση, επομένως, συνδέεται άρρηκτα με έναν αναβαθμισμένο ρόλο της παιδείας και της έρευνας καθώς και με την αναδιανομή των εισοδημάτων αλλά και με τη λειτουργική ανακατανομή των κοινωνικών πόρων υπέρ των νέων προτεραιοτήτων: της παιδείας, της έρευνας, του οικολογικού, του ενεργειακού και του παραγωγικού μετασχηματισμού και των υποδομών που αυτοί απαιτούν.

 

 

Άρα, δημόσια αγαθά, δημόσια σφαίρα, πλήρης απασχόληση, αναδιανομή εισοδημάτων και λειτουργική ανακατανομή των δαπανών, νέα παραγωγική βάση με οικολογικούς, κοινωνικούς, τεχνολογικούς, οργανωτικούς μετασχηματισμούς είναι αλληλένδετα στοιχεία μιας εναλλακτικής στρατηγικής για μια νέα οικονομία, για μια Ελλάδα που παράγει και δημιουργεί.

 

 

Με ποια οικονομικά υποκείμενα, με ποιους φορείς θα γίνουν αυτά; Είναι προφανές ότι πρέπει να επιλέξουμε και να απευθυνθούμε σε φορείς οι οποίοι, είτε από (καταστατική) υποχρέωση, είτε από ανάγκη, είτε από συμφέρον θα υπηρετήσουν ένα δημοκρατικά κατηρτισμένο και συναινετικά διαμορφωμένο σχέδιο.

 

 

 

Σε στρατηγικούς τομείς όπως η ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, μεγάλες υποδομές ή μεγάλη δημόσια επιχείρηση με δυνατότητες διεθνούς συνεργασίας και παρουσίας αποτελεί την κύρια, τη βασική όσο και αναγκαία επιλογή.

 

 

Όμως, πρέπει να συζητήσουμε και να αναζητήσουμε μια νέα μορφή δημόσιας επιχείρησης, ένα νέο μοντέλο λειτουργίας της. Σε καμία περίπτωση δε νομίζω ότι πρέπει να μιλάμε για δημόσιες επιχειρήσεις αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να ξαναγίνουν τα όργια που έγιναν από κομματικούς στρατούς και άλλα τρωκτικά. Το μέτωπο πρέπει να είναι εξαρχής καθαρό. Εξαρχής ένα νέο μοντέλο το οποίο θα εμπεριέχει τον κοινωνικό έλεγχο, τον εργατικό έλεγχο, τις όποιες δικλείδες ασφαλείας κριθεί ότι μπορούν να διασφαλίσουν το δημόσιο συμφέρον.

 

 

Πρέπει, γενικότερα, με τις προτάσεις μας να ξεφύγουμε από το μοντέλο της παλιάς μικτής οικονομίας. Νομίζω ότι εδώ, ως Αριστερά, πρέπει να κάνουμε μια τομή όχι μόνο λόγω των εμπειριών που είχαμε στο παρελθόν, αλλά και για λόγους που αφορούν στο μέλλον. Πρέπει να ξανασκεφτούμε τη στρατηγική για το σοσιαλισμό.

 

 

Βλέπουμε τη στρατηγική για το σοσιαλισμό μέσω ενός κρατικού καπιταλισμού ο οποίος, βαθμιαία διευρυνόμενος, «θα μας πάει» στο σοσιαλισμό; Κάποια συστήματα κατέρρευσαν όχι από την έλλειψη κράτους αλλά από την υπερτροφία του κράτους. Άρα πρέπει να τα σκεφτούμε αυτά τα θέματα. Διότι μπορεί να λέγαμε και στο παρελθόν ότι εμείς θέλουμε άλλο κράτος ποιοτικά διαφορετικό, αλλά το σχήμα της μικτής οικονομίας παρήγαγε και μια εικόνα της αντίληψής μας για το σοσιαλισμό ως ένα σύστημα που καθολικεύει τη δομή της κρατικής επιχείρησης, ότι λίγο πολύ αυτό ήταν τάχατες ο σοσιαλισμός. Ασφαλώς ο ρόλος του κράτους ήταν και αναγνωρίζεται εκ νέου ως κεντρικός. Όμως το κράτος και η κρατικοποίηση υπό συνθήκες καπιταλισμού δεν είναι κοινωνικά ουδέτερη. Άρα δεν μπορούμε να την απορρίπτουμε a priori αλλά ούτε να την υποστηρίζουμε παντού και πάντα άκριτα. Από μόνη της, δηλαδή, η κρατικοποίηση δεν συνιστά αριστερή πολιτική αλλά υπό προϋποθέσεις μπορεί να είναι μέρος και στήριγμα μιας αριστερής πολιτικής, που σε κάθε περίπτωση στόχο της πρέπει να έχει το μετασχηματισμό του ίδιου του κράτους, σύμφωνα με τα νέα κριτήρια της ανάπτυξης.

 

 

Πώς μπορούμε να προσεγγίσουμε το θέμα αυτό στις παρούσες συνθήκες;

 

 

Σε μια νέα αριστερή προσέγγιση, της «μικτής οικονομίας», δεν αρκεί απλώς να υπάρχουν και κάποιες κρατικές επιχειρήσεις, κάποιοι διάσπαρτοι συνεταιρισμοί, κάποια ψήγματα «κοινωνικής» ή «αλληλέγγυας» οικονομίας. Πρέπει όλες αυτές οι «άλλες» μορφές να συγκροτούν οικονομικές δομές, να λειτουργούν με νέα κριτήρια, κίνητρα και σκοπούς, και να συγκροτούν νέες –από την άποψη του περιεχομένου τους– παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις. Αυτές οι μορφές δε θα επιβληθούν από τα πάνω σχηματικά. Αλλά θα αναδεικνύονται ως οι αναγκαίοι φορείς για την ικανοποίηση αναγκών με κοινωνικο-οικονομικά κριτήρια και όχι με την καπιταλιστική λογική της μεγιστοποίησης του κέρδους.

 

 

                        Νέα οικονομικά υποκείμενα

 

 

Αφού η ικανοποίηση των αναγκών απαιτεί την ανάπτυξη ενός τομέα δημόσιων αγαθών, μπορούμε να σκεφτούμε ποιοι φορείς θα παράγουν αυτά τα δημόσια αγαθά και νομίζω ότι δεν είναι μόνον το κράτος που μπορεί. Μπορούμε να σκεφτούμε διάφορους φορείς, ακόμη και μορφές στις οποίες αναφέρεται ο Μαρξ στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», μιλώντας για αυτοαναιρέσεις του καπιταλισμού μέσα στον καπιταλισμό, διάφορες μορφές δηλαδή που ο ίδιος ο καπιταλισμός παράγει, αλλά τις οποίες μπορούμε να αξιοποιήσουμε με άλλο περιεχόμενο.

 

 

Μπορούν να υπάρχουν φορείς «δημοσίου συμφέροντος» ή «ειδικού σκοπού» που θα έχουν εξωτερικά τη μορφή της επιχείρησης, αλλά η επιχείρηση αυτή θα λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο, με διαφορετικά κριτήρια και σκοπούς. Μπορούν να λειτουργούν με βάση την αρχή «ούτε κέρδη, ούτε ζημιές». Μπορούν να έχουν κέρδη που όμως δε θα είναι  οικειοποιήσιμα, δε θα είναι πηγή πλουτισμού αλλά πηγή διεύρυνσης της παραγωγής, μείωσης του κόστους ή βελτίωσης της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών ή αγαθών.

 

 

Πρόσφατα π.χ. ως Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, κάναμε κάποιες προτάσεις για το τραπεζικό σύστημα. Είπαμε ότι μπορεί να υπάρξει μια τράπεζα στέγης των μισθωτών, μια τράπεζα ειδικού σκοπού για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, η οποία να λειτουργεί με βάση όχι τις υποθήκες αλλά με βάση την εμπιστοσύνη. Μπορούμε, επομένως, να σκεφτούμε κι έναν τομέα όπου ο σκοπός δε θα είναι το κέρδος, αλλά η ικανοποίηση αναγκών μέσα από διάφορες οικονομικές μορφές μεταβατικού, «υβριδικού» χαρακτήρα.

 

 

Πρέπει επίσης να ξανανοίξουμε το κεφάλαιο των συνεταιρισμών με νέους όρους. Στην Κρήτη οι συνεταιριστικές τράπεζες ελέγχουν το 20% της λιανικής τραπεζικής. Στη χώρα μας το 50% του φαρμάκου διακινείται από συνεταιρισμούς των φαρμακοποιών. Είναι καλό αυτό ή κακό; Να ψάξουμε, θέλω να πω, να αξιολογήσουμε τις εμπειρίες. Γιατί δε θα μπορούσε ένας συνεταιρισμός ναυτικών να διαχειρίζεται ένα πλοίο κρατικής ιδιοκτησίας σε κάποια ακτοπλοϊκή γραμμή; Υπάρχει και το φαινόμενο της απαξίωσης του συνεταιρισμού, κυρίως στον αγροτικό χώρο, λόγω κομματικοποίησης, αλλά τι πρέπει να κάνουμε; Να παραδώσουμε τα πάντα στο κράτος ή την αγορά, ή να αναζητήσουμε τους όρους για την αξιόπιστη αναζωογόνηση των συνεταιρισμών; Πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε το δεύτερο.

 

 

 

Όπως και πρέπει, γενικότερα, ν’ ανοίξουμε το κεφάλαιο των «νέων συλλογικών υποκειμένων». Κάποτε δεν υπήρχαν ούτε συνεταιρισμοί, αλλά βρέθηκαν. Να μιλήσουμε για συνεργατικές μορφές, για νέα συλλογικά υποκείμενα. Να το ψάξουμε πάντως, να ξεκλειδώσουμε τη σκέψη μας. Αφού μιλάμε για χρεοκοπία μοντέλων, είναι καιρός να σκεφτούμε και καινούρια πράγματα.

 

 

Τέλος, ποια είναι η παγκόσμια εμπειρία από τις ποικίλες μορφές αυτοδιαχείρισης των εργαζομένων; Έχει κλείσει το κεφάλαιο αυτό ή μπορεί να ξανανοίξει και αυτό με νέους όρους;

 

 

Όλες αυτές οι οικονομικές μορφές έχουν βέβαια ένα «μειονέκτημα». Απαιτούν την αναβάθμιση της ταξικής συνείδησης των εργαζομένων και την ενεργητική τους συμμετοχή. Αλλά από τη σκοπιά της Αριστεράς και της προοπτικής, αυτό θα έπρεπε να θεωρείται ως το μεγάλο πλεονέκτημά τους.

 

 

Έρχομαι τώρα στη μικρή επιχείρηση.  Ο ρόλος τους στην ελληνική οικονομία είναι τεράστιος. Πρέπει όμως να δούμε αυτό το χώρο με νέο μάτι, να έχουμε μια συγκροτημένη πολιτική. Ενίσχυσή τους, αλλά υπό ποιους όρους; Πώς θα τις βοηθήσουμε να ανταπεξέλθουν στο σκληρό ανταγωνισμό των πολυεθνικών, να έχουν πρόσβαση στην πληροφόρηση, τις καινοτομίες τις διεθνείς αγορές; Πώς θα συμβάλουμε ώστε αυτός ο χώρος να ενταχθεί στην υπόλοιπη οικονομία «κανονικά» από άποψη εργασιακών, ασφαλιστικών, φορολογικών και περιβαλλοντικών υποχρεώσεων; Είναι ερωτήματα. Δεν μπορούμε όμως να αγνοούμε το χώρο αυτό ούτε να στηρίζουμε άκριτα κάθε αίτημά του. Πρέπει να συζητήσουμε και με το χώρο αυτό μια συγκροτημένη πολιτική, ένα συμβόλαιο εμπιστοσύνης βάσει δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

 

 

Μια ανάλογη πολιτική πρέπει να διαμορφώσουμε και για τον επιχειρηματικό τομέα συνολικά αφού η «επιχειρηματικότητα» δεν είναι ουδέτερη έννοια ούτε υπάρχει ένας και μοναδικός τόπος «επιχειρηματικότητας». Άρα και στο πεδίο αυτό υπάρχει χώρος για μια αριστερή προσέγγιση.

 

 

Εννοείται τώρα ότι όλα αυτά έχουν ανάγκη από ένα νέο χρηματοπιστωτικό σύστημα που θα υπηρετεί αυτούς τους στόχους, μια δημόσια διοίκηση που θα προσφέρει πραγματικά δημόσιες υπηρεσίες και βέβαια θέλουν ένα κράτος αναθεμελιωμένο σε νέες κοινωνικές βάσεις, με νέους θεσμούς, με μια νέα σχέση με την κοινωνία και ειδικά με τη δημόσια σφαίρα απέναντι στην οποία θέλουμε να λειτουργεί ως δύναμη στήριξης χωρίς να πνίγει την αυτονομία της. Ας μιλήσουμε, στη φάση αυτή, για ένα κράτος που θα είναι και υποκείμενο αλλά και αντικείμενο το ίδιο αλλαγών.

 

 

Δε θα επεκταθώ περισσότερο, ήθελα κυρίως να δώσω το πνεύμα μιας στρατηγικής που θα μπορούσαμε να διαμορφώσουμε με την έννοια βεβαίως ότι  αυτή τη στρατηγική θα αρθρώνεται μέσω συγκεκριμένων «προγραμματικών στόχων» οι οποίοι θα είναι αντικείμενο πάλης, θα είναι δηλαδή στόχοι συσπείρωσης και διεκδικήσιμοι από το κίνημα και όχι απλώς εκφωνήσεις προτάσεων. Πρέπει να δημιουργηθεί ένα μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό κίνημα σκέψης και δράσης κι αυτό να είναι ο φορέας της πολιτικής διεξόδου.

 

 

               Η νέα οικονομία και η σοσιαλιστική προοπτική

 

Τα παραπάνω μπορούν να αποτελέσουν τον πυρήνα μιας εναλλακτικής στρατηγικής για μια νέα οικονομία των αναγκών και των συλλογικών αγαθών. Ποιος θα είναι ο χαρακτήρας αυτής της οικονομίας, ποια η σχέση της με το σοσιαλισμό;

 

 

Βεβαίως η «νέα οικονομία» παραμένει εξωτερικά μια μικτή οικονομία. Σε σχέση όμως με την παλιά μικτή οικονομία όπως αυτή διαμορφώθηκε στη διάρκεια του 20ου αιώνα είναι ποιοτικά διαφορετική. Δε στηρίζεται μόνο στο δίπολο ιδιωτικός – κρατικός τομέας όπου ο πρώτος θα λειτουργεί με καπιταλιστικά κριτήρια και ο δεύτερος με καπιταλιστικά και πελατειακά αλλά δημιουργεί συνθήκες ανάδειξης και άλλων οικονομικών υποκειμένων, η δράση των οποίων διαμορφώνει νέους τομείς που κινούνται με κριτήρια και στόχους διαφορετικούς και ανταγωνιστικούς προς τη λογική του καπιταλισμού.

 

 

Με τον τρόπο αυτό, αναδύεται, έρχεται στο προσκήνιο και γίνεται με ποικίλους τρόπους και σε ποικίλα επίπεδα και «μέτωπα», περιεχόμενο  των κοινωνικών, οικολογικών και πολιτικών αγώνων, ο ανταγωνισμός που αφορά το σκοπό της παραγωγής, τα κριτήρια και τους στόχους της ανάπτυξης, τη διανομή και την αναδιανομή των αποτελεσμάτων της, τις αξίες και την ποιότητα της ζωής. Η προτεινόμενη επομένως στρατηγική δεν κατατείνει σε κάποιο «ενδιάμεσο στάδιο» ή σε κάποια στάσιμη ισορροπία αλλά δημιουργεί τους όρους για μια νέα δυναμική που ανοίγει δρόμους και δίνει δυνατότητες να αναδειχθούν νέα οικονομικά και κοινωνικά υποκείμενα με πυρήνα τους τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και τον κόσμο της γνώσης και να διεκδικήσουν ρόλο πρωταγωνιστή στο οικονομικό και το κοινωνικό γίγνεσθαι.

 

 

Η πορεία και η έκβαση αυτής της δυναμικής θα εξαρτηθεί βέβαια από τους συσχετισμούς δύναμης στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο.

 

 

Όμως, σε κάθε περίπτωση, αυτή η επί της ουσίας εσωτερίκευση των αξιών και των κριτηρίων του σοσιαλισμού στην κοινωνική και την οικονομική ζωή και ο αγώνας για τη νομιμοποίηση στην πράξη, τη στήριξη και την υπεράσπισή τους από τις διαρκείς επιθέσεις των δυνάμεων του κέρδους και της ιδιοτέλειας, όλα αυτά, δημιουργούν μια οργανική σχέση με τη σοσιαλιστική προοπτική, όχι φυσικά  ως μια διαδικασία ευθύγραμμη ή εξελικτική αλλά ως ένα ενιαίο αξιακά πεδίο πάλης για τις άμεσες, τις μεσοπρόθεσμες και τις πιο μακροπρόθεσμες ανάγκες των εργαζόμενων τάξεων και της κοινωνίας.

Για την ανασύνθεση της Αριστεράς | Άρθρο στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή» ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την Φανή Πετραλιά. Η Φανή προσωποποίησε με έναν σπάνιο τρόπο τη σύζευξη της χειραφετημένης γυναίκας, της ενεργής διαννοούμενης, της μαχητικής δημοσιογράφου & της ακάματης συνδικαλίστριας. Παιδί μιας εποχής που παρά τις δυσκολίες της ευνοούσε το ταίριασμα του λογισμού με τ' όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, η Φανή Πετραλιά ήταν πρότυπο & σημείο αναφοράς. Θα τη θυμόμαστε ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η σκέψη μας στους αγαπημένους της ανθρώπους. ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr