Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Ρουμελιώτη με τίτλο «Χρυσές Τουλίπες».
Ευχαριστώ πολύ τον εκδοτικό οίκο Λιβάνη, ευχαριστώ τον πάντα δημιουργικό Παναγιώτη Ρουμελιώτη για τη συμμετοχή μου στην παρουσίαση του νέου του βιβλίου.
Πριν αναφερθώ όμως στο βιβλίο, θα ήθελα να διαπιστώσω ότι η σημερινή μας εκδήλωση γίνεται σε μια συγκυρία που χαρακτηρίζεται από την τεράστια πρόκληση που δημιουργεί η προσφυγική κρίση.
Η πρόκληση της ανθρωπιστικής κρίσης
Η πρόκληση συνίσταται όχι μόνο στο ότι έχουμε ένα μεγάλο πρόβλημα, αλλά στο ότι αυτό το πρόβλημα το αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία και ως λαός με όρους αλληλεγγύης και ανθρωπιάς, αναλαμβάνοντας έτσι ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Διότι αυτός ο αγώνας αφορά όχι μόνον εμάς αλλά όλη την Ευρώπη. Αλλά ελπίζουμε ότι στο πρόβλημα αυτό μέσα στο μήνα που διανύουμε θα υπάρξει τουλάχιστον κάποια εκτόνωση. Βεβαίως, είναι η περίοδος αυτή που θα δοκιμαστεί στην πράξη η συμφωνία που έχει συναφθεί ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Τουρκία.
Ελπίζουμε ότι οι τελευταίες μειώσεις των προσφυγικών ροών δεν είναι κάτι παροδικό αλλά μόνιμο. Οπωσδήποτε όμως χρειάζεται μια επαγρύπνηση. Δεν μπορούμε να εφησυχάζουμε όσο τα σύνορα είναι κλειστά, όσο η Ευρώπη δεν δείχνει έμπρακτα την αλληλεγγύη της και όσο οι ρίζες και οι πηγές του προβλήματος –που δεν είναι άλλες από τους πολέμους, την αποσταθεροποίηση και την κρίση στην ευρύτερη περιοχή– υπάρχουν ακόμη. Όσο αυτές οι πληγές είναι ζωντανές, εμείς θα πρέπει διαρκώς να είμαστε σε εγρήγορση.
Η ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης
Να στραφούμε στο μέλλον
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση της περιόδου είναι η αξιολόγηση του προγράμματος που συμφωνήθηκε πέρυσι το καλοκαίρι με τους δανειστές. Κι εδώ πιστεύουμε ότι ο μήνας αυτός θα είναι καταλυτικός, με την έννοια ότι και μπορεί αλλά και πρέπει να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση. Γνωρίζουμε, βέβαια, κι από το παρελθόν ότι οι αξιολογήσεις τέτοιων προγραμμάτων συμπυκνώνουν προβλήματα και αντιφάσεις των ίδιων των προγραμμάτων, ανταγωνισμούς μεταξύ των δανειστών αλλά και ευρύτερων κέντρων ισχύος του σημερινού κόσμου. Και αυτό ακριβώς ζούμε αυτή την περίοδο. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια διαδικασία στην οποία η κυβέρνηση δεν κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να ολοκληρωθεί, αλλά πρόκειται για μια κατάσταση όπου συνυπάρχουν όλα τα στοιχεία που προανέφερα. Δεν θα ήθελα όμως να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες στη φάση αυτή, γιατί εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι να κλείσουμε την αξιολόγηση, με τρόπο βέβαια που θα μας επιτρέψει να γυρίσουμε σελίδα και να μπούμε σε μια φάση επιτάχυνσης του κυβερνητικού έργου, υπέρβασης των παθογενειών του παρελθόντος και διαμόρφωσης ενός νέου παραδείγματος διακυβέρνησης, δίκαιης και αποτελεσματικής, ανοιχτής στη συμμετοχή και στον έλεγχο των πολιτών και της κοινωνίας.
Δεν μπορώ όμως να μη σχολιάσω, έστω και συνοπτικά, ορισμένες δηλώσεις και παρεμβάσεις που παρατηρούμε τις τελευταίες μέρες από Ευρωπαίους παράγοντες και άλλους, σύμφωνα με τις οποίες όλα στη χώρα μας πήγαιναν καλά μέχρι που έγινε κυβερνητική αλλαγή, «η οικονομία αναπτυσσόταν, οι μεταρρυθμίσεις απέδιδαν, η έξοδος στις αγορές ήταν σχεδόν διασφαλισμένη».
Θα ήθελα να απαντήσω θέτοντας το ερώτημα: Αν πράγματι ήταν όλα τόσο καλά, γιατί διακόπηκε η χρηματοδότηση από το καλοκαίρι του 2014; Αν πράγματι ήταν όλα τόσο καλά και το πρόγραμμα πήγαινε με τόση επιτυχία, γιατί δεν έγινε συζήτηση για ρύθμιση του χρέους, όπως προβλεπόταν στη συμφωνία του Eurogroup το 2012; Και κυρίως αν τα πράγματα πήγαιναν τόσο καλά, γιατί δεν ολοκληρώθηκε ποτέ η 5η αξιολόγηση; Γιατί έπρεπε να στηθεί όλος αυτός ο μηχανισμός πίεσης στη νέα κυβέρνηση, ενάντια στη λαϊκή εντολή, για να υλοποιήσει η νέα κυβέρνηση την 5η αξιολόγηση του παλιού προγράμματος, που οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν είχαν υλοποιήσει; Διότι στην ουσία το τρίτο μνημόνιο ως ένα βαθμό περιλαμβάνει υποχρεώσεις της 5ης αξιολόγησης που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε.
Το λέω αυτό για να καταλήξω στο ότι πιο παραγωγικό είναι για όλους μας σε αυτή τη φάση να στραφούμε στο μέλλον. Αφού όλοι δηλώνουμε ότι θέλουμε να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, ας δούμε τι είδους αξιολόγηση πρέπει να ολοκληρωθεί και ποιοι έχουν την ευθύνη για την ολοκλήρωσή της. Νομίζω λοιπόν ότι η αξιολόγηση έχει νόημα να γίνει έγκαιρα αν θέλουμε να αποφύγουμε και διάφορες υποθέσεις –ας το πω έτσι– οι οποίες είδαν το φως της δημοσιότητας.
Έγκαιρη αξιολόγηση, με έγκυρες υποθέσεις και ρεαλιστικές προβλέψεις
Η αξιολόγηση πρέπει λοιπόν να κλείσει μέσα σ’ αυτόν το μήνα και με έγκυρο τρόπο, καθώς και να βρίσκεται στο πλαίσιο της συμφωνίας του περασμένου καλοκαιριού. Πρέπει δηλαδή αυτά που θα συνομολογηθούν να είναι υλοποιήσιμα. Δεν έχει νόημα να γίνονται στο χαρτί υποθέσεις που όλοι ξέρουμε είτε ότι δεν είναι ρεαλιστικές, είτε ότι δεν είναι βιώσιμες, είτε ότι δεν μπορούν να υλοποιηθούν στην πράξη. Και έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα να αναφέρουμε από το παρελθόν. Έγκυρη αξιολόγηση λοιπόν, αξιόπιστες παραδοχές.
Ακόμα, η αξιολόγηση έχει νόημα εφόσον συνοδεύεται με επαρκή χρηματοδότηση, έτσι ώστε, εκτός των άλλων, οι όποιες υφεσιακές συνέπειες υπάρξουν από τα μέτρα που θα ληφθούν να μπορούν να αντισταθμιστούν με την καταβολή, με την εξόφληση των υποχρεώσεων του κράτους στους διάφορους φορείς και γενικά με τη διευκόλυνση της επανεκκίνησης της οικονομίας.
Επίσης, η αξιολόγηση πρέπει να εντάσσεται, να προβλέπει, ένα σαφές πλαίσιο σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση του χρέους. Ακόμη και αν η ρύθμιση δεν μπορεί να γίνει άμεσα, πρέπει να είναι σαφές το χρονοδιάγραμμα, το πλαίσιο και τα κριτήρια βιωσιμότητας με τα οποία θα γίνουν οι σχετικές συζητήσεις.
Τέλος, γιατί τη θέλουμε την αξιολόγηση; Την αξιολόγηση τη θέλουμε, όπως είπα, για να μπορέσουμε να γυρίσουμε σελίδα, να αρθεί η αβεβαιότητα, να υπάρξει μια ορατότητα προς το μέλλον. Επομένως, η αξιολόγηση πρέπει να είναι πλήρης. Δεν νοείται μερική, τμηματική αξιολόγηση. Διότι θα συνεχίζεται η αβεβαιότητα. Εκτός αν κάποιοι, που δεν θέλω να το πιστεύω, επιθυμούν κάτι τέτοιο. Και για να επιτύχουμε μια τέτοια αξιολόγηση, η ευθύνη ανήκει σε όλους. Πιστεύω ότι η κυβέρνηση –και το έχει αποδείξει– υλοποίησε άμεσα σχεδόν το σύνολο των δημοσιονομικών μέτρων που προβλέπονται κι ένα μεγάλο μέρος των όρων της συμφωνίας.
Κρίσεις: Αιτίες και τρόποι αντιμετώπισής τους
Όμως η συγκυρία έχει και πολλά άλλα γεγονότα. Είναι τα Panama Papers, όπως αποκαλούνται, οι τεράστιες αυτές αποκαλύψεις που δείχνουν πού βρίσκεται ο πλούτος τελικά, για τον οποίο μιλάει και το βιβλίο, που τόσο άνισα διανέμεται. Είναι η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, όπως εκτιμά η τελευταία έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Είναι η άφθονη ρευστότητα η οποία χορηγείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, χωρίς όμως αποτέλεσμα στην πραγματική οικονομία.
Αυτά και άλλα γεγονότα λοιπόν δείχνουν ότι το βιβλίο του κ. Ρουμελιώτη δεν αποτελεί μόνο μια ιστορική αναδρομή, αλλά αποτελεί μια επίκαιρη παρέμβαση που αφορά και το παρελθόν, αλλά κυρίως αφορά το παρόν και το μέλλον. Τα δομικά χαρακτηριστικά, θέλω να πω, της κρίσης που άρχισε στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 2008 δεν έχουν εξαλειφθεί. Το αντίθετο θα έλεγε κανείς. Παρά την παρατεταμένη λιτότητα, η παγκόσμια υπερχρέωση κρατών και ιδιωτών, που είναι και μία από τις εκδηλώσεις της κρίσης, όχι μόνο δεν υποχώρησε, αλλά έχει διογκωθεί περαιτέρω.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι –τουλάχιστον αυτή είναι η θέση που προτίθεμαι να υποστηρίξω– η κρίση αυτή θα παρατείνεται και ενδεχομένως θα περιπλέκεται εάν δεν συμβούν σωρευτικά και ταυτόχρονα τρία τουλάχιστον πράγματα: Πρώτον, στροφή στην ανάπτυξη από τη λιτότητα. Δεύτερον, απομείωση με διάφορους τρόπους μεγάλου μέρους του χρέους. Και, τρίτον, δραστική και συνεπής καταπολέμηση των περιφερειακών και κοινωνικών ανισοτήτων. Και αυτό ισχύει και για τον κόσμο και για την Ευρώπη και φυσικά για τη χώρα μας.
Το βιβλίο του κ. Ρουμελιώτη μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε –και αυτή είναι μια από τις συμβολές του– ορισμένους από τους μηχανισμούς αυτών των επαναλαμβανόμενων καπιταλιστικών κρίσεων, καθώς και σημαντικές πτυχές της τρέχουσας κρίσης. Ειδικότερα, πρέπει να πούμε ότι ο επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας των κρίσεων, όπως προκύπτει και από την έκθεση που υπάρχει στο συγκεκριμένο βιβλίο, πιστοποιεί ότι βεβαίως υπάρχουν σε κάθε κρίση ιδιαιτερότητες, βεβαίως υπάρχουν και σε κάθε χώρα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στον τρόπο ή στις μορφές, στην ένταση με την οποία εκδηλώνεται η κρίση, αλλά τελικά αυτή η επαναληπτικότητα δείχνει ότι υπάρχουν και βαθύτερες αιτίες, καθολικές, οι οποίες, αν δεν αντιμετωπιστούν με τρόπο ριζικό, οι κοινωνίες θα μένουν πάντα αθωράκιστες σε κινδύνους φτωχοποίησης ακόμα και αποσύνθεσης.
Θα ήθελα να αναφερθώ σε ορισμένες από τις βασικές θέσεις του βιβλίου.
Ο κ. Ρουμελιώτης θεωρεί ότι μια τέτοια βασική αιτία είναι η αχαλίνωτη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως αποτέλεσμα της απουσίας ρυθμίσεων και ελέγχου. Διαπιστώνει δηλαδή ότι, όταν υπάρχουν τέτοια ρυθμιστικά πλαίσια, όπως έγινε από την κρίση του ’29 μέχρι και αρκετά χρόνια μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, διασφαλίζεται μια σχετική σταθερότητα, ενώ όταν, ενώ όταν απουσιάζουν, οι κρίσεις είναι έντονες και καταστροφικές.
Η δεύτερη βασική θέση είναι ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας, σε αντίθεση με ό,τι πρεσβεύουν οι θεωρίες περί αποτελεσματικότητας των αγορών, είναι ενδογενής παράγοντας αστάθειας ολόκληρου του οικονομικού συστήματος, ιδίως αν λειτουργεί, όπως είπαμε, χωρίς έλεγχο.
Μία τρίτη σημαντική θέση είναι ότι τα συμφέροντα της κοινωνίας πρέπει να έχουν προτεραιότητα έναντι των συμφερόντων των κερδοσκόπων και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Με οδηγό μάλιστα αυτή την αρχή ο κ. Ρουμελιώτης εξαίρει την πολιτική του Ρούσβελτ κατά την κρίση του 1929 ως μια πολιτική κατεύθυνση που χαρακτηρίζεται από την προτεραιότητα, την οποία ακριβώς η τότε κυβέρνηση του Ρούσβελτ έδωσε, στην υπεράσπιση της κοινωνίας έναντι των κερδοσκοπικών συμφερόντων. Και μας θυμίζει ακριβώς την κεντρική ιδέα που διέπει την προσπάθεια εκείνης της εποχής, «ότι το μόνο που έχουμε να φοβηθούμε είναι ο ίδιος ο φόβος». Kαι το είπε αυτό ο Ρούσβελτ ακριβώς διότι έπρεπε να κάνει πράγματα τολμηρά, αν και ήταν πάντα εντός του ίδιου καπιταλιστικού συστήματος, σε σύγκρουση με κατεστημένα συμφέροντα της εποχής.
Aυτή η κατεύθυνση ενός σύγχρονου «ρουσβελτισμού», αν μπορώ να το πω έτσι, αυτή η κατεύθυνση ενός «αριστερού κεϋνσιασμού», όπως μπορούμε αλλιώς να το ονομάσουμε, προβάλλει στο βιβλίο του κ. Ρουμελιώτη ως μια πολιτική στρατηγική που θα μπορούσε να γίνει σήμερα η βάση για την αντιμετώπιση της τρέχουσας κρίσης.
Συμμαχίες για ένα νέο υπόδειγμα οργάνωσης και εξόδου από την κρίση
Θα ήθελα λοιπόν να κλείσω με μια πολιτική προέκταση που νομίζω γεννούν αυτές οι διαπιστώσεις, διότι το βιβλίο αυτό μας δίνει γνώση, αλλά θέτει και ερωτήματα, δημιουργεί προβληματισμούς. Από θεωρητική σκοπιά, βέβαια, αν κάναμε μια πολιτική συζήτηση για την κρίση, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν πρόκειται για μια κρίση μόνο του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή αν πρόκειται για μια γενικευμένη κρίση του τρόπου παραγωγής –όπως θα έλεγα εγώ από τη σκοπιά της Αριστεράς– αν πρόκειται για μια κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου κατά την κλασική έννοια του όρου.
Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε δηλαδή, αν αρκεί μια μαρξιστική ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή αν πρέπει να σκεφτούμε την έξοδο από την κρίση με όρους ενός νέου μοντέλου, ενός νέου υποδείγματος που θα αφορά και τον τρόπο παραγωγής και τον τρόπο διανομής. Όμως όσο μακριά και αν θέλει να πάει κάποιος, χρειάζεται μια αφετηρία. Και η αφετηρία καθορίζεται, νομίζω, πάντα από τις άμεσες ανάγκες. Και σήμερα μια τέτοια μεγάλη ανάγκη για τη χώρα μας αλλά και για όλη την Ευρώπη και όλον τον κόσμο είναι ο τερματισμός της λιτότητας. Είναι η υπεράσπιση και η διεύρυνση της δημοκρατίας, που απειλείται από την ξενοφοβία, το ρατσισμό, τις ακροδεξιές ή και φασιστικές δυνάμεις που αναβιώνουν, και η υπεράσπιση εντέλει της αξίας του ανθρωπισμού.
Το κρίσιμο ερώτημα λοιπόν που εμένα τουλάχιστον μου έμεινε τελειώνοντας αυτό το βιβλίο, είναι ποιες πολιτικές δυνάμεις και με ποιες συμμαχίες μπορούν να ηγηθούν –και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη– αυτής της προσπάθειας. Διότι είναι προφανές πως το έργο αυτό απαιτεί ευρύτερες συμπαρατάξεις, ευρύτερες συμμαχίες. Κι αν υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο ’29 και το σήμερα, είναι ότι σήμερα έχουμε μια πολύ βαθύτερη και ευρύτερη διεθνοποίηση των οικονομικών σχέσεων και της πολιτικής.
Επομένως, η αλλαγή υποδείγματος, η ανατροπή της λιτότητας, ακόμα και η εφαρμογή μιας προοδευτικής πολιτικής, μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα ως ένα εγχείρημα που βεβαίως μπορεί να ξεκινήσει από τα όρια ενός εθνικού κράτους, αλλά για την επιτυχία της χρειάζεται να αποκτήσει ευρύτερο χώρο, ιδίως όταν μιλούμε για την Ευρώπη, όπου μας συνδέουν τόσες δομικές αλληλεξαρτήσεις. Χρειάζεται λοιπόν μια ευρύτερη συστράτευση δυνάμεων με σαφείς κοινωνικές αναφορές, στον κόσμο της εργασίας πρώτα από όλα, στα θύματα της κρίσης ειδικότερα, και επίσης με σαφές ιδεολογικό στίγμα και πολιτικό προσανατολισμό. Δεν αρκεί να είναι συνάθροιση δυνάμεων, μια οικουμενικότητα γενική, υπεράνω των αντιθέσεων. Διότι η κρίση ναι μεν απαιτεί ενότητα και συμπαράταξη, αλλά απαιτεί και ρήξεις καισαφείς επιλογές.
Στην Ευρώπη μέχρι πρόσφατα, ήδη από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, υπήρξε ένα καθεστώς που πολλοί το ονόμασαν «νεοφιλελεύθερη συναίνεση». Ήταν ένα φαινόμενο που τα δύο παλιά ανταγωνιστικά μπλοκ, οι συντηρητικές δυνάμεις και οι σοσιαλδημοκρατικές, συνενώθηκαν στην ουσία υπό την ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων ιδεών. Και αυτό συνέβαλε, κατά τη γνώμη μας, και στο χαρακτήρα που πήρε η Ευρώπη και η αρχιτεκτονική της αλλά και στην κρίση.
Στην Ευρώπη αυτή λοιπόν οι αντιστάσεις του λαού μας και άλλων λαών, η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ –πολλαπλή μάλιστα μέσα σε ένα χρόνο– και όλη αυτή η εμπειρία από τη διαπραγμάτευση –που ήταν μια εμπειρία όχι μόνο δική μας αλλά όλων των λαών της Ευρώπης και ευρύτερα– ήταν, νομίζω, μεταξύ των παραγόντων που επιτάχυναν διεργασίες που προϋπήρχαν. Επιτάχυναν μετατοπίσεις και διαφοροποιήσεις προς τα αριστερά σε αρκετές χώρες του Νότου, παρότι ίσως η αποτροπή τέτοιων μετατοπίσεων ήταν στόχος εκείνων που ενοχλήθηκαν από την επιλογή του λαού μας. Και επίσης προκάλεσαν διαφοροποιήσεις και στον ευρύτερο χώρο των σοσιαλιστικών-σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων.
Αρχίζουν λοιπόν να διαμορφώνονται προϋποθέσεις για μια ευρεία συμμαχία ανάμεσα σε δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, δυνάμεις σοσιαλιστικές και σοσιαλδημοκρατικές που αποδεσμεύονται όμως από τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία, δυνάμεις της οικολογίας και των κοινωνικών κινημάτων. Προσωπικά, έχω την πεποίθηση ότι αυτές οι τάσεις και αυτή η δυναμική, στις οποίες εμείς συμμετέχουμε –δεν το κρύβουμε– και συμβάλλουμε όσο μπορούμε ενεργά, αργά ή γρήγορα μπορούν να κυριαρχήσουν και στη χώρα μας.
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
1 ημέρα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 εβδομάδες πριν
«Το καθήκον των αριστερών & προοδευτικών δυνάμεων σε ένα περιβάλλον προκλήσεων & απειλών»
dragasakis.gr
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 μήνας πριν
Main - Alexis Tsipras Institute Events
rb.gy
Clifford Chance, Δικηγόρος – εξειδίκευση δίκαιο της ενέργειας & ανταγωνισμόςShare on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter