«Απολογισμός κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ: Εργαλείο για το σχεδιασμό του μέλλοντος»

Εισήγηση σε ανοιχτή εκδήλωση – συζήτηση της Νομαρχιακής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Λάρισας, με θέμα «Απολογισμός ΣΥΡΙΖΑ 2012 – 2019. Απολογισμός για την προετοιμασία και την κυβερνητική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ».

Σήμερα θα μιλήσουμε για τον απολογισμό του ΣΥΡΙΖΑ 2012-2019. Στην εισήγηση θα ήθελα να ξεχωρίσω ορισμένα θέματα, γιατί, όπως ήδη αναφέρθηκε, το κείμενο είναι εκτενές και ακόμα και μια περίληψή του θα ήθελε πολύ χρόνο.

  • Το πρώτο θέμα: τι είναι και τι δεν είναι ο απολογισμός ποια είναι η σημασία του, τι περιλαμβάνει, τι λείπει από αυτόν.
  • Το δεύτερο: ποια είναι η αναγκαιότητά του απολογισμού και πώς ο απολογισμός συνδέεται  με τον σχεδιασμό του μέλλοντος.
  • Το τρίτο θέμα: γιατί κερδίσαμε, γιατί χάσαμε, μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει την ήττα;
  • Tέλος, θα κλείσω με ορισμένα, μαθήματα και κατευθύνσεις  για το μέλλον.

 

Τι είναι ο απολογισμός

Αρχίζω, λοιπόν, με το πρώτο θέμα. Ο απολογισμός είναι ένα κείμενο εκτενές, συντάχθηκε με ευθύνη της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ και ψηφίστηκε μάλιστα από αυτήν σχεδόν ομόφωνα, άρα είναι ένα συλλογικό κεκτημένο.

Αποτελεί κατ’ αρχήν τη δημόσια λογοδοσία του ΣΥΡΙΖΑ προς τον ελληνικό λαό για την εντολή που του έδωσε να κυβερνήσει τη χώρα. Ταυτόχρονα, ο απολογισμός αποτελεί και μια συλλογική αποτίμηση της δράσης μας, της εμπειρίας μας και πριν την κυβέρνηση, από το 2012 και μετά.  Αν και ο απολογισμός ψηφίστηκε σχεδόν ομόφωνα, όπως ανέφερα, και αποτελεί ένα συλλογικό κεκτημένο, δεν αποτελεί εντούτοις  και την τελευταία λέξη, δεν είναι κάτι δηλαδή που έκλεισε, αλλά είναι ένα πλαίσιο για να μπορέσουμε να συζητήσουμε τη δράση μας, να αντλήσουμε διδάγματα και να προβληματιστούμε για το μέλλον. Και θέλω στο σημείο αυτό να διευκρινίσω ότι από τον απολογισμό αυτό λείπει ένας ειδικός απολογισμός του κόμματος καθ’ αυτού, πώς εξελίχθηκε δηλαδή το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ, όπως λείπουν και οι θεματικοί απολογισμοί, καθώς ήταν πολύ δύσκολο σε αυτή τη φάση να γίνει θεματικός απολογισμός πχ ανά Υπουργείο, διότι υπήρξαν πολλοί Υπουργοί και ίσως σε κάποιες περιπτώσεις ασκήθηκαν διαφορετικές πολιτικές, άρα θέλει μια ειδική δουλειά για να έχουμε θεματικούς απολογισμούς. Όμως, ο απολογισμός αυτός μαζί με τις συμπληρώσεις που θα γίνουν, μαζί και με τις εμπειρίες των ίδιων των οργανώσεων και των μελών του κόμματος, όλα αυτά μαζί, αποτελούν μια πρώτη ύλη πάνω στην οποία μπορούμε να δουλέψουμε για την από εδώ και πέρα δράση μας. Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο του απολογισμού, ο απολογισμός βεβαίως αποτυπώνει αυτή την ανοδική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, την αλματώδη άνοδό του στις εκλογές του 2012, τη μετεξέλιξή του στη συνέχεια σε ενιαίο κόμμα το 2013, τη νίκη του,  στις ευρωεκλογές του 2014, τη νίκη του τον Γενάρη του 2015, τη νίκη του τον Σεπτέμβρη του 2015, όπως και την εκλογική του ήττα το 2019.

Ένας απολογισμός ουσιαστικός, από τη σκοπιά του μέλλοντος.

Ο απολογισμός, όμως, δεν είναι ένα χρονικό εξελίξεων και γεγονότων. Αντίθετα, αυτό που προσπαθεί να κάνει είναι να μας βοηθήσει να  κατανοήσουμε τους παράγοντες που καθόρισαν την πορεία μας και τους παράγοντες της νίκης και τους παράγοντες της ήττας. Διότι, παρόλο που δεν ήταν στρατηγική η ήττα με το ποσοστό που πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ, το 32%, και με τον ρόλο που παίζει σήμερα στην κοινωνία, παρόλα αυτά ήταν μία ήττα. Άρα, εξετάζονται και τα επιτεύγματα, αλλά και τα ελλείμματα, οι ανεπάρκειες,  τα λάθη. Είναι δηλαδή ένας απολογισμός ουσιαστικός, δεν είναι μια τυπική διεκπεραίωση της υποχρέωσης να έχουμε έναν απολογισμό. Ο απολογισμός εξετάζει, λοιπόν, από μια τέτοια ουσιαστική σκοπιά:

  • Πρώτον, τους εξωτερικούς περιορισμούς που είχαμε και τον διεθνή περίγυρο μέσα στον οποίο κληθήκαμε να δράσουμε και να κυβερνήσουμε.
  • Δεύτερον, την προετοιμασία, το πώς προετοιμάστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ για να διεκδικήσει και να ασκήσει την κυβερνητική εξουσία με κριτικές και αυτοκριτικές διαπιστώσεις.
  • Τρίτον, το πώς διαπραγματευτήκαμε και πώς κυβερνήσαμε υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες εξάγοντας χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον.
  • Τέταρτον, πώς οργανώσαμε ή δεν οργανώσαμε μερικές φορές τη σχέση κόμματος-κυβέρνησης καθώς και τη σχέση κυβέρνησης με την κοινωνία. Κι εδώ, επίσης, γίνονται χρήσιμες διαπιστώσεις και επισημάνσεις για το μέλλον.
  • Πέμπτον, τέλος, γιατί κερδίσαμε, γιατί χάσαμε, πώς θα ξανακερδίσουμε τις μάχες που έρχονται μπροστά μας και βεβαίως τις εκλογές όποτε αυτές γίνουν.

Ο απολογισμός, λοιπόν, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, χωρίς -όπως είπα- να σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν και άλλα θέματα τα οποία στην πορεία των συζητήσεών μας προκύπτουν και που πρέπει και σε αυτά να αναφερθούμε.

Όπως φάνηκε ήδη, ο απολογισμός δεν είναι μια παρελθοντολογία, δεν είναι απομνημονεύματα, είναι ένας απολογισμός από τη σκοπιά του μέλλοντος, από τη σκοπιά αυτών που θέλουμε να κάνουμε. Γι’ αυτό αναφέρεται τολμηρά σε αδυναμίες και σε λάθη, αλλά το κάνει αυτό όχι επειδή θέλουμε να αυτομαστιγωθούμε, αλλά επειδή ακριβώς θέλουμε να βγάλουμε μαθήματα και μέσα από αδυναμίες και από λάθη. Ο απολογισμός με λίγα λόγια είναι ένα εργαλείο για τον σχεδιασμό του μέλλοντος. Και γι’ αυτό δεν ενδιαφέρει μόνο τα παλιά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, ο απολογισμός ενδιαφέρει και φίλους και συντρόφους που στην πορεία έγιναν ή θα γίνουν μέλη του  ΣΥΡΙΖΑ.

Ακριβώς γι’ αυτό  ο απολογισμός, αναγνωρίζει βεβαίως τον  πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου του κόμματος, του Αλέξη Τσίπρα, σε όλα τα στάδια, της πορείας μας, αλλά δεν υποκειμενικοποιεί ρόλους και ευθύνες, δηλαδή δεν μας ενδιαφέρει σε αυτή τη φάση να πούμε πώς τα πήγε ο Α ή ο Β υπουργός. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να κατανοήσουμε το τι έγινε, και πως έγινε, ποιες δυσκολίες βρήκαμε, γιατί δεν μπορέσαμε να τις αντιμετωπίσουμε, γιατί καθυστερήσαμε στο ένα, γιατί επιτύχαμε στο άλλο. Με αυτόν τον τρόπο νομίζουμε πως ο απολογισμός όχι απλά γίνεται ουσιαστικός, αλλά προσφέρεται και ως πηγή γνώσης και πείρας και για το μέλλον.

Ο απολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ ως εγχείρημα-τομή

Κι έρχομαι τώρα στο δεύτερο θέμα, ποια είναι η βαθύτερη αναγκαιότητα που μας έκανε να προχωρήσουμε σε αυτόν τον απολογισμό; Πώς συνδέεται ο απολογισμός με το ζήτημα της δημοκρατίας και της αξιοπιστίας της πολιτικής και των κομμάτων; Σε τι διαφέρει ο δικός μας απολογισμός από απολογισμούς άλλων πολιτικών δυνάμεων; Και με ποιες προϋποθέσεις μπορεί ο απολογισμός να γίνει, πηγή γνώσης για το μέλλον;

Θέλω εδώ να διευκρινίσω, ότι ο απολογισμός δεν είναι ζήτημα επιλογής. Δεν είναι δικαίωμά σου να κάνεις ή να μην κάνεις απολογισμό, ο απολογισμός είναι υποχρέωση. Όποιος ασκεί δημόσιο αξίωμα υποχρεούται σε απολογισμό, υποχρεούται σε δημόσια λογοδοσία. Άρα, εμείς έτσι τον αντιμετωπίζουμε, ως μια υποχρέωση που απορρέει από την ίδια τη δημοκρατία, από την ίδια την εντολή της εκπροσώπησης. Σου δίνω, για παράδειγμα,  την εντολή να με κυβερνήσεις, να είσαι γραμματέας της Νομαρχιακής Επιτροπής, να είσαι Δήμαρχος, ή  πρόεδρος ενός σωματείου, παντού και πάντα, όταν υπάρχει εντολή εκπροσώπησης, υπάρχει και υποχρέωση λογοδοσίας.  Ο  απολογισμός είναι μια δημοκρατική υποχρέωση που απορρέει από την ίδια τη συγκρότηση της δημοκρατίας.

Παρ’ όλα αυτά, τα κόμματα κατά κανόνα δεν ανταποκρίνονται σε αυτή την υποχρέωση της δημοκρατίας. Παραδείγματος χάρη, τα κόμματα του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας ποτέ δεν λογοδότησαν για τη χρεωκοπία της χώρας. Το γεγονός αυτό είναι σημαντικό, διότι η έλλειψη λογοδοσίας, το να μη δίνουν λογαριασμό τα κόμματα στην κοινωνία, το να μην υπάρχει διαφάνεια στις αποφάσεις τους και αιτιολόγησή τους, αυτά όλα συμβάλλουν στη διάβρωση και τελικά στην κρίση της δημοκρατίας, συμβάλλουν και στην κρίση των θεσμών της ίδιας της πολιτικής, στην κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών  στην πολιτική. Δεν είναι τυχαία ούτε άσχετα μεταξύ τους αυτά τα φαινόμενα. Αλλά πρέπει με λύπη να πω ότι και στον χώρο της Αριστεράς πολλές φορές  οι απολογισμοί έχουν έναν τυπικό και διεκπεραιωτικό χαρακτήρα. Τα λάθη, όταν αναγνωρίζονται, αυτό γίνεται πάρα πολύ αργά. Απέναντι,  σε αυτή την «παράδοση» που έχουμε και ως πολιτικό σύστημα και ως Αριστερά, ο απολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ, είναι κάτι διαφορετικό, αποτελεί μια τομή.

Από τις προσωπικές εμπειρίες στη συλλογική γνώση

Είναι, πράγματι,  η πρώτη φορά που ένα πολιτικό κόμμα κάνει συνολικό απολογισμό όχι μόνο των επιτευγμάτων του, αλλά της συνολικής του πορείας, ό,τι περιλαμβάνει αυτή, και θετικά και αρνητικά. Και αυτό το κάνουμε συνειδητά, πρώτον, διότι, το θεωρούμε αναγκαίο, μαζί βέβαια με πολλά άλλα, για να στηρίξουμε τη δημοκρατία, για να αναζωογονηθεί η δημοκρατία. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τη πολιτική  δημοκρατία, αλλά και για την εσωκομματική δημοκρατία. Γι’ αυτό λέει το κείμενο του απολογισμού ότι θέλουμε ο απολογισμός ως διαδικασία να γίνει συστατικό της λειτουργίας του κόμματος, σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από όσο είναι σήμερα.

Ένας άλλος λόγος είναι ότι ο απολογισμός όπως τον αντιλαμβανόμαστε, αποτελεί όχι απλά μια καταγραφή της εμπειρίας, αλλά και μια ενεργητική επεξεργασία της εμπειρίας με σκοπό τη παραγωγή συλλογικής γνώσης χρήσιμης για το μέλλον. Αυτό είναι εξαιρετικά κρίσιμο και γι’ αυτό θα μου επιτρέψετε στο σημείο αυτό να κάνω ένα σχόλιο με αφορμή την εικόνα που εμφανίζεται μερικές φορές,  όπου διάφορα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν τη τάση να προβάλουν τη δίκη τους προσωπική άποψη ή προσωπική εμπειρία, η οποία βεβαίως είναι σεβαστή αλλά μπορεί να  είναι μια ανάμεσα σε πολλές άλλες. Και αυτό είναι φυσικό. Ο καθένας ξέρει τη δίκη του προσωπική εμπειρία και με βάση αυτή έχει και τη δική του άποψη  γιατί κερδίσαμε,  γιατί χάσαμε, τι κάναμε σωστά ή λάθος. Και αυτές οι πρωτογενείς προσωπικές εμπειρίες είναι φυσικά πολύτιμες. Για να αποκτήσουν  όμως  αυτές οι εξατομικευμένες εμπειρίες, αναγνώριση γενική και αξία  για το μέλλον, πρέπει να διασταυρωθούν μεταξύ τους να αξιολογηθούν και τελικά  να αντικειμενικοποιηθούν, να μην είναι η εμπειρία του καθένα ξεχωριστά, αλλά να είναι μια γενικά αποδεκτή, συλλογική  εμπειρία.  Αυτό  ακριβώς   προσπαθεί να κάνει ο απολογισμός. Και το γεγονός ότι ψηφίστηκε σχεδόν ομόφωνα δείχνει ότι ακριβώς αποτελεί ένα έγκυρο συλλογικό κεκτημένο, μια συλλογική αποτίμηση της πορείας μας μια κοινή  αφετηρία για το μέλλον. Και ακριβώς γι’ αυτό ο απολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί απλώς εργαλείο για το μέλλον αλλά  είναι σημαντικός για τη συνοχή και την ενότητά του.

Οι τρεις παράγοντες της επιτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ

Έρχομαι τώρα στο τρίτο επίδικο. Γιατί επιτύχαμε; Με τον όρο  «πετύχαμε» δεν εννοώ μόνο τις νίκες μας στις εκλογές, αλλά όλη αυτή την ανοδική  πορεία που είχαμε. Ο απολογισμός αναφέρει ποικίλους παράγοντες διερευνώντας αυτό το ερώτημα. Από αυτούς, όμως, τους ποικίλους παράγοντες εγώ σήμερα θα ήθελα να ξεχωρίσω τρεις ως τους πλέον καθοριστικούς:

  • Ο πρώτος καθοριστικός παράγοντας ήταν ότι είχαμε μια κρίση στη χώρα μας, όχι μόνο οικονομική και κοινωνική, αλλά και μια κρίση που πήρε τη διάσταση μιας κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης, δηλαδή έσπασαν οι δεσμοί του κόσμου με τα κόμματα τα οποία ψήφιζε. Μια κρίση, επίσης, απονομιμοποίησης του παλιού συστήματος, διότι ο κόσμος το θεώρησε -και σωστά- υπεύθυνο για τα δεινά τα οποία ήρθαν με τη χρεωκοπία της χώρας. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, ένα πολιτικό κενό, ο κόσμος απέρριψε τα παλιά πολιτικά κόμματα, αλλά δεν υπήρχε «έτοιμη λύση» για να καλυφθεί αυτό το πολιτικό κενό.
  • Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η άνοδος των κοινωνικών αντιστάσεων και η διαμόρφωση τελικά στην πορεία ενός ισχυρού αντιμνημονιακού κοινωνικού κινήματος στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν παρών σεβόμενος την αυτονομία του, το και οποίο εξέφρασε πολιτικά.
  • Ο τρίτος παράγοντας ήταν οι στρατηγικές επιλογές που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ,  η μακροχρόνια εμπλοκή  του με τα  κοινωνικά προβλήματα, η συμμετοχή του στα κοινωνικά κινήματα, και βεβαίως η πρωτοβουλία που πήρε ο Αλέξης Τσίπρας τη κρίσιμη ώρα με την πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς.  Η ισχυρή πολιτική βούληση και η αποφασιστικότητα του ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει, παρά τις πρωτοφανείς δυσκολίες, την ευθύνη να βγάλει τη χώρα από βαθιά κρίση. Αυτοί, οι παράγοντες ήταν οι πιο καθοριστικοί, που δημιούργησαν τη θεωρητική δυνατότητα της νίκης,  μαζί βεβαίως με την καθημερινή ανιδιοτελή δουλειά και τους αγώνες χιλιάδων ανθρώπων που εμπνεύστηκαν από τις αξίες και τους αγώνες της Αριστεράς και μετέτρεψαν αυτές τις θεωρητικές δυνατότητες σε πραγματικότητα. Εάν έλειπε έστω και ο ένας από αυτούς, μπορεί οι εξελίξεις να ήταν πολύ  διαφορετικές.

Η σημασία της νίκης του 2015

Έρχομαι τώρα στη σημασία της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Γενάρη του 2015. Αυτό το ερώτημα μπορούμε να το απαντήσουμε στο επίπεδο των αποτελεσμάτων της πολιτικής μας, στο γεγονός δηλαδή ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια. Δεύτερον, είμαστε η πρώτη κυβέρνηση που δεν άφησε άδεια ταμεία, αλλά αντίθετα άφησε ένα απόθεμα που όλοι τώρα αναγνωρίζουν τη σημασία του, διότι αν δεν υπήρχε αυτό το «μαξιλάρι», δεν ξέρω πού θα βρισκόμασταν σήμερα ως χώρα κι αν θα είχαμε αποφύγει μια δεύτερη χρεωκοπία. Τρίτον, έβαλε την οικονομία σε  τροχιά ανάκαμψης, μείωσε την ανεργία, βελτίωσε στο μέτρο του δυνατού όλους τους κοινωνικούς δείκτες -ανισότητας, φτώχειας, ανέχειας κοκ- και παρά τους περιορισμούς προχώρησε σε μια σειρά κοινωνικών μέτρων, τα οποία βλέπουμε σήμερα αυτή η κυβέρνηση είτε να τα καταργεί είτε να θέλει να τα καταργήσει. Αντιμετώπισε μια πρωτοφανή προσφυγική κρίση με όρους ανθρωπισμού και με τη συμφωνία των Πρεσπών έλυσε ένα χρόνιο πρόβλημα και έκλεισε ένα μέτωπο στα βόρεια σύνορα μας, που η έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας έρχεται να υπογραμμίσει τη στρατηγική σημασία του. Αυτό είναι το ένα επίπεδο, των  συγκεκριμένων αποτελεσμάτων, τα οποία δείχνουν σε κάθε καλοπροαίρετο πολίτη ότι ακόμη και υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες μια κυβέρνηση στηριγμένη στις αξίες και τις δυνάμεις της Αριστεράς μπορεί να αφήσει πίσω της ένα θετικό έργο.

Το δεύτερο, όμως, επίπεδο, είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον, θα έλεγα, καθώς αφορά ακόμη πιο σημαντικά και στρατηγικά  διακυβεύματα. Εννοώ ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η δημοκρατική επιλογή του λαού να καλυφθεί το πολιτικό  κενό που έλεγα πριν εξαιτίας της κατάρρευσης των παλιών εταίρων του συναινετικού και συνυπεύθυνου δικομματισμού.  Και αυτό ήταν σημαντικό  δεδομένου ότι η Χρυσή Αυγή ήταν σε άνοδο και  έφτασε να έχει δημοκοπικά ποσοστά πάνω από 13% πριν από την αποτρόπαια δολοφονία του Παύλου Φύσσα.  Κανείς επομένως  δεν μπορεί με σιγουριά να πει ποιες θα ήταν οι εξελίξεις αν ο ελληνικός λαός δεν έκανε με το ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη δημοκρατική επιλογή. Ούτε μπορεί κανείς να αποκλείσει το να προέκυπταν ακροδεξιές ή και φασίζουσες ακόμη εκτροπές. Η νίκη, επομένως, του ΣΥΡΙΖΑ  είχε ένα βαθιά   δημοκρατικό περιεχόμενο το οποίο αρνούνται με πείσμα να παραδεχτούν όσοι ανιστόρητα  μιλούν ως  ιδιοκτήτες αυτού του τόπου.  Και οι πολίτες που τότε τόλμησαν και επέλεξαν να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ έκαναν μια δημοκρατική επιλογή που απέτρεψε πιθανές, αν όχι βέβαιες, αρνητικές εξελίξεις.

Τέλος με την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ σπάσαμε ένα ταμπού που υπήρχε στην κοινωνία, ότι η Αριστερά ήταν για να διεκδικεί αλλά δεν μπορεί να κυβερνήσει, ένα ταμπού το οποίο έβρισκε απήχηση ακόμη και στον χώρο της Αριστεράς. Το ταμπού αυτό και ο αποκλεισμός  της Αριστεράς από την εξουσία και τους θεσμούς της ήταν βασική προϋπόθεση για την αναπαραγωγή ενός κομματικού συστήματος εξαρτημένου από μεγάλα συμφέροντα και πελατειακές λογικές. Σήμερα βλέπουμε ότι το ταμπού αυτό ήταν μια σαθρή κατασκευή. Παρά τις δυσκολίες, παρά την απειρία και τα προβλήματα ελλιπούς προετοιμασίας που είχαμε, παρά το σκληρό πόλεμο και τους  περιοριστικούς παράγοντες, εντούτοις σε μια σειρά τομείς μια κυβέρνηση της Αριστεράς κατάφερε να επιλύσει χρόνια προβλήματα και να αφήσει θετικό αποτύπωμα. Και όλα  αυτά είναι μια ισχυρή παρακαταθήκη για το μέλλον.

 Τα όρια της εκλογικής νίκης του 2015

Όμως, η νίκη μας πρέπει να έχουμε συνείδηση ότι είχε και όρια. Δηλαδή, δεν ήταν μια νίκη που μας επέτρεπε να προχωρήσουμε στις βαθιές τομές που θα θέλαμε να προχωρήσουμε. Ήταν  μία ιστορική εκλογική νίκη που μας έδωσε τη δυνατότητα να σχηματίσουμε κυβέρνηση με τη στήριξη και των ΑΝΕΛ και να κυβερνήσουμε.  Όμως μια σειρά από προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες για να μπορέσουν να γίνουν ριζικές αλλαγές δεν υπήρχαν ή ήταν αδύναμες.

Πρώτα πρώτα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πέτυχε αυτοδυναμία και στις συγκεκριμένες συνθήκες η μόνη εφικτή στήριξη που να μην ανέτρεπε το πρόγραμμα μας ήταν από τους ΑΝΕΛ, στήριξη σημαντική βέβαια αλλά όπως αποδείχτηκε είχε εγγενή όρια και αντιφάσεις λόγω της ριζικά διαφορετικής ιδεολογικοπολιτικής βάσης του κόμματος αυτού.

Δεύτερο, το εγχείρημα μας προϋπέθετε ένα κόμμα πολύ πιο ισχυρό, και πολύ πιο μαζικό με πολύ πιο στενούς δεσμούς με την κοινωνία, με πολύ πιο ισχυρές θέσεις στα συνδικάτα και την αυτοδιοίκηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ  παρά την αυτοθυσία των μελών και των φίλων του δεν είχε την αναγκαία δύναμη ούτε τους αναγκαίους δεσμούς με την κοινωνία ούτε την αναγκαία παρουσία στην αυτοδιοίκηση και σε άλλους θεσμούς.

Τρίτη προϋπόθεση για να γίνουν ριζικές αλλαγές ήταν ένα ισχυρό και πολυσχιδές κοινωνικό κίνημα. Δυστυχώς το συνδικαλιστικό κίνημα της χώρας μας έπειτα από μια σειρά ήττες είχε αποδυναμωθεί. Και το αντιμνημονιακό κίνημα μετά το 2012 είχε υποχωρήσει. Γενικά είχαν επικρατήσει λογικές ανάθεσης.

Τέταρτο,  η γενικότερη επιρροή και παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στα ΜΜΕ,  όλοι εκείνοι  οι παράγοντες που συνθέτουν την «ηγεμονία» ήταν αδύναμοι ή χωρίς βάθος.

Τέλος οι διεθνείς μας συμμαχίες και στηρίξεις ήταν πολύ περιορισμένες όπως αποδείχτηκε άλλωστε. Το πρόβλημα δεν μας ήταν άγνωστο, γι’ αυτό και προχωρήσαμε από το κόμμα των συνιστωσών στο ενιαίο κόμμα, γι’ αυτό  μιλήσαμε ήδη από το 2012 για την ανάγκη να προχωρήσουμε πιο γρήγορα κάνοντας λόγο ακόμη και για την ανάγκη «βίαιης ωρίμανσης». Όμως η ταχύτητα και η πυκνότητα των εξελίξεων ξεπερνούσαν τον όποιο σχεδιασμό μας.

Άρα, η νίκη μας ήταν σημαντική αλλά είχε εξαρχής όρια και ελλείμματα από την άποψη των  προϋποθέσεων για ριζικές θεσμικές και κοινωνικές αλλαγές.

Τα αίτια της ήττας

Και έρχομαι στο τέταρτο θέμα, γιατί χάσαμε; Μπορούσαμε να τα είχαμε πάει καλύτερα ως κυβέρνηση, δηλαδή να είχαμε λύσει περισσότερα προβλήματα του κόσμου, να είχαμε κάνει περισσότερες ρήξεις και εν πάση περιπτώσει να είχαμε αποφύγει την εκλογική ήττα;

Τα ερωτήματα αυτά έχουν ένα κοινό πυρήνα απαντήσεων. Ο απολογισμός εξετάζει μια σειρά από παράγοντες. Και μάλιστα αν μπορούσα να θέσω το ερώτημα  «γιατί χάσαμε» σε εσάς που με ακούτε τώρα, είμαι βέβαιος ότι ο καθένας  και κάθε μια θα είχε να πει έναν ή και περισσότερους λόγους για τους οποίους νομίζει ότι χάσαμε. Και αν ρωτήσω αν, παρά το μνημόνιο,  μπορούσαμε να είχαμε κάνει  περισσότερα πράγματα, και εδώ πιστεύω  θα είχατε πολλά  παραδείγματα να μου πείτε. Το πρόβλημα, όμως, που έχει αυτή η μέθοδος είναι το εξής: δεν είναι εύκολο να καταλήξεις σε ένα συμπέρασμα, διότι μπορεί πολλοί παράγοντες να έπαιξαν κάποιο ρόλο. Και δεύτερον, εμάς μας ενδιαφέρει, όπως είπα, να βρούμε εκείνους τους παράγοντες που θα μπορούσαν και στο μέλλον να επηρεάσουν τα πράγματα. Άρα, δεν πρέπει να μείνουμε στην περιπτωσιολογία αλλά να αναζητήσουμε τις βαθύτερες και πιο σημαντικές αιτίες,  εκείνους τους παράγοντες οι οποίοι συμπυκνώνουν τις επιμέρους αιτίες. Τέτοιοι παράγοντες λοιπόν είναι:

  • Πρώτον, οι εξωτερικοί περιορισμοί που είχαμε να αντιμετωπίσουμε και ως κράτος-μέλος της ευρωζώνης και λόγω της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και των περιορισμών που αυτή θέτει σε κάθε προοδευτικό εγχείρημα.
  • Δεύτερον, οι εσωτερικοί περιορισμοί που αναφέρονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, του ελληνικού καπιταλισμού και της ελληνικής αστικής τάξης, του ελληνικού κράτους, της ελληνικής Διοίκησης, της συγκεκριμένης ταξικής δομής  κλπ.
  • Τρίτο και πιο σημαντικό είναι η ωριμότητα του υποκειμένου, και υποκείμενο εδώ εννοώ τον πολιτικό φορέα που αναλαμβάνει την ευθύνη της διακυβέρνησης αλλά και το σύνολο των υποκειμενικών όρων και προϋποθέσεων στους οποίους αναφέρθηκα πιο πριν.

Σε ό,τι αφορά τους εξωτερικούς περιορισμούς, εδώ ο βασικός περιορισμός ήταν η κατάσταση που βρήκαμε στην Ευρώπη, οι αρνητικοί συσχετισμοί που δεν επέτρεψαν να προωθήσουμε το σχέδιό μας. Ο βασικός λόγος ήταν πολιτικός. Η ευρωπαϊκή Δεξιά και τμήμα της σοσιαλδημοκρατίας, φοβήθηκαν ότι, αν το δικό μας σχέδιο προχωρούσε, θα υπήρχαν ανάλογες αριστερές και προοδευτικές εξελίξεις και στην Ισπανία και στην Πορτογαλία και σε άλλες χώρες. Άρα, ήμαστε μόνοι, σε έναν αγώνα που όμως αφορούσε όλη την Ευρώπη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον αναγκαστικό συμβιβασμό και τη συγκεκριμένη συμφωνία, το τρίτο μνημόνιο. Το μνημόνιο ήταν καθοριστικός παράγοντας στην πορεία μας όχι μόνο λόγω  των  περιορισμών  που δημιούργησε, αλλά εξαιτίας και του ότι προκάλεσε ένα ρήγμα στην αξιοπιστία μας.

Σε ό,τι αφορά τους εσωτερικούς παράγοντες, και εδώ είναι προφανής η σημασία τους. Είναι άλλο να έχεις άδεια ταμεία, όπως παραλάβαμε εμείς, και άλλο να έχεις ένα απόθεμα στα ταμεία σου. Άλλο να έχεις ένα κράτος που λειτουργεί, που έχει πολιτικές, τις οποίες εσύ θέλεις να αλλάξεις και άλλο ένα κράτος που δεν λειτουργούσε, ούτε καν είχε πολιτικές σε διάφορους τομείς, έπρεπε να σχεδιαστούν από την αρχή. Άλλο να βρεις πχ μια αναπτυξιακή τράπεζα και να πρέπει να την αναβαθμίσεις και άλλο να βρεις ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο δεν δίνει χρηματοδοτήσεις, πρέπει να κάνεις εσύ νέους θεσμούς, όπως η αναπτυξιακή τράπεζα, οι μικροπιστώσεις κ.ά., αλλά μέχρι να τους κάνεις, απαιτείται χρόνος. Άρα, στην ουσία δεν προλαβαίνεις να ασκήσεις την πολιτική σου.

Και, βέβαια, το πιο κρίσιμο από όλα είναι το ζήτημα του υποκειμένου. Εδώ είναι οι ελλιπείς προϋποθέσεις τις οποίες ανέφερα ήδη,  η έλλειψη προηγούμενης κυβερνητικής εμπειρίας, ελλείμματα στην προετοιμασία και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την ικανότητα διακυβέρνησης ειδικά σε δύσκολες από πολλές απόψεις, ουσιαστικά, «πολεμικές» συνθήκες.

Συμπερασματικά: Κερδίσαμε τις εκλογές του 2015 διότι κερδίσαμε την εμπιστοσύνη μιας σημαντικής μερίδας της κοινωνίας. Και χάσαμε το 2019 για τον αντίστροφο λόγο: εξαιτίας της πολιτικής που υποχρεωθήκαμε να εφαρμόσουμε δημιουργήθηκαν ρήγματα στην κοινωνική πλειοψηφία που μας στήριζε, τα οποία παρά τις προσπάθειες μας με το παράλληλο πρόγραμμα, με τη σκληρή διαπραγμάτευση κ.ά., δεν μπορέσαμε να τα αποκαταστήσουμε. Αυτός είναι ο βασικός παράγοντας. Πάνω σ’ αυτόν μπορούμε   να προσθέσουμε βεβαίως επιμέρους  παράγοντες που ενόχλησαν ή δυσαρέστησαν τη μια ή την άλλη κοινωνική ομάδα και ενδεχομένως επηρέασαν και την εκλογική της συμπεριφορά.

Το ερώτημα τώρα είναι -και ολοκληρώνω την εισήγηση μου με αυτό- τι μαθήματα μπορούμε να αντλήσουμε για το μέλλον και πως μπορούμε να τα αξιοποιήσουμε στο νέο μας σχεδιασμό.

Ο απολογισμός και τα μαθήματα το μέλλον

Ο απολογισμός κλείνει με ένα κεφάλαιο που αναφέρεται σε συμπεράσματα και μαθήματα για το μέλλον.

Τα συμπεράσματα και τα μαθήματα αυτά μπορούν να μας βοηθήσουν στο νέο πολιτικό σχέδιο και την εκ νέου διεκδίκηση της νίκης ακριβώς γιατί συμπυκνώνουν τη δίκη μας εμπειρία.

Όπως διαπιστώσαμε, αναφερόμενοι στην πρωτοφανή σε ταχύτητα  άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και την εκλογική του νίκη το 2015, η πορεία αυτή είχε και ελλείμματα και όρια. Κληθήκαμε να κυβερνήσουμε χωρίς να υπάρχουν όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις σε αντιστοιχία με τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε.

Η διαπίστωση αυτή είναι σημαντική για να κατανοήσουμε το παρελθόν αλλά κυρίως για να σχεδιάσουμε  το μέλλον. Ο σχεδιασμός μας δηλαδή δεν πρέπει να είναι μόνο εκλογικός αλλά πρέπει να αποσκοπεί στη δημιουργία ή την ωρίμανση όλων εκείνων των προϋποθέσεων και των παραγόντων που θα επιτρέψουν σε μια μελλοντική κυβέρνηση της Αριστεράς να εφαρμόσει ριζοσπαστική πολιτική, όχι επειδή το επιτάσσει η αριστερή ιδεολογία αλλά διότι τα προβλήματα τα ίδια -και δυστυχώς απ’ ό,τι βλέπουμε η κατάσταση πάλι διαμορφώνεται σε μία πολλαπλή κρίση- απαιτούν καινοτόμες  ριζοσπαστικές λύσεις.

Θα αναφερθώ σε ορισμένους από τους παράγοντες αυτούς:

Πολιτική βούληση και περιορισμοί

Σε ό,τι αφορά τους εξωτερικούς περιορισμούς, θα  αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα, για να κατανοηθεί πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος τους στην εποχή μας.  Σήμερα, λόγω του κορονοιού  η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει  λάβει μια σειρά από μέτρα όπως:

  • Πρώτον, η Κεντρική Τράπεζα αγοράζει ομόλογα όλων των κρατών χωρίς προϋποθέσεις, άρα για εμάς αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα δανείζεται, παρά τα προβλήματα που έχει η οικονομία, με επιτόκιο κάτω από 1%.
  • Δεύτερον, το Σύμφωνο Σταθερότητας έχει «πάει στην άκρη», δεν ισχύει για όλες τις χώρες της Ευρώπης, άρα μπορούν να υπάρχουν ελλείμματα χωρίς συνέπειες.
  • Τρίτον, το Ταμείο Ανάκαμψης χρηματοδοτείται με ευρωομόλογα. Δηλαδή, δανείζεται η ΕΕ ως σύνολο χωρίς να εγγράφονται αυτά τα χρήματα στα χρέη των κρατών. Αυτό είναι το ευρωομόλογο, το οποίο προτείναμε από το 2010.

Αν, λοιπόν, αυτά τα τρία μέτρα ή κάποιο από αυτά, ίσχυαν το 2010, η Ελλάδα δεν θα χρεωκοπούσε, τόσο απλό. Εάν τα μέτρα αυτά ή κάποιο από αυτά υπήρχαν το 2015, θα είχαμε εντελώς άλλη δυνατότητα να προχωρήσουμε τότε ως κυβέρνηση. Άρα, το «ελληνικό πρόβλημα» όπως ονομάστηκε διεθνώς δεν ήταν ούτε τεχνικό ούτε στενά οικονομικό. Ήταν πολιτικό. Μπορούσε να είχε λυθεί με διαφορετικό τρόπο χωρίς όλα τα κοινωνικά δεινά.

Η ύπαρξη εξωτερικών και άλλων  περιορισμών και τώρα και στο μέλλον δεν θέτει σε αμφισβήτηση την ανάγκη για προοδευτικές αλλαγές ακόμη και ενάντια σε τέτοιους περιορισμούς. Αριστερή πολιτική δεν είναι «η τέχνη του εφικτού», όπως λέγεται, αλλά η τέχνη «της διεύρυνσης του εφικτού» που έτσι κι αλλιώς δεν είναι στατικό αλλά ρευστό ανάλογα και με τη δίκη μας δράση.

Αυτοί όμως οι περιορισμοί μας επιβάλλουν  να κατανοήσουμε τη σημασία αλλά και τα όρια της πολιτικής βούλησης σε ένα εγχείρημα κοινωνικού μετασχηματισμού.

Η πολιτική βούληση, είναι καθοριστική. Έχει το «πρωτείο» σε μια προοδευτική  πολιτική. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε την πολιτική βούληση και δεν έπαιρνε την πρωτοβουλία το 2011-2012 να μιλήσει για κυβέρνηση της Αριστεράς, ενδεχομένως οι εξελίξεις να μην ήταν αυτές που είχαμε. Άρα, η πολιτική βούληση είναι όντως καθοριστική, όμως δεν αρκεί. Όπως αναφέρει ο Απολογισμός (Μαθήματα, σημείο 7) χρειάζεται και αυτογνωσία, σχεδιασμός, να γνωρίζεις τις διεθνείς συνθήκες, τους διεθνείς περιορισμούς και είτε να παλεύεις να τους ξεπεράσεις είτε, αν φτάσεις στα όρια των δυνατοτήτων σου  πρέπει να δεις πώς μπορείς να προσαρμόσεις το σχέδιο  σου, έτσι ώστε να μπορέσεις να υλοποιήσεις το μέγιστο των στόχων σου, χωρίς να καταστραφείς, μέχρι να μπορέσεις να αλλάξεις του συσχετισμούς.

Ο ρόλος του κόμματος

Βασική διαπίστωση του απολογισμού είναι ότι ο ρόλος του κόμματος είναι αναντικατάστατος. «Το κόμμα είναι ο διαχρονικός φορέας της ιδεολογικής ταυτότητας της Αριστεράς». «Η διαχρονικότητα του πολιτικού υποκείμενου της Αριστεράς είτε είναι στη κυβέρνηση είτε είναι στην αντιπολίτευση είναι η συνθήκη της ίδιας της δικής του ύπαρξης». Το πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς περιλαμβάνει το κόμμα, τον ηγέτη, τις σχέσεις του κόμματος με την κοινωνία και τα κινήματα, όλα αυτά ως ένα αδιαίρετο σύνολο.

Ο απολογισμός καταγράφει τις ελλείψεις του ΣΥΡΙΖΑ πριν από τη διακυβέρνηση, αποτέλεσμα της ιδιόμορφης διαδικασίας δημιουργίας  και της ταχύτατης εξέλιξής του. Διαπιστώνει επίσης την ουσιαστική παράκαμψη έως και ακύρωση του ρόλου του κόμματος στη διάρκεια της διακυβέρνησης και εκθέτει τους λόγους και τις αιτίες γι’ αυτό. Όπως συγκεκριμένα αναφέρει (Μαθήματα, σημριο19) «ο ρόλος του κόμματος αποδεικνύεται καθοριστικός για την προώθηση του σχεδίου μας. Η απόσυρση του κόμματος από τη λήψη των αποφάσεων και από τη διαμόρφωση του πολιτικού προσανατολισμού της κυβέρνησής μας, συνιστούσε σημαντική ανεπάρκεια την περίοδο της διακυβέρνηση»

Τέλος, ο απολογισμός εκθέτει το περίγραμμα ενός σχεδίου για την αποφασιστική διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με την αναβάθμιση της λειτουργίας του ώστε η συμμετοχή των μελών να είναι ουσιαστική να αξιοποιούνται οι γνώσεις και οι εμπειρίες τους.  Στην πραγματικότητα ο απολογισμός, αξιοποιώντας και όσα έχει προτείνει ο πρόεδρός του  και αλλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ  ουσιαστικά σκιαγραφεί το νέο μοντέλο κόμματος που θέλουμε να δημιουργήσουμε: «ένα κόμμα μαζικό, νεανικό, λαϊκό, δημοκρατικό, σύγχρονο, αριστερό, πράσινο, εκφραστή της προοδευτικής παράταξης» (Μαθήματα, σημείο 20).

Πρέπει να  προσπαθούμε διαρκώς  για  ένα κόμμα που, οι  αξίες και η λειτουργία του να αντανακλούν,  στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό στην κοινωνία που ζούμε, τον τύπο της κοινωνίας που θέλουμε να φτιάξουμε, τη δημοκρατία, την αλληλεγγύη, τον πολιτισμό στον οποίο θέλουμε να ζούμε. Και από εκεί και πέρα, εφόσον είμαστε ένα κόμμα και των κοινωνικών αγώνων και της διακυβέρνησης, πρέπει να δημιουργήσουμε όλους αυτούς του εξοπλισμούς οι οποίοι είναι αναγκαίοι, γενικά και ειδικότερα σε σχέση με το στόχο αυτό και πριν  απ’ όλα πολυεπίπεδους και πολύμορφους δεσμούς και αμφίδρομες σχέσεις με την κοινωνία.

Για το πρόγραμμα

Ο ΣΥΡΙΖΑ και γενικά η Αριστερά, στη χώρα μας δεν είχε ως τώρα εμπειρία κυβερνητικών προγραμμάτων. Είχε εμπειρία προγραμμάτων τύπου διακηρύξεων ή προγραμμάτων που είναι λίστες αιτημάτων.

Η κυβερνητική θητεία μας επιτρέπει να εμπλουτίσουμε την εμπειρία μας στο θέμα αυτο. Ασφαλώς είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση προγράμματα τύπου διακήρυξης που δίνουν την ιδεολογική ταυτότητα και τους γενικούς στόχους πχ «τι είναι και τι επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ». Επίσης είναι αναγκαία προγράμματα στρατηγικής που καθορίζουν τη συνολική στρατηγική σε σχέση με τις μεγάλες προκλήσεις της εποχής μας όπως αυτό που έχει ετοίμασε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και θα αρχίσει σύντομα η συζήτηση και η εξειδίκευσή του. Όμως, είναι και αναγκαία και κυβερνητικού χαρακτήρα προγράμματα, προσαρμοσμένα στο χώρο και το χρόνο. Ο απολογισμός καταγράφει μια σειρά από χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει το κυβερνητικό πρόγραμμα. Μεταξύ αυτών αναφέρει ότι «ένα νέο κυβερνητικό πρόγραμμα πρέπει  να περιέχει ένα βασικό πυρήνα καλά επεξεργασμένων πολιτικών προτεραιοτήτων που θα καταλήγουν σε συγκεκριμένα μέτρα, “παραδοτέα” σε συγκεκριμένο χρόνο, και σαφώς ορατά από την κοινωνία. Αυτός ο “πυρήνας” του κυβερνητικού προγράμματος πρέπει να παρακολουθείται στενά και να αποτελεί βάση αξιολόγησης του κυβερνητικού έργου» (Σελ. 94 στην έκδοση της Αυγής). Ειδικότερα αναφέρει ο απολογισμός «μεγάλες θεσμικές τομές και κεντρικές μεταρρυθμίσεις οφείλουν, προκειμένου να υλοποιηθούν κατά τη διάρκεια μιας κυβερνητικής θητείας να είναι εκ των προτέρων προετοιμασμένες, τουλάχιστον στα βασικά τους σημεία».

Μια δεύτερη σημαντική εμπειρία που βγήκε από τη διακυβέρνηση μας είναι η ανάγκη να έχουμε πρόγραμμα  όχι μόνο συνολικό αλλά και ανά Περιφέρεια και Δήμο. Αυτά βεβαίως τα προγράμματα πρέπει να προκύψουν με πρωτοβουλία των τοπικών οργανώσεων και την αξιοποίηση ευρύτερων τοπικών δυνάμεων. Τέλος τα Περιφερειακά Αναπτυξιακά Συνέδρια που πραγματοποιήσαμε κατά τη φάση της διακυβέρνησης,  μας  έδειξαν πόσο σημαντικός είναι ο διάλογος με την κοινωνία και τους φορείς της. Ο διάλογος αυτός πρέπει να οργανωθεί τώρα σε διαρκή βάση.

Αντί επιλόγου: Ελπίδα, αξιοπιστία, εμπιστοσύνη

Να κλείσω αντί επιλόγου με την εξής σκέψη: το 2012-2015 η κεντρική ιδέα που μας έφερε στην κυβέρνηση ήταν η εμπιστοσύνη και η ελπίδα που εμπνεύσαμε. Βεβαίως και τώρα η ελπίδα είναι το κλειδί, μόνο που ως προϋπόθεσή της έχει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό,  την αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη.  Και τούτο γιατί η κρίση της δημοκρατίας εντείνεται. Όπως έδειξε μια έρευνα του Economist, με  πρόσχημα τον κορωνοιό η δημοκρατία, τα δικαιώματα και οι ελευθερίες είναι σε υποχώρηση σε πάνω από 80 χώρες και μεταξύ των χωρών αυτών είναι και η Ελλάδα. Η κρίση της δημοκρατίας λοιπόν διαβρώνει την εμπιστοσύνη οχι μόνο προς τη κυβέρνηση αλλά  προς τα κόμματα, τους  αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, τη συλλογική δράση,  την ίδια την πολιτική.

Άρα, κεντρικός μας στόχος πρέπει να είναι η ανάκτηση και η ισχυροποίηση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Και για να το πέτυχουμε αυτό πρέπει να πείσουμε ότι δεν είμαστε όλοι το ίδιο. Ούτε στο πρόγραμμα, ούτε στην πολιτική,  ούτε στο ύφος και το ήθος, ούτε και στον τρόπο υλοποίησής της πολιτικής μας. Αυτό  το στόχο θέλουμε να  υπηρετήσουμε μεταξύ άλλων και με τον απολογισμό. Όπως δείχνει και η δική σας ανοιχτή εκδήλωση σήμερα, δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε. Διότι εμείς δεν νοιώθουμε ούτε ιδιοκτήτες ούτε ενοικιαστές της εξουσίας, ούτε είναι για μας η εξουσία αυτοσκοπός. Είναι αναγκαίο μέσο για να λύσουμε προβλήματα κοινωνικά, για να θωρακίσουμε την κοινωνία από κινδυνους, για να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις για να ακούγεται η φωνή και να ικανοποιούνται οι αναγκες  των πολλων και ιδίως αυτών που δεν είναι ευνοημένοι ή προνομιούχοι.

Συζητάμε ανοιχτά με το λαό τις επιτυχίες, τις δυσκολίες,  τις αδυναμίες  μας, το σχέδιο μας για  το μέλλον, διότι δεν διεκδικούμε τον τίτλο του αλάθητου. Αυτό που  διεκδικούμε είναι  να είμαστε  η  έντιμη πολιτική δύναμη η οποία κάνει ό,τι μπορεί για να υπηρετήσει τον λαό και τον τόπο και όταν κάνει λάθη, τα αναγνωρίζει και προσπαθεί να τα διορθώνει και να μαθαίνει από αυτά. Σας ευχαριστώ.

 

 

Για την ανασύνθεση της Αριστεράς | Άρθρο στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή» ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την Φανή Πετραλιά. Η Φανή προσωποποίησε με έναν σπάνιο τρόπο τη σύζευξη της χειραφετημένης γυναίκας, της ενεργής διαννοούμενης, της μαχητικής δημοσιογράφου & της ακάματης συνδικαλίστριας. Παιδί μιας εποχής που παρά τις δυσκολίες της ευνοούσε το ταίριασμα του λογισμού με τ' όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, η Φανή Πετραλιά ήταν πρότυπο & σημείο αναφοράς. Θα τη θυμόμαστε ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η σκέψη μας στους αγαπημένους της ανθρώπους. ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr