«Η χώρα χρειάζεται μετασχηματισμό, αλλάζουμε το χρεοκοπημένο μοντέλο του παρελθόντος»

Το κλίμα, πράγματι, αλλάζει και το βλέπουμε αυτό, όχι μόνο από τις εξελίξεις και τα γεγονότα, αλλά μπορεί κανείς να το δει αν παρατηρήσει την ατζέντα του φετινού Συνεδρίου.

Επειδή είχα και πέρυσι την τιμή να παρευρεθώ και να μιλήσω, θυμάμαι ότι κυριαρχούσαν ερωτήματα όπως: «Θα μπει η οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης ή θα παραταθεί η ύφεση;», «θα κλείσει η αξιολόγηση;» -τότε μιλούσαμε για την δεύτερη, «θα βγει τελικά  Ελλάδα από τα Μνημόνια ή θα ακολουθήσει και 4ο Μνημόνιο;», «θα μπορέσει η Ελλάδα να βγει στις αγορές ή είναι ένας άπιαστος στόχος;», «τι θα κάνει τελικά το ΔΝΤ;», ρωτούσαν πέρυσι με τόνο σχεδόν δραματικό, «θα μείνει ή θα φύγει από το Πρόγραμμα;». Αν πέρυσι κυριαρχούσαν τα ερωτήματα, φέτος κυριαρχούν οι απαντήσεις.

Σε ό,τι αφορά το θέμα της ανάκαμψης της οικονομίας, τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν σήμερα επιβεβαιώνουν ότι η χώρα έχει μπει σε τροχιά ανάκαμψης, η οποία αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια.

Σε ό,τι αφορά την απασχόληση -και αυτό το θεωρώ πιο κρίσιμο από όλα- έχουμε φτάσει στο σημείο που τα τελευταία τρία χρόνια, κάθε χρόνο, δημιουργούνται 100.000 θέσεις εργασίας. Μπορεί να μην είναι όλες εκείνες οι ποιοτικές θέσεις εργασίας που θέλουμε, αλλά είναι γεγονός ότι αυτή η εξέλιξη και την ανάκαμψη της οικονομίας ενισχύει και τα έσοδα του κράτους και των ασφαλιστικών Ταμείων βοηθά.

Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, για τις οποίες γίνεται πολύς λόγος και νομίζω όχι πάντα στη βάση αντικειμενικών δεδομένων, οι καταθέσεις ανακάμπτουν, σχεδόν κατά 1 δισ. ευρώ το μήνα από το Μάιο και μετά, τα «κόκκινα» δάνεια είχαν φθάσει στην κορυφή και μιλάμε πλέον για μείωσή τους και οι τράπεζες αρχίζουν να καταρτίζουν και να υλοποιούν προγράμματα βαθμιαίας χρηματοδότησης της οικονομίας. Τα stress tests, τα οποία θα γίνουν, αναμένουμε να επιβεβαιώσουν την κεφαλαιακή ισχύ των τραπεζών και βεβαίως να υπογραμμίσουν την ανάγκη ταχύτερης μείωσης των κόκκινων δανείων.

Σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση -για να μην επεκταθώ σε άλλα στοιχεία και αριθμούς-  και την τρίτη αξιολόγηση, αναμένουμε σήμερα να εγκριθεί η τεχνική συμφωνία και να ολοκληρωθεί οριστικά στο επόμενο Eurogroup στις 22 Ιανουαρίου, πολύ νωρίτερα από ό,τι πολλοί προέβλεπαν.

Το πιο σημαντικό είναι ότι η ατζέντα, μετά την τρίτη αξιολόγηση, είναι σαφής και διαφανής. Θα ακολουθήσει αμέσως μετά συζήτηση για τρία θέματα: Τέταρτη αξιολόγηση, μέτρα για το χρέος και συζήτηση για το μεταμνημονιακό καθεστώς, το οποίο αναμένουμε να είναι παραπλήσιο με αυτό που ισχύει ήδη στις άλλες χώρες που ήταν σε Πρόγραμμα.

Σε ό,τι αφορά την έξοδο στις αγορές, παρά τις όχι αβάσιμες αμφιβολίες, όλοι είχαμε προβληματισμό, γι’ αυτό και εγώ είχα μιλήσει πέρυσι για δοκιμαστική έξοδο, εντούτοις η πρώτη έξοδος τον Ιούλιο έγινε με επιτυχία και ακόμη πιο σημαντική φαίνεται να είναι η επιτυχής ολοκλήρωση του swap, της ανταλλαγής παλιών ομολόγων του PSI με νέα. Και είναι επιτυχής διότι έφτασε σε πολύ υψηλά ποσοστά -86%- και διότι σημαίνει ότι οι επενδυτές, τα ασφαλιστικά Ταμεία, οι τράπεζες του εξωτερικού και άλλοι οργανισμοί εμπιστεύονται ήδη τις εκδόσεις του ελληνικού κράτους, παρόλο που ακόμα το χρέος δεν έχει φτάσει στη βιωσιμότητα που θα θέλαμε.

Αυτό το γεγονός προεξοφλεί, προδιαθέτει, ότι ενδεχομένως θα μπορέσουμε να επαναλάβουμε και άλλες εκδόσεις στο εγγύς μέλλον. Σε ό,τι αφορά την όποια απόφαση του ΔΝΤ, νομίζω ότι το θέμα αυτό έχει πλήρως αποδραματοποιηθεί, πλέον. Δεδομένου ότι το Πρόγραμμα ολοκληρώνεται τον Αύγουστο του 2018, στην πραγματικότητα, εμείς θέλουμε να έχουμε κλείσει όλες τις εκκρεμότητες μέχρι Μάιο – Ιούνιο. Μιλάμε για μια απόφαση, η οποία δεν θα επηρεάσει την ήδη συμφωνημένη διαδρομή, όποια κι αν είναι.

Και όπως έχουμε πει, εμείς μπορούμε να συμβιώσουμε και με παρόν το ΔΝΤ. Εφόσον κινούμαστε στα συμφωνημένα πλαίσια, αλλά και εφόσον αποφασίσει να παίξει άλλο ρόλο, θα συνεχίσουμε κανονικά την πορεία μας. Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι η σταθερότητα εμπεδώνεται, η ανάκαμψη ενισχύεται, το 2017 αποδείχθηκε ένας χρόνος καμπής και μετάβασης από την ύφεση στην ανάκαμψη, από την ακραία αβεβαιότητα σε μια αναζωογόνηση των προσδοκιών για το οριστικό τέλος των Μνημονίων και αυτής της δύσκολης και οδυνηρής, για την κοινωνία μας, φάσης. Παρόλο που πολλές πληγές και πολλά κρίσιμα προβλήματα του παρελθόντος παραμένουν ανοιχτά, οι εξελίξεις μειώνουν αποφασιστικά την αβεβαιότητα, μειώνουν το ρίσκο για τη χώρα και προσδίδουν ορατότητα στις προοπτικές, παράγοντες που νομίζω ότι είναι αναγκαίοι για τη λήψη επενδυτικών και άλλων αποφάσεων.

Έχουμε, λοιπόν, ισχυρούς λόγους να προσδοκούμε ότι το 2018 μπορεί να είναι ένα έτος επιτάχυνσης της ανάκαμψης, της απασχόλησης και των επενδύσεων, αλλά και ένα έτος απεμπλοκής από τα Μνημόνια και την επιτροπεία, αλλά και ένα έτος σκληρής δουλειάς, συστηματικής προσπάθειας για το έγκυρο κλείσιμο των όποιων μνημονιακών εκκρεμοτήτων και κυρίως βέβαια για το σχεδιασμό της μεταμνημονιακής Ελλάδας, χωρίς τις παθογένειες και τα λάθη του παρελθόντος. Αυτό το τελευταίο, πιστεύω, αποτελεί  την ιστορική πρόκληση και ευθύνη για τη δική μας κυβέρνηση αλλά και για όλο το πολιτικό σύστημα.

Αν σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε θετικές προοπτικές όμως, θα ήθελα να το πω αυτό, οφείλεται εκτός των άλλων και στο γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση αντιστάθηκε, απέκρουσε πιέσεις για ένα πιο σκληρό, πιο ακραία νεοφιλελεύθερο σενάριο προσαρμογής.

Μας προτάθηκαν ακόμη μεγαλύτερες περικοπές συντάξεων -άλλωστε τέτοιες προτάσεις ακόμα ακούγονται κατά καιρούς, μας προτάθηκαν νέες δραστικές μειώσεις δημόσιων δαπανών, παρόλο που αναγνωρίζεται ότι πολλοί ευαίσθητοι τομείς, όπως της υγείας και της παιδείας, αντιμετωπίζουν προβλήματα λειτουργίας, μας προτάθηκε να δανειστούμε και άλλα λεφτά για να τα ρίξουμε τις τράπεζες και να αυξήσουμε το χρέος μας. Εάν υιοθετούσαμε το σενάριο αυτό, προσωπικά πιστεύω, δεν έχω καμία αμφιβολία, θα ζούσαμε την ολική επαναφορά της κρίσης σε όλες τις διαστάσεις της και την οικονομική και την κοινωνική και την πολιτική.

Το γεγονός ότι αποφύγαμε αυτές τις εκδοχές της προσαρμογής συνέβαλε στο να μπορούμε σήμερα να μιλάμε για θετικές προοπτικές. Και αν η σημερινή κυβέρνηση αποδεικνύεται η πιο σταθερή μετά την κρίση και η μακροβιότερη, αυτό οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι η κατανοεί ότι η οικονομική ανάπτυξη, η κοινωνική συνοχή και η πολιτική σταθερότητα, αποτελούν τρεις αλληλένδετες διαδικασίες.

Το οικονομικό μας πρόβλημα, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, αν δεν αντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα και το πολιτικό και το κοινωνικό πρόβλημα. Εάν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι η ανάκαμψη της οικονομίας δεν θα έρθει με περαιτέρω αύξηση της ανεργίας, αλλά με δραστική μείωσή της. Όπως έδειξαν μέχρι τώρα οι εξελίξεις, αυτός είναι ο δρόμος για να πορευτούμε και στο μέλλον. Και αυτόν τον δρόμο η παρούσα κυβέρνηση είναι εκείνη που μπορεί να τον εγγυηθεί.

Η θεματολογία του 28ου Συνεδρίου του Αμερικανοελληνικού Επιμελητηρίου κοιτάζει μπροστά, ως συνήθως, ανιχνεύει το μέλλον, προσπαθεί να δει τις ανάγκες και τις δυνατότητες της Ελλάδας μετά τα Μνημόνια και την επιτροπεία. Είναι ένας γόνιμος προσανατολισμός, διότι ορίζει το πεδίο των μελλοντικών προκλήσεων, των μελλοντικών αντιπαραθέσεων, αλλά και των πιθανών συναινέσεων.

Προσωπικά, λοιπόν, συμφωνώ πλήρως με αυτήν την προσπάθεια, διότι μας βοηθά να δούμε τις μελλοντικές προκλήσεις, αλλά και γιατί μας φέρνει μπροστά στις ευθύνες μας. Όσο πλησιάζουμε προς το τέλος των Μνημονίων, τόσο οι ευθύνες του πολιτικού συστήματος και βεβαίως της δικής μας κυβέρνησης μεγαλώνουν.

Πρώτον, διότι όπως είπα, το ζητούμενο, το κρίσιμο, δεν είναι απλώς να κλείσουμε αυτόν τον κύκλο, αλλά να θωρακίσουμε την κοινωνία ώστε να μην βρεθούμε ξανά στο μέλλον σε τέτοιες καταστάσεις.

Ένα βασικό καθήκον, λοιπόν, της νέας περιόδου, το οποίο αρχίζει από σήμερα, είναι η επιτάχυνση όλων όσων κάνουμε, είτε  αυτά είναι μεταρρυθμίσεις είτε είναι αλλαγές, ανάκαμψη ή επενδύσεις. Χρειαζόμαστε ταχύτερη και μεγαλύτερη ανάκαμψη για να μειώσουμε πιο γρήγορα την ανεργία, για να δημιουργήσουμε ευκαιρίες που θα διευκολύνουν τους επιστήμονες μας που έφυγαν στο εξωτερικό να επιστρέψουν, για να καλύψουμε το μεγάλο χάσμα απόκλισης το οποίο έχει δημιουργηθεί με την υπόλοιπη Ευρώπη. Η επιτάχυνση της ανάκαμψης δεν μπορεί να παραπέμπεται σε ένα θολό νέφος μεταρρυθμίσεων γενικώς, χωρίς να προσδιορίζουμε ποιες μεταρρυθμίσεις, ποιες αλλαγές με ποιο περιεχόμενο, για ποιο στόχο. Διότι, σήμερα χρειαζόμαστε αλλαγές, θα έλεγα και ριζικές αλλαγές, οι οποίες όμως να ευνοούν την ανάκαμψη, την ανάπτυξη της  οικονομίας με όρους κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης. Ούτε μπορεί να γίνει η επιτάχυνση της ανάκαμψης με νέες εκδοχές της λιτότητας, με το ίδιο ή με άλλο περίβλημα. Μετά την ολοκλήρωση του Προγράμματος και την πλήρη αποσαφήνιση των μέτρων που τελικώς θα ληφθούν για την ελάφρυνση του χρέους, θα χρειαστεί να γίνει μία συνολική αξιολόγηση των δεδομένων και των προοπτικών, ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι δύσκολοι όντως στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα, θα είναι συμβατοί με τις ανάγκες επιτάχυνσης της ανάπτυξης.

Το βέβαιο είναι ότι τόσο για λόγους κοινωνικούς όσο και για λόγους οικονομικούς, αλλά και δημογραφικούς θα χρειαστούμε ως χώρα μια μακρά περίοδο με υψηλούς, και σίγουρα υψηλότερους από τους μέσους ευρωπαϊκούς όρους, ρυθμούς ανάπτυξης. Όμως η ταχύτητα, η ποσότητα, όσο και αν είναι σημαντική, και το τόνισα ήδη αυτό, δεν αρκεί. Μεγαλύτερη σημασία έχει η κατεύθυνση της πορείας μας. Το δεύτερο λοιπόν καθήκον ή μάλλον ομάδα καθηκόντων για την επόμενη ημέρα αναφέρεται στη βιωσιμότητα της ανάπτυξης, την οικονομική και την οικολογική βιωσιμότητα.

Αυτό σημαίνει να βάλουμε τέλος στη διαλυτική αποβιομηχάνιση αλλά και στις λανθασμένες απόψεις που επικράτησαν ανά δεκαετίες, ότι δήθεν η Ελλάδα δεν μπορεί να παράγει, δεν μπορεί να καινοτομεί. Και να αναδείξουμε τη μεταποίηση σε παραδοσιακούς, αλλά και σε νέους τομείς, ως τον κεντρικό πυλώνα του νέου παραγωγικού υποδείγματος, σε σύνδεση με την πρωτογενή παραγωγή, με τον τουρισμό, με τη ναυτιλία.

Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό να κάνω μία σχηματική αναφορά στο μέχρι σήμερα μοντέλο ανάπτυξης. Έχουμε μία οικονομία η οποία, καταρχήν, αποτελεί έναν παγκόσμιο τουριστικό προορισμό. Έχουμε προσεγγίσει τα 30.000.000 τουρίστες. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της τουριστικής κατανάλωσης καλύπτεται από εισαγωγές και όχι από την εγχώρια παραγωγή. Είμαστε μία παγκόσμια ναυτική δύναμη αλλά όλες οι ναυπηγήσεις, όλες οι συντηρήσεις και όλες σχεδόν οι επισκευές πλοίων γίνονται στο εξωτερικό. Ακόμη, η Ελλάδα γίνεται με ταχύτατο ρυθμό, ένας διεθνούς σημασίας ενεργειακός και μεταφορικός κόμβος, αλλά όπου πήγα, σε όλη την Ελλάδα, οι επιχειρήσεις παραπονούνται για το υψηλό κόστος ενέργειας και κόστος μεταφορών. Έχουμε υψηλού επιπέδου ερευνητικό δυναμικό, αλλά δεν υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στην έρευνα και την εγχώρια παραγωγή.

Έχουμε, λοιπόν, μία οικονομία με τέσσερις σημαντικούς πυλώνες –που θα ζήλευε οποιοσδήποτε, τουριστικός προορισμός, ναυτική δύναμη, ενεργειακός και μεταφορικός κόμβος με υποδομή ερευνητική, και την ίδια στιγμή αυτή η οικονομία είναι υπό χρεοκοπία. Ένας από τους λόγους είναι ότι δεν υπάρχουν διασυνδέσεις και αλληλοτροφοδοσίες.

Γι’ αυτό και εμείς έχουμε χαράξει μια πολιτική με έναν από τους στόχους να είναι ακριβώς αυτός. Μια πολιτική με την οποία θα διασφαλίσουμε, μαζί με τους φορείς της αγοράς, ότι το μεγαλύτερο μέρος της τουριστικής κατανάλωσης θα είναι εγχώρια παραγόμενο και θα λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης της πρωτογενούς και της μεταποιητικής παραγωγής. Ότι ένα μεγάλο μέρος της τουριστικής κατανάλωσης θα είναι εγχώρια προϊόντα. Το έχουν πετύχει άλλοι, γιατί να μην το πετύχουμε και εμείς; Ότι πρέπει να δούμε ξανά τη ναυπηγική βιομηχανία μας, έστω στην αρχή στο επίπεδο της συντήρησης, των επισκευών στην αρχή -και χαίρομαι που ακούω ότι το ναυπηγείο Σύρου έχει μία θετική προοπτική- αλλά και στη συνέχεια συνολικότερα τον κλάδο και το πώς θα συνδέσουμε στενότερα, παραγωγικά, τη ναυτιλία με την εγχώρια οικονομία. Και βέβαια πρέπει να πολλαπλασιάσουμε τα μέτρα, ώστε να μειώσουμε το ενεργειακό και μεταφορικό κόστος και να συνδέσουμε την έρευνα με την εγχώρια παραγωγή. Δεν είμαστε στο μηδέν, αλλά αναδεικνύω το πρόβλημα αυτό ως ένα από τα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίσαμε και πρέπει να αντιμετωπίσουμε διαφορετικά. Αν αναπτύσσεται αυτόνομα ο τουρισμός, αυτόνομα ο κάθε τομέας της οικονομίας, το αποτέλεσμα θα είναι πάλι προβληματικό. Με τον τρόπο αυτό θα ενισχύσουμε την ενδογένεια, τελικά, της αναπτυξιακής δυναμικής.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ στο θέμα που συχνά συζητείται σχετικά με τις επενδύσεις, την αδειοδότηση των επενδύσεων, τα προβλήματα που δημιουργεί η γραφειοκρατεία κλπ. Επιτρέψτε μου μία διαπίστωση. Δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει κράτος φιλικό στους επενδυτές, εάν δεν είναι φιλικό και στους πολίτες. Δεν μπορεί να υπάρξει κράτος φιλικό για τις μεγάλες επενδύσεις, αν είναι εχθρικό προς τις μικρές επενδύσεις. Και πρέπει να σας πω, για μια κυβέρνηση που στηρίζεται στην Αριστερά, ότι με έκπληξη διαπιστώνουμε πως το ελληνικό κράτος, όπως συγκροτήθηκε ως τώρα, έχει τόσο αρνητική ενδογενώς σχέση και στάση με τις επενδύσεις και με τους πολίτες. Ως διαπίστωση θεωρώ ότι το πρόβλημά μας τελικά είναι ευρύτερο. Είναι πώς να περάσουμε από μία σχέση αμοιβαίας καχυποψίας του κράτους με τους πολίτες, του κράτους με τις επιχειρήσεις, σε μία σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Δεν είναι εύκολο, αλλά εκεί νομίζω ότι πρέπει να επενδύσουμε.

Στην κατεύθυνση αυτή η κυβέρνηση, σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα, υλοποιεί ένα πρόγραμμα με τρεις στόχους:

  • Πρώτον, μια ριζική αλλαγή του τρόπου αδειοδότησης των οικονομικών δράσεων, δραστηριοτήτων και των επενδύσεων.
  • Δεύτερον ένα νέο σύστημα εποπτείας των αγορών.
  • Τρίτον ένα ειδικό καθεστώς για τις μεγάλες στρατηγικές επενδύσεις. Το πρόγραμμα αυτό προχωρά. Ήδη εφαρμόζεται πιλοτικά σε τρεις κλάδους. Ήδη 20.000 επιχειρήσεις, με απλή γνωστοποίηση, αρχίζουν τις λειτουργίες τους και βεβαίως θα ελεγχθούν στη συνέχεια για το αν τηρούνται οι αναγκαίες προδιαγραφές.Το σύστημα αυτό είναι τριετές και προβλέπεται να ολοκληρωθεί μέχρι τον Οκτώβριο του 2018. Δεν έχω καμία αμφιβολία για την ολοκλήρωσή του, ενώ οι δείκτες που χαρακτηρίζουν την ανταγωνιστικότητα και τη φιλικότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος στη χώρα μας θα εκτιναχθούν προς τα πάνω.

Σε ό,τι αφορά την τρίτη ομάδα των στρατηγικών επενδύσεων, για αυτές συζητούμε μία ριζική αλλαγή, γιατί δεν μπορούμε να πάμε με ημίμετρα. Η λύση είναι να δημιουργήσουμε ένα σύστημα στο οποίο θα υπάρχει μία αδειοδοτούσα αρχή. Να μην πρέπει ο ίδιος ο επενδυτής, δηλαδή, να πηγαίνει σε διάφορες υπηρεσίες για τις διάφορες άδειες, αλλά αυτό να γίνεται εσωτερικά και επομένως, μέσα από μία τέτοια διαδικασία, να γίνονται οι αιτήσεις και οι διεκπεραιώσεις των μεγάλων επενδύσεων. Το τρίτο καθήκον, αλλά πρώτο νομίζω σε σημασία, είναι η κοινωνική διάσταση της ανάπτυξης, η κοινωνική δικαιοσύνη. Απόψεις που θεωρούσαν παλαιότερα ότι οι ανισότητες μπορεί και να διευκολύνουν την ανάπτυξη, εγκαταλείπονται σήμερα, ακόμη και από αυτούς που ήταν μεταξύ των υποστηρικτών τους.

Η διεύρυνση των ανισοτήτων, όπως διαπιστώνεται και εμπειρικά, επιβραδύνει την ανάπτυξη κυρίως, όμως, δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη ακροδεξιού και εθνικιστικού λαϊκισμού. Η οικονομική και η πολιτική σταθερότητα μπορούν να υπάρξουν μόνο στη βάση της κοινωνικής σταθερότητας. Η σημερινή κυβέρνηση έδειξε ότι ακόμη και από τις πιο δύσκολες, ασφυκτικές δημοσιονομικές συνθήκες, όταν υπάρχει θέληση, υπάρχει τρόπος να βοηθήσουμε τα κοινωνικά στρώματα που ζουν στην ένδεια και έχουν την μεγαλύτερη ανάγκη.

Δείξαμε ότι μπορούμε ακόμη και σε συνθήκες δύσκολες να υλοποιήσουμε θεσμούς που θα έπρεπε να είχαν υλοποιηθεί στη φάση της ανόδου, όπως ο θεσμός του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης και δείξαμε επίσης ότι η πτώση η κάθετη που υπήρχε από χρόνια στον τομέα της υγείας, της παιδείας, της κοινωνικής προστασίας μπορούσε και μπορεί να ανατραπεί, πράγμα το οποίο έγινε.

Για το μέλλον, όμως, αυτό δεν αρκεί. Αυτά ήταν μέτρα ανάγκης πολύ χρήσιμα και αναγκαία, στη φάση αυτή όμως, η προοπτική πρέπει να είναι τα επιμέρους μέτρα να αποτελέσουν συστατικά ενός νέου Κοινωνικού Κράτους, τη θέση και των μηχανισμών του πελατειακού κράτους να την πάρουν διαφανείς δημόσιες πολιτικές, που θα αναγνωρίζουν δικαιώματα και θα διασφαλίζουν την καθολική πρόσβαση σε αυτά, σε όσους τα δικαιούνται και όχι επιλεκτική εξυπηρέτηση κομματικών πελατειών, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Ήδη με τη διασύνδεση της κοινωνικής πολιτικής με την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, κάτι που έγινε και στο κοινωνικό μέρισμα, είδαμε τα πρώτα αποτελέσματα. Σε άλλες εποχές αυτά τα επιδόματα, αυτές οι ενισχύσεις, δίνονταν με τον τρόπο που όλοι γνωρίζουμε. Σήμερα τα πάντα γίνονται με τρόπο αντικειμενικό και αυτόματο.

Τέλος, σημαντικό καθήκον της νέας περιόδου, αλλά είναι καθήκον που μας έρχεται και αυτό από τα πριν, είναι η διαμόρφωση ενός πολιτικού συστήματος αξιόπιστου και ενός μοντέλου διακυβέρνησης που δεν θα αναπαράγει την διαπλοκή και την διαφθορά, όπως γινόταν στο παρελθόν, αλλά θα την αποκλείει.

Ο κ. Φέσσας, στην ομιλία του προηγούμενα, έθεσε ορισμένα ερωτήματα γύρω από το θέμα του δημόσιου τομέα του κράτους. Εγώ θα υπερθεματίσω, διότι αυτό που ζούμε στην Ελλάδα εδώ και αρκετά χρόνια και δεκαετίες είναι μια προσπάθεια μετάβασης από ένα μοντέλο κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού, που είχε δημιουργηθεί μετά τον Εμφύλιο πόλεμο, σε ένα μοντέλο ρυθμιζόμενων αγορών, στο πλαίσιο του οποίου θα υπάρχουν και δημόσιες και ιδιωτικές και συνεταιριστικές υπηρεσίες. Αυτό δεν έγινε.

Και ενώ παλιά δημόσιες πολιτικές παρήγαγαν τα κρατικά μονοπώλια -η ΔΕΗ ασκούσε ενεργειακή πολιτική, ο κρατικός ΟΤΕ ασκούσε τηλεπικοινωνιακή πολιτική, ηκρατική Ολυμπιακή ασκούσε πολιτική αερομεταφορών- ενώ διαλύθηκαν αυτά τα μονοπώλια, στην ουσία, δεν υπήρξαν δομές του κράτους που να παράγουν δημόσιες πολιτικές για το νέο περιβάλλον. Για αυτό σήμερα ζούμε μία χαοτική κατάσταση, σε πολλές περιπτώσεις. Επομένως, σε ό,τι αφορά πολλά από αυτά που λέγονται, προσωπικά συμφωνώ και ακριβώς αυτή η κυβέρνηση είναι αυτή που, με οδηγίες του Πρωθυπουργού, επεξεργάζεται ένα σύστημα αξιολόγησης των πάντων, αξιολόγησης φορέων, αξιολόγηση πολιτικών, αξιολόγηση διοικήσεων. Και σύντομα θα είναι σε εφαρμογή.

Όμως η ένστασή μου είναι εξής: Άρα η κρίση που ζούμε στην Ελλάδα ήταν μόνο του δημόσιου τομέα; Ο ιδιωτικός λειτουργούσε άψογα; Νομίζω ότι πρέπει να θεωρείται αυτονόητο ότι η κρίση που ζούμε ήταν, τελικά, συστημική κρίση. Ήταν κρίση του δημόσιου τομέα, ήταν κρίση του ιδιωτικού τομέα, ήταν κρίση της λειτουργίας του κράτους, του πολιτικού συστήματος.

Τα ερωτήματα είναι και εδώ εύλογα. Δηλαδή μπορούμε να βγούμε από την κρίση με μία επιχειρηματικότητα η οποία τα κέρδη της αντί να τα επενδύσει στη χώρα της τα βγάζει στο εξωτερικό; Μπορούμε να βγούμε από την κρίση με μία επιχειρηματικότητα η οποία, εκτός λίγων εξαιρέσεων, δεν επενδύσει στη γνώση και στην έρευνα; Ποιο είναι το ποσοστό των επενδύσεων των ελληνικών επιχειρήσεων στην Ερευνα και στην Καινοτομία στην Ελλάδα και ποιο είναι στην Ευρώπη; Ποιο είναι το ποσοστό επενδύσεων στην Ελλάδα σε θέματα κατάρτισης και αναβάθμισης του ανθρώπινου δυναμικού και ποιο είναι στην Ευρώπη; Ευτυχώς υπάρχουν εξαιρέσεις, οι οποίες πολλαπλασιάζονται τώρα. Και έχουμε μία νέα γενιά επιχειρηματικότητας, η οποία λειτουργεί με όρους σύγχρονους και όρους κοινωνικής ευθύνης. Το αναφέρω αυτό, όχι για να αντιστρέψω τα ερωτήματα αλλά για να υπογραμμίσω ότι η κρίση είναι συνολική και για αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε μία συνολική στρατηγική για την έξοδο από την κρίση. Το ίδιο θα έλεγα και για την λεγόμενη υπερφορολόγηση. Υπάρχει υπερφορολόγηση  στην Ελλάδα; Βεβαίως υπάρχει αλλά δεν υπάρχει και υποφορολόγηση;

Το πρόβλημα λοιπόν ήταν και είναι στην Ελλάδα ένα πρόβλημα φορολογικής δικαιοσύνης.

Η Ελλάδα χρεοκόπησε εκτός των άλλων και λόγω της μεγάλης υπόφορολόγησης προ κρίσης. Μόνο στη δεκαετία του 2000 αν το ποσοστό φορολογικής επιβάρυνσης στην Ελλάδα ήταν το ίδιο με το μέσο όρο της Ευρωζώνης τότε θα υπήρχαν 100 δισ. ευρώ επιπλέον έσοδα άρα περίπου το ⅓ του συνολικού χρέους της χώρας μας είναι προϊόν φοροδιαφυγής εκείνων των ετών.

Άρα, σήμερα τι πρέπει να κάνουμε; Να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα στην ολότητά του. Διότι υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που υπερφορολογούνται και πρέπει το συντομότερο δυνατόν να βρούμε λύσεις, έστω και μεταβατικές, αλλά υπάρχουν ακόμη και μεγάλες ζώνες φοροαποφυγής που πρέπει να συνεχίσουμε να τις αντιμετωπίζουμε.

Ολοκληρώνω με την διαπίστωση ότι τα παραπάνω που σας ανέφερα, συνθέτουν το σχέδιό μας για ένα νέο υπόδειγμα Δίκαιης και Βιώσιμης Ανάπτυξης. Πρόκειται για ένα σχέδιο που συζητούμε με τις περιφέρειες της χώρας σήμερα, με την Αυτοδιοίκηση, με τους παραγωγικούς και τους κοινωνικούς φορείς της κάθε περιοχής, γεγονός που μας επιτρέπει να κάνουμε περαιτέρω περιφερειακή εξειδίκευση αλλά και δεύτερον μας προσφέρει έναν εμπλουτισμό σε ιδέες και θετικά παραδείγματα τα οποία συναντούμε στην πορεία μας. Διότι το πιο κρίσιμο ζητούμενο τώρα και στο μέλλον είναι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτικών προς της ίδια την πολιτική λειτουργία, όχι μόνο προς το ένα κόμμα ή προς το άλλο, αλλά η ανάκτηση της εμπιστοσύνης προς την πολιτική, προς τη δημοκρατία και τους θεσμούς της.

Ειδικά στη χώρα μας είναι εντελώς κρίσιμο η κοινωνία μας να  πεισθεί η ίδια, από τις εμπειρίες της, για τις δυνατότητές της να κάνει σχέδια και να τα υλοποιεί συντονισμένα χωρίς επιτροπείες, πέραν των αναγκαίων που ισχύουν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, ούσα η ίδια η κοινωνία το πραγματικό υποκείμενο της ανάπτυξης.

Η κληρονομιά του παρελθόντος είναι βαριά, όντως, αλλά νομίζω ότι οι βάσεις για την υπέρβαση όχι μόνο της κρίσης αλλά και του χρεοκοπημένου μοντέλου που μας έφερε ως εδώ, τίθενται αυτή την περίοδο.

Όπως αναφέρει και ο τίτλος του Συνεδρίου, χρειάζεται μετασχηματισμό, χρειάζεται αναζωογόνηση της δημιουργικότητας και της επιχειρηματικότητας με όρους καινοτομίας, με όρους εξωστρέφειας, με όρους μιας νέας επιχειρηματικής ηθικής, κοινωνικής αποδοχής και νομιμοποίησης.

Με τις σκέψεις λοιπόν αυτές, θα ήθελα να σας διαβεβαιώσω ότι το σχέδιο της κυβέρνησης για ένα νέο υπόδειγμα Βιώσιμης και Δίκαιης Ανάπτυξης διασφαλίζει την κατεύθυνση και το πολιτικό πλαίσιο  για να υλοποιήσουμε από κοινού τον αναγκαίο μετασχηματισμό με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πολλών και όχι στα ιδιωτικά συμφέροντα των ολίγων.

Σας ευχαριστώ πολύ.

 

* Ομιλία στην «Ώρα της Οικονομίας» στο Αμερικανικο-Ελληνικό Επιμελητήριο

Για την ανασύνθεση της Αριστεράς | Άρθρο στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή» ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την Φανή Πετραλιά. Η Φανή προσωποποίησε με έναν σπάνιο τρόπο τη σύζευξη της χειραφετημένης γυναίκας, της ενεργής διαννοούμενης, της μαχητικής δημοσιογράφου & της ακάματης συνδικαλίστριας. Παιδί μιας εποχής που παρά τις δυσκολίες της ευνοούσε το ταίριασμα του λογισμού με τ' όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, η Φανή Πετραλιά ήταν πρότυπο & σημείο αναφοράς. Θα τη θυμόμαστε ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η σκέψη μας στους αγαπημένους της ανθρώπους. ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr