Ομιλία στις «Ημέρες Μελέτης» της GUE-NGL

Ομιλία στις «Ημέρες Μελέτης» της ευρωομάδας της Αριστεράς GUE-NGL.

Αξιότιμοι συνάδελφοι, μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αγαπητοί προσκεκλημένοι, σας καλωσορίζω κατʼ αρχάς από μέρους της Κυβέρνησης στη χώρα μας, σε μια κρίσιμη στιγμή και για την Ελλάδα και για την Ευρώπη, και σας ευχαριστώ για την πρωτοβουλία σας να διεξάγετε στην Ελλάδα αυτή τη συζήτηση.

Η παρουσία σας εδώ μας δίνει ακριβώς τη δυνατότητα να σας ενημερώσουμε για την πορεία των διαπραγματεύσεων, για το περιεχόμενο της συμφωνίας που εμείς επιδιώκουμε, αλλά και για τις προοπτικές που διαγράφονται. Μας δίνει επίσης τη δυνατότητα να μεταφέρουμε τις ευχαριστίες μας σε όλους και όλες όσους και όσες συμπαραστέκονται στον αγώνα μας για να βάλουμε τέλος στο καθεστώς της λιτότητας και της τρόικας, να αντιμετωπίσουμε την ανθρωπιστική κρίση, να βάλουμε την οικονομία και την κοινωνία σε τροχιά αισιοδοξίας και ανάπτυξης.

Θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή να σας διαβεβαιώσω ότι μέλημα της σημερινής Κυβέρνησης δεν είναι μόνο οι όντως οξύτατες ανάγκες του ελληνικού λαού, αλλά και οι ανάγκες όλων των λαών της Ευρώπης. Και, όπως θα έχω την ευκαιρία να εξηγήσω στη συνέχεια, η πολιτική που εφαρμόζουμε και η συμφωνία που επιδιώκουμε με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, κατά την άποψή μας, είναι προς το συμφέρον όχι μόνο του δικού μας λαού αλλά και των λαών όλης της Ευρώπης.

Πού βρισκόμαστε;

Πού βρισκόμαστε λοιπόν; Υπήρξε μια μακρά περίοδος συζητήσεων, διαπραγματεύσεων. Εκείνο το οποίο θέλω να καταστήσω σαφές είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι έπειτα από τις συζητήσεις που έχουν προηγηθεί, σε πολλαπλά επίπεδα, τεχνικά και πολιτικά, οι συνθήκες κατά την άποψη μας είναι απολύτως ώριμες για μια τελική συζήτηση επί συγκεκριμένων κειμένων με στόχο τη διαμόρφωση μιας αμοιβαία αποδεκτής συμφωνίας.

Θέλω επίσης να πω ότι η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί πως είμαστε έτοιμοι να ανταποκριθούμε σε ό,τι απαιτηθεί για να γίνει αυτή η συμφωνία. Εννοώ ότι έχουμε όχι απλώς προτάσεις, αλλά και γραπτά διατυπωμένες συγκεκριμένες προτάσεις σε όλα τα θέματα τα οποία έχουν ανακύψει στην πορεία αυτών των συζητήσεων.

Όχι στα «τελεσίγραφα»

Διαβάζουμε σήμερα στο διεθνή Τύπο διάφορα σχόλια, μεταξύ των οποίων και σχόλια που μιλούν για ενδεχόμενα «τελεσίγραφα» που κάποιοι ενδεχομένως θα ήθελαν να δώσουν προς την ελληνική Κυβέρνηση.

Θα ήθελα να καταστήσω σαφές ότι για εμάς η τρόικα τέλειωσε, και τέλειωσε με την ψήφο του ελληνικού λαού. Και αυτή η ψήφος δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανέναν. Η τρόικα τέλειωσε και μαζί της έχουν τελειώσει τα «τελεσίγραφα», οι εκβιασμοί, οι μπλόφες και ό,τι ζήσαμε αυτά τα χρόνια που υπήρξε αυτό το ιδιόμορφο καθεστώς, το οποίο κατέστησε την Ελλάδα μια χώρα χωρίς κυριαρχία, με τη Βουλή χωρίς το δικαίωμα να αποφασίζει, αλλά και με πολιτική ζωή στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονταν ερήμην του λαού.

Η Κυβέρνηση αυτή εκλέχτηκε με σαφή εντολή, να διαπραγματευτεί μία συμφωνία που θα μας οδηγήσει από τα μνημόνια και την τρόικα σε μια νέα μεταμνημονιακή εποχή, που θα μας οδηγήσει από τον φαύλο κύκλο της λιτότητας, της ύφεσης και της υπερχρέωσης, σε μια βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη εντός της ευρωζώνης. Αυτήν την εντολή έχουμε να υλοποιήσουμε και όχι οτιδήποτε είναι πέραν αυτής της εντολής είτε αφορά στην επιστροφή στο καθεστώς της τρόικας είτε αφορά στην υποταγή σε προηγούμενες συμφωνίες, όπως βεβαίως και ό,τι αφορά σε τυφλές ρήξεις με άδηλες συνέπειες.

Όλα αυτά βρίσκονται εκτός της εντολής την οποία έχουμε λάβει. Γι’ αυτό και επιμένω ότι η Κυβέρνηση αυτή ούτε στέλνει ούτε αποδέχεται «τελεσίγραφα», δεν εκβιάζει κανέναν, αλλά και δεν μπορεί να εκβιαστεί από κανέναν διότι έχει τη στήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, ακόμη και τμημάτων της κοινωνίας που δεν μας ψήφισαν αλλά στηρίζουν αυτή τη στάση αξιοπρέπειας της ελληνικής Κυβέρνησης. Και δείξαμε στο σύντομο αυτό διάστημα, έδειξε η Κυβέρνηση, πως ό,τι λέει το εννοεί.

Είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε, να διαπραγματευτούμε να υποχωρήσουμε στο ένα ή το άλλο ζήτημα, να κάνουμε συμβιβασμούς, δεν δεχόμαστε όμως τελεσίγραφα ούτε υποκύπτουμε σε εκβιασμούς.

Γιατί καθυστερούμε;

Ορισμένοι θέτουν το ερώτημα, είτε αποδίδουν ευθύνες σε μας για την καθυστέρηση των διαπραγματεύσεων. Θέλω να διαβεβαιώσω ότι η καθυστέρηση δεν ήταν δική μας ευθύνη. Δεν θα μπορούσε άλλωστε, αφού εμείς ζούμε στις συνθήκες ενός οικονομικού στραγγαλισμού κι εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι να τελειώσει ακριβώς αυτή η φάση του οικονομικού στραγγαλισμού.Άλλοι ήταν εκείνοι που ενδεχομένως πόνταραν στη φθορά, ενδεχομένως και στην πρόωρη πτώση της Κυβέρνησης. Ο ελληνικός λαός τους διέψευσε και τους διαψεύδει καθημερινά, διότι ακριβώς διέκρινε ότι πίσω από αυτά τα σχέδια βρίσκονται δυνάμεις οι οποίες έχουν αρνητικά για τους λαούς σχέδια και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Διότι διέκριναν ότι πίσω από αυτά τα σχέδια βρίσκονται και εγχώριες δυνάμεις και κατεστημένα συμφέροντα τα οποία φοβούνται για το τι θα χάσουν, και θα χάσουν ασφαλώς τα προνόμια και την ασυλία τους.

Για το λόγο αυτόν ο ελληνικός λαός έδειξε μια πρωτοφανή αντοχή μέσα σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες που επέτρεψε και σ’ εμας, στην Κυβέρνηση, να είμαστε όρθιοι παρά τις ανεπάρκειες που, ως ένα βαθμό, αναπόφευκτα είχε η νέα Κυβέρνηση.Δεν θεωρώ ότι έχει νόημα σε αυτή τη φάση να επεκταθώ στο παιχνίδι απόδοσης ευθυνών, το λεγόμενο “blame game” το οποίο ανθεί δυστυχώς όλον αυτόν τον καιρό στα μέσα ενημέρωσης της Ευρώπης, και όχι μόνο. Αν χρειαστεί έχουμε και εμείς να πούμε πολλά στον κατάλληλο χρόνο. Τούτη την ώρα όμως, εμάς, την Κυβέρνηση, τον Πρωθυπουργό κι εμένα προσωπικά, εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι να προχωρήσουμε μπροστά, να ολοκληρώσουμε μια αμοιβαία αποδεκτή και βιώσιμη συμφωνία, όπως έχουμε αναλάβει.

Τι συμφωνία επιδιώκουμε;

Το πρώτο θα έλεγα στοιχείο είναι αυτό που ήδη ανέφερα και εγώ αλλά και η κυρία Zimmer, δηλαδή να τελειώσει αυτός ο ιδιόμορφος οικονομικός στραγγαλισμός που έχει επιβληθεί στη χώρα μας και για τον οποίο η Κυβέρνησή μας δεν φέρει καμία απολύτως ευθύνη. Πρέπει να ενημερώσω ότι στην Ελλάδα το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε δεν ήταν ένα επιτυχές πρόγραμμα. Δεν ήταν ένα πρόγραμμα που είχε μεν αρνητικές κοινωνικές συνέπειες αλλά πέτυχε έστω κάποιους οικονομικούς στόχους.

Το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα θα μείνει ένα μνημείο αστοχιών, λανθασμένων επιλογών και σχεδιασμών. Πίσω βεβαίως από τα λάθη, δεν υπάρχει αμφιβολία, υπήρχαν και ταξικές προκαταλήψεις, μεροληψίες και βλέψεις.Το πρόγραμμα αυτό, λοιπόν, στην ουσία τελματώθηκε από πέρυσι το Μάιο και η τελευταία χρηματοδότηση δόθηκε ακριβώς για να βοηθηθούν τα κόμματα εξουσίας τότε στη διεξαγωγή των ευρωεκλογών.

Έκτοτε, και συγκεκριμένα από τον Αύγουστο του 2014, ουδεμία χρηματοδότηση ήρθε. Αλλά όλο αυτό το διάστημα η χώρα έπρεπε να πληρώνει, και πλήρωνε κανονικά τις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Με τι πόρους; Με φόρους και με περικοπές. Όταν λοιπόν ανέλαβε η παρούσα Κυβέρνηση, η πρώτη Έκθεση που πήραμε από το Υπουργείο Οικονομικών και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (στις 24/02/2015) έδειχνε ταμειακό έλλειμμα 500 εκατομμύρια ευρώ. Στην πραγματικότητα δηλαδή η Κυβέρνηση παρέλαβε μια κατάσταση που δεν επέτρεπε την πληρωμή των μισθών. Και καταφέραμε να φτάσουμε στο Μάιο και τον Ιούνιο πληρώνοντας κανονικά όχι μόνο τους μισθούς αλλά και τις υποχρεώσεις που είχαμε προς τους δανειστές. Εντατικοποιώντας την είσπραξη εσόδων, νομοθετώντας μέτρα που διευκόλυναν τη ρύθμιση χρεών των πολιτών, αναστέλλοντας δυστυχώς δαπάνες προς το μέλλον. Αλλά εδώ το σημείο είναι οριακό και ελήφθησαν και μέτρα από την Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα τα οποία έκαναν ακόμη πιο ασφυκτικό το οικονομικό πλαίσιο.

Το πρώτο λοιπόν που πρέπει να εξασφαλίζει η συμφωνία είναι να λήξει αυτή η περίοδος «μαρτυρίου». Να ομαλοποιηθούν οι συνθήκες και να προχωρήσουμε μπροστά.

Το δεύτερο είναι ότι στόχος δικός μας είναι να έχουμε μια συμφωνία όχι βραχύβια που απλώς θα εξασφαλίζει την εκταμίευση της επόμενης δόσης και μετά πάλι τα ίδια για την επόμενη δόση κ.ο.κ.

Επιδίωξή μας είναι μια συμφωνία μακράς πνοής. Έπειτα από πέντε χρόνια ύφεσης, λιτότητας, απολύσεων και αβεβαιότητας, εκείνο που έχει ανάγκη ο ελληνικός λαός, ανεξάρτητα από την κομματική του ένταξη, είναι μια συμφωνία μακράς πνοής που θα επιτρέπει στους εργαζόμενους, στους νέους, στους σπουδαστές, στους επιχειρηματίες, στους επενδυτές, σε όλη την κοινωνία, να σχεδιάζουμε το μέλλον, να βλέπουμε μπροστά.Μια συμφωνία που δεν θα δίνει ορατότητα στο μέλλον, δεν θα μπορέσει να εξαλείψει την αβεβαιότητα που σήμερα αποτελεί βασικό παράγοντα αναστολής καταναλωτικών και επενδυτικών αποφάσεων. Συμφωνία λοιπόν που θα εξασφαλίζει ρευστότητα και θα εξασφαλίζει ορατότητα στο μέλλον είναι ένα βασικό αίτημα και επιδίωξη.

Τρίτον, μετά από όλα αυτά τα οποία έχουμε υποστεί, η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει άλλη λιτότητα, άλλη ανεργία, ούτε αντέχει άλλες περικοπές μισθών και συντάξεων. Η επιδιωκόμενη επομένως συμφωνία δεν πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα υφεσιακά, δεν πρέπει να περιέχει μέτρα που να οδηγούν σε περεταίρω μειώσεις μισθών, συντάξεων ή περικοπές κοινωνικών δαπανών.

Πρέπει να είναι μια συμφωνία η οποία θα λειτουργήσει ως γέφυρα για τη μετάβαση από την εποχή της λιτότητας και των μνημονίων σε μια εποχή και σε συνθήκες που θα επιτρέψουν την ανασυγκρότηση της οικονομίας, το μετασχηματισμό του κράτους και των δομών του, με στόχο την εξυπηρέτηση της κοινωνίας και των πολιτών, τη διαμόρφωση τελικά ενός νέου, σύγχρονου και δίκαιου παραγωγικού υποδείγματος για τη χώρα.

Τέταρτον, για να μπορεί να έχει αυτόν το χαρακτήρα η επιδιωκόμενη συμφωνία, δεν μπορεί να αγνοεί το συσσωρευμένο χρέος και τις αναγκαίες επενδύσεις που πρέπει να γίνουν. Δεν μπορεί να αγνοεί αλλά, αντίθετα, πρέπει να διασφαλίζει την αναπτυξιακή προοπτική. Δεν θα είναι σωστό για μια ακόμη φορά, όπως έγινε στο Eurogroup του 2012, τα θέματα του χρέους και της ανάπτυξης να παραπέμπονται στο αόριστο μέλλον.

Η συμφωνία που η παρούσα κυβέρνηση επιδιώκει και θεωρεί θεμελιώδες ζητούμενο αυτής είναι μια συμφωνία η οποία θα περιέχει σαφή οδικό χάρτη, δεσμευτικό για την αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους ώστε αυτό να γίνει μακροχρόνια βιώσιμο και εξυπηρετήσιμο. Αυτό προϋποθέτει, και αυτό είναι το πέμπτο χαρακτηριστικό που θα ήθελα να αναφέρω, ότι η συμφωνία και η περαιτέρω πορεία της χώρας πρέπει να στηρίζεται σε χαμηλά πλεονάσματα.

Το πρόγραμμα και οι συμφωνίες που ίσχυαν ως τώρα δέσμευαν τη χώρα στην επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία ακόμα και από τους ορισμένους από τους εισηγητές τους θεωρούνται πλέον εξωπραγματικά. Συγκεκριμένα, η προηγούμενη κυβέρνηση είχε αναλάβει κυβέρνηση για φέτος, το 2015, να εξασφαλίσει πλεόνασμα 3% και 4,5% του εθνικού εισοδήματος για το 2016 και για τα επόμενα χρόνια. Αυτό σημαίνει μέτρα λιτότητας πάνω από 5 δισ. φέτος και σχεδόν 8-9 δισ. για το 2016.

Οι δεσμεύσεις αυτές κατά κοινή ομολογία, όπως είπα, είναι εξωπραγματικές, αλλά και διαλυτικές για την κοινωνία. Επί της ουσίας, συνιστούσαν τη θεσμοθέτηση και την αναπαραγωγή ενός μηχανισμού σκληρής λιτότητας. Για αυτό και στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ αυτό που κάποιοι οικονομολόγοι ονομάζουν «δημιουργική καταστροφή». Εδώ είχαμε «διαλυτική καταστροφή».

Η νέα συμφωνία λοιπόν που επιδιώκουμε πρέπει να εξασφαλίζει χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα, ενδεικτικά αναφέρω κάτω από το 1% του ΑΕΠ για το 2015 και κάτω από το 1,5% για το 2016, και στη συνέχεια τα πρωτογενή πλεονάσματα θα μπορούσαν να επαναπροσδιοριστούν ανάλογα με τους ρυθμούς ανάπτυξης που θα έχουμε εξασφαλίσει.

Τέλος, η συμφωνία που επιδιώκουμε πρέπει να συνοδεύεται από ένα ισχυρό πρόγραμμα επενδύσεων και απασχόλησης. Τα χρόνια των μνημονίων χαρακτηρίστηκαν από μια πρωτοφανή σε καιρό ειρήνης αύξηση της ανεργίας και απο-επένδυσης. Για να μειώσουμε δραστικά την ανεργία υπολογίζουμε ότι θα πρέπει τα αμέσως επόμενα χρόνια, όχι απλώς να έχουμε κάποια αύξηση επενδύσεων, θα πρέπει να διπλασιάσουμε τις επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τούτο σημαίνει ένα επενδυτικό πρόγραμμα ιδιωτικών και δημόσιων, εγχώριων και ξένων, επενδύσεων που σε ορίζοντα πενταετίας πρέπει να υπερβαίνει τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ, τουλάχιστον.

Ταυτόχρονα, το πρόγραμμα αυτό πρέπει να είναι σχεδιασμένο με τρόπο που να μετασχηματίζει το υφιστάμενο παραγωγικό σύστημα με όρους οικολογικής, κοινωνικής και οικονομικής βιωσιμότητας.Ευτυχώς όμως, ενώ το πρόβλημα είναι τόσο δραματικό, ταυτόχρονα υπάρχουν και σημαντικές δυνατότητες. Η Ελλάδα σήμερα προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών εγχώριων και ξένων επενδυτών, που ακριβώς περιμένουν τη συμφωνία για να ενεργοποιήσουν τα σχέδιά τους. Πέραν αυτού, εκκρεμούν ευρωπαϊκοί πόροι τουλάχιστον 30 δισεκατομμυρίων ευρώ, οι οποίοι θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν κι ένα ρυθμό ιδιωτικών επενδύσεων, χωρίς να αναφερθώ στο πρόγραμμα Γιούνκερ που, παρά τις κριτικές που γίνονται, εμείς θα επιχειρήσουμε και αυτό να το αξιοποιήσουμε.

Επομένως, δεν ζητάμε ακριβώς νέα «λεφτά», όπως λένε απλά ορισμένοι Ευρωπαίοι πολιτικοί. Εκείνο που ζητάμε είναι μία διευκόλυνση να ξεμπλοκάρουμε αυτά τα χρήματα από παγιδεύσεις που έχουν υποστεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και από λάθη σχεδιασμών. Ζητάμε επίσης χρηματοδότηση η οποία μπορεί να υπάρξει μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για να κινητοποιήσουμε τους ήδη υφιστάμενους πόρους.

Γιατί η συμφωνία είναι προς όφελος και των Ευρωπαίων;

Θα ήθελα τώρα, για να μην επεκταθώ σε πιο λεπτομερή ανάλυση της συμφωνίας που άλλωστε αποτελεί ακόμα στόχο προς επίτευξη και όχι κάτι δεδομένο, να υποστηρίξω ότι η συμφωνία που επιδιώκουμε, με τα χαρακτηριστικά που συνοπτικά εξέθεσα, δεν είναι μόνο προς όφελος του ελληνικού λαού, αλλά κατά την άποψή μας -και συνειδητά κάνουμε αυτές τις επιλογές- είναι και προς όφελος των λαών της Ευρώπης.Αν δούμε τις εναλλακτικές που έχουμε μπροστά μας ως Ελλάδα αλλά και ως Ευρώπη, θα διαπιστώσουμε ότι τα διλήμματα είναι κοινά, παρά τις διαφορές συνθηκών που έχουμε. Παραδείγματος χάριν ένα πρώτο δίλλημα που αντιμετωπίσαμε εμείς είναι αν θα συνεχίσουμε το ίδιο αποτυχημένο πρόγραμμα, όπως στο πρώτο Eurogroup ζητούσαν από εμάς να κάνουμε, ή αν θα ανοίξουμε το δρόμο για να ολοκληρώσουμε αυτό το πρόγραμμα και θα πάμε σε μια καινούρια πολιτική. Αν θα ολοκληρώσουμε την 5η αξιολόγηση, όπως ονομάστηκε, όπως μας ζητούσαν, την αξιολόγηση δηλαδή που δεν μπόρεσε να υλοποιήσει η προηγούμενη κυβέρνηση -διότι αυτό ήταν το αίτημά τους, αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει η κυβέρνηση Σαμαρά να το κάνουμε εμείς- ή αν, όπως επιμείναμε και τελικά πετύχαμε, θα αναζητήσουμε έναν κοινό χώρο, ένα κοινό έδαφος, πράγματα που μπορούν να συμφωνηθούν από κοινού και μʼ αυτόν τον τρόπο να προχωρήσουμε.

Ναι στις μεταρρυθμίσεις, αλλά ποιες μεταρρυθμίσεις και για ποιους;

Ορισμένοι μας ρωτούν αν είμαστε με τις μεταρρυθμίσεις ή γράφουν και άρθρα και κάνουν δηλώσεις ότι η νέα Κυβέρνηση της Ελλάδας δεν είναι με τις μεταρρυθμίσεις. Ένα καλό που έχουμε τώρα εμείς, μαζί με τα δεινά, είναι ότι το ελληνικό πρόβλημα έχει γίνει πρόβλημα παγκοσμίου ενδιαφέροντος.

Υπάρχουν λοιπόν πολύ σοβαρές και σημαντικές μελέτες που απεικονίζουν την πραγματικότητα. Αν λοιπόν στραφούμε σε τέτοιες μελέτες, όπως για παράδειγμα σε μελέτες του ΟΟΣΑ, θα διαπιστώσουμε ότι η Ελλάδα είναι πρώτη στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Πρώτη, αλλά μια άλλη μελέτη του ΟΟΣΑ λέει ότι η Ελλάδα είναι πρώτη και στις ανισότητες. Μια άλλη μελέτη λέει ότι η Ελλάδα είναι η τελευταία από άποψη οικονομικής δυνατότητας.Τι δείχνουν αυτές οι μελέτες λοιπόν; Ότι οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν στην Ελλάδα ήταν μεταρρυθμίσεις στις περισσότερες τουλάχιστον περιπτώσεις, να μην πω σε όλες, ή σε πολλές περιπτώσεις, ή στο πλαίσιο της πολιτικής που εντέλει εντάχθηκαν, μεταρρυθμίσεις οι οποίες δημιούργησαν τεράστιες ανισότητες και αποδυνάμωσαν την οικονομία της χώρας, τη διέλυσαν από ορισμένες απόψεις.

Πρέπει λοιπόν να πούμε ένα μεγάλο «ναι» στις μεταρρυθμίσεις, αλλά ένα μεγάλο «ναι» στις μεταρρυθμίσεις που παίρνουν υπόψη αυτά τα δεδομένα και επομένως «ναι» στις μεταρρυθμίσεις που απελευθερώνουν αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας που μειώνουν ανισότητες και που επιτρέπουν στην κοινωνία να λειτουργήσει συνεκτικά, παραγωγικά και με δυναμική. Σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις η κυβέρνησή μας θέλει να είναι ευρωπαϊκά πρωτοπόρα. Και όχι απλώς θέλει, αλλά όλοι εμείς, που ήμασταν βουλευτές στην ελληνική Βουλή, επί χρόνια αγωνιζόμασταν, ακόμα και πριν από την κρίση, για μεταρρυθμίσεις του φορολογικού συστήματος, του κράτους, της δημόσιας διοίκησης, ενάντια στη διαφθορά. Αυτό λοιπό αποτελεί δικό μας συγκριτικό πλεονέκτημα. Και επομένως όσοι ασκούν κριτική, την ασκούν από τη σκοπιά εκείνων που δεν θέλουν να αναγνωρίσουν την αποτυχία του προγράμματος ή που θέλουν να επιμείνουν στο ίδιο «φάρμακο», στις ίδιες συνταγές.

Εκείνο που επίσης κάνει εντύπωση μετά από τόση μείωση των μισθών, διάβαζα προ ημερών τις δηλώσεις ενός Γερμανού πολιτικού, του Υπουργού Οικονομικών συγκεκριμένα, ο οποίος έλεγε ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι ακριβοί και ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι υψηλός σε σχέση με άλλες χώρες. Από πού προέρχονται αυτά τα στοιχεία; Σας παραπέμπω στα στοιχεία της Eurostat. Εκεί θα δούμε ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα μειώθηκε δραστικά όσο σε καμιά άλλη χώρα και σήμερα είναι χαμηλότερος ακόμα και σε σχέση με χώρες που έχουν την ίδια παραγωγικότητα εργασίας. Προφανώς υπάρχουν και χώρες που ο κατώτερος μισθός είναι ακόμη χαμηλότερος, όπως η Βουλγαρία. Αυτή είναι η πρόταση;

Έπειτα από πέντε χρόνια μείωσης μισθών, μετά την καθήλωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, η πρόταση είναι να μειώσουμε και άλλο τους μισθούς; Για να οδηγήσουμε που; Κι αν κάθε χώρα της Ευρώπης το κάνει αυτό, αν εμείς το κάνουμε αυτό, αν μειώσουμε τους μισθούς, και οι δικές σας χώρες μειώσουν τους μισθούς, τι μοντέλο ανάπτυξης δημιουργείται για την Ευρώπη; Συγκλίνοντας διαρκώς προς τα κάτω, πώς η Ευρώπη μπορεί να αναβαθμίσει τη θέση της διεθνώς;

Εμείς λοιπόν αντιδρούμε σε αυτές τις προτάσεις. Πρώτον διότι δεν λαμβάνουν υπόψη την πραγματικότητα και δεύτερον διότι δεν δημιουργούν ένα θετικό μέλλον. Η Κυβέρνησή μας έχει δεσμευτεί και θα προχωρήσει σε συνεργασία με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας στην αποκατάσταση του δικαιώματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και στην βαθμιαία αποκατάσταση-αύξηση του κατώτατου μισθού. Διότι αυτό μπορεί να στηρίξει ένα μοντέλο παραγωγήςποιοτικών προϊόντων, στηριγμένων στη γνώση και στην αναβαθμισμένη εργασία κι όχι στην περαιτέρω υποβάθμιση.

Όμως κρίνω ακόμα σημαντικό να απαντήσω και στο επιχείρημα ότι η Ελλάδα πήρε δάνεια και με αυτά, ας πούμε, συντηρούνται οι Έλληνες. Και ότι τώρα η νέα Κυβέρνηση ζητά νέα δάνεια. Αυτές οι απόψεις δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι ότι μέχρι τώρα εφαρμόστηκε ένας εντελώς δαπανηρός για τους Ευρωπαίους κι αντιπαραγωγικός τρόπος αντιμετώπισης μιας κρίση χρέους μέσω της λιτότητας.

Αυτό που έγινε αυτά τα χρόνια είναι ότι πράγματι η Ελλάδα δανειζόταν, αλλά δανειζόταν όχι για να αναπτύξει την οικονομία της, αλλά για να εξυπηρετεί και να εξοφλεί παλιά δάνεια. Αυτός ο δανεισμός έχοντας ως όρο τη λιτότητα οδήγησε στο φαύλο κύκλο που είπα πριν. Με τον τρόπο αυτό, το χρέος αυξήθηκε από το 126% του ΑΕΠ στο 175% με 180% και οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας καταστρέφονται. Εάν, αντίθετα, από τα 230 δισεκατομμύρια δάνεια που πήρε όντως η Ελλάδα, δάνεια διάσωσης όπως ονομάστηκαν, έπαιρνε ένα πολύ μικρότερο ποσό -ορισμένοι οικονομολόγοι το υπολογίζουν στα 50 δισεκατομμύρια- το έπαιρνε για αναπτυξιακούς σκοπούς, ενδεχομένως θα είχαμε αποφύγει μεγάλο μέρος αυτής της καταστροφής που έχει συντελεστεί.

Προτείνουμε έναν νέο τρόπο εξυπηρέτησης του χρέους μέσω της ανάπτυξης και όχι μέσω της λιτότητας όπως γίνεται σήμερα.

Αλλά το θέμα δεν είναι μόνο τι έγινε στο παρελθόν, το θέμα είναι τι γίνεται τώρα. Η πρόταση λοιπόν της δικής μας Κυβέρνησης, ο πυρήνας της, είναι ακριβώς όχι άλλα δάνεια αλλά άλλο μοντέλο πολιτικής. Εκείνο που προτείνουμε είναι να εξυπηρετήσουμε το χρέος μέσω της ανάπτυξης.

Εμείς θέλουμε να βάλουμε τέρμα σε αυτόν το μηχανισμό που έχει μετεξελιχθεί σε φαύλο κύκλο. Θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα μηχανισμό με τον οποίο το χρέος θα εξυπηρετείται ομαλά και σταθερά μέσω της ανάπτυξης, μέσω δηλαδή της παραγωγής νέου εισοδήματος και της δίκαιης διανομής του. Απαιτεί αυτός ο νέος τρόπος που προτείνουμε νέα δάνεια; Όχι. Η πρότασή μας δεν έχει κόστος για τον Γερμανό ούτε για άλλους ευρωπαίους φορολογούμενους.

Επαναλαμβάνω, δεν ζητούμε νέα δάνεια. Ζητούμε αναδιάρθρωση των υφιστάμενων δανείων με στόχο ο ESM, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, αυτός να γίνει προοπτικά ο μόνος δανειστής μας. Αν, παραδείγματος χάρη, τα ελληνικά ομόλογα τα οποία βρίσκονται σήμερα στην κατοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, υπάρχουν πολλοί τρόποι να γίνει αυτό, περνούσαν στον ESM, τότε, λόγω του χαμηλότερου επιτοκίου αλλά κυρίως λόγω του ότι αυτό θα επέτρεπε σʼ εμας να χρησιμοποιήσουμε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, θα μειωνόταν δραστικά το χρηματοδοτικό κενό. Εάν δε, αυτό γινόταν προοπτικά και με το χρέος προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τότε η Ελλάδα θα μπορούσε να προχωρήσει χωρίς την ανάγκη νέου δανεισμού, δεδομένου ότι έτσι πολύ σύντομα θα έβγαινε στις αγορές.Το Υπουργείο Οικονομικών, και ο κύριος Βαρουφάκης, έχουν επεξεργαστεί συγκεκριμένες προτάσεις και σενάρια πάνω στο θέμα. Και η σημερινή εκδήλωση είμαι βέβαιος θα δώσει την ευκαιρία να κατατεθούν ιδέες τις οποίες η Κυβέρνηση θα αξιοποιήσει.

Το συμπέρασμά μου είναι ότι αν υπάρξει πολιτική βούληση, μπορούν να υπάρξουν άμεσες διευθετήσεις για το χρέος, οι οποίες, όπως είπα, όχι μόνο δεν θα δημιουργούν βάρη στον Ευρωπαίο φορολογούμενο, αλλά θα απαλλάσσουν και την Ευρώπη από το βάρος που σήμερα έχει και την ανασφάλεια που δημιουργεί το υψηλό χρέος της Ελλάδας και που κάθε τόσο τροφοδοτεί συζητήσεις για Grexit και για χρεοκοπία. Βεβαίως αναφέρθηκα σε άμεσες λύσεις, υπάρχουν και πιο ριζικές λύσεις που έχουν κάποιο βραχυπρόθεσμο κόστος, το οποίο όμως και αυτό θα αντισταθμιστεί από μακροχρόνιο όφελος που θα επιφέρει η εξάλειψη του βραχνά του χρέους. Παραδείγματος χάρη, εμείς θα θέλαμε να έχουμε και μια ρήτρα ανάπτυξης στο χρέος, δηλαδή να μπορούμε να εξυπηρετούμε το χρέος όπως έκανε παλιά και η Γερμανία, το 1953, ανάλογα με το αν έχουμε ανάπτυξη ή όχι.

Αυτό απαιτεί κάποιο μηχανισμό που θα απορροφά το κόστος όταν δεν υπάρχει ανάπτυξη. Ή θα θέλαμε τα επιτόκια να είναι μακροχρόνια σταθερά ούτως ώστε αύριο, αν αυξηθούν τα επιτόκια, να μην έχουμε νέα κρίση χρέους. Ή θα θέλαμε και μια μείωση, ένα κούρεμα του χρέους, για να φτάσουμε σε έναν ορατό ορίζοντα στη δέσμευση που προβλέπεται για όλες τις χώρες να έχουμε 60% ΑΕΠ. Όλα αυτά λοιπόν απαιτούν κόστος, απαιτούν μια ορισμένη μορφή αμοιβαιοποίησης του χρέους.

Όμως αυτά τα προβλήματα που περιγράφω και αυτές τις ανάγκες πιστεύουμε τις έχει όχι μόνο η Ελλάδα αλλά και πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ίσως τώρα κάποιες χώρες λένε, κάποιοι πολιτικοί λένε «εμείς δεν είμαστε Ελλάδα». Πολύ ωραία, πολλές ευρωπαϊκές χώρες όμως θα έχουν πρόβλημα χρέους πολύ σοβαρό και δε θα μπορέσουν να το αντιμετωπίσουν χωρίς λύσεις σαν αυτές που και εμείς επιδιώκουμε σήμερα.

Εμείς λοιπόν καταθέτουμε δύο προτάσεις. Η μία είναι να προχωρήσουμε σε μια πανευρωπαϊκή Διάσκεψη για το χρέος, η οποία θα επιτρέψει τη δημιουργία όλων αυτών των θεσμών, των μηχανισμών για την αμοιβαιοποίηση του χρέους, για την αντιμετώπισή του, εν πάση περιπτώσει, με έναν τρόπο ριζικό, δίκαιο και αποτελεσματικό. Αν οι συνθήκες, λένε ορισμένοι, δεν είναι ακόμη πολιτικά ώριμες, υπάρχει και μια δεύτερη λύση. Ας αξιοποιηθεί η ελληνική περίπτωση για να δοκιμαστούν τέτοιες λύσεις που, αν και αποσπασματικές, με μια έννοια ότι θα αφορούν την Ελλάδα ενδεχομένως και όχι την Γαλλία ή την Ιρλανδία, αύριο θα μπορούν να φανούν χρήσιμες και σε άλλες χώρες και στην Ευρώπη συνολικά. Ό,τι και αν συμβεί, σε κάθε περίπτωση, η Κυβέρνησή μας δεν θα παραιτηθεί από τη γενικότερη στρατηγική της και το στόχο της για μια πανευρωπαϊκή λύση στο πρόβλημα του χρέους, ανάλογη, από άποψη εμβέλειας βεβαίως και αποτελέσματος και όχι μορφής, με τη λύση που έγινε για τη Γερμανία το 1953 με τη διάσκεψη του Λονδίνου.

Ευρώπη, πολιτική, πολιτικές και Δημοκρατία

Αγαπητές φίλες και φίλοι, θα ολοκληρώσω εδώ για να μην σας πάρω άλλο χρόνο με λίγες λέξεις για τον ΣΥΡΙΖΑ. Όπως γνωρίζετε, η κυβέρνηση μας είναι μια κυβέρνηση συμμαχική του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Βασικός όμως κορμός αυτής της Κυβέρνησης είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Θα ήθελα λοιπόν να πω ότι εκείνο που δίνει δύναμη και σε εμάς και στο λαό μας είναι ότι αυτό που επιχειρούμε δεν αφορά μόνο εμάς αλλά στη δική μας αντίληψη αφορά όλη την Ευρώπη και το μέλλον της Ευρώπης. Αν εμείς, αντί να αλλάξουμε την εξουσία, ενσωματωθούμε σε αυτή, αν αντί να βάλουμε τις βάσεις για ένα νέο υπόδειγμα λειτουργίας του κράτους, ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης, τελικά περιοριστούμε στη διαχείριση του παλιού και παρωχημένου συστήματος, αυτό δεν θα είναι μόνο μια ήττα πολιτική και ηθική δική μας. Θα είναι και ένα εμπόδιο στον δικό σας αγώνα.

Για αυτό κι εμείς αισθανόμαστε ότι έχουμε να κερδίσουμε ταυτόχρονα δυο στοιχήματα. Το πρώτο στοίχημα είναι να αποδείξουμε ότι μια πολιτική δύναμη βασισμένη στις αξίες της Αριστεράς και με συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις εφαρμόσιμης πολιτικής, μια τέτοια δύναμη μπορεί να εμπνεύσει, να κινητοποιήσει και να εκφράσει ευρύτερα τμήματα των εργαζομένων, ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας. Και αυτό ακριβώς έχει κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ και αυτό ακριβώς θέλουμε να δικαιώσουμε.Το δεύτερο στοίχημα είναι να συμβάλουμε με το παράδειγμα μας σε μια νέα πορεία της Ευρώπης στην κατεύθυνση της Δημοκρατίας, της αλληλεγγύης, της δίκαιης ανάπτυξης.

Ένας Ευρωπαίος πολιτικός, προ καιρού, χαρακτήρισε τις προτάσεις μας ως «Δούρειο Ίππο». Θα ήθελα να απαντήσω λοιπόν λέγοντας ότι εμείς δεν κρυβόμαστε, δεν κρύβουμε ούτε τις προτάσεις μας ούτε τις ιδέες μας ούτε την ταυτότητα μας. Και δεν την κρύβουμε διότι η ταυτότητά μας είναι αδιαπραγμάτευτη. Σεβόμαστε όλες τις ιδέες από όλες τις πολιτικές δυνάμεις, αλλά έχουμε τη φιλοδοξία και θεωρούμε ότι η Ευρώπη έχει ανάγκη από μία νέα πολιτική δυναμική, από ένα νέο πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα πέρα από τη σοσιαλδημοκρατία και πέρα από τα χριστιανοδημοκρατικά δεξιά κόμματα.

Αυτή τη φιλοδοξία εκπροσωπούμε και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Γιʼ αυτό εμείς ούτε θέλουμε ούτε θα γίνουμε μια νέα εκδοχή μεταλλαγμένης Αριστεράς. Δεν μας εμπνέουν τα παραδείγματα κεντροαριστερών κυβερνήσεων, αλλά είναι παραδείγματα τα οποία θέλουμε να υπερβούμε. Και είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε το ρίσκο του να ανοίξουμε έναν νέο δρόμο μαζί με εσάς, και για τη χώρα και για την Ευρώπη. Και νομίζω ότι αυτό είναι ιστορικό καθήκον που αξίζει να αναλάβουμε.

Για την ανασύνθεση της Αριστεράς | Άρθρο στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή» ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την Φανή Πετραλιά. Η Φανή προσωποποίησε με έναν σπάνιο τρόπο τη σύζευξη της χειραφετημένης γυναίκας, της ενεργής διαννοούμενης, της μαχητικής δημοσιογράφου & της ακάματης συνδικαλίστριας. Παιδί μιας εποχής που παρά τις δυσκολίες της ευνοούσε το ταίριασμα του λογισμού με τ' όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, η Φανή Πετραλιά ήταν πρότυπο & σημείο αναφοράς. Θα τη θυμόμαστε ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η σκέψη μας στους αγαπημένους της ανθρώπους. ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr