Συνέντευξη στην εφημερίδα «Έθνος της Κυριακής» και στη δημοσιογράφο Φώφη Γιωτάκη.
Κύριε αντιπρόεδρε, είναι εφικτός ο στόχος για κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης μέχρι τη συνεδρίαση του Eurogroup στις 20 Μαρτίου;
Ναι, ο στόχος για συμφωνία σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων μέχρι την 20η Μαρτίου είναι εφικτός και για την επίτευξή του εργάζονται η κυβέρνηση και η διαπραγματευτική ομάδα. Βεβαίως, αυτό απαιτεί αμοιβαίες μετατοπίσεις. Και επειδή η κυβέρνηση έκανε ήδη τις δικές της, η ολοκλήρωση της συμφωνίας προϋποθέτει ότι και οι άλλες πλευρές θα αποδείξουν στην πράξη τη θέλησή τους για συμφωνία.
Υπάρχουν όμως καθυστερήσεις. Πρόσφατα αφήσατε σαφή υπονοούμενα για τον ρόλο του ΔΝΤ και του Πολ Τόμσεν…
Βεβαίως υπάρχουν καθυστερήσεις. Και δεν άφησα υπονοούμενα. Μίλησα συγκεκριμένα. Η αξιολόγηση θα μπορούσε να είχε ολοκληρωθεί στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, εάν δεν υπήρχαν αποκλίνουσες εκτιμήσεις και διαφορές μεταξύ των δανειστών. Από τη μία πλευρά ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες απαίτησαν εξωπραγματικά πρωτογενή πλεονάσματα -3,5% για 10 χρόνια- και από την άλλη πλευρά το ΔΝΤ απαίτησε νέα μέτρα λιτότητας, που πλήττουν τα πιο φτωχά στρώματα. Στην ουσία άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού στη διάρκεια της εξέλιξής του. Εφτασε μάλιστα στο σημείο να χρησιμοποιεί λανθασμένα στατιστικά στοιχεία ή να τα ερμηνεύει αυθαίρετα για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του. Αρα είναι υποκριτικό να μιλούν κάποιοι για καθυστερήσεις χωρίς να αναφέρονται στις αιτίες που τις προκαλούν. Σε περιόδους τόσο κρίσιμες, η χώρα δεν έχει ανάγκη ούτε από «Πόντιους Πιλάτους», ούτε από «συμμαχίες προθύμων» που χαϊδεύουν τα αυτιά των δανειστών. Οποιος μιλά για καθυστερήσεις καλείται να παίρνει θέση και για τις αιτίες που τις προκαλούν και για τα επίδικα της διαπραγμάτευσης.
Στο εσωτερικό μέτωπο όμως, η αντιπολίτευση αλλά και θεσμικοί παράγοντες κατηγορούν εσάς για τις καθυστερήσεις στην αξιολόγηση.
Ας γίνω, λοιπόν, ακόμη πιο αναλυτικός. Η μεγάλη εικόνα της διαπραγμάτευσης είναι η εξής. Ενώ η κυβέρνηση, ήδη στα τέλη Νοεμβρίου, είχε ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος των υποχρεώσεων που αντιστοιχούσαν στη δεύτερη αξιολόγηση, δύο ευρωπαϊκές χώρες δήλωσαν ότι δεν αρκεί που η ελληνική κυβέρνηση υλοποιεί το Πρόγραμμα. Για να υπάρξει συμφωνία, είπαν, πρέπει το ΔΝΤ να συμμετάσχει πλήρως, αν και το Ταμείο απέχει από τη χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος από τον Αύγουστο του 2014. Ο κ. Σόιμπλε λ.χ. ήταν κατηγορηματικός: «Χωρίς το ΔΝΤ», δήλωσε, «δεν υπάρχει Πρόγραμμα». Αυτό έδωσε μεγάλη διαπραγματευτική ισχύ στο ΔΝΤ, το οποίο απαίτησε νέα μέτρα ύψους 2% του ΑΕΠ, πέραν της αρχικής συμφωνίας. Ταυτόχρονα όμως οι ίδιοι υπουργοί Οικονομικών που ήθελαν το ΔΝΤ, δεν δέχονταν τους όρους του και ειδικά το αίτημά του για το χρέος. Κάποιοι λοιπόν, είτε σκόπιμα είτε εξ αντικειμένου, δημιούργησαν μια περίπλοκη κατάσταση, όχι επειδή η κυβέρνηση καθυστέρησε, αλλά για λόγους άσχετους με αυτό. Και χρειάστηκαν εργώδεις προσπάθειες από το οικονομικό επιτελείο και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, καθώς και ευρεία διεθνής συμπαράταξη και κινητοποίηση υπέρ της Ελλάδας για να αρθεί το αδιέξοδο. Δεν τα γνώριζε αυτά ο κ. Μητσοτάκης; Οχι μόνο τα γνώριζε, αλλά επιχείρησε να τα εκμεταλλευτεί για να προκαλέσει πρόωρες εκλογές. Οι πιο «αθυρόστομοι» είπαν ανοιχτά «δεν μας ενδιαφέρει να κλείσει η αξιολόγηση, την πτώση της κυβέρνησης θέλουμε». Αλλά αυτό δεν είναι πρωτότυπο. Ενα τμήμα της ελληνικής Δεξιάς ταύτιζε πάντα το εθνικό συμφέρον με το κομματικό και το ιδιοτελές.
Η συμφωνία θα περιλαμβάνει τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 καθώς και τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους ή αυτά πάνε για μετά;
Εργαζόμαστε για μια συνολική συμφωνία, που εκτός από το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης θα δρομολογεί την ολοκλήρωση του Προγράμματος και θα θέτει τo δημοσιονομικό πλαίσιο της μεταμνημονιακής φάσης. Αυτό σημαίνει ότι η τελική συμφωνία, εκτός από τα όποια μέτρα και αντίμετρα, που θα αντισταθμίζουν ή θα εξισορροπούν τις κοινωνικές συνέπειες των πρώτων, θα καλύπτει το θέμα των πλεονασμάτων και των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Επιδιώκουμε επίσης να περιλαμβάνει και μέτρα για την τόνωση των επενδύσεων και την ταχύτερη μείωση της ανεργίας.
Την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση επιχειρεί να διατυπώσει ένα αισιόδοξο αφήγημα, στελέχη της αντιπολίτευσης, ακόμη και πρώην πρωθυπουργοί, υποστηρίζουν ότι ο κίνδυνος του Grexit παραμένει ή ότι έρχεται ένα 4ο Μνημόνιο χωρίς λεφτά, αλλά με αυστηρές δεσμεύσεις…
Οσοι επένδυαν στο αδιέξοδο και στην καταστροφολογία, μόλις είδαν ότι η αξιολόγηση μπορεί να κλείσει και το θετικό σενάριο να επιτευχθεί, ανέσυραν τον «κίνδυνο του Grexit» και τον «μπαμπούλα» του 4ου Μνημονίου. Για να μην εκτεθούν μάλιστα ολοσχερώς οι τελευταίοι μιλούν όχι για «κανονικό» Μνημόνιο, αλλά για «4ο Μνημόνιο χωρίς χρήματα», εννοώντας ως τέτοιο το καθεστώς της μεταμνημονιακής εποπτείας που προβλέπει για όλα τα κράτη-μέλη ο κανονισμός 472/2013, που και οι ίδιοι έχουν εγκρίνει και αποδεχτεί. Πρόκειται για μια άλλη εκδήλωση πολιτικής ανευθυνότητας και φθηνού αντικυβερνητισμού. Δεν τίθεται λοιπόν θέμα 4ου Μνημονίου, ούτε Grexit, παρότι υπάρχουν κέντρα του εξωτερικού που δεν εγκαταλείπουν ούτε την ιδέα του Grexit, ούτε την ιδέα των Μνημονίων ως μόνιμο καθεστώς. Ομως κανένα από τα δύο δεν έχει οποιαδήποτε βάση και θέση στη συζήτηση, παρά μόνο για όσους συντηρώντας αυτόν τον θόρυβο εξυπηρετούν ιδιοτελείς σκοπούς, αδιαφορώντας για τις συνέπειες από την αβεβαιότητα που καλλιεργούν.
Πρόσφατα μιλήσατε για μετάβαση σε φάση «μετα-λιτότητας». Μήπως αυτή η αναφορά είναι υπερβολική;
Θα ήταν, εάν μιλούσα για το οριστικό τέλος της λιτότητας ή για το τέλος της κρίσης. Ομως περιέγραψα μια κατάσταση μεταβατική και διλημματική. Σε αυτήν τη φάση, που αποτελεί ακόμη βεβαίως στόχο προς κατάκτηση, θα υπάρχει έμφαση στην ανάκαμψη, τη μείωση της ανεργίας, τη σταθεροποίηση και τη βαθμιαία βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Λίγη σημασία έχει λοιπόν ο ακριβής ορισμός. Σημασία έχει να συνειδητοποιήσουμε το κεντρικό δίλημμα της περιόδου. Και αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι η φάση αυτή δημιουργεί προϋποθέσεις για να φύγουμε μπροστά στην ανασυγκρότηση της χώρας με την υλοποίηση μιας νέας αναπτυξιακής στρατηγικής, αλλά εμπεριέχει ακόμα τον κίνδυνο παλινδρόμησης σε νέους κύκλους λιτότητας εάν επιστρέψουμε σε νεοφιλελεύθερα δόγματα που έχουν αποτύχει, εάν επιτρέψουμε στους υπευθύνους της κρίσης και στα κατεστημένα συμφέροντα να αποτρέψουν τις αναγκαίες κοινωνικές και θεσμικές αλλαγές.
Κύριε αντιπρόεδρε, στο υπουργικό συμβούλιο της περασμένης Δευτέρας συζητήσατε για την εθνική αναπτυξιακή στρατηγική…
Καλύπτουμε έτσι ένα μεγάλο κενό. Είναι εντυπωσιακό, αλλά οκτώ χρόνια μετά την κρίση εξακολουθούμε ως χώρα να μη διαθέτουμε εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο και συγκεκριμένη αναπτυξιακή στρατηγική. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι στο θέμα αυτό η τρόικα και οι θεσμοί δεν ήταν τόσο απαιτητικοί όσο ήταν σε θέματα απορρυθμίσεων, καθώς κατά τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη η ανάπτυξη, όπως την αντιλαμβάνονται, εσφαλμένα βέβαια, θα προκύψει από την αυθόρμητη λειτουργία των αγορών. Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης λαμβάνει υπόψη της τις υποχρεώσεις της Συμφωνίας αλλά και τις υπερβαίνει, με την έννοια ότι η υπό επεξεργασία αναπτυξιακή στρατηγική θέλουμε εξαρχής να είναι δικής μας «ιδιοκτησίας». Ζητούμενο είναι ένα σχέδιο το οποίο θα ορίζει με σαφήνεια τους οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους, καθώς και τις πολιτικές και τα μέσα για την επίτευξή τους σ’ έναν μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Ενα σχέδιο που θα λειτουργεί ως οδηγός για δράση αλλά και ως βάση ενός ουσιαστικού κοινωνικού και πολιτικού διαλόγου.
Δηλώσατε πρόσφατα ότι για να επανέλθει η απασχόληση στα προ κρίσης επίπεδα χρειάζεται ένα «αναπτυξιακό σοκ». Πόσο εφικτή βρίσκετε αυτή την προοπτική;
Οφείλουμε να την κάνουμε ρεαλιστική. Πρόκειται για έναν στόχο που αντιστοιχεί σε μια ζωτική κοινωνική και εθνική ανάγκη. Αν συνεχίσουμε με τις σημερινές τάσεις, θα χρειαστούμε πάνω από 20 χρόνια για να επιστρέψει η ανεργία στα προ κρίσης επίπεδα. Χωρίς αλλαγή αναπτυξιακού παραδείγματος και ένα αναπτυξιακό σοκ που θα στηρίζεται στις επενδύσεις και στην απασχόληση, η χώρα δεν θα μπορέσει να ξεφύγει από το τέλμα παραγωγικής υστέρησης, κοινωνικής αποδιάρθρωσης, δημογραφικής επιδείνωσης και μόνιμης υπερχρέωσης, στο οποίο έχει παγιδευτεί εξαιτίας της κρίσης και των διαλυτικών συνεπειών του 1ου και του 2ου Μνημονίου. Και τούτο γιατί αυτό που συνέβη στη χώρα δεν ήταν μια συνηθισμένη κρίση. Ηταν μια τεράστια καταστροφή και απαξίωση υλικού και κοινωνικού κεφαλαίου. Από την πλευρά των αναγκών λοιπόν είναι προφανές ότι χρειάζεται μια αντίστοιχα ισχυρή στρατηγική που θα υπερβαίνει τα συνήθη και τα τετριμμένα.
Στην πράξη, υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα ώστε η χώρα να υλοποιήσει την αναπτυξιακή στρατηγική;
Από την άποψη των δυνατοτήτων, η χώρα διαθέτει ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα με πρώτα ανάμεσα σ’ αυτά το ανθρώπινο κεφάλαιο, τη γεωγραφική της θέση, τον γεωστρατηγικό της ρόλο, τα σημαντικά γνωστά και πιθανολογούμενα αποθέματα ορυκτού και φυσικού πλούτου. Την ίδια ώρα, ένα τμήμα της οικονομίας και ένας αριθμός επιχειρήσεων άντεξε στην κρίση ή την αντιμετώπισε με πολιτικές αναβάθμισης της τεχνολογίας, της έρευνας και της παραγωγής προστιθέμενης αξίας. Διαμορφώνονται λοιπόν θύλακες μιας καινοτόμου και κοινωνικά υπεύθυνης επιχειρηματικότητας που είναι έτοιμη να επενδύσει και να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Η ανάδειξη λοιπόν αυτών και άλλων συγκριτικών πλεονεκτημάτων ανά τομέα και περιφέρεια, καθώς και η αξιοποίησή τους με σχέδιο και τις κατάλληλες πολιτικές, μπορεί να κάνει ρεαλιστικό αυτόν τον φιλόδοξο, αλλά αναγκαίο στόχο.
Πώς όμως θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος;
Δείκτης ανάπτυξης είναι η απασχόληση. Αν δεν μειώσουμε δραστικά την ανεργία, δεν θα σταματήσουν οι νέοι να φεύγουν στο εξωτερικό, ούτε θα υπάρξει μαζική παλιννόστηση όσων έχουν φύγει. Αν δεν πετύχουμε γρήγορη αντιστροφή των σημερινών τάσεων, η μείωση και η γήρανση του πληθυσμού με ό,τι αυτό συνεπάγεται, θα συνεχίζονται. Αν λοιπόν στηριχτούμε μόνο στους προβλεπόμενους ρυθμούς ανάπτυξης παρόλο που δεν είναι ευκαταφρόνητοι, η ανεργία θα μειωθεί μεν, αλλά υπάρχει κίνδυνος να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, πάνω από 17% έως το 2021. Πρέπει λοιπόν να εισαγάγουμε «επιταχυντές».
Ποιοι μπορεί να είναι αυτοί οι «επιταχυντές»;
Με επιτάχυνση των επενδύσεων, ξένων και εγχώριων, το υπουργείο Οικονομίας εκτιμά ότι η ανεργία μπορεί να πέσει στο 15%. Αν επιπλέον εφαρμοστεί ένα ειδικό πρόγραμμα απασχόλησης, τότε η ανεργία μπορεί να πέσει στο 11% με 12% έως το 2021. Αν εμπνεύσουμε την κοινωνία και τους νέους να αξιοποιήσουν μαζικά τις θεσμικές δυνατότητες που δημιουργούμε για συνεργατικές και άλλες μορφές κοινωνικής οικονομίας και μικροπιστώσεων, τότε τα θετικά αποτελέσματα θα είναι ακόμη πιο ισχυρά και θα έρθουν πιο γρήγορα. Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί. Σημασία έχει τα ζητήματα αυτά, τόσο καθοριστικά για το μέλλον της κοινωνίας και της χώρας, να έρθουν στο κέντρο του δημόσιου κοινωνικού και πολιτικού διαλόγου.
Διαβάστε την πρωτότυπη δημοσίευση εδώ
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
1 ημέρα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 εβδομάδες πριν
«Το καθήκον των αριστερών & προοδευτικών δυνάμεων σε ένα περιβάλλον προκλήσεων & απειλών»
dragasakis.gr
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 μήνας πριν
Main - Alexis Tsipras Institute Events
rb.gy
Clifford Chance, Δικηγόρος – εξειδίκευση δίκαιο της ενέργειας & ανταγωνισμόςShare on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter