Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι,
Αγαπητέ κ. Πρόεδρε,
Ευχαριστώ για την πρόσκληση του ΙΣΤΑΜΕ να συμμετάσχω στη σημερινή συζήτηση.Επιτρέψτε μου αρχικά μια σύντομη αναφορά στο γενικότερο θέμα που ζούμε αυτό τον καιρό και αποτελεί το φόντο όλων των εξελίξεων. Αναφέρομαι στη χρηματοπιστωτική κρίση. Η κρίση αυτή επεκτείνεται τώρα ταχύτατα στην πραγματική οικονομία. Γενικεύεται. Παγκοσμιοποιείται. Αναδεικνύεται σε μια ιστορικών διαστάσεων δομική κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, αλλά και της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, όπως τη γνωρίζαμε ως τώρα.
Η κρίση αυτή δημιουργεί μια ιστορική τομή. Αλλάζει τα δεδομένα. Φέρνει στο προσκήνιο προβλήματα αξιών, στρατηγικής, γενικού προσανατολισμού, επανακαθορισμού των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη, ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, προκαλεί αναδιατάξεις στο εσωτερικό των τάξεων. Οξύνεται η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, το χρηματιστικό κεφάλαιο και την πραγματική οικονομία, την πολιτική των ΗΠΑ και τις ανάγκες ενός κόσμου που γίνεται ολοένα και πιο πολυκεντρικός.
Η κρίση αυτή δημιουργεί κινδύνους αλλά και δυνατότητες για τους εργαζόμενους και την αριστερά. Όμως, η άποψη που θεωρεί ότι οι δυνατότητες αυτές θα προκύψουν αυτόματα και αναπόφευκτα δεν υποστηρίζεται από τα ιστορικά δεδομένα.
Σε συνθήκες κρίσεων, σαν τη σημερινή, οι αριστερές δυνάμεις αντιμετωπίζουν συνήθως δυο κινδύνους.
Ο πρώτος είναι να υποκύψουν σε μια τάση «επαναστατικής» φυγής από την πραγματικότητα και τις άμεσες ανάγκες των εργαζομένων αδυνατώντας να συνδέσουν την ικανοποίηση των αναγκών αυτών με μια σύγχρονη στρατηγική αριστερής διεξόδου από την κρίση με σοσιαλιστική προοπτική.
Ο άλλος κίνδυνος είναι να υποκύψουν σ’ ένα ρηχό κυβερνητισμό και να αποδεχθούν ένα ρόλο υπηρετικό, εν τέλει, προς τις ηγετικές μερίδες του κεφαλαίου, με την αυταπάτη ότι με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουν να ικανοποιήσουν όλες τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες της κοινωνίας, να κάνουν κάτι και για τους φτωχούς.
Οι κρίσεις όμως δε συνιστούν ευκαιρίες διανομής κερδών όπου όλες οι κοινωνικές τάξεις και ομάδες «κάτι θα πάρουν». Οι κρίσεις συνιστούν μορφές οικονομικού και κοινωνικού πολέμου. Διαδικασίες απαξίωσης κεφαλαίου, κατανομής ζημιών και διαχείρισης καταστροφών μέσα από τις οποίες διαμορφώνονται οι όροι για νέο ανοδικό κύκλο συσσώρευσης και ανάπτυξης.
Επιβάλλουν, επομένως, οι κρίσεις αυτού του τύπου, σαφείς και κατά κανόνα σκληρές αποφάσεις, ξεκάθαρες ταξικές επιλογές. Καμιά συμφωνία δεν μπορεί να είναι αξιόπιστη, κανένα «New Deal» δε μπορεί, κατά την προσωπική μου άποψη, να έχει τύχη, αν αποφεύγει να κάνει αυτές ακριβώς τις επιλογές.
Η κρίση αυτή μπορεί να αποδειχθεί μια ιστορική ευκαιρία για τους εργαζόμενους, τους λαούς και τις κοινωνίες, την Αριστερά, μόνο αν αξιοποιηθεί για να συγκροτηθεί μια αριστερή στρατηγική εξόδου από αυτήν, που θα ανατρέπει το θεσμικό πλαίσιο, τις πολιτικές και τα κεκτημένα του νεοφιλελευθερισμού, θα ανακατανέμει πόρους και εξουσίες υπέρ των πολλών, των αδυνάτων και του περιβάλλοντος, και θα εμπεδώνει ένα νέο μετα-νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης, ανοιχτό στην προοπτική του σοσιαλισμού, ενός νέου σοσιαλισμού, με δημοκρατία και ελευθερία, του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα.
Έρχομαι τώρα στο ζήτημα των καρτέλ για να παρατηρήσω ότι το πρόβλημα είναι υπαρκτό και ορθά αναδεικνύεται από το ΙΣΤΑΜΕ σήμερα. Όχι μόνο διότι ήδη είναι τεράστιο, αλλά και διότι λόγω και της κρίσης θα πάρει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις.
Γνωρίζουμε πολύ καλά και από τη θεωρία και από την ιστορία ότι οι κρίσεις στην εξέλιξή τους οδηγούν κάποια στιγμή σε συγχωνεύσεις και εξαγορές και γενικώς αυξάνουν τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Άρα το πρόβλημα με τα καρτέλ και τα μονοπώλια θα ενταθεί. Ήδη, βλέπουμε, ότι σε Ευρώπη και Ελλάδα οι συζητήσεις για εξαγορές και συγχωνεύσεις, στον χρηματοπιστωτικό τομέα, έχουν ανάψει.
Πέραν αυτού, λόγω της ανόδου των επιτοκίων, και ενόψει της περιστολής των πιστώσεων, της συρρίκνωσης της κατανάλωσης και της αδρανοποίησης μέρους του παραγωγικού δυναμικού, το ποσοστό κέρδους μειώνεται. Οι επιχειρήσεις, λοιπόν, θα αντιδράσουν –το κάνουν ήδη– στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους με απολύσεις και με άνοδο των τιμών.
Είναι προφανές ότι το στόχο αυτό και ιδίως τον δεύτερο, δηλαδή, την άνοδο των τιμών τον πετυχαίνουν πρωτίστως οι μεγάλες επιχειρήσεις, όσες έχουν διεθνή δικτύωση ή είναι τμήματα πολυεθνικών ομίλων, όσες έχουν μονοπωλιακή ή ολιγοπωλιακή δύναμη ή όσες αποκτούν τέτοια δύναμη μέσω γραπτών ή άτυπων συμφωνιών. Ακριβώς γι’ αυτό, σε περιόδους κρίσης, αυξάνουν οι πιέσεις προς τους εργαζόμενους, αλλά και ανακατανέμονται τα μερίδια των αγορών σε βάρος των μικρότερων ή ασθενέστερων επιχειρήσεων, κάτι που δείχνουν και τα σημερινά στοιχεία της ΕΣΥΕ, σύμφωνα με τα οποία ενώ ο τζίρος στα καταστήματα μικρού και μεσαίου μεγέθους μειώθηκε αισθητά, στα πολυκαταστήματα και τα σούπερ-μάρκετ αυξήθηκε.
Απέναντι στο πρόβλημα αυτό, δεν αρκούν κάποια επιμέρους θεσμικά μέτρα που έχουν να κάνουν με την αναγκαία ενίσχυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και ενδυνάμωση του ρόλου της. Τέτοια ή άλλα συναφή μέτρα δε θα έχουν, κατά την άποψή μου, κανένα ουσιώδες αποτέλεσμα –όπως δεν είχαν και μέχρι σήμερα– αν δεν εντάσσονται σε μια ολοκληρωμένη στρατηγική υπεράσπισης των εισοδήματος και της απασχόλησης των εργαζομένων, καταπολέμησης της ακρίβειας και στήριξης των μικρών επιχειρήσεων και των δημοσίων αγαθών.
Σε ποια κατεύθυνση όμως και σε ποιο πολιτικό πλαίσιο μπορεί να υπάρξει μια τέτοια στρατηγική; Όχι φυσικά στο πλαίσιο της πολιτικής της ΝΔ που και δεξιά και ανερμάτιστη είναι. Αλλά στη βάση μιας νέας στρατηγικής κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης.
Τα μονοπώλια, τα καρτέλ, τα ολιγοπώλια δε συνιστούν απλώς ατέλειες ή στρεβλώσεις των αγορών, αλλά είναι οργανικό αποτέλεσμα του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Τα μονοπώλια και τα ολιγοπώλια δεν είναι μόνο άρνηση του ελεύθερου ανταγωνισμού αλλά και «παιδιά» του τελευταίου. Είναι εκδηλώσεις της εγγενούς στον καπιταλισμό τάσης για συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Η τάση αυτή, σαφώς ενισχύθηκε, απελευθερώθηκε από παλιούς περιορισμούς, έγινε αχαλίνωτη κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Η τάση αυτή δυνάμωσε επί των τελευταίων κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και επί ΝΔ έγινε αληθινό τσουνάμι ασυδοσίας και κερδοσκοπίας. Επομένως, ως απάντηση στο πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να θεωρείται ο λεγόμενος «ελεύθερος» ή «υγιής» ανταγωνισμός, αλλά ένα εναλλακτικό μετα-νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο θα στηριχθεί σε μια στρατηγική αποεμπορευματοποίησης των δημόσιων αγαθών, ανάκτησης του δημόσιου ελέγχου σε επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας, διεύρυνσης της δημόσιας σφαίρας, θέσπισης νέων πολιτικών πλαισίων στη λειτουργία των αγορών και στη σχέση επιχειρήσεων και κοινωνίας.
Στον τραπεζικό τομέα π.χ. έχει καταστεί πλέον προφανές ότι δε μπορούμε να περιμένουμε τη μείωση των επιτοκίων από την ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, όταν αυτός ακριβώς ο ανταγωνισμός, για τη μεγιστοποίηση των κερδών, ευθύνεται για τη σημερινή κρίση. Τη μείωση των επιτοκίων θα την διεκδικήσουμε μέσα από την επιβολή νέων κριτηρίων λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, με επανακαθορισμό του ρόλου του και των κριτηρίων αποτελεσματικότητάς του. Με επανεθνικοποίηση της Εθνικής Τράπεζας και γενικότερα ισχυρή δημόσια παρουσία και κοινωνικό έλεγχο όπως σε πρόσφατη αναλυτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ εκθέτουμε. Και είναι πρόκληση η κυβέρνηση της ΝΔ να θέτει στη διάθεση των τραπεζών, το τεράστιο ποσό των 28 δις ευρώ, χωρίς να θέτει, στο ούτως ή άλλως κοινωνικά απαράδεκτο αυτό σχέδιο, ούτε καν τον όρο της μείωσης των επιτοκίων.
Στους τομείς της παιδείας, της υγείας και άλλων δημόσιων αγαθών, η λύση δε βρίσκεται στον ανταγωνισμό των φορέων παροχής αυτών των υπηρεσιών αλλά αντίθετα στη συνεργασία τους για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών, στην αποεμπορευματοποίηση, την αποκατάσταση της λειτουργίας τους ως δημόσιων, μη ανταλλάξιμων, μη εμπορεύσιμων αγαθών, η αξιολόγηση και η αποτελεσματικότητα των οποίων πρέπει να γίνεται με όρους κοινωνικής αποτελεσματικότητας και όχι με όρους κέρδους και αγοράς.
Στους τομείς του πόσιμου νερού, του ηλεκτρισμού, των αερομεταφορών, των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών όπου η ασφάλεια και η δυνατότητα πρόσβασης κλπ. έχουν καθοριστική σημασία, η λύση δε βρίσκεται στον τυφλό κερδοσκοπικό ανταγωνισμό, αλλά στη δημόσια παρουσία και τον κοινωνικό έλεγχο.
Τέλος, στις αγορές των εμπορευμάτων, η συμπεριφορά των επιχειρήσεων σε σχέση με τις τιμές, δεν είναι ανεξάρτητη από τη συμπεριφορά τους απέναντι στις φορολογικές αρχές, τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, την περιβαλλοντική νομοθεσία, τις επιθεωρήσεις εργασίας και την τήρηση της εργασιακής νομοθεσίας. Αν μια κυβέρνηση όπως η σημερινή ανέχεται ή και ενθαρρύνει τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή, αν όπως η κυβέρνηση της ΝΔ αδιαφορεί για την τήρηση της περιβαλλοντικής και της εργατικής νομοθεσίας, είναι παράδοξο να περιμένουμε ότι η ίδια αυτή κυβέρνηση θα βάλει χαλινάρι στην κερδοσκοπία και την κερδοσκοπική άνοδο των τιμών. Χρειάζεται, επομένως, κι εδώ, ένα νέο πολιτικό πλαίσιο, που θα στηρίζει τη συλλογική οργάνωση των εργαζομένων, θα διευρύνει το ρόλο των συνδικάτων και θα προωθεί τον κοινωνικό έλεγχο στην οικονομία, μέσα από διαφανείς, αποτελεσματικούς και συμμετοχικούς θεσμούς.
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
20 ώρες πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
7 ημέρες πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 εβδομάδες πριν
«Το καθήκον των αριστερών & προοδευτικών δυνάμεων σε ένα περιβάλλον προκλήσεων & απειλών»
dragasakis.gr
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 μήνας πριν
Main - Alexis Tsipras Institute Events
rb.gy
Clifford Chance, Δικηγόρος – εξειδίκευση δίκαιο της ενέργειας & ανταγωνισμόςShare on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter