Άρθρο στην εφημερίδα “ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ” (Δηλώσεις πρωθυπουργού ΔΕΘ)_Γιατί έγινε τόσο ακριβή η ζωή μας;

Στη χώρα μας ζήσαμε εποχές με πληθωρισμό 20% ή και περισσότερο. Το πρόβλημα της ακρίβειας, λοιπόν, δεν μας είναι άγνωστο. Γιατί όμως σήμερα το πρόβλημα αυτό προβάλλει με τόσο δραματικό τρόπο παρόλο που ο πληθωρισμός είναι ασύγκριτα χαμηλότερος;

Μήπως η ακρίβεια είναι μεγαλύτερη από όσο τη δείχνουν οι αριθμοί; Ή μήπως η αίσθηση της ακρίβειας είναι μεγαλύτερη από την ίδια την ακρίβεια;

Φαίνεται πως συμβαίνουν και τα δύο. Από τη μια πλευρά, οι ανατιμήσεις είναι καθημερινό φαινόμενο. Η εισαγωγή του ευρώ δεν έφερε μόνο ανατιμήσεις με την κομπίνα των «στρογγυλοποιήσεων» αλλά επιτάχυνε και μια διαδικασία σύγκλισης του κόστους ζωής με το αντίστοιχο της Ευρώπης, όχι όμως και των εισοδημάτων, που μένουν «ελληνικά».

 Από την άλλη πλευρά όμως φαίνεται πώς και οι προϋπολογισμοί των περισσότερων νοικοκυριών, γι’ αυτόν, αλλά και για άλλους λόγους, έγιναν πιο στενάχωροι. Έτσι, όχι μόνο κάθε ανατίμηση έχει άμεσο αντίκτυπο, αλλά και είδη που δεν ακρίβυναν μας φαίνονται ακριβά, επειδή δεν χωρούν στο προϋπολογισμό μας. Η ακρίβεια, λοιπόν, κρύβει δύο διαφορετικής τάξης προβλήματα. Το ένα είναι αυτό που προκαλούν οι ανατιμήσεις. Το άλλο, αντανακλά προβλήματα και διαδικασίες που συντελούνται στην κοινωνία και καθιστούν ζωή ακριβή όχι επειδή ανεβαίνουν οι τιμές, αλλά επειδή αυξάνουν οι ανάγκες. 

ΤΟ ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Ένας τέτοιος παράγοντας είναι η υποβάθμιση των συλλογικών αγαθών, και η πίεση που ασκείται προς την κοινωνία να αναζητήσει ο καθένας, ατομικές λύσεις στα προβλήματά του. Η επιδείνωση για παράδειγμα του κυκλοφοριακού στην Αθήνα, και η υποβάθμιση των μέσων μαζικής μεταφοράς αυξάνει τις δαπάνες μετακίνησης. Οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας έχουν αυξηθεί και η χώρα μας είναι η πρώτη στην Ευρώπη σε ιδιωτικές δαπάνες υγείας. Ο μέσος Έλληνας πληρώνει 6 φορές περισσότερο από τη τσέπη του για υπηρεσίες υγείας σε σχέση με ένα Βρετανό. Ανάλογη κατάσταση διαμορφώνεται και με τις δαπάνες εκπαίδευσης, της ασφάλισης, αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς.

Ο δεύτερος παράγοντας αφορά, γενικότερα, τη διεύρυνση των αναγκών και την αλλαγή της δομής τους. Αν συγκρίνουμε τους ατομικούς ή οικογενειακούς προϋπολογισμούς, τώρα και πριν από 10-15 χρόνια θα διαπιστώνουμε δραματικές αλλαγές. Δεν πρόκειται μόνο για αύξηση των εξόδων που και πριν γινόταν, αλλά για νέα έξοδα. Το κινητό, το τηλέφωνο, οι δόσεις, τα ασφάλιστρα, τα «διάφορα» και τα απρόβλεπτα, αποτελούν, νέες κατηγορίες εξόδων, με σημαντικό αν και διαφορετικό κατά περίπτωση ειδικό βάρος.

Τέλος, η πίεση των διευρυνόμενων αναγκών σε συνδυασμό με την πτώση των επιτοκίων οδήγησε σε μια έκρηξη των καταναλωτικών δανείων. Η κάλυψη όμως των τρεχουσών αναγκών με δανεικά όχι μόνο δημιουργεί μελλοντικές υποχρεώσεις, αλλά και επιβαρύνει τον τρέχοντα οικογενειακό προϋπολογισμό με τόκους και δόσεις, γεγονός, που, αν κρίνουμε από άλλες κοινωνίες όπως η Αμερικάνικη δεν έχει προσωρινό, αλλά μόνιμο χαρακτήρα.

Στην πραγματικότητα ζούμε ένα μετασχηματισμό όπου η «κοινωνία της αποταμίευσης» δίνει τη θέση της σε μια «κοινωνία υπερχρέωσης» υπό την έννοια ότι η κατανάλωση προηγείται του εισοδήματος, τα έξοδα προηγούνται των εσόδων, και η κοινωνία κατά ένα τρόπο γίνεται φόρου υποτελής στο τραπεζικό σύστημα.

Στον αντίποδα, τώρα, αυτών των εξελίξεων, τα εισοδήματα όχι μόνο δεν ακολούθησαν αυτή την διεύρυνση των αναγκών, αλλά για σημαντικές κατηγορίες του πληθυσμού δεν κάλυψαν ούτε την αύξηση του πληθωρισμού. Οι άνεργοι, οι αμειβόμενοι με τον κατώτερο μισθό, και άλλες κατηγορίες εργαζομένων ανήκουν σ’αυτήν τη περίπτωση. Και για ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, όμως, ακόμη και με μεσαία εισοδήματα, η παραπάνω εξέλιξη έχει οδηγήσει σ’ένα διαρθρωτικό χάσμα, μεταξύ αναγκών και εισοδημάτων, και σε μια κρίση των οικογενειακών και ατομικών προϋπολογισμών.

Οι ανατιμήσεις λοιπόν, οξύνουν ένα προϋπάρχον πρόβλημα. Κι αυτό συνίσταται στο γεγονός ότι ο τεχνολογικός καταναλωτισμός που ζούμε, η σύγκλιση του κόστους ζωής με εκείνο της ευρωζώνης, και ο ιδιωτικοποιημένος τρόπος ζωής οδηγούν σε μια έκρηξη των αναγκών ζωής και σε μια ιδιωτικοποίηση των μέσων για την ικανοποίησή τους.

 Μέσω της «ακρίβειας» συνεπώς, και με αφορμή αυτή, αναδείχνονται προβλήματα ευρύτερα που έχουν να κάνουν με την οργάνωση της κοινωνικής μας ζωής.  Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Η κυβερνητική πολιτική από τη μια οξύνει το πρόβλημα, ιδίως σ’αυτή τη διαρθρωτική του διάσταση, από την άλλη εμφανίζεται να ανησυχεί για την ακρίβεια. Όμως, η κύρια αποστολή του κ. Κουλούρη, όπως και ο ίδιος σε μια συνέντευξή του αναγνώρισε, δεν είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος αλλά να δείξει ότι «η κυβέρνηση είναι παρούσα». Πρόκειται, λοιπόν, για μια πολιτική επικοινωνιακή που σκοπό έχει να δείξει ότι η κυβέρνηση αναγνωρίζει το πρόβλημα και όχι για μια πολιτική που στοχεύει στις αιτίες του ή αντιμετωπίζει τις συνέπειές του.

Η κυβέρνηση προσπάθησε να «παίξει» με τον πόλεμο που γίνεται σε όλη την Ευρώπη και στη χώρα μας, ανάμεσα στις αλυσίδες σούπερ μάρκετς για τον έλεγχο των αγορών και τις αντιθέσεις μεταξύ των εμπορικών αλυσίδων και των βιομηχάνων για την κατανομή των κερδών. Το παιχνίδι όμως αυτό αποδείχνεται επικίνδυνο και απειλεί τη κυβέρνηση με πλήρη διασυρμό, αφού το «πάγωμα των τιμών» αποδείχνεται μια απάτη.

Πρώτο, διότι ακόμη και εκεί που ανακοινώθηκε «πάγωμα» οι ανατιμήσεις κρυφά ή φανερά συνεχίζονται.

Δεύτερο, διότι, όπως πολλές επιχειρήσεις, αναγνώρισαν, το «πάγωμα», έρχεται αφού οι ανατιμήσεις που είχαν να κάνουν (για το 2003) τις είχαν ήδη κάνει. Τρίτο, διότι, τα πολυκαταστήματα, δεν είπαν ποτέ ότι θα μειώσουν τα κέρδη τους προκειμένου να παγώσουν τις τιμές, αλλά είπαν, ότι θα απορρίψουν κάθε ανατίμηση από τη πλευρά των προμηθευτών τους. Ότι εμφανίζεται λοιπόν από τη κυβέρνηση ως μια μάχη κατά της ακρίβειας είναι στ’αλήθεια μια προσπάθεια του μεγάλου εμπορικού κεφαλαίου να περιορίσει προς όφελός του το κέρδος του βιομηχανικού κεφαλαίου (γι’αυτό και η οξεία αντίδραση του ΣΕΒ) και να επεκτείνει το μονοπωλιακό έλεγχό του πάνω στην Αγορά. Οι «θηριοδαμαστές» λοιπόν του τέρατος της ακρίβειας αποδείχνονται θορυβώδεις κομπάρσοι αυτής της διαδικασίας ξαναμοιράσματος και ελέγχου των κερδών και των αγορών προς όφελος των μεγάλων εμπορικών αλυσίδων.

Επιβεβαιώνεται έτσι, το πραγματικό γεγονός ότι δηλαδή η ακρίβεια δεν είναι ένα ουδέτερο μέγεθος, αλλά είναι μια κοινωνική σχέση. Από τη πλευρά των παραγωγών και των εμπόρων εκφράζει το κοινό τους συμφέρον για το μέγιστο κέρδος, αλλά και τις αντιθέσεις τους για τη μοιρασιά του. Από τη πλευρά των καταναλωτών αντανακλά τη σχέση ανάμεσα στις ανάγκες και τα εισοδήματά τους. Καμιά πολιτική επομένως κατά της ακρίβειας δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα αν αφήνει άθιχτα τα κέρδη και αν δεν βελτιώνει τα εισοδήματα.

ΑΠΟ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΣΚΟΠΙΑ

Χωρίς να υποτιμούμε το πρόβλημα της ακρίβειας ως ένα πρόβλημα τιμών, με δεδομένο το επίπεδο των τελευταίων, οι εργαζόμενοι δεν έχουν άλλη λύση από το να διεκδικήσουν εισοδηματικές αυξήσεις που να καλύπτουν την άνοδο των τιμών αλλά και να γεφυρώνουν το χάσμα ανάμεσα στις ανάγκες και τα εισοδήματά τους. Και αυτό άρχισε ήδη με πρώτους τους δικαστικούς, τους στρατιωτικούς, τους αστυνομικούς, τους καθηγητές, τους Δημόσιους υπαλλήλους κ.λ.π.

Αυτό είναι όχι μόνο αναγκαίο, αλλά και αναπόφευκτο να συμβεί, όμως δεν αρκεί. Πρώτον γιατί αν αυτή η διαδικασία αφεθεί μόνο σ’ένα επίπεδο κλαδικών διεκδικήσεων υπάρχει ο κίνδυνος να μείνουν στο περιθώριο τα πιο αδύναμα και ανοργάνωτα τμήματα της κοινωνίας, που ωστόσο είναι αυτά που πλήττονται με πιο δραματικό τρόπο από το πρόβλημα της ακρίβειας σε όλες του τις διαστάσεις.

 Ως Αριστερά, λοιπόν, στηρίζοντας τις δίκαιες εισοδηματικές διεκδικήσεις θα πρέπει να ρίξουμε το βάρος μας στην εισοδηματική στήριξη των λιγότερο εκπροσωπουμένων συνδικαλιστικά και πολιτικά κοινωνικών ομάδων φέρνοντας στη πρώτη γραμμή το αίτημα για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και ότι άλλο συμβάλλει στο σκοπό αυτό.

 Δεύτερο, γιατί εισοδηματικές αυξήσεις από μόνες τους μόνο πρόσκαιρα ανακουφίζουν. Μακροπρόθεσμα, στη καλλίτερη περίπτωση, αναπαράγουν ένα μοντέλο που δημιουργεί όλοένα και περισσότερες ανάγκες, ενώ ιδιωτικοποιεί τα μέσα για την ικανοποίησή τους.

 Τη διαφορά μπορεί να την κάνει μόνο μια πολιτική που μαζί με τις εισοδηματικές ενισχύσεις, περιορίζει τις ανάγκες, δημιουργεί συλλογικούς τρόπους ικανοποίησής τους, αναβαθμίζει τα δημόσια και συλλογικά αγαθά.

 Τη διαφορά μπορεί να την κάνει π.χ. η μείωση της ιδιωτικής δαπάνης για υγεία μέσω της ενίσχυσης και βελτίωσης του δημόσιου συστήματος υγείας. Η μείωση της ιδιωτικής δαπάνης για παιδεία μέσω της ενίσχυσης και της βελτίωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Η μείωση της ιδιωτικής «αυτοκίνησης» μέσω της ενίσχυσης και της βελτίωσης των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς. Η μείωση της ανάγκης για ιδιωτικές λύσεις εκεί που μπορούν να υπάρξουν συλλογικές λύσεις, και αλληλέγγυες πρακτικές. Τη διαφορά, τελικά μπορεί να την κάνει μόνο η ενίσχυση μιας αριστερής οπτικής, ως αντίληψη ως δράση και ως πολιτική, αλλά και ως κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.

Για την ανασύνθεση της Αριστεράς | Άρθρο στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή» ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την Φανή Πετραλιά. Η Φανή προσωποποίησε με έναν σπάνιο τρόπο τη σύζευξη της χειραφετημένης γυναίκας, της ενεργής διαννοούμενης, της μαχητικής δημοσιογράφου & της ακάματης συνδικαλίστριας. Παιδί μιας εποχής που παρά τις δυσκολίες της ευνοούσε το ταίριασμα του λογισμού με τ' όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, η Φανή Πετραλιά ήταν πρότυπο & σημείο αναφοράς. Θα τη θυμόμαστε ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η σκέψη μας στους αγαπημένους της ανθρώπους. ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr