Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ «ΜΕΤΑ» ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται με σχετικά υψηλούς ρυθμούς κοντά στο 4% κατά πολύ υψηλότερους από τους μέσους ρυθμούς της ευρωζώνης.
Η κυβέρνηση θεωρεί ότι η δυναμική αυτή θα διαρκέσει, και υποστηρίζει ότι η ελληνική οικονομία έχει μπει σε μια τροχιά διαρκούς και αυτοτροφοδοτημένης ανάπτυξης.
Πολλοί ωστόσο υποστηρίζουν ότι η διατήρηση της σημερινής ανάπτυξης δεν είναι εξασφαλισμένη. Ότι αντίθετα, η «ώρα της αλήθειας» πλησιάζει. Θεωρούν ότι υπάρχει ένα πρόβλημα «μετά» για την ελληνική οικονομία. Ένα πρόβλημα, δηλαδή, που θα εκδηλωθεί μετά τους ολυμπιακούς αγώνες και την εξάντληση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων, με τη μορφή ενδεχομένως μιας κρίσης, ή μιας παρατεταμένης στασιμότητας και πάντως με μια υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης από τα σημερινά τους επίπεδα, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η συζήτηση, για το «μετά» της ελληνικής οικονομίας τροφοδοτείται από διαφορετικές κατευθύνσεις και ενδεχομένως αντανακλά διαφορετικές προθέσεις ή στοχεύσεις. Γεγονός είναι όμως ότι, η συζήτηση αυτή, αναδεικνύει υπαρκτά προβλήματα της οικονομίας, επισημαίνει αντιφάσεις της σημερινής ανάπτυξης και διαβλέπει την απειλή μιας ενδεχομένης κρίσης του διαμορφωμένου πρότυπου ανάπτυξης, αν δεν υπάρξουν οι αναγκαίες αλλαγές πολιτικής, που να οδηγούν σ’ένα νέο βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης.
ΤΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Η σημερινή οικονομία και πολιτική έχουν κληρονομήσει πολλά προβλήματα από το παρελθόν. Ταυτόχρονα όμως κατά τα τελευταία χρόνια είχαν στην διάθεσή τους ένα σπάνιο συνδυασμό ευνοϊκών παραγόντων. Οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, το άνοιγμα των βαλκανικών αγορών, η φτηνή εργατική δύναμη των μεταναστών, θα έπρεπε να είχαν δημιουργήσει εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες για τη συσσώρευση του κεφαλαίου και την οικονομική ανάπτυξη.
Γεγονός είναι ότι ορισμένα χρόνια προβλήματα επιλύθηκαν όπως είναι η επίτευξη σχετικής δημοσιονομικής σταθερότητας και η δημιουργία ορισμένων βασικών υποδομών.
Τα αποτελέσματα, ωστόσο, στο πεδίο του παραγωγικού μετασχηματισμού της οικονομίας, της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, και σ’εκείνο της εξασφάλισης απασχόλησης στον ικανό για εργασία πληθυσμό ήταν πενιχρά.
Οι πόροι τριών ευρωπαϊκών πακέτων δεν μπόρεσαν να στρέψουν την οικονομία σε διεθνώς ανταγωνιστικές δραστηριότητες. Παρά τη ρητορική περί «εκσυγχρονισμού», υπό την πίεση των κατεστημένων συμφερόντων, οι πόροι αυτοί κυρίως, συντήρησαν διαμορφωμένες δομές και συμφέροντα.
Η στρατηγική στήριξης των λεγόμενων «εθνικών πρωταθλητών» αντί να οδηγήσει σε εξωστρεφείς, διεθνώς ανταγωνιστικές επιχειρήσεις που υποτίθεται πως ήταν ο στόχος της, εκφυλίσθηκε εξαρχής σ’ένα πλέγμα διαπλοκής, και σ’έναν αγώνα διανομής και μονοπωλιακού ελέγχου της εγχώριας αγοράς και των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της χώρας.
Έτσι, διαμορφώθηκε ένα σύστημα που ενώ υμνεί τις ελεύθερες αγορές και την επιχειρηματικότητα, στην πράξη λειτουργεί κάτω από αυστηρούς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου που καθιστούν δύσκολη ή και αδύνατη την ανάδειξη νέων δυνάμεων και την αξιοποίηση νέων υπαρκτών δυνατοτήτων. Οι ευνοϊκές δυνατότητες κατανοήθηκαν περισσότερο ως μια σημαία ευκολίας και βολέματος των ήδη βολεμένων, η δε παγκοσμιοποίηση κατανοήθηκε ως ευκολία εισαγωγών και διεύρυνσης των εναλλακτικών καταναλωτικών επιλογών παρά ως πηγή νέων παραγωγικών και ανταγωνιστικών απαιτήσεων.
Αυτός ο συνδυασμός, λοιπόν, ευνοϊκών παραγόντων, με τον τρόπο που αυτοί αξιοποιήθηκαν φαίνεται πως δημιούργησε αυταπάτες και στρεβλώσεις οικονομικού αλλά και πολιτισμικού και ιδεολογικού χαρακτήρα.
Κατά το σημερινό Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, κ. Ν. Γκαργκάνα, το διαμορφωμένο πρότυπο ανάπτυξης είναι «ενδοστρεφές» στηρίζεται, δηλαδή, κυρίως, στην εσωτερική ζήτηση, χαρακτηρίζεται από χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα και ακριβώς γι’αυτό δεν έχει μέλλον. « Δεν έχουμε κανένα ιστορικό προηγούμενο – υποστηρίζει – που να υποδεικνύει ότι αυτό το πρότυπο ανάπτυξης μπορεί να διατηρηθεί μετά το 2005-2006. Ρυθμοί ανάπτυξης της τάξεως του 4% – προσθέτει – δεν μπορούν να διατηρηθούν μόνο με βάση την εσωτερική ζήτηση, θα πρέπει να συντρέχει και η εξωτερική ζήτηση» (Οικονομικός Ταχυδρόμος, 23/3/2002).
Οι εκπρόσωποι του οίκου Moody’s, από την πλευρά τους, αναφερόμενοι στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας θεωρούν ότι «δεν είναι ορατό από πού θα προέλθει η ανάπτυξη μετά το 20006» (Ημερησία 12/2/2002). Ο κος Ν. Καραμούζης αντιπρόεδρος της Eurobank, θεωρεί ότι «το ζήτημα είναι ποιοι κλάδοι θα οδηγήσουν τη χώρα σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και θα δημιουργήσουν απασχόληση…» (Βήμα, 10/11/2002).
Η διατηρησιμότητα λοιπόν των ρυθμών ανάπτυξης και η βιωσιμότητα του διαμορφωμένου προτύπου ανάπτυξης τουλάχιστον αμφισβητούνται σοβαρά.
ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ
Θαλεγε κανείς πως πολλά διαχρονικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού δεν ξεπερνιούνται, αλλά, αναπαράγονται σ’ένα διαφορετικό, ασφαλώς, πλαίσιο. Διλήμματα του παρελθόντος επανέρχονται στο προσκήνιο, μόνο που αυτά, τώρα, πρέπει να απαντηθούν στο νέο περιβάλλον που δημιουργεί η συμμετοχή στην ΟΝΕ και υπό το βάρος νέων διαστάσεων που έρχονται από το μέλλον των αυξημένων ανταγωνιστικών απαιτήσεων και των νέων κοινωνικών αναγκών.
Το κεντρικό δίλημμα, που και σε άλλα ιστορικά επεισόδια, έχει τεθεί, είναι αν η απειλούμενη κρίση θα αντιμετωπισθεί με όρους παραγωγικού συστήματος, σύγχρονων τεχνολογικών απαιτήσεων και κοινωνικών αναγκών. Ή αν, όπως και στο παρελθόν συνέβηκε, η διέξοδος θα αναζητηθεί με όρους ενός «οικονομικού οπορτουνισμού», με επιλογές δηλαδή ευκαιρίας και με λύσεις ευκολίας.
Ηγετικές δυνάμεις της κοινωνίας κατευθύνουν τη συζήτηση προς αυτή τη δεύτερη κατεύθυνση. Κάποτε προπαγάνδιζαν την ιδέα να γίνει η Ελλάδα φορολογικός παράδεισος, καταφύγιο μαύρου χρήματος, έδρα των off shore εταιρειών, ενώ τώρα αναζητούν την «έξυπνη λύση», στην αμνήστευση των κεφαλαίων που έχουν φυγαδευθεί στο εξωτερικό. Το νέο πρότυπο ανάπτυξης, το κατανοούν, ακριβώς, ως ένα άθροισμα τέτοιων ευκαιριών που μαζί με τις εισπράξεις από τη ναυτιλία και το τουρισμό θα καλύπτουν το ισοζύγιο πληρωμών, παρά ως ένα σύστημα ενδογενούς ανάπτυξης και απασχόλησης.
Μια τέτοια διέξοδος, ως αναγκαίο συμπλήρωμά της έχει μια πολιτική συμπίεσης των μισθών, μείωσης των δημόσιων δαπανών και ιδιωτικοποιήσεων, και ίσως δεν είναι τυχαίο, που, ήδη ο ΣΕΒ καλλιεργεί το έδαφος για την αποσύνδεση των μισθολογικών αυξήσεων όχι μόνο από την αύξηση της παραγωγικότητας αλλά και από εκείνη των πληθωρισμού.
Η αναζήτηση, λοιπόν, διεξόδων στην κατεύθυνση αυτή, δεν δίνει απάντηση στα διαρθρωτικά προβλήματα που έχουν τεθεί ούτε βέβαια στο πρόβλημα της απασχόλησης. Η υιοθέτηση τέτοιων αντιλήψεων απειλεί να σύρει την οικονομία προς τα κάτω και προς τα πίσω από την άποψη της παραγωγικής της συγκρότησης και εξειδίκευσης.
Από την άλλη πλευρά, η αναζήτηση μιας διεξόδου με όρους παραγωγικού συστήματος και κοινωνικών αναγκών δεν είναι απαλλαγμένη από τα δικά της διλήμματα καθώς πρέπει να εξασφαλίσει τη συμβατότητά της με τους περιορισμούς που το Σύμφωνο Σταθερότητας θέτει υπό τη σημερινή του μορφή, και να επιτύχει από κοινού την διεθνή ανταγωνιστικότητα, τη διεύρυνση της απασχόλησης και την προστασία του περιβάλλοντος.
Ωστόσο μόνο μια τέτοια στρατηγική μπορεί να εξασφαλίσει βιώσιμα αποτελέσματα για την οικονομία και την κοινωνία.
ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Η συζήτηση που προηγήθηκε εξ αντικειμένου αποκαλύπτει τα όρια της κυβερνητικής ιδεολογίας και πολιτικής που θεωρεί ότι υπό την παρούσα πολιτική ο «χρόνος» θα φέρει τις λύσεις. Ότι δηλαδή, μέσα από μια ευθύγραμμη πορεία θα επέλθει η πραγματική σύγκλιση και σιγά σιγά τα προβλήματα θα επιλύονται.
Αντί μιας τέτοιας αρμονικής και σταθερής εξελικτικής διαδικασίας η συζήτηση που προηγήθηκε καθιστά πιο πιθανή την είσοδο σε μια εποχή εντονότερων κοινωνικών αντιπαραθέσεων διακύβευμα των οποίων εκτός των άλλων θα είναι: πρώτον η κατανομή του κόστους των χαμένων ευκαιριών και των σπαταλημένων δυνατοτήτων και δεύτερον, το περιεχόμενο ενός νέου προτύπου ανάπτυξης, η σχέση του με τη παγκόσμια αγορά, το περιβάλλον, την κοινωνία, τους εργαζόμενους.
Αν το πρώτο, επιβάλλει μια «επιθεώρηση» των αμυντικών αντανακλαστικών και δυνατοτήτων, των εργαζομένων και της κοινωνίας με στόχο την ενδυνάμωσή τους, το δεύτερο αποτελεί μια ευρύτερη πρόκληση που κατά τη γνώμη μου η Αριστερά δεν πρέπει να αγνοήσει.
Στην πραγματικότητα η ελληνική κοινωνία βρίσκεται, ήδη, αντιμέτωπη μ’ένα διαχρονικό ανεκπλήρωτο αίτημά της. Το ζητούμενο για μια ακόμη φορά είναι ένα πρότυπο ανάπτυξης που να δημιουργεί και απασχόληση και εξαγωγές, μια ανάπτυξη και κοινωνική και διεθνώς ανταγωνιστική. Και μάλιστα, στο αίτημα της απασχόλησης και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας προστίθεται τώρα και εκείνο του περιβάλλοντος.
Απέναντι στο πρόβλημα αυτό η Αριστερά δεν είναι τόσο αδύναμη, όσο οι αντίπαλοί της την θέλουν. Αν μη τι άλλο, μόνο η Αριστερά μπορεί να κατανοήσει τα αιτήματα αυτά όχι ως αλληλοαποκλειόμενους πόλους ανταγωνιστικών διλημμάτων, αλλά ως κοινές αλληλένδετες ανάγκες της κοινωνίας. Το θέμα είναι ότι αυτό το «αλληλένδετο» απαιτεί μεταρρυθμίσεις, ορισμένες από τις οποίες είναι σε αντίθεση όχι μόνο με κατεστημένα συμφέροντα, αλλά με την ίδια τη λογική του καπιταλισμού. Αλλά ακριβώς γι’αυτό το θέμα που θίξαμε εδώ είναι θέμα κυρίως του κόσμου της εργασίας, και του πολιτισμού, της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς.
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
1 ημέρα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 εβδομάδες πριν
«Το καθήκον των αριστερών & προοδευτικών δυνάμεων σε ένα περιβάλλον προκλήσεων & απειλών»
dragasakis.gr
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 μήνας πριν
Main - Alexis Tsipras Institute Events
rb.gy
Clifford Chance, Δικηγόρος – εξειδίκευση δίκαιο της ενέργειας & ανταγωνισμόςShare on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter