«Η Ελλάδα ξαναγίνεται δύναμη πρωτοβουλίας στα Βαλκάνια»

Ομιλία στην Ολομέλεια της Βουλής στη συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας της ΝΔ, με αφορμή τη συμφωνία με την ΠΓΔΜ.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Είναι νομίζω πλέον σαφές ότι η πρόταση δυσπιστίας έχει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Στόχος της ήταν όχι η συμφωνία. Κακά τα ψέματα. Φάνηκε από τις ομιλίες. Στόχος ήταν η αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης και η συγκρότηση ενός αντικυβερνητικού μετώπου. Το αποτέλεσμα είναι από τη μια πλευρά η πολιτική ενδυνάμωση της κυβερνητικής πλειοψηφίας και από την άλλη η αποκάλυψη των αντιφάσεων και των αδιεξόδων των κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Τα ακούσαμε και τα ακούμε κάθε ώρα που περνάει. Η Νέα Δημοκρατία μπροστά στα διλήμματα και στις αναγκαίες επιλογές που πρέπει να κάνουμε για το μέλλον της χώρας, επιλέγει το δρόμο της δημαγωγίας και της εσωστρέφειας. Γίνεται εκφραστής μιας φοβικής και στάσιμης Ελλάδας. Στις δυσκολίες, ο φιλελευθερισμός και ο ευρωπαϊσμός υποχωρούν. Μπαίνουν σε αχρησία. Αλλά το χειρότερο είναι ότι με τη στάση της, όπως είχα την ευκαιρία να πω και προχτές, δίνει άλλοθι στη Χρυσή Αυγή και σε όλα αυτά τα οποία ζήσαμε το πρωί.

Το Κίνημα Αλλαγής, από την άλλη μεριά, νομίζω αποκαλύπτεται αυτό που λέγαμε από την πρώτη στιγμή, τα όρια μιας πολιτικής ίσων αποστάσεων, τα όρια μιας πολιτικής που στηρίζεται στο «ούτε-ούτε», τα όρια και τα αδιέξοδα μιας πολιτικής η οποία προσπαθεί να διαμορφωθεί στο κενό, όταν υπάρχουν τόσο κρίσιμα διλήμματα και τόσο καυτά προβλήματα, στα οποία κανείς πρέπει να πάρει θέση. Ο δογματικός «αντισυριζαϊσμός» οδηγεί τον χώρο αυτόν σε όλες αυτές τις διαφοροποιήσεις και τις αντιθέσεις, που πια είναι φανερές.

Τέλος και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας με τη στάση του σήμερα ακυρώνει την καθαρή θέση που είχε πάρει το 1992, διολισθαίνει σε επικίνδυνες περιοχές με θεωρίες για σπέρματα αλυτρωτισμού.

Και θα ήθελα στο σημείο αυτό να πω ότι αναλύσεις που ερμηνεύουν όλες τις εξελίξεις ως εντολές του ΝΑΤΟ, τις οποίες δήθεν η κυβέρνηση εκτελεί ως «υπάλληλος» του ΝΑΤΟ, και αυτές έρχονται σε αντίθεση με αυτά που προσπάθησε το ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια να πει και να απεξαρτηθεί από αυτή τη μηχανιστική θεωρία της εξάρτησης. Το θέμα το οποίο πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι το ΝΑΤΟ και οι Αμερικάνοι μπορούν να υπάρξουν και με λύση του «Μακεδονικού» και χωρίς τη λύση του «Μακεδονικού». Μάλιστα, μπορεί κανείς να κάνει σκέψεις για το τι θα συμβεί εάν δεν λυθεί. Θα διατηρηθεί αυτή η χώρα ως ανεξάρτητο κράτος ή θα καταλήξει ένα προτεκτοράτο των Αμερικάνων, των Γερμανών ή οποιουδήποτε άλλου; Εμείς είμαστε αυτοί, όμως, που δεν μπορούμε να ζήσουμε με άλυτο το πρόβλημα και γι’ αυτό όλη αυτή η ανάλυση και του ΚΚΕ και κάποιων άλλων δυνάμεων δεν ευσταθεί.

Το κοινό, λοιπόν, στη θέση όλων των κομμάτων που ανέφερα είναι ότι δεν έχουν θετική πρόταση για το μέλλον. Δεν ακούσαμε τίποτα. Ποια είναι η προοπτική; Να μην περάσει η Συμφωνία. Να γίνει τι; Να περιμένουμε τι; Και μέχρι πότε; Ποια είναι η θέση τους για τα Βαλκάνια; Έχουν κάποια άποψη για το πώς τα Βαλκάνια θα αναπτυχθούν; Πώς θα διαμορφωθούν οι δικές μας σχέσεις σε αυτήν την περιοχή;

Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η συζήτηση γίνεται ακόμη περισσότερο χρήσιμη, διότι επιτρέπει να δούμε όχι μόνο -στενά- το θέμα της Συμφωνίας, αλλά και ευρύτερα ποιες είναι οι στρατηγικές που διατυπώνονται σήμερα για τη χώρα μας και το μέλλον της. Ακούσαμε τη μια στρατηγική, η οποία είναι ο πολεμοκάπηλος τυχοδιωκτισμός της Χρυσής Αυγής. Από την άλλη μεριά έχουμε μια στρατηγική, αν μπορεί κανείς να την πει έτσι, μια φοβική, όπως είπα, στάση απέναντι στα προβλήματα, που καταλήγει σε μια στάση «να μην γίνει τίποτα». Επομένως, στο πλαίσιο αυτό ξεχωρίζει η στρατηγική της Κυβέρνησης ως η μόνη στρατηγική η οποία απαντάει στα σημερινά προβλήματα και τα εσωτερικά και τα εξωτερικά.

Θα ήθελα, λοιπόν, να αξιοποιήσω αυτήν την ευκαιρία για να πω ότι εμείς από τη δεκαετία του ’90, από τις μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές που έγιναν με την κατάρρευση του καθεστώτος του υπαρκτού σοσιαλισμού, διαμορφώσαμε από την αρχή μία στρατηγική, για να μην πω ένα όραμα, το οποίο στηριζόταν στις εξής βασικές παραδοχές:

Πρώτον, ότι τα Βαλκάνια είναι ένας χώρος ιστορικά βεβαρημένος με πολέμους, αντιθέσεις, εθνικισμούς και επομένως μόνο ως χώρος συνεργασίας μπορούν να έχουν μέλλον.

Δεύτερον, ότι τα Βαλκάνια έχουν ορισμένα κοινά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά όλη η περιοχή μας είναι χώρος που ενώνει την Ασία με την Ευρώπη, το Νότο με το Βορρά. Τα λιμάνια μας είναι πύλες εισόδου όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλα τα Βαλκάνια και για όλη την Ευρώπη. Επομένως, αυτά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα είτε μαζί μπορούμε να τα αξιοποιήσουμε προς κοινό όφελος είτε αυτό θα είναι σε βάρος της ανάπτυξης της περιοχής. Από εκεί προέρχεται βασικά η ιδέα της συνανάπτυξης που λέμε και σήμερα.

Η τρίτη βασική παραδοχή και αρχή είναι ότι στη σημερινή εποχή τα Βαλκάνια μπορούν να έχουν μέλλον όχι απλώς ως ένας χώρος συνεργασίας, αλλά και ως μία δομή στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ένα υποσύστημα μέσα στο ευρωπαϊκό σύστημα. Τη βαλκανική συνεργασία πρέπει να τη δούμε σε συνάρτηση με την ευρωπαϊκή και τη μεσογειακή συνεργασία.

Θα έλεγα εδώ ότι η Μεσόγειος είναι η οικεία θάλασσα για όλες τις χώρες των Βαλκανίων και όχι η Βαλτική ή η Βόρεια Θάλασσα. Και πρέπει να πείσουμε τις χώρες των Βαλκανίων γι’ αυτό, ότι δηλαδή εδώ, μαζί πρέπει να πορευτούμε.

Η τέταρτη παραδοχή και αρχή είναι ότι για να χτίσουμε αυτό το κοινό μέλλον σ’ έναν χώρο με τόσες παραδόσεις αντιθέσεων και πολέμων και καταστροφών, αυτό δεν αρκεί να γίνει υπόθεση κάποιων κυβερνήσεων, έστω και όλων, αλλά πρέπει να γίνει υπόθεση των ίδιων των λαών. Γι’ αυτό αυτή η τοξικότητα που δημιουργείται σήμερα, το ότι ορισμένες δυνάμεις δηλητηριάζουν τμήματα της κοινωνίας κινδυνολογώντας, καταστροφολογώντας κ.ά. έχει και ευρύτερες συνέπειες.

Αυτήν τη δυνατότητα, λοιπόν, την είχαμε το ’90 και δεν την αξιοποιήσαμε ως χώρα. Την καταστρέψαμε μέσα από μεγαλοϊδεατισμούς για διείσδυση στα Βαλκάνια, για οικονομική κατάκτηση των Βαλκανίων, όπου τα Βαλκάνια θα ήταν-υποτίθεται- η δική μας «ενδοχώρα», με όλη αυτήν την επέκταση μέσω δανεισμού και με τις συνέπειες που είχε.

Άρα, η Συμφωνία πρέπει να προχωρήσει, εφόσον ικανοποιεί τα βασικά μας συμφέροντα, ως μια συμφωνία-προϊόν συμβιβασμού. Ας ελπίσουμε ότι θα περάσει και στη γείτονα χώρα. Πρέπει να γίνουν όλα αυτά όχι για λόγους ιδεολογικούς, αλλά για λόγους πραγματικούς, για λόγους που έχουν να κάνουν με τη ζωή των ανθρώπων, με το μέλλον της περιοχής και με την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής και -θα έλεγα- με την Ελλάδα και ειδικά τη Βόρεια Ελλάδα, αλλά και την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.

Προ καιρού κάναμε το Αναπτυξιακό Συνέδριο στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και θυμάμαι τον Δήμαρχο του Κιλκίς σε μια συζήτηση που κάναμε να μας θέτει ένα από τα προβλήματα που είχαν. Το πρόβλημα ήταν ότι φεύγουν τα αυτοκίνητα από το Κιλκίς και προμηθεύονται καύσιμα στην άλλη πλευρά. Και συζητούσαμε για την ενεργοποίηση κάποιων κινήτρων και πρέπει όντως να βρούμε κίνητρα άμεσα.

Όμως, η προοπτική ποια είναι; Δηλαδή, αν δεν λυθεί το πρόβλημα αυτό, ποιο είναι το μέλλον της ανάπτυξης της Βόρειας Ελλάδας; Φοβάμαι ότι θα είναι μια ανάπτυξη μέσω παραοικονομίας, μέσω λαθρεμπορίων, χωρίς ισχυρές παραγωγικές δυνατότητες.

Αντίθετα, αν καταφέρουμε να λύσουμε αυτό το πρόβλημα, οι πρώτοι που θα ωφεληθούν θα είναι οι κάτοικοι της Βόρειας Ελλάδας. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει άνευ όρων λύση, αλλά μια λύση που, απ’ ό,τι λένε και οι πλέον ειδήμονες, έχει τα βασικά στοιχεία για να προχωρήσουμε μπροστά.

Θα ολοκληρώσω με την ανοχή του Προεδρείου για ένα-δύο λεπτά.

Από τον Αύγουστο, λοιπόν, μπαίνουμε σε μια φάση όπου η Ελλάδα μπορεί να ξαναγίνει μια δύναμη πρωτοβουλίας για την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Πρέπει να πω ότι από 0ρέσβεις που βλέπουμε, από Υπουργούς άλλων χωρών, από κυβερνητικά στελέχη που βλέπουμε, αυτό γίνεται με ανακούφιση αποδεκτό. Είναι θετικό για τους άλλους λαούς το ότι η Ελλάδα βγαίνει από την κρίση και επομένως μπορεί να ξαναπαίξει έναν ρόλο στα Βαλκάνια και να μην μονοπωλείται ο χώρος αυτός από άλλες δυνάμεις, μεγάλες ή και μεσαίες, που έχουν άλλους σχεδιασμούς.

Μπορούμε, λοιπόν, να προχωρήσουμε σε μια τέτοια προοπτική και να εξασφαλίσουμε και το μέλλον το δικό μας, αλλά και τον ευρύτερο ρόλο της χώρας ως μια δύναμη πρωταγωνίστρια και εγγυήτρια αυτής της προσπάθειας και αυτής της πορείας.

Δεν πρέπει τέλος να αγνοούμε οι ιστορικές καταβολές του εθνικισμού, μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο μέσω μιας πολιτικής ανάπτυξης ευημερίας με κοινά οφέλη για όλους.

Η στρατηγική μας, λοιπόν, έχει δύο σκέλη: ένα εσωτερικό, που έχει να κάνει με την έξοδο από τα μνημόνια και ένα εξωτερικό, που έχει να κάνει με αυτή την ευρύτερη βαλκανική συνανάπτυξη. Πρόκειται για τη μόνη στρατηγική για το μέλλον που θέτει ένα συνεκτικό, συγκεκριμένο όραμα για το μέλλον και της χώρας και της περιοχής.

Τα δυο αυτά σκέλη της διαδικασίας είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Η χώρα, για να νιώθει ασφαλής έναντι εξωτερικών κινδύνων, πρέπει από τη μία εσωτερικά να αναπτύσσεται με δίκαιο τρόπο και από την άλλη μεριά η εσωτερική ανάπτυξη υποβοηθιέται -για να μην πω ότι έχει ως προϋπόθεσή της- με το να μην υπάρχουν εστίες έντασης, εστίες κινδύνου ή αν υπάρχουν, να είναι υπό έλεγχο, στο εξωτερικό. Προφανώς, αυτό το σχέδιο -δεν ζούμε στα σύννεφα- για να προχωρήσει, πρέπει να υπερβεί αντιστάσεις∙ και εδώ στη χώρα μας τα βλέπουμε αυτά που λέγονται, αλλά και ευρύτερα στην περιοχή των Βαλκανίων, διότι υπάρχουν εσωτερικές δυνάμεις που στο όνομα κάποιων συμφερόντων ή εθνικιστικών εγωισμών αρνούνται να μπουν σε αυτήν τη λογική, αλλά και διότι τα Βαλκάνια είναι χώρος γεωπολιτικών αντιθέσεων και συγκρούσεων συμφερόντων.

Άρα, για να προχωρήσουμε μπροστά, θα πρέπει να υπάρξει ένα υποκείμενο. Πρέπει να υπάρξει ένα ευρύτερο μέτωπο, ένα μέτωπο που θα στηριχτεί  στην κοινή λογική, στις κοινές ανάγκες, στα κοινά συμφέροντα. Ένα μέτωπο, λοιπόν, κοινής λογικής και προοδευτικής κατεύθυνσης χρειάζεται για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε προς την κατεύθυνση αυτή, πέρα από την Συμφωνία αυτή καθαυτή.

Αυτό ακριβώς το μέτωπο θα υπάρξει με τη δράση όλων: κοινωνικών φορέων, συνδικαλιστικών οργανώσεων, επιστημονικών οργανώσεων, των ίδιων των πολιτών. Πρέπει δηλαδή να υιοθετήσουμε μια ευρύτερη αντίληψη για τη διπλωματία. Διπλωματία δεν είναι μόνο υπόθεση των Υπουργών Εξωτερικών. Διπλωματία είναι μια υπόθεση των ίδιων των λαών.

Επομένως, πρέπει να ευχαριστήσουμε τη Νέα Δημοκρατία, διότι με την πρόταση μομφής έδωσε την ευκαιρία να συζητήσουμε και να συζητάμε ευρύτερα το μέλλον της χώρας και το μέλλον της περιοχής, τις στρατηγικές που έχουμε μπροστά μας, αλλά και τα μέσα με τα οποία θα προχωρήσουμε.

Προσωπικά πιστεύω -ως είπα- ότι θα βγούμε από αυτήν τη συζήτηση με την κυβερνητική πλειοψηφία ενισχυμένη, αλλά και με πιο ισχυρές προσπάθειες και πιο ισχυρή συνειδητοποίηση της ανάγκης για αυτό που ονόμασα ένα ευρύτερο προοδευτικό μέτωπο το οποίο πρέπει να δημιουργήσουμε.

Για την ανασύνθεση της Αριστεράς | Άρθρο στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή» ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την Φανή Πετραλιά. Η Φανή προσωποποίησε με έναν σπάνιο τρόπο τη σύζευξη της χειραφετημένης γυναίκας, της ενεργής διαννοούμενης, της μαχητικής δημοσιογράφου & της ακάματης συνδικαλίστριας. Παιδί μιας εποχής που παρά τις δυσκολίες της ευνοούσε το ταίριασμα του λογισμού με τ' όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, η Φανή Πετραλιά ήταν πρότυπο & σημείο αναφοράς. Θα τη θυμόμαστε ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η σκέψη μας στους αγαπημένους της ανθρώπους. ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr