Ομιλία στην ημερίδα ΣΥΝ_Πολιτική Ανάπτυξης της Θεσσαλίας – Πορεία ανάπτυξης του Γ’ ΚΠΣ – Σχεδιασμός του Δ’ ΚΠΣ_

Πριν από το συγκεκριμένο θέμα της σημερινής ημερίδας, θα ήθελα να αναφερθώ σε ορισμένα γενικότερα θέματα.

Σε μια εποχή που ο κοινωνικός ρόλος του Κράτους συρρικνώνεται, η έκταση των κοινωνικών επιπτώσεων από τον τυφώνα Κατρίνα στη Νέα Ορλεάνη και η κοινωνική έκρηξη στα προάστια του Παρισιού ήλθαν να αναδείξουν το αδιέξοδο αυτής της κατεύθυνσης.

Η λεγόμενη “συναίνεση της Ουάσιγκτον”, που ανήγαγε το νεοφιλελεύθερο πρότυπο σε παγκόσμια συνταγή, έχει πλέον αποδειχθεί, ότι  διευρύνει τις ανισότητες, παράγει κοινωνική πόλωση και οδηγεί σε κρίσεις τόσο στην περιφέρεια όσο και στα κέντρα του καπιταλισμού.

Το ερώτημα λοιπόν έχει τεθεί: μετά το νεοφιλελευθερισμό τι; Περισσότερος νεοφιλελευθερισμός ή ένα εναλλακτικό μοντέλο πολιτικής; Πολλές κυβερνήσεις, καθώς και η, υπό τον κ. Μπαρόζο, Κομισιόν, εμμένουν στην πρώτη απάντηση. Τα κοινωνικά κινήματα ωστόσο και μεγάλα τμήματα των κοινωνιών, όπως έδειξαν και τα δημοψηφίσματα για την ευρωσυνθήκη, επιζητούν τη δεύτερη. H EΛΛHNIKH OIKONOMIA META THN ENTAΞH ΣTHN ONE

Το θέμα αυτό είναι εξαιρετικά επίκαιρο και στη χώρα μας. Και τούτο γιατί, ως κοινωνία, αντιμετωπίζουμε μια ιδιάζουσα και ιστορικά ασυνήθιστη κατάσταση. Με την ένταξη στη ζώνη του ευρώ εκπληρώσαμε  ουσιαστικά ένα “νομισματικό όραμα”. Αυτό όμως έγινε χωρίς ένα αναπτυξιακό, παραγωγικό και κοινωνικό σχέδιο. Δημιουργήθηκε έτσι, μια δομική ασυμμετρία ανάμεσα στη νομισματική σφαίρα και την παραγωγική βάση της κοινωνίας. Οι δυο αυτοί τομείς υπηρετούν τώρα διαφορετικές ανάγκες και υπόκεινται σε διαφορετικά συστήματα ρύθμισης.

Αυτή η αντίφαση, αν δεν επιλυθεί, θα λειτουργεί ως μόνιμη αιτία όξυνσης  των κοινωνικών προβλημάτων, με πρώτα θύματα το εισόδημα, την απασχόληση, το κοινωνικό κράτος, αλλά τελικά και την ίδια την ικανότητα της χώρας να παράγει διεθνώς  εμπορεύσιμα, υπηρεσίες και αγαθά.

Από την άλλη πλευρά, πρέπει να διαπιστώσουμε ότι τα οφέλη και οι περιορισμοί που απορρέουν από τη δημιουργία του ευρώ, κατανέμονται άνισα ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, τάξεις και χώρες.

Ειδικότερα, η ΟΝΕ και το Σύμφωνο Σταθερότητας, όπως έχουν θεσμοθετηθεί, λειτουργούν ως ένας περιοριστικός παράγοντας για όλη την ΕΕ σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη, την απασχόληση και την υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους. Οι συνέπειες, όμως, είναι πιο επώδυνες για τις χώρες που, όπως η Πορτογαλία και η Ελλάδα, εντάχθηκαν στην ΟΝΕ με όρους, κυρίως,  ονομαστικής σύγκλισης. Έτσι η σχετικά “φτηνή” είσοδος έκρυβε πίσω της μια “ακριβή” παραμονή. Και το κόστος αυτό το πληρώνουν μονόπλευρα οι εργαζόμενοι, οι πιο αδύναμες κοινωνικά ομάδες και όχι βέβαια όσοι άμεσα ευνοήθηκαν από το ευρώ.

Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της χώρας μας αντιμετωπίζουν το πρόβλημα αυτό αφ’ ενός με μια διάθεση εξωραϊσμού,  καθησυχασμού και αναβλητικότητας, αφ’ ετέρου αναζητούν τη διέξοδο σε συνταγές του παρελθόντος, με πολιτικές μείωσης του λεγόμενου εργατικού κόστους, απορύθμισης των εργασιακών σχέσεων και εκποίησης δημόσιας περιουσίας. Με τον τρόπο αυτό, όμως, αντί να βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητα, απλώς αναδιανέμεται, σε βάρος των εργαζομένων και του κοινωνικού συνόλου, το κόστος από την επιδείνωσή της.

Η παρούσα ελληνική κυβέρνηση, ειδικότερα, αντιμετώπισε το πρόβλημα αυτό αρχικά με διακηρύξεις υπέρ μιας ήπιας προσαρμογής, χωρίς όμως να διαθέτει ένα συνολικότερο σχέδιο. Φάνηκε να θεωρεί ότι με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών στα κέρδη των επιχειρήσεων, τη μείωση του κόστους υπερωριών, τη χορήγηση επενδυτικών κινήτρων οι λύσεις θα προκύψουν αυτόματα. Αυτό όμως δε συμβαίνει. Αντίθετα τα προβλήματα του παρελθόντος αναπαράγονται και διευρύνονται και υπό τη λεγόμενη νέα διακυβέρνηση.

ΝΕΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Για τους παραπάνω λόγους, χρειάζεται μια ριζική αλλαγή  της ακολουθούμενης πολιτικής. Η άρση της αντίφασης, που σημείωσα στην αρχή, ανάμεσα στις απαιτήσεις της, ενιαίας πλέον, συναλλαγματικής και νομισματικής πολιτικής και τις δομές της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει ένα διαφορετικό μοντέλο για μια οικονομικά, κοινωνικά και οικολογικά βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό απαιτεί αναβάθμιση της εργασίας και της γνώσης, σύνδεση με νέες παραγωγικές δυνάμεις και εξειδικεύσεις, διεύρυνση της απασχόλησης καθώς και μια νέα κατανομή του παραγόμενου πλούτου, κατά πρώτο λόγο, υπέρ της παιδείας, της έρευνας, της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους και των οικονομικά ασθενέστερων. Ένα τέτοιο εγχείρημα, ασφαλώς και  δεν είναι εύκολο αλλά δεν είναι και ανέφικτο.

Υπό το πρίσμα ενός τέτοιου εναλλακτικού μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να συζητήσουμε το ρόλο του κράτους και ειδικότερα τους όρους υπό τους οποίους οι δημόσιες επιχειρήσεις αντί να ιδιωτικοποιηθούν, θα μπορούσαν να υπηρετήσουν μια στρατηγική ενδυνάμωσης της αναπτυξιακής διαδικασίας, εκτός των άλλων, και γιατί μόνο μέσω μιας τέτοιας στρατηγικής μπορεί να επιτευχθεί η απόσβεση, μερική έστω, του δημόσιου χρέους και ο έλεγχός του ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Αυτό, προϋποθέτει μια μεγάλη πρωτοβουλία, κινητοποίηση και αξιοποίηση όλων των φορέων, δημόσιων, ιδιωτικών και κοινωνικών, και ένα στρατηγικό σχεδιασμό, μέσω του οποίου θα εντοπίσουμε τους τομείς στους οποίους, ως κοινωνία, θέλουμε να εξειδικευθούμε, τους κοινωνικούς στόχους που θέλουμε να πετύχουμε, άρα και το συγκεκριμένο ρόλο του κράτους στη στήριξη των όποιων επιλογών. Αλλού ο ρόλος του κράτους μπορεί πράγματι να είναι μόνο υποστηρικτικός, ρυθμιστικός ή εποπτικός. Αλλού, η παρουσία του μπορεί και πρέπει να είναι άμεση.

Μια δεύτερη προϋπόθεση αφορά στην ποιότητα της επιχειρηματικότητας γενικώς. Το θέμα αφορά και την ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Περιορίζομαι όμως στη δημοσίου συμφέροντος επιχειρηματικότητα, για να τονίσω ότι πρέπει να υπάρξει ένα νέο μοντέλο δημόσιας επιχείρησης που θα κατοχυρώνει την επιχειρησιακή της αυτοτέλεια και την οικονομική της αποτελεσματικότητα, θα ενθαρρύνει την τολμηρή ανάπτυξη διεθνών συνεργασιών και επιχειρηματικών συμμαχιών και θα εξασφαλίζει τη διαφάνεια και τη δημόσια λογοδοσία.

Πέραν του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να αξιοποιηθούν και οι δυνατότητες της λεγόμενης “κοινωνικής οικονομίας”, συνεταιρισμών, εταιρειών λαϊκής βάσης, επιχειρήσεων “ειδικού σκοπού” σε επιλεγμένους τομείς υπό ένα ευνοϊκό, όσο και σαφές, θεσμικό πλαίσιο.

Η ενίσχυση του εγγυητικού ρόλου του κράτους γενικά και του κοινωνικού κράτους ειδικότερα, είναι, επίσης, προϋπόθεση όχι μόνο για την αντιμετώπιση των κοινωνικών συνεπειών των αναπόφευκτων διαρθρωτικών αλλαγών, αλλά και για την εξασφάλιση της ενεργητικής στήριξης της κοινωνίας σ’ ένα αναπτυξιακό εγχείρημα, τολμηρό και καινοτόμο, που θα στοχεύει στην πλήρη απασχόληση και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Πρωταρχικής σημασίας είναι, τέλος, η ενίσχυση και η ουσιαστικοποίηση της Δημοκρατίας. Η δημοκρατία μας πάσχει. Και λόγω της διαπλοκής και λόγω της υποβάθμισης του ρόλου του κοινοβουλίου και των άλλων αντιπροσωπευτικών θεσμών και λόγω της αδιαφανούς διαχείρισης του δημοσίου χρήματος και λόγω της παθητικοποίησης, ως αποτέλεσμα των παραπάνω, των πολιτών. Μια αντίστροφη κίνηση είναι δυνατή και έχει σημείο εκκίνησης. Κι αυτό, μπορεί να υπάρξει, όταν οι πολίτες πειστούν, βάσιμα, ότι, με την παρέμβασή τους, μπορούν να επηρεάσουν τις εξελίξεις, μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα.

ΑΠΟ ΤΟ Γ΄ ΣΤΟ Δ΄ ΚΠΣ

Ένα σημαντικό μέσο για την υλοποίηση ενός τέτοιου αναπτυξιακού σχεδίου θα μπορούσε να ήταν τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης. Το Α’, το Β’ και το Γ΄ ΚΠΣ εξασφάλισαν συνολικό 52,7 δις ευρώ, ποσό σημαντικό από κάθε άποψη. Κατά κοινή ομολογία όμως, η αξιοποίηση των πόρων αυτών έγινε με ένα τρόπο προβληματικό. Η απώλεια πόρων, που μπορεί να είναι σημαντική, το ζήτημα της απορροφητικότητας δηλαδή, είναι μια υπαρκτή αλλά όχι και η πιο σημαντική διάσταση. Υπήρξαν άλλες πιο κρίσιμες αιτίες που περιόρισαν την κοινωνική και την οικονομική αποτελεσματικότητα της χρήσης των πόρων αυτών. Οι οποίες αιτίες, θα έπρεπε να συζητηθούν και στο μέτρο του δυνατού να αντιμετωπισθούν εν όψει του Δ’ ΚΠΣ, πράγμα ωστόσο που δε γίνεται.

1. Το πρώτο και σημαντικότερο πρόβλημα είναι ότι δεν υπήρξε εξ αρχής ένας σχεδιασμός της αξιοποίησης τόσο των ευρωπαϊκών όσο και των εθνικών πόρων με βάση ένα νέο συνολικό σχέδιο που να προωθεί ένα νέο πρότυπο παραγωγικής εξειδίκευσης και ανάπτυξης.

Βέβαια όλα τα περιφερειακά προγράμματα, τα λεγόμενα ΠΕΠ, ιδίως στη φάση του Γ’ ΚΠΣ αναγνώριζαν, και ορθά, την ανάγκη η κάθε περιφέρεια να αναζητήσει την ιδιαίτερη αναπτυξιακή της ταυτότητα. Αλλά πώς να επιλύσει η κάθε περιφέρεια ξεχωριστά το πρόβλημα αυτό όταν δεν αντιμετωπίζεται σε επίπεδο χώρας; Έτσι και στο Γ΄ΚΠΣ επικράτησε τελικά μια λογική “μοιρασιάς” των υφιστάμενων πόρων παρά μια λογική σχεδίων που να μετασχηματίζουν την οικονομία προς νέες κατευθύνσεις. Βεβαίως έγιναν ορισμένα σημαντικά έργα. Δε δημιουργήθηκαν όμως νέα πρότυπα παραγωγής και νέες εξειδικεύσεις. Διευρύνθηκαν οι βάσεις ενός υφιστάμενου αναπτυξιακού προτύπου που όμως δεν είναι οικονομικά, οικολογικά και κοινωνικά βιώσιμο.

Μάλιστα, έχει καλλιεργηθεί ένας εθισμός όλων σε μια τέτοια λογική, τη λογική της ένταξης μεμονωμένων έργων. Βασική αποστολή του Δ’ ΚΠΣ θα έπρεπε να είναι συνεπώς, η υπέρβαση αυτού του εθισμού, και η υιοθέτηση μιας λογικής ολοκληρωμένων σχεδίων που να μετασχηματίζουν την οικονομία και τις δομές της.

Π.χ. το ζήτημα της αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών, εκεί που αυτή είναι αναγκαία δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί αποσπασματικά ή στο επίπεδο του μεμονωμένου αγρότη. Απαιτούνται, αντίθετα, κεντρικές επιλογές και αποφάσεις που στη συνέχεια να υποστηριχθούν με πόρους, με σχέδια, με θεσμούς, με επιστημονική και τεχνική υποστήριξη και στο πεδίο της παραγωγής και σε εκείνο της διεθνούς εμπειρίας και των εξαγωγών.

Μια πρώτη μετατόπιση συνεπώς που πρέπει να γίνει είναι από τη λογική των μεμονωμένων έργων να πάμε στη λογική των ολοκληρωμένων σχεδίων, από τη λογική της διεύρυνσης του υπάρχοντος παραγωγικού συστήματος να πάμε στη λογική της δημιουργίας νέων προτύπων, νέων εξειδικεύσεων, στη βάση ενός συνολικού εθνικού σχεδιασμού.

2. Το δεύτερο πρόβλημα, συναφές με το προηγούμενο, είναι ότι, εξ αρχής, οι ευρωπαϊκοί πόροι, αντί να λειτουργήσουν προσθετικά προς τους εθνικούς λειτούργησαν ως υποκατάστατό τους. Τα νομαρχιακά προγράμματα συρρικνώθηκαν και οι όποιοι εθνικοί πόροι απορροφήθηκαν σε μεγάλο βαθμό ως εθνική συμμετοχή στη συγχρηματοδότηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων.

Αντί δηλαδή να υπάρχει ένα εθνικό σχέδιο που να συγχρηματοδοτείται από την Ε.Ε. καταλήξαμε στο αντίστροφο. Ένας κατάλογος έργων και δράσεων που ήταν επιλέξιμα από την Ε.Ε. συγχρηματοδοτήθηκαν από τους εθνικούς πόρους. Το πρόβλημα αυτό επιτάθηκε και από την επιλογή για τους Ολυμπιακούς αγώνες που δέσμευσαν τεράστιους εθνικούς πόρους για τα ολυμπιακά έργα.

Η παραβίαση της αρχής της προσθετικότητας, θα έχει μακροχρόνιες συνέπειες. Προκειμένου οι ευρωπαϊκοί πόροι να συμβάλλουν στην πραγματική σύγκλιση, θα πρέπει να είναι προσθετικοί. Αν υποκαθιστούν τους εθνικούς πόρους, τότε δεν εκπληρώνουν την αποστολή τους. Πράγματι, αν κοιτάξει κανείς τη μακροχρόνια τάση των δημοσίων επενδύσεων, ως ποσοστό του ΑΕΠ, πριν και μετά τα ΚΠΣ, θα διαπιστώσει ότι αυτή πολύ λίγο επηρεάστηκε από τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, ενώ θα έπρεπε να είχε παρουσιάσει σημαντική αύξηση. Αυτό βεβαιώνει ότι είχαμε υποκατάσταση εθνικών πόρων από ευρωπαϊκούς και όχι προσθετικότητα.

Πέρα από αυτή τη ποσοτική διάσταση, υπήρξε και μια συνολική στρέβλωση και μια αποσπασματικότητα οι συνέπειες της οποίας δεν έχουν συνειδητοποιηθεί. Αφενός έχουν συσσωρευτεί μεγάλες ανάγκες σε τομείς ή δράσεις που δεν ήταν επιλέξιμες. Κι αυτό αφορά, κυρίως, κοινωνικές υποδομές. Επίσης εντάχθηκαν στο ΚΠΣ δράσεις και λειτουργίες που ενώ αφορούν σε πάγιες και διαρκείς ανάγκες όπως προγράμματα για παιδικούς σταθμούς, βοήθεια στο σπίτι, προγράμματα σπουδών, προγράμματα ψυχικής υγείας κ.α. δεν έχουν εξασφαλισμένη χρηματοδότηση. Αντί  δηλαδή να ενταχθούν στον προϋπολογισμό του κράτους, εντάχθηκαν σε ευρωπαϊκά προγράμματα που έχουν ημερομηνία λήξης ως προς τη χρηματοδότησή τους. Αυτό συνιστά στην ουσία ένα κρυφό έλλειμμα του προϋπολογισμού, αφού με τη λήξη των χρηματοδοτήσεων οι δράσεις αυτές, θα πρέπει να καλυφθούν από τον προϋπολογισμό, αλλιώς κινδυνεύουν να μη συνεχισθούν.

Το Δ΄ ΚΠΣ συνεπώς θα πρέπει να αξιοποιηθεί για να επέλθει μια αποκατάσταση ως προς τη σχέση εθνικών και ευρωπαϊκών πόρων. Οι ευρωπαϊκοί πόροι πρέπει να είναι συμπληρωματικοί των εθνικών. Με το Δ’ ΚΠΣ πρέπει επίσης να γίνει μια εξυγίανση και μια “απεξάρτηση” ιδίως ευαίσθητων κοινωνικών λειτουργιών από πρόσκαιρες ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Αυτό θέλει προσοχή, διότι θα υπάρξει μια πίεση ό,τι μπορέσει να ενταχθεί στο Δ’ ΚΠΣ να ενταχθεί. Η γνώμη μου είναι πως ότι αποτελεί πάγια και διαρκή ανάγκη, όπως κοινωνικές ή εκπαιδευτικές ανάγκες, πρέπει να εντάσσεται στον προϋπολογισμό. Διαφορετικά η χρηματοδότησή τους θα είναι επισφαλής.

3. Ένα τρίτο πρόβλημα είναι η πελατειακή λογική  με την οποία λειτούργησαν τόσο τα ΚΠΣ, όσο και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Πέραν της κακοδιαχείρισης ακόμα και φαινομένων διαφθοράς, αυτή η λογική έχει ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση ενός μεγάλου αποθέματος έργων που είναι ημιτελή. Αυτό αποτελεί μια μορφή σπατάλης αφού το ημιτελές έργο δεν παράγει αποτελέσματα, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί.

Πριν λοιπόν από το σχεδιασμό του Δ’ ΚΠΣ θα πρέπει να γίνει σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο μια καταγραφή όλων των ημιτελών έργων και όλων των συνεχιζόμενων δράσεων και μία αποτίμηση του κόστους της συνέχισης και της ολοκλήρωσής τους. Στη βάση αυτή θα πρέπει να γίνει μια αξιολόγηση και ίσως μια επανιεράρχηση των στόχων. Δεδομένου ότι το Δ’ ΚΠΣ θα είναι μικρότερο του Γ’ ΚΠΣ και τα κριτήρια για την επιλεξιμότητα των έργων θα είναι πιο αυστηρά και πάντως διαφορετικά, μια τέτοια ποσοτική αποτύπωση και ποιοτική αξιολόγηση της υπάρχουσας κατάστασης και των εκκρεμοτήτων, είναι αναγκαία για να δούμε τι μέρος των πόρων θα πάει στην ολοκλήρωση υφιστάμενων έργων και τι περισσεύει για νέα έργα.

Μια τέτοια στάση μπορεί τώρα να ακούγεται αντιδημοφιλής. Διότι όλα τα κόμματα, όλοι οι βουλευτές, όλοι οι φορείς, θα ζητούν να ενταχθεί το «δικό τους» έργο στο Δ’ ΚΠΣ.  Αυτή η λογική όμως θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο για τους λόγους που ήδη εξήγησα.  

4. Τέταρτο πρόβλημα είναι αυτό που, με έναν τρόπο αδόκιμο, ονομάζουμε πολλές φορές «διαδικασίες». Πρόκειται για τις διαδικασίες οργάνωσης και διαχείρισης, τον τρόπο ιεράρχησης των προτεραιοτήτων, τον τρόπο λήψης των αποφάσεων, το ρόλο του αντιπροσωπευτικών θεσμών και οργάνων της Βουλής, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, των επιστημονικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Είναι προφανές ότι αυτές οι «διαδικασίες» έχουν πολιτικό περιεχόμενο, είναι η σχέση ή η μη σχέση της ανάπτυξης με τη δημοκρατία.

Είμαι βέβαιος, ότι το θέμα αυτό θα συζητηθεί αναλυτικά στη συέχεια των εργασιών της σημερινής ημερίδας. Δύο παρατηρήσεις θα ήθελα μόνο να κάνω.

Η πρώτη είναι ότι μέχρι σήμερα υπήρξε μια σχεδόν πλήρης έλλειψη δημοκρατίας. Άλλοτε, οι περίπλοκες οργανωτικές δομές, άλλοτε οι τεχνικίστικες διαστάσεις των διαδικασιών, μαζί με την αδιαφάνεια και την απουσία πολιτικής βούλησης, κράτησαν την κοινωνία και τους φορείς σ’ ένα ρόλο θεατή, πελάτη ή καταναλωτή. Τα  όποια στοιχεία δημοκρατικού προγραμματισμού θεσμοθετήθηκαν κατά τη δεκαετία του ‘ 80, υποχώρησαν κι έδωσαν τη θέση τους σε κλειστές διαδικασίες και σε αδιαφανείς πρακτικές. Αυτές οι κλειστές διαδικασίες και αδιαφανείς πρακτικές, χρησιμοποίησαν, σε ορισμένες περιπτώσεις, ως φύλλο συκής  κάποιες διαδικασίες κοινωνικής “διαβούλευσης” που στην πράξη εξαντλούνταν απλά στην υποβολή προτάσεων, χωρίς δυνατότητα συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων ή στον έλεγχό τους.

Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι το έλλειμμα αυτό είναι καθολικό. Δεν αφορά μόνο την τοπική κλίμακα. Το φαινόμενο αυτό της περιθωριοποίησης αρχίζει από το κοινοβούλιο και φτάνει μέχρι την τοπική αυτοδιοίκηση ή τα συνδικάτα. Επίσης δεν αφορά μόνο το ΚΠΣ.  Αφορά και το πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων, τον προϋπολογισμό, τη διαχείριση του Δημόσιου Χρήματος και τη λειτουργία του κράτους γενικότερα.

Χρειάζεται, επομένως, και από μας, ένα συνολικό σχέδιο δράσης για “δημοκρατία παντού”, για τη διαφάνεια και τον εκδημοκρατισμό, θεσμών και διαδικασιών, για την αναβάθμιση, ειδικότερα, του ρόλου των αντιπροσωπευτικών θεσμών, για τη δημιουργία χώρου και για μορφές άμεσης δημοκρατίας, για την ενίσχυση του λαϊκού και του κοινωνικού ελέγχου προς όλα τα κέντρα λήψης αποφάσεων προς όλους τους φορείς διαχείρισης δημοσίου χρήματος.

5. Θα ολοκληρώσω με μια ακόμη διαπίστωση. Η δημοκρατία, όπως είπα, πρέπει να γίνει μια ενοποιητική βάση, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τόσο του ΚΠΣ όσο και του προϋπολογισμού και της λειτουργίας του κράτους και των θεσμών γενικότερα. Μια δεύτερη ενοποιητική βάση είναι τα κριτήρια, η ποιότητα και οι στόχοι, κοινωνικοί, οικονομικοί, οικολογικοί της ανάπτυξης. Το ενδιαφέρον, θέλω να πω, για το Γ΄ ή το Δ΄ ΚΠΣ πρέπει να αξιοποιηθεί για να επεκταθεί και σε άλλες σφαίρες ή θεσμούς ή εργαλεία οικονομικής διαχείρισης, όπως είναι ο Προϋπολογισμός και το πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.

Μαζί με το σχέδιο για το Δ΄ ΚΠΣ, για τη περίοδο 2007-2013, πρέπει να διεκδικήσουμε όπως είπα ήδη ένα συνολικότερο σχέδιο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης στο οποίο το Δ΄ ΚΠΣ θα εντάσσεται και το οποίο θα υπηρετεί.

 Επίσης πρέπει να διεκδικήσουμε ένα αντίστοιχο πολυετές πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Κι αυτό είναι κρίσιμο, ιδίως μετά την ψήφιση του νόμου για τις λεγόμενες ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα). Ο κίνδυνος που υπάρχει, δηλαδή, είναι ο ρόλος του ΠΔΕ να εκφυλιστεί στην κάλυψη μόνο των ενοικίων ή των δόσεων που θα πληρώνει το κράτος στους ιδιώτες που θα αναλαμβάνουν έργα μέσω αυτών των συμπράξεων. Για το λόγο αυτό, όπως είπα, πρέπει από τώρα, η συζήτηση για το Δ΄ ΚΠΣ να συνδεθεί με έναν τρόπο οργανικό, τόσο με το πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων όσο και με το εθνικό και περιφερειακό αναπτυξιακό πρόβλημα ειδικότερα.

Αύριο το απόγευμα, στις 19:00, ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου «Ιστόρηση 50 χρόνων. Από τα κέντρα λήψης αποφάσεων ΠΑΣΟΚ - ΣΥΡΙΖΑ» των Αντώνη Κοτσακά & Χάρη Τσιόκα στην ΕΣΗΕΑ (Αίθουσα «Γεώργιος Καράντζας» - Ακαδημίας 20, Αθήνα) ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Σήμερα, στις 18:30, στην ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 20, Αθήνα) ομιλία στο θεματικό τραπέζι «"Πρώτη φορά Αριστερά". Τι κατάφερε & τι όχι ο "λαός στην εξουσία"; Επιτεύγματα, δυνατότητες & αδυναμίες των δύο αριστερών μεταπολιτευτικών κυβερνητικών εγχειρημάτων (1981, 2015)» στο πλαίσιο του συνεδρίου του ENA Institute for Alternative Policies «1974 – 2024: H εποχή της δημοκρατίας & το μέλλον της»- Πρόγραμμα συνεδρίου: enainstitute.org/event/programma-synedriou-1974-2024-h-epochi-tis-dimokratias-to-mellon-tis/- Δείτε & μέσω livestreaming: www.youtube.com/watch?v=MkIZ-POk1EU ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Την Παρασκευή το απόγευμα, στην ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 20, Αθήνα), ομιλία στο συνέδριο του ENA Institute for Alternative Policies στο θεματικό τραπέζι «"Πρώτη φορά Αριστερά". Τι κατάφερε & τι όχι ο "λαός στην εξουσία"; Επιτεύγματα, δυνατότητες & αδυναμίες των δύο αριστερών μεταπολιτευτικών κυβερνητικών εγχειρημάτων (1981, 2015)».* Περισσότερα για το συνέδριο: enainstitute.org/synedrio/ ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr