«Ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχθηκε το 2015 την ιστορική πρόκληση της διακυβέρνησης για να στηρίξει την κοινωνία»

Ομιλία στο θεματικό τραπέζι «”Πρώτη φορά Αριστερά”. Τι κατάφερε και τι όχι ο “λαός στην εξουσία”; Επιτεύγματα, δυνατότητες και αδυναμίες των δύο αριστερών μεταπολιτευτικών κυβερνητικών εγχειρημάτων (1981, 2015)» στο πλαίσιο του συνεδρίου που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ «1974 – 2024: H εποχή της δημοκρατίας & το μέλλον της».

Το βίντεο της συζήτησης

 

Aναλυτικά οι παρεμβάσεις

Δημήτρης Μανιάτης: Κύριε Δραγασάκη, παραμένουμε στο ’81. Πώς βλέπει τότε η Αριστερά το εγχείρημα αλλά και το σύνθημα της «Αλλαγής» του Ανδρέα Παπανδρέου και το γενικό πλαίσιο;

Γιάννης Δραγασάκης: Αρχικά θετικά, μετά με δυσπιστία, στο τέλος με καχυποψία. Επειδή όμως η κυρία Κατσέλη έκανε μια ευρύτερη εισαγωγή, επιτρέψτε μου να κάνω ένα σχόλιο. Καταρχήν συμφωνώ πλήρως ότι οι δύο περιπτώσεις είναι σχεδόν μη συγκρίσιμες. Όχι μόνο λόγω διαφορετικής εποχής αλλά και διότι η κατάσταση της χρεοκοπίας και το καθεστώς επιτροπείας της Τρόικας αποτελούν μια ειδική συνθήκη, δεν είναι απλά μια κρίση: Εφόσον μια χώρα αποκλειστεί από τις αγορές και δεν μπορεί να δανειστεί, δεν μπορεί το κράτος να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις. Ίσως και ως κοινωνία δεν έχουμε επαρκώς συνειδητοποιήσει ότι αυτό το γεγονός ακυρώνει αμέσως μεγάλο μέρος της εθνικής σου κυριαρχίας και της διαπραγματευτικής σου δύναμης. Άρα, η ύπαρξη μιας κυβέρνησης της Αριστεράς σε συνθήκες χρεοκοπίας είναι κάτι μοναδικό στην ελληνική –ίσως και στην πανευρωπαϊκή– ιστορία. Θέλει επομένως προσοχή η όποια σύγκριση.

Είπα «σχεδόν» όμως, διότι η δράση των αριστερών παράγει γεγονότα και εμπειρίες. Υπάρχουν λοιπόν κοινές εμπειρίες. Θυμάμαι ότι, όταν πριν από το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ προετοιμαζόταν για την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας, έκανα πολλές συζητήσεις με τον Γεράσιμο Αρσένη, με τη Λούκα Κατσέλη, αλλά και με άλλα στελέχη, όπως, για παράδειγμα, με τη Βάσω Παπανδρέου, προκειμένου να αντλήσω πληροφορίες για το πώς είχαν προετοιμαστεί εκείνοι, τι λάθη έκαναν, πώς θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να τα αποφύγει κ.λπ.

Το δεύτερο εισαγωγικό σχόλιο αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ. Καταλαβαίνω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει για πολλούς ένα «μαύρο κουτί». Θέλω λοιπόν να διευκρινίσω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αρχίζει το 2013, ούτε –πολύ περισσότερο– το 2015. Ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται υποδοχέας λαού το 2012-2013. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε ως υποδοχέας; Αυτό είναι κρίσιμο. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ και όχι κάποιο άλλο κόμμα;

Στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ του 2013 είναι η απόληξη μιας διαδικασίας είκοσι χρόνων. Ο Συνασπισμός, που ήταν ο πρόγονος του ΣΥΡΙΖΑ, διαπιστώνει ήδη από το 2003 με το προγραμματικό του συνέδριο την επερχόμενη κρίση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και του ελληνικού καπιταλισμού, σημειώνοντας μάλιστα ήδη από τότε ότι, όταν έρθει αυτή η κρίση, λόγω των φιλελευθεροποιήσεων και απορρυθμίσεων, το ελληνικό κράτος δεν θα έχει τα εργαλεία να αμυνθεί. Υπήρχε επομένως μια προετοιμασία, θεωρητική και ιδεολογική, για ένα κρισιακό γεγονός που αναμέναμε ότι θα συμβεί. Ακολούθησε το δεύτερο προγραμματικό συνέδριο το 2009, στο πλαίσιο του οποίου καταλήξαμε σε ένα ογκώδες κείμενο, έναν τόμο. Γιατί; Διότι θέλαμε τα στελέχη μας να αποκτήσουν γνώση των προβλημάτων, ούτως ώστε με βάση αυτή τη γνώση να διαμορφώσουμε πολιτικές θέσεις και να προετοιμαστούμε. Άρα, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δημιουργήσει ένα υπόβαθρο που επέτρεπε στον κόσμο να έρθει σε αυτόν και να τον εμπιστευθεί.

Ένα ακόμη σημείο: διατυπώνεται η άποψη ότι ο κόσμος που επέλεξε να ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε ιδεολογικά χαρακτηριστικά, δεν ήταν αριστερός, ήθελε απλά να εκφράσει την οργή του. Αυτό δεν ισχύει. Το εκλογικό σώμα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αριστερό ή αριστερόστροφο. Με βάση διαδοχικές έρευνες κοινής γνώμης που πραγματοποιήθηκαν από το Ινστιτούτο ΕΝΑ, σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών Prorata, διαπιστώθηκε ότι στην κλίμακα 0 έως 10 (όπου 0 = άκρα Αριστερά και 10 = άκρα Δεξιά) οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2015 αυτοτοποθετούνταν, αν θυμάμαι καλά, μεταξύ 2,9 και 3+. Και σήμερα που μιλάμε ακόμα, αυτοί που στις έρευνες δηλώνουν ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ είναι στο 3,2. Άρα, ο κόσμος ο οποίος ήρθε στον ΣΥΡΙΖΑ, ανεξάρτητα εάν πριν ψήφιζε ΠΑΣΟΚ ή άλλο κόμμα, ήρθε επειδή έκανε μια συνειδητή επιλογή: να αναζητήσει τη διέξοδο προς τα αριστερά. Γι’ αυτό ήρθαν, γι’ αυτό δεν πήγαν κάπου αλλού. Και όπως πολλοί και από την απέναντι πλευρά αναγνωρίζουν, ευτυχώς που υπήρξε ο ΣΥΡΙΖΑ και έδωσε τη δυνατότητα μιας δημοκρατικής επιλογής του λαού το 2015.

Έρχομαι τώρα στο αρχικό ερώτημα. Η σχέση του ΚΚΕ και της Αριστεράς γενικότερα με το ΠΑΣΟΚ δεν άρχισε το 1981. Σε ό,τι αφορά το ΚΚΕ, για το οποίο γνωρίζω τα πράγματα καλύτερα και από μέσα, άρχισε από το ΠΑΚ επί Χούντας και χρονολογείται από τότε που ο Χ. Φλωράκης αναδείχθηκε σε ηγέτη του ΚΚΕ. Ήδη από το 1972-1973 είχε χτιστεί μια σχέση συναγωνιστική. Αυτό κράτησε μέχρι το 1984 περίπου. Άρα, η στάση του ΚΚΕ απέναντι στο ΠΑΣΟΚ αρχικά ήταν θετική – και νομίζω δικαιολογημένα: κοινοί αγώνες, κοινά βιώματα, σωστές διακηρύξεις. Στο θέμα της ΕΟΚ μάλιστα το ΠΑΣΟΚ ήταν πιο καταγγελτικό. Τότε το ΚΚΕ δεν ήταν τόσο αντιευρωπαϊκό. Αλλά όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου έλεγε «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», τι να πει το ΚΚΕ; Αυτή η θετική στάση εκδηλώθηκε και προς την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Νομίζω ότι στο ΚΚΕ ψηφίσαμε «παρών» στις προγραμματικές δηλώσεις του 1981 και ο Λ. Κύρκος ψήφισε «Ναι».

Αρχίσαμε λοιπόν με μια πολύ θετική προδιάθεση. Βαθμιαία όμως άρχισαν να αναπτύσσονται δυσπιστίες. Ορισμένοι έλεγαν: «Στη Χιλή τον Σ. Αλιέντε τον δολοφόνησαν, επειδή πήγε να κάνει αριστερό εγχείρημα. Στην Ιταλία το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει 30%, και δεν το αφήνουν να κυβερνήσει. Στην Ελλάδα τι συμβαίνει; Μήπως είναι ψεύτικο αυτό που ζούμε; Μήπως η αλλαγή δεν είναι πραγματική;». Τότε έγινε το 11ο συνέδριο του ΚΚΕ με κεντρικό σύνθημα «Για μια πραγματική αλλαγή», που σκοπό είχε να δείξει ακριβώς την απόσταση ανάμεσα στις αλλαγές που επιχειρούσε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και σε εκείνες που θα αντιμετώπιζαν πράγματι τα προβλήματα. Μετά τις εκλογές του 1984, όταν ο Χ. Φλωράκης μίλησε για τελευταία φορά για το «άθροισμα των προοδευτικών δυνάμεων» ως κάτι το ενιαίο, άρχισε να συνειδητοποιείται ότι το ΠΑΣΟΚ αγνοούσε, περιθωριοποιούσε, όπου μπορούσε, το ΚΚΕ και την Αριστερά γενικότερα. Ενσωμάτωνε άτομα από την Αριστερά, αλλά περιθωριοποιούσε τα κόμματα της Αριστεράς. Οπότε, αρχίζει να εμπεδώνεται η άποψη ότι «ο Ανδρέας μάς την έφερε, μας κορόιδεψε». Ιδίως η νέα γενιά των στελεχών ήταν δύσπιστη, έως και καχύποπτη. Στη συνέχεια οι σχέσεις άρχισαν να γίνονται αμοιβαία εμπόλεμες, τοξικές – είναι, αν θυμάστε, η εποχή του αυριανισμού. Το ΠΑΣΟΚ το 1987 βγάζει μια απόφαση «τέρμα η ασυλία για το ΚΚΕ». Οπότε, αρχίζει αυτός ο αμοιβαίος πόλεμος, ο οποίος οδηγεί σε μια κατάσταση αυτοπαγίδευσης, με αποτέλεσμα το 1989, ενώ το φυσιολογικό θα ήταν να σχηματιστεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς με το ΠΑΣΟΚ, να οδηγηθούμε σε συγκυβέρνηση της Αριστεράς με τη Δεξιά. Διότι η Αριστερά δεν μπορούσε να πάει με το ΠΑΣΟΚ, όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα και όπως είχε επιβαρυνθεί το κλίμα με τα σκάνδαλα.

Αυτή είναι η κατάθεση της δικής μου εμπειρίας. Και εδώ βεβαίως υπάρχει ένα πεδίο κριτικής στο ΠΑΣΟΚ, αλλά και ένα πεδίο προβληματισμού για το κατά πόσον ο δρόμος που ακολούθησε ήταν ο καλύτερος ή εάν, σε περίπτωση που επιδίωκε μια ευρύτερη συνεργασία με τις δυνάμεις της Αριστεράς, θα είχε και το δικό του εγχείρημα μια άλλη έκβαση.

Δ.Μ.: Κύριε Δραγασάκη, η κυρία Κατσέλη έκανε εκτενή αναφορά στην προπαρασκευή του ΠΑΣΟΚ για την ανάληψη της εξουσίας το ’81. Θα ήθελα να ρωτήσω τη δική σας γνώμη. Ποια είναι για εσάς τα όρια και οι αδυναμίες εκείνου του εγχειρήματος μελετώντας τα σήμερα;

Γιάννης Δραγασάκης: Οι αριστερές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο έχουν ένα πρόβλημα, που είναι η διατηρησιμότητα των αλλαγών που κάνουν. Κάνεις μια μεταρρύθμιση –βλέπω, για παράδειγμα, απέναντί μου τη Θεανώ Φωτίου, υπουργό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που έκανε πολλά θετικά πράγματα–, έρχεται η Νέα Δημοκρατία και τα περισσότερα τα διαλύει. Θεσμοθετήσαμε, για να φέρω ένα άλλο παράδειγμα, το μεταφορικό ισοδύναμο για τα νησιά. Έρχεται η ΝΔ και το υποβαθμίζει. Η διατηρησιμότητα λοιπόν θετικών μεταρρυθμίσεων και αλλαγών είναι ένα πρόβλημα για όλες τις κυβερνήσεις. Η ιδιαιτερότητα του ΠΑΣΟΚ είναι ότι η ανατροπή γίνεται από τα μέσα, όπως ανέφερε η κυρία Κατσέλη. Το βασικό είναι ότι ανακόπτεται μια διαδικασία που αφορούσε την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου. Δεν ξέρω αν θα πετύχαινε, αλλά η πρόθεση της πολιτικής του Γ. Αρσένη και του Κ. Βαΐτσου, Υπουργού και Αν. Υπουργού Εθνικής Οικονομίας αντίστοιχα, ήταν ακριβώς να ενισχυθεί η παραγωγική βάση της χώρας, ώστε να ανταποκρίνεται στις απαντήσεις της ανερχόμενης τότε παγκοσμιοποίησης. Αυτό λοιπόν ανακόπτεται. Επίσης, τους μισθούς που δόθηκαν το 1981 τους πήραν πίσω με το σταθεροποιητικό πρόγραμμα που άρχισε να εφαρμόζεται το 1985 και νομίζω ότι πήραν και κάτι παραπάνω. Βεβαίως, στον θεσμικό τομέα και διατηρήθηκαν και συνεχίστηκαν θεσμικές αλλαγές. Το ΠΑΣΟΚ είχε βρει έναν έξυπνο τρόπο: τις δημοσιονομικές δυσκολίες τις κάλυπτε ως έναν βαθμό με θεσμικές αλλαγές. Το πρώτο αρνητικό λοιπόν είναι αυτή η ανατροπή των όποιων προσπαθειών για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου.

Το δεύτερο είναι ο τρόπος με τον οποίο το ΠΑΣΟΚ αντιμετώπισε την κρίση. Το ΠΑΣΟΚ κληρονόμησε μια κρίση, αλλά νομίζω ότι ως κοινωνία τότε δεν είχαμε συνειδητοποιήσει το βάθος της. Επειδή είχαμε ζήσει το θετικό σοκ της πτώσης της δικτατορίας και το αρνητικό σοκ του πραξικοπήματος και της εισβολής στην Κύπρο, δεν υπήρχε περιθώριο να συνειδητοποιηθεί ότι η κρίση που ήρθε τότε δεν ήταν απλώς μια πετρελαϊκή κρίση, αλλά η αρχή της κατάρρευσης του μεταπολεμικού μοντέλου. Το ΠΑΣΟΚ παρέλαβε λοιπόν μια κρίση. Σωστά απορρόφησε το κράτος το κόστος της κρίσης. Αλλά, χωρίς παραγωγικό μετασχηματισμό, το χρέος συσσωρευόταν. Φανταστείτε μια οικονομία που λειτουργεί με χαμηλό πληθωρισμό και με χαμηλά επιτόκια και ξαφνικά τα επιτόκια εκτινάσσονται στο 15%-20%. Πολλές επιχειρήσεις, ακόμη και οι μεγάλες, παγιδεύτηκαν σε μια κατάσταση υπερχρέωσης. Στη συνέχεια ονομάστηκαν «προβληματικές επιχειρήσεις». Πολλοί επιχειρηματίες εγκατέλειψαν τις επιχειρήσεις τους, κι έτσι το χρέος πέρασε στις τράπεζες. Βασική τράπεζα ήταν η Εθνική και, για να μη χρεοκοπήσει, έγινε κρατικοποίηση του χρέους της. Έγινε ανακεφαλαιοποίηση με δημόσιο χρήμα. Έχουμε λοιπόν έναν μετασχηματισμό: το επιχειρηματικό αρχικά χρέος γίνεται τραπεζικό χρέος και στο τέλος γίνεται κρατικό χρέος. Άρα, αυτό που λέγεται, ότι το ΠΑΣΟΚ χρηματοδότησε το κοινωνικό κράτος με χρέος, ενώ έχει βάση, κινδυνεύει να αποκρύψει το γεγονός ότι ο πυρήνας του δημόσιου χρέους ήταν η κοινωνικοποίηση του χρέους του ιδιωτικού τομέα. Κατά την άποψή μου λοιπόν, αν η περίοδος εκείνη συνδέεται με τη χρεοκοπία του 2010, ο κρίκος είναι το 1985, όχι το 1981, η εγκατάλειψη δηλαδή της προσπάθειας να αποκτήσουμε ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο. Η ένταξη στο ευρώ στη συνέχεια, χωρίς βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο, συν ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός, οδήγησαν στα διπλά ελλείματα και στη χρεοκοπία.

Το τρίτο αρνητικό σημείο είναι η κομματικοποίηση. Ενώ δηλαδή είχαν δημιουργηθεί ορισμένοι θεσμοί και είχε δοθεί –και σωστά– έμφαση στους συνεταιρισμούς και σε άλλους θεσμούς, άρχισε μια διαδικασία κομματικοποίησης. Αυτός ήταν ένας ακόμη παράγοντας που δηλητηρίασε τη σχέση του ΠΑΣΟΚ με την Αριστερά, αλλά θεωρώ ότι ήταν και ένα αρνητικό στοιχείο στην όλη εξέλιξη. Και, τέλος, βέβαια ήταν ακριβώς οι σχέσεις με την Αριστερά, που επιδεινώθηκαν, καθώς υπήρξε μια επιθετική στάση, όπως έλεγα πριν. Όλα αυτά δείχνουν μια πορεία εσωτερικής αναστροφής της αρχικής πορείας. Και φτάνουμε στο ορόσημο του 1985, την πρώτη προειδοποίηση για τη χρεοκοπία, εάν δεν αποκτήσουμε ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο.

Δ.Μ.: Τώρα νομίζω ότι μπορούμε να περάσουμε σε έναν επόμενο κύκλο ερωτήσεων. Θα ξεκινήσω από τον Γιάννη Δραγασάκη, που είχε την εμπειρία της περιπέτειας του ΣΥΡΙΖΑ, για το πω κομψά και με προσοχή. Γιατί γίνονται πολλές συζητήσεις αυτή την περίοδο, υπάρχει και μια χαιρεκακία, υπάρχει και μια αυτοδικαίωση από κάποιους, υπάρχουν και εικόνες που για πολλούς είναι ένα έναυσμα να συζητήσουν ακριβώς για τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και την περιπέτειά της. Ορθώς διεκδίκησε τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ, κύριε Δραγασάκη, κυβερνητικές ευθύνες το 2015;

Γιάννης Δραγασάκης: Για τον υπαινιγμό του ερωτήματός σας θέλω να δηλώσω αισιόδοξος. Με ποια έννοια; Σήμερα συζητάμε –ορθά– και μαθαίνουμε καινούρια πράγματα για την τετραετία 1981-1984. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι στο μέλλον και η τετραετία 2015-2019 θα απασχολήσει πάρα πολύ, διότι πάρα πολλά πράγματα δεν είναι γνωστά, όχι μόνο στον λαό αλλά και στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε μια μεγάλη αδυναμία να υπερασπιστεί τις πολιτικές επιλογές του – και ίσως πρέπει να σκεφτούμε και ποιος θα ασχοληθεί με την ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ.

Έρχομαι λοιπόν στο θέμα. Το επιχείρημα το οποίο διακινείται είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ δεν ήταν έτοιμος, ενώ είχε προβλήματα, που και ο ίδιος αναγνωρίζει, από βουλιμία για την εξουσία βιάστηκε και πήρε την κυβέρνηση. Πρώτα θα το εξετάσω αυτό κάπως γενικά και μετά θα αναφερθώ πιο συγκεκριμένα. Υπάρχει η γνωστή διάκριση του Μ. Βέμπερ ανάμεσα στην ηθική της ευθύνης και την ηθική της πεποίθησης. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι σωστή. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο υπήρχε ταύτιση της ευθύνης και της πεποίθησης: Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ένα κόμμα που ήθελε να επιβάλει ένα μοντέλο υπαρκτού σοσιαλισμού, της όποιας μορφής. Αφετηρία μας ήταν η ευθύνη που νιώθαμε ότι έπρεπε να βοηθήσουμε την κοινωνία. Και πιστεύαμε ότι οι ιδέες που ήδη είχαμε διαμορφώσει σε διάλογο με τον λαό μπορούσαν να βοηθήσουν. Αυτό εννοώ όταν μιλώ για ταύτιση της ευθύνης και της πεποίθησης.

Σε σχέση με τη «βουλιμία» τώρα, να πω το εξής: στις εκλογές του Μαΐου του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε 16%. Όλοι οι αναλυτές έλεγαν ότι δεν αποκλειόταν στις επαναληπτικές εκλογές της 17ης Ιουνίου να έβγαινε πρώτο κόμμα. Μου ζήτησε λοιπόν ο Α. Τσίπρας να κάνω μια προεργασία, ώστε να έχουμε μερικούς υπουργούς έτοιμους. Άρχισα λοιπόν την προεργασία και εκείνο που αντιμετώπισα δεν ήταν κάποια βουλιμία, αλλά, αντίθετα, δισταγμοί, που αντανακλούσαν συναίσθηση της ευθύνης. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είχαμε προβλήματα, αλλά ήταν άλλης τάξης. Δεν ήταν η βουλιμία για την εξουσία, ήταν η δυσκολία του εγχειρήματος και η αναντιστοιχία, αν θέλετε, σκοπών και μέσων. Διατυπωνόταν μια κριτική στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς και ειδικά στο ΚΚΕ: «Ολόκληρο τον 20ό αιώνα, πλην της Εθνικής Αντίστασης, δεν υπήρξε μία ευκαιρία που θα μπορούσε η Αριστερά να αξιοποιήσει;». Είχαμε λοιπόν την προδιάθεση να διερευνήσουμε ενδεχόμενες ευκαιρίες και, αν υπήρχαν, να τις αξιοποιήσουμε. Αυτή η προδιάθεση υπήρχε. Δεν έχει σχέση όμως με βουλιμία.

Το πραγματικό γεγονός είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε μπροστά σε μια ιστορική πρόκληση, όπου το δίλημμα δεν ήταν «ή τώρα ή αργότερα», αλλά ήταν άγνωστο αν και πότε θα μπορούσε να υπάρξει άλλη αντίστοιχη ευκαιρία. Διότι είχε δημιουργηθεί πολιτικό κενό, εξαιτίας της απονομιμοποίησης του παλιού συστήματος. Ο κόσμος δεν ήθελε να ψηφίσει ΠΑΣΟΚ, δεν ήθελε να ψηφίσει Νέα Δημοκρατία. Δεν ήταν δηλαδή το δίλημμα εκεί, για ένα μεγάλο κόμματι της κοινωνίας. Άρα, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε αναδίπλωση και έλεγε «με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να περιμένω λίγο να ετοιμαστώ», μπορεί άλλες δυνάμεις να κάλυπταν το κενό. Και εκείνη την περίοδο, θυμίζω, στις ευρωεκλογές του 2014, τρίτο κόμμα ήταν η Χρυσή Αυγή, με τη δολοφονία του Π. Φύσσα να έχει προηγηθεί. Επομένως, από τη σκοπιά της Αριστεράς, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποδεχόταν την πρόκληση, πρώτον, θα έχανε μια ευκαιρία να σπάσει ένα ταμπού δεκαετιών: ότι η Αριστερά δεν μπορεί να κυβερνήσει και να δοκιμάσει να βοηθήσει την κοινωνία με τις ιδέες της. Δεύτερον, η δημοκρατία θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο, εάν επικρατούσαν αντιδημοκρατικές δυνάμεις.

Με αυτά τα δεδομένα, θεωρώ ότι ορθά ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε τη δύσκολη απόφαση να ανταποκριθεί θετικά στην πρόκληση. Σε ό,τι αφορά το αποτέλεσμα, ακούω την κριτική. Κι εγώ έχω τις δικές μου κριτικές παρατηρήσεις για όσα έζησα από μέσα. Αλλά νομίζω ότι πρέπει να σταθούμε σε κάποια ιστορικά γεγονότα. Διότι η προσπάθεια που γίνεται είναι να αντιστραφούν τα γεγονότα αυτά. Ο κ. Μητσοτάκης, ούτε λίγο ούτε πολύ, έχει πει ότι «τα Μνημόνια τα έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ», «το τρίτο Μνημόνιο ήταν αχρείαστο» και άλλα συναφή. Αυτό είναι αυθαίρετο. Το δεύτερο Μνημόνιο δεν έκλεισε ποτέ. Οι στόχοι του ήταν εξωπραγματικοί. Το χρέος δεν είχε ρυθμιστεί. Το επιτόκιο δανεισμού ήταν απαγορευτικά υψηλό. Η Ελλάδα, με αυτά τα δεδομένα, δεν μπορούσε να δανειστεί από τις αγορές. Όποια κυβέρνηση και να ήταν στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2015 έπρεπε να μπορεί να πληρώσει 22 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2015 και άλλα τόσα τα επόμενα χρόνια. Και έπρεπε να βρει και τον τρόπο να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 4,5%.

Τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα σε ό,τι αφορά τη χρεοκοπία της χώρας είναι τα εξής: πρώτον, η είσοδος στο ευρώ χωρίς βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο σημαίνει ότι, μην έχοντας πια το εργαλείο της υποτίμησης και μια δική σου κεντρική τράπεζα, είσαι αφοπλισμένος σε περίπτωση διεθνούς κρίσης. Θυμίζω εδώ ότι συνεργάτες του κ. Σημίτη, όπως ο καθηγητής Γ. Σπράος, αρθρογραφούσαν τονίζοντας ότι είτε κάποιο λαχείο θα έπρεπε να μας τύχει είτε θα έπρεπε να είχαμε βιομηχανία. Διαφορετικά, δεν θα είχαμε βιώσιμο μέλλον μέσα στο ευρώ. Το δεύτερο ήταν ο διαρκής δημοσιονομικός εκτροχιασμός, ο οποίος έγινε ανεξέλεγκτος μετά το 2008. Τέλος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν λειτούργησε ως δανειστής ύστατης ανάγκης όταν φάνηκε ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να δανειστεί από τις αγορές. Η χώρα αφέθηκε να αποκλειστεί από τις αγορές, αφέθηκε να χρεοκοπήσει. Το άλλο ιστορικό γεγονός είναι ότι από τα Μνημόνια βγήκαμε τον Αύγουστο του 2018, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και Πρωθυπουργό Α. Τσίπρα. Αυτό δεν μπορεί να εξαλειφθεί, όποια άποψη και αν έχει κανείς για άλλες πτυχές της πολιτικής του.

Άρα, εγώ τελειώνω λέγοντας ότι η ιστορία μάς έφερε μπροστά σε μια πρόκληση που κανείς δεν την περίμενε όπως ήρθε. Ορθά ο ΣΥΡΙΖΑ ανταποκρίθηκε στην πρόκληση αυτή και έκανε ό,τι μπορούσε για να προετοιμαστεί και να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις αυτής της πρόκλησης. Η ιστορία κρίνει το αποτέλεσμα. Αυτό που εγώ μπορώ να πω όμως είναι ότι, πρώτον, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ παρέδωσε τη χώρα σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ό,τι ήταν όταν την παρέλαβε. Δεύτερον, έβγαλε τη χώρα από την κατάσταση της χρεοκοπίας. Η χώρα ξανασυνδέθηκε με τις αγορές με βιώσιμο τρόπο, καταργήθηκαν τα Μνημόνια, έκλεισε αυτός ο κύκλος. Και νομίζω πως ήταν η πρώτη κυβέρνηση στην ιστορία της χώρας που φρόντισε να θωρακίσει το μέλλον αφήνοντας ένα ισχυρό ταμειακό απόθεμα, το οποίο όντως βοήθησε, όπως ήρθαν τα πράγματα. Διότι, αν δεν το είχαμε αυτό, μπορεί να είχαμε κινδύνους και πάλι. Και οι λίγοι πόροι που μπορέσαμε να εξοικονομήσουμε, με διάφορους τρόπους, μπορεί κανείς να ελέγξει πού πήγαν, μέχρι το τελευταίο ευρώ: πήγαν για τη στήριξη της κοινωνίας, αρχίζοντας από τα πιο ευάλωτα στρώματα. Βεβαίως, οι πόροι ήταν περιορισμένοι, και δεν μπορέσαμε να φτάσουμε σε πιο υψηλά επίπεδα. Και, τέλος, βγαίνοντας από τα Μνημόνια, στον σύντομο χρόνο που είχαμε, θέσαμε τις βάσεις για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου: δημιουργήσαμε την Αναπτυξιακή Στρατηγική, νομοθετήσαμε την Αναπτυξιακή Τράπεζα και τις ενεργειακές κοινότητες και ετοιμάσαμε το θεσμικό πλαίσιο για τις μικροπιστώσεις. Δημιουργήσαμε δηλαδή ένα οικοσύστημα εργαλείων που θα μπορούσαν να στηρίξουν μια εναλλακτική αναπτυξιακή στρατηγική.

 

 

 

Ομιλία, αύριο Δευτέρα, στις 19:00, στην εκδήλωση για την παρουσίαση του νέου βιβλίου του Γιάννης Μπαλάφας «Η άνοδος... Η πτώση... Το αύριο. ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ, το χρονικό 2021 - 2024» (Αμφιθέατρο «Μιχάλης Κακογιάννης», Πειραιώς 206).Μαζί με Athanasia Anagnostopoulou, Κώστα Γαβρόγλου, Έφη Μπαρμπάτση & Φάμελλος Σωκράτης ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Σήμερα, άρθρο στην Εφημερίδα "Η Αυγή" της Κυριακής~ Ανταγωνιστικές αφηγήσεις για το 2015 & ο #ΣΥΡΙΖΑ ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr