Η συζήτηση για τον Πιερ Μπουρντιέ και το έργο του, 15 χρόνια από το θάνατό του, επιβάλλει να υπενθυμίσουμε το βάθος, την πρωτοτυπία και το πολυσχιδές της κοινωνιολογικής εργασίας του.
Ο Μπουρντιέ κατάφερε με την καινοτόμα μεθοδολογία του να αποκαλύψει λανθάνουσες διαδικασίες, αφηγήσεις και καταναγκασμούς της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας και να ρίξει φως στους συχνά αδιόρατους τρόπους με τους οποίους η κυρίαρχη ιδεολογία παράγει σχέσεις εξάρτησης, υποταγής και αποξένωσης στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Επίσης ο Μπουρντιέ ξανάφερε στη δημόσια σφαίρα την εικόνα και τη λειτουργία ενός μαχόμενου διανοούμενου ο οποίος δεν είναι ηθικά ή πολιτικά ουδέτερος και αμέτοχος, αλλά παλεύει για τα συμφέροντα των καταπιεσμένων και υποτελών τάξεων και αντιλαμβάνεται την επιστημονική του δράση ως παρεμβατικό πολιτικό πράττειν.
Αυτόν το μαχόμενο διανοούμενο προσπαθεί να επαναφέρει στο προσκήνιο η επανέκδοση του βιβλίου με το δηλωτικό τίτλο «Αντεπίθεση Πυρών».
Αν πρέπει να δώσω ένα συνοπτικό χαρακτηρισμό, θα έλεγα ότι, το βιβλίο αυτό αποτελεί μια εργαλειοθήκη και ένα οπλοστάσιο παράλληλα. Εργαλειοθήκη μεθόδων για την «αποκωδικοποίηση» και κατανόηση του νεοφιλελευθερισμού, αυτού του νέου «καπιταλισμού χωρίς όρια», όπως τον χαρακτηρίζει ο Μπουρντιέ και παράλληλα, οπλοστάσιο μεθόδων, εργαλείων και επιχειρημάτων, για την αποδόμησή του.
Ο Μπουρντιέ και ο χώρος της ριζοσπαστικής Αριστεράς
Ποιά ήταν όμως η πρόσληψη των ιδεών και των παρεμβάσεων του Μπουρντιέ στο χώρο της Αριστεράς;
Στο ερώτημα αυτό δεν μπορώ να δώσω μια συνολική και επιστημονικά τεκμηριωμένη απάντηση. Μπορώ μόνο να διατυπώσω μια υποκειμενική, βιωματική θα έλεγα, άποψη. Η δεκαετία του ’90 ήταν μία δύσκολη περίοδος για την Αριστερά. Σφραγίστηκε από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οπότε και η ίδια η ύπαρξη της Αριστεράς ετίθετο σε βαθιά αμφισβήτηση. Ο νεοφιλελευθερισμός εμφανιζόταν παντοδύναμος, ειδικά αφότου η σοσιαλδημοκρατία σε όλη την Ευρώπη προσχώρησε στη σοσιαλ-φιλελεύθερη συναίνεση. Ειδικά στη χώρα μας, ο Συνασπισμός, που αποτελούσε την κοινοβουλευτική έκφραση της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, αντιστεκόταν με δυσκολία στις συστηματικές προσπάθειες αφομοίωσής του από το ΠΑΣΟΚ του κ. Σημίτη.
Σε αυτές τις συνθήκες πολιτικής κατάθλιψης και στρατηγικής αμηχανίας της Αριστεράς, παρεμβάσεις σαν αυτές του Μπουρντιέ αποδείχθηκαν τονωτικές διότι απαντούσαν στο κρίσιμο ερώτημα, αναδείκνυαν την ανάγκη της Αριστεράς ως δύναμης αντίστασης και ελπίδας στις συνθήκες της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας. Ταυτόχρονα τόνιζαν τις δυνατότητες δράσης και ανεδείκνυαν την ανάγκη ανάπτυξης κοινωνικών κινημάτων σε εθνική και ευρωπαϊκή κλίμακα∙ ωθούσαν την Αριστερά να στραφεί στο μέλλον, να δει τις νέες προκλήσεις αλλά και τις δυνατότητες να εμπνεύσει, να οργανώσει και να εκφράσει πολιτικά μια «αντεπίθεση πυρών» όπως και ο τίτλος του βιβλίου του.
Ποιά είναι επομένως η επικαιρότητα των πορισμάτων του; Θα προσπαθήσω να ξεχωρίσω ορισμένα σημεία -από τα πολλά- σημαντικά που περιέχονται στο υπό συζήτηση βιβλίο, για τα οποία, κατά τη γνώμη μου, η εμπειρία μας από την κυβέρνηση θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν ενισχυτική ύλη.
Νεοφιλελευθερισμός: H ουτοπία μιας εκμετάλλευσης χωρίς όρια
Το πρώτο σημείο, που θα ήθελα να ξεχωρίσω είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Μπουρντιέ κατανοεί το νεοφιλελευθερισμό: Ως μια ουτοπία, περιεχόμενο και στόχος της οποίας είναι ένας καπιταλισμός αυτορρυθμιζόμενος, ένα σύστημα εκμετάλλευσης, χωρίς ηθικά, κοινωνικά ή άλλα όρια. Η πρόδρομη αυτή ανάλυση του Μπουρντιέ επιβεβαιώνεται σήμερα από την προσπάθεια να επιβληθεί, όχι μόνο σ’ εμάς αλλά σταδιακά σε όλη την Ευρώπη, η αέναη λιτότητα ως μια νέα κανονικότητα.
Ο νεοφιλελευθερισμός, γράφει ο Μπουρντιέ, στηρίζεται σε μια μαθηματική μυθοπλασία, που με τη σειρά της προκύπτει από μια αφαίρεση από τους οικονομικούς και τους κοινωνικούς όρους υπό τους οποίους ζουν και αποφασίζουν οι άνθρωποι και τα συλλογικά υποκείμενα. Από αυτήν την «αφαίρεση» απορρέει μια αντίθεση ανάμεσα στην καθαρή οικονομική λογική και τα αφηρημένα σχήματα, και την κοινωνική λογική, τη λογική των αναγκών και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Στην περίπτωση της κοινωνικής ασφάλισης, για να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα από τη συγκυρία, η μαθηματική μυθοπλασία στην οποία αναφέρεται ο Μπουρντιέ συνίσταται στην αναγωγή του ζητήματος της κοινωνικής ασφάλισης σε μια αριθμητική σχέση, ένα κλάσμα με τις συντάξεις στον αριθμητή και το ΑΕΠ στον παρονομαστή.
Αν δούμε τις συντάξεις σε σχέση με τις ανάγκες, όπως επιβάλλει η κατά Μπουρντιέ κοινωνική λογική, τότε δεν θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια για να διαπιστώσουμε πως το ασφαλιστικό μας σύστημα, έπειτα από 11 ή και περισσότερες μειώσεις των συντάξεων, όχι μόνο δεν είναι «γενναιόδωρο» αλλά αδυνατεί να καλύψει στοιχειώδεις ανάγκες για τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού. Και όμως τόσο το ΔΝΤ όσο και ορισμένοι εγχώριοι ομοϊδεάτες του συνεχίζουν να το χαρακτηρίζουν ως «γενναιόδωρο».
Σύμφωνα με αυτή την αφαιρετική λογική, αν η μείωση των συντάξεων εντάσσεται σε μια πολιτική λιτότητας που προκαλεί ύφεση, δηλαδή μείωση του ΑΕΠ, τότε κάθε μείωση των συντάξεων καθιστά το σύστημα φαινομενικά περισσότερο γενναιόδωρο και καθιστά αναγκαία μια ακόμη περικοπή των συντάξεων. Και τούτο γιατί, παρά τη μείωση τους, οι συντάξεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένουν στα ίδια επίπεδα ή και στατιστικά υψηλότερα, ανάλογα με τη μείωση που θα έχει υποστεί το ΑΕΠ. Στη βάση δηλαδή της μαθηματικής μυθοπλασίας, όσο και αν μειωθούν οι συντάξεις, ακόμη και αν οι συνταξιούχοι πεθαίνουν από την πείνα, οι συντάξεις θα χαρακτηρίζονται και πάλι γενναιόδωρες, αν η μείωσή τους συντελείται εντός ενός υφεσιακού σπιράλ, όπως συμβαίνει στη χώρα μας τα τελευταία εφτά χρόνια.
Υπάρχει όμως και η άλλη λογική. Το ασφαλιστικό σύστημα θα πάψει να φαίνεται γενναιόδωρο αν οι συντάξεις αυξάνουν μεν, αλλά η αύξησή τους είναι μέρος μια πολιτικής που εξασφαλίζει την αύξηση του ΑΕΠ μαζί με την αύξηση των συντάξεων. Επομένως, ακόμη και στη βάση αυτής της μαθηματικής μυθοπλασίας υπάρχει εναλλακτική και αυτή είναι η αύξηση του παρονομαστή αντί της επαναλαμβανομένης μείωσης του αριθμητή. Η προσπάθεια της σημερινής κυβέρνησης να βάλει ένα τέλος σε αυτό το «θανατηφόρο» καθοδικό σπιράλ αποτελεί τον πυρήνα της συνεχιζόμενης διαπραγμάτευσης, και είναι μια από τις αίτιες, αν όχι η σημαντικότερη, της υποβόσκουσας αντιπαράθεσης με τους δανειστές.
Για το ευρωπαϊκό κοινωνικό κίνημα
Θα ήθελα λοιπόν επιγραμματικά να τονίσω πως θεωρώ σημαντική τη συσχέτιση που κάνει ο Μπουρντιέ ανάμεσα στο νεοφιλελευθερισμό και τον «αρχαϊκό καπιταλισμό», όπως αποκαλεί τον καπιταλισμό χωρίς ρυθμίσεις και κοινωνικές δεσμεύσεις και την τάση ισοπέδωσης προς τα κάτω που αυτός ο καπιταλισμός συνεπάγεται. Επίσης εξαιρετικά επίκαιρη είναι η έκκλησή του για την ανάκτηση της Δημοκρατίας από την τεχνοκρατία, με τη τελευταία να αναφέρεται εδώ όχι με την έννοια του φορέα κοινωνικά χρήσιμων ειδικών γνώσεων, αλλά με την έννοια μιας κάστας ή μιας ελίτ ειδικών που λειτουργούν ως ιμάντες εσωτερίκευσης της βούλησης των αγορών και στη περίπτωση μας και των δανειστών.
Αυτό καθιστά ακόμη πιο μεγάλες τις ευθύνες των διανοούμενων.
Μπορούν όμως από μόνοι τους οι διανοούμενοι να αποτρέψουν τα δεινά που επιφέρει ο Νεοφιλελευθερισμός; Στην απάντηση αυτού του ερωτήματος βρίσκεται ίσως η πιο σημαντική, από πολιτική άποψη, συμβολή του Μπουρντιέ. Διότι ενώ εκθειάζει το ρόλο και την ευθύνη του διανοούμενου, κατανοεί τα όρια της επιρροής του όσο δρα σε ατομική βάση. Γι’ αυτό εισηγείται τη συλλογική και οργανωμένη δράση των διανοούμενων αλλά και τη δημιουργία ενός ευρύτερου κοινωνικού κινήματος σε ευρωπαϊκή κλίμακα, με τη συμμετοχή σε αυτό των συνδικάτων αλλά και κάθε μορφής κοινωνικού κινήματος.
Οι θέσεις του στο σημείο αυτό αποδεικνύονται εξόχως διορατικές. Διαβλέποντας τον κίνδυνο «εθνικιστικής παλινόρθωσης» λόγω των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων που θα προκαλέσει ο νεοφιλελευθερισμός, εισηγείται ένα «νέο διεθνισμό», στην κλίμακα Ευρώπης, φορέας του οποίου θα είναι το ευρωπαϊκό κοινωνικό κίνημα, ως απάντηση στον ανερχόμενο εθνικισμό.
Κατά την άποψή μου, ο Μπουρντιέ διέβλεψε σωστά τις δυσκολίες μιας κυβέρνησης της Aριστεράς σε συνθήκες κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου και αρχαϊκού καπιταλισμού. Και είχε απόλυτο δίκιο όταν αναδείκνυε την ανάγκη για ένα ισχυρό κοινωνικό κίνημα σε εθνική και ευρωπαϊκή κλίμακα ως τον κύριο φορέα μιας προοδευτικής εναλλακτικής. Η βραδύτητα και η δυσκολία ωστόσο της διαμόρφωσης ενός τέτοιου κινήματος ωθεί τους λαούς να αναζητήσουν λύσεις συχνά με λογικές «ανάθεσης» σε κυβερνητικό επίπεδο. Αυτό συμβαίνει διότι οι πολίτες, ειδικά σε συνθήκες μεγάλης ανασφάλειας, κατανοούν πως έχει μεγάλη σημασία ποιος ελέγχει και σε όφελος ποιου λειτουργούν οι κρατικοί μηχανισμοί, οι δημόσιοι πόροι και οι δημόσιες πολιτικές. Αυτό συνέβη και στη χώρα μας. Την ανάδειξη της κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα μπορούμε να την κατανοήσουμε όχι ως ένα «ατύχημα» όπως θέλουν να πιστεύουν οι ιδεολόγοι των νεοφιλελεύθερων μονόδρομων, αλλά ως έκφραση βαθιάς κοινωνικής ανάγκης.
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν έκφραση της δυναμικής των κοινωνικών κινημάτων αλλά ταυτόχρονα ήταν και αποτέλεσμα της αδυναμίας τους να ανακόψουν τη δυναμική της λιτότητας. Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη της κυβέρνησης με κορμό την Αριστερά δείχνει εκ νέου την ανάγκη των κοινωνικών κινημάτων και της παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα στην πλάστιγγα των κοινωνικών συσχετισμών.
Η δική μας εμπειρία λοιπόν δείχνει πως η αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό, η υπέρβαση της ευρωπαϊκής κρίσης και η απάντηση στην αναβίωση του εθνικισμού απαιτούν τόσο την ανάπτυξη του κοινωνικού κινήματος, όπως έλεγε ο Μπουρντιέ, όσο και την ανάδειξη προοδευτικών κυβερνήσεων σε όσο το δυνατόν σε περισσότερες χώρες και τη μεταξύ τους συστράτευση και συντονισμό. Ασφαλώς αναφέρομαι εδώ σε μια συστράτευση κυβέρνησης και κοινωνικών κινημάτων που δεν είναι χωρίς αντιφάσεις. Αλλά και οι αντιφάσεις είναι μέρος της κοινωνικής δράσης. Ούτε είναι αναπόφευκτο μια τέτοια συστράτευση να οδηγεί σε ακύρωση της αυτονομίας των κινημάτων ή από την άλλη πλευρά σε εξάρτηση της κυβέρνησης από αυτά. Η εν λόγω συστράτευση είναι αναγκαία γιατί στη συγκεκριμένη Ευρώπη που ζούμε και η οποία λειτουργεί ως διακυβερνητική ένωση, η ανάπτυξη και η αποτελεσματικότητα των αγώνων συμβαίνει όταν αυτοί βρίσκουν στήριξη τόσο στην κοινωνία όσο και στις δομές της εκτελεστικής εξουσίας, αρά και στο κυβερνητικό επίπεδο.
Χρειαζόμαστε λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, μια αναδιατύπωση του αρχικού σχεδίου έτσι ώστε αυτό να μπορεί να αξιοποιεί και να ενοποιεί τη δράση στο θεωρητικό, το κοινωνικό και το πολιτικό επίπεδο τόσο σε εθνική όσο και σε ευρωπαϊκή και σε παγκόσμια κλίμακα. Στις δύσκολες εποχές είναι αναγκαίο να αναπτύσσουμε τη διαλεκτική και το συντονισμό των αγώνων και της διεκδίκησης σε όλα τα δυνατά επίπεδα.
*Το άρθρο βασίζεται σε ομιλία για την έκδοση του βιβλίου του Πιέρ Μπουρντιέ «Αντεπίθεση Πυρών» και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Εποχή».
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
1 ημέρα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 εβδομάδες πριν
«Το καθήκον των αριστερών & προοδευτικών δυνάμεων σε ένα περιβάλλον προκλήσεων & απειλών»
dragasakis.gr
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 μήνας πριν
Main - Alexis Tsipras Institute Events
rb.gy
Clifford Chance, Δικηγόρος – εξειδίκευση δίκαιο της ενέργειας & ανταγωνισμόςShare on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter