Ομιλία σε εκδήλωση της Νομαρχιακής Α Αθήνας ΣΥΝ με θέμα την οικονομική κρίση: «η κρίση του ευρώ και η κρίση του χρέους»

 

Θα προσπαθήσω να θέσω ορισμένα θέματα προς συζήτηση γύρω από δυο πολύ σοβαρές διαστάσεις της κρίσης, που είναι η κρίση του ευρώ και η κρίση του χρέους.

 

Σʼ ό,τι αφορά στο πρώτο θέμα, τα ερωτήματα είναι πάρα πολλά, αλλά μπορούμε νʼ αρχίσουμε από το ερώτημα: πού οφείλεται η κρίση του ευρώ, και όταν λέω ευρώ εννοώ την ΟΝΕ, ποιες οι βασικές αιτίες, ποια η στάση των βασικών πολιτικών δυνάμεων της Ευρώπης, δηλαδή των συντηρητικών δυνάμεων και των σοσιαλδημοκρατικών, απέναντι στην κρίση αυτή, ποια τα εναλλακτικά σχέδια που εμφανίζονται για την Ευρώπη, και πώς τα αξιολογούμε από την μεριά της Αριστεράς, και τέλος βέβαια ποιο είναι το αριστερό σχέδιο -αν μπορούμε να το πούμε έτσι- για την Ευρώπη;

 

ΜΕΡΟΣ Αʼ

 

Για την κρίση του ευρώ

 

Ποιες είναι οι βασικές αιτίες για την κρίση του ευρώ; Είναι πια προφανές ότι δεν ευθύνονται γι αυτήν ούτε οι αδύναμες οικονομίες της Ευρώπης ούτε οι «σπάταλοι λαοί». Σας καλώ να θυμηθούμε τι λεγόταν και από τον κο Τρισέ και από την κα Μέρκελ, πριν από ένα χρόνο, τέτοιες μέρες. Έλεγαν ότι δεν υπάρχει κρίση του ευρώ, ότι το ευρώ είναι ισχυρό νόμισμα, ότι το πρόβλημα είναι η διεφθαρμένη και αναξιόπιστη Ελλάδα και ορισμένες άλλες οικονομίες.

 

Σήμερα έχει φανεί ότι το πρόβλημα είναι ο νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας και οι βάσεις πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε το ευρώ. Το ευρώ δημιουργήθηκε με  την παραδοχή ότι δεν συμβαίνουν κρίσεις στον καπιταλισμό, αλλά, και αν συμβούν, οι αγορές από μόνες τους επιλύουν τις όποιες κρίσεις. Το δεύτερο θεμέλιο πανω στο οποίο κτιστηκε το ευρώ είναι ο ανταγωνισμός. Σύμφωνα με αυτόν, αν μια χώρα έχει πρόβλημα, θα μειώσει τους μισθούς, θα μειώσει τους φόρους προς το κεφάλαιο, θα συρρικνώσει το κοινωνικό κράτος κι έτσι θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα. Μια άλλη χώρα που θα έχει ανάλογο πρόβλημα θα κάνει το ίδιο. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν, το ευρώ, όπως στήθηκε, αφʼ ενός καθιστά κυρίαρχες τις λεγόμενες αγορές και αφʼ ετέρου  ενσωματώνει ένα μηχανισμό εσωτερικού, κοινωνικού, μισθολογικού και φορολογικού, ανταγωνισμού. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι πρώτη και βασική αιτία για την κρίση του ευρώ, είναι η αρχιτεκτονική του ευρώ, ο νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας του, το πώς ιδρύθηκε ως ενιαίο νόμισμα.

 

Η δεύτερη βασική αιτία ήταν η επιλογή που ελήφθη το φθινόπωρο του 2009, μετά δηλαδή το ξέσπασμα της κρίσης, στη σύνοδο κορυφής του G20 που έγινε τοτε, ότι «στην Ευρώπη, την κρίση θα την αντιμετωπίσει ο καθένας μόνος του». Μα αυτό ήταν καθοριστικό, γιατί όταν μια χώρα, όλες δηλαδή οι χώρες της ευρωζώνης, έχουν εκχωρήσει μια σειρά από λειτουργίες, πολιτικές και εξουσίες στην ευρωζώνη, δεν μπορείς μετά να λες «να αντιμετωπίσει την κρίση ο καθένας μόνος του». Όταν δηλαδή έχει εκχωρηθεί το εθνικό νόμισμα και υπάρχει το κοινό νόμισμα, το ευρώ. Άρα, και αυτό συνέβαλε στην κρίση.

 

Η τρίτη αιτία, βεβαίως, είναι η επιλογή να αντιμετωπιστεί η κρίση με σκληρή λιτότητα, συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και με τις λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές, που είναι η περαιτέρω αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων. Η στήριξη των τραπεζών -η επιλεκτική γενικότερα κρατική παρέμβαση- με τεράστια ποσά, και άλλων κλάδων της οικονομίας, χωρίς να εφαρμοστούν πολιτικές ανάπτυξης, αναζωογόνησης της οικονομίας και της απασχόλησης, και χωρίς να εφαρμοστούν αναδιανεμητικές πολιτικές, είχε ως αποτέλεσμα η χρηματοπιστωτική κρίση να μετασχηματιστεί σε δημοσιονομική κρίση, δεδομένου ότι τα ελλείμματα και τα χρέη αυξήθηκαν. Και δεν είναι παράλογο που η χώρα που έζησε πρώτη το πρόβλημα ήταν η Ελλάδα, δεδομένου ότι εμείς είχαμε υψηλό χρέος και πριν την κρίση. Βεβαίως μετά ακολούθησαν και άλλες χώρες. Η Ελλάδα ήταν τελικά η κορυφή του παγόβουνου, όπως εξ αρχής λέγαμε. Συμπέρασμα βασικό, νομίζω, είναι, έστω από αυτή τη συνοπτική αναφορά, ότι η έξοδος από την κριση απαιτεί όχι απλώς κάποιες επιδιορθώσεις, αλλά απαιτεί μια αναθεμελίωση του ευρώ. Ένα νέο σχέδιο το οποίο θα στηρίζεται όχι στις αρχές του νεοφιλελευθερισμού και του ανταγωνισμού, αλλά στις αρχές της αλληλέγγυας συνεργασίας.

 

α) Ποια είναι η απάντηση των βασικών συντηρητικών δυνάμεων της Ευρώπης, όπως αυτές εκπροσωπούνται από την κα Μέρκελ και τον Σαρκοζύ; Είναι σε εξέλιξη μια σειρά διαδικασίες στην ΕΕ, οι οποίες συνοψίζονται σε τέσσερα κεφάλαια: α) αυστηροποίηση του συμφώνου σταθερότητας -δηλαδή ενώ το σύμφωνο αυτό χρεοκόπησε, διότι καμιά χώρα δεν μπορούσε να τηρήσει τους κανόνες του, η κατεύθυνση είναι περαιτέρω αυστηροποίησή του με ποινές κλπ. β) διαμόρφωση νέου μηχανισμού ελέγχου και εποπτείας των λεγόμενων ισορροπιών και της λεγόμενης ανταγωνιστικότητας, όπου θα μπουν και τα εξωτερικά ελλείμματα, τα ισοζύγια πληρωμών κλπ και πάλι εδώ με τη λογική της τιμωρίας, των κυρώσεων, ότι αν μια χώρα έχει ελλείμματα θα πρέπει να μειώνει τους μισθούς κλπ. γ) είναι υπό συζήτηση κάποια μορφή μηχανισμού διαχείρισης των κρίσεων και ελεγχόμενης πτώχευσης. δ) η συνταγματοποίηση όλων αυτών, δηλαδή η προσπάθεια να θωρακιστεί και να συνταγματοποιηθεί, να πάρει θεσμική μορφή το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο που σκιαγραφείται από αυτές τις κατευθύνσεις. Και βεβαίως όλα αυτά κινούνται σε μια στρατηγική, παγκόσμια στρατηγική, η οποία χαράχτηκε στη σύνοδο του G20 τον Ιούνιο του 2010, και η οποία λέει ότι η κρίση αυτή -όπως ήδη είπα- θα αντιμετωπιστεί με λιτότητα, με συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και με νεοφιλελεύθερες διαρθρωτικές αλλαγές. Η κυρίαρχη κατεύθυνση στην Ευρώπη μπορούμε να πούμε ότι είναι μια κατεύθυνση που λέει ότι η Γερμανία και οι άλλες ισχυρές δυνάμεις θα στηρίξουν το ευρώ, εφόσον όμως οι διαδικασίες και οι κανόνες θα είναι εντός του νεοφιλελεύθερου πλαισίου και υπό την αυστηρή γερμανική επιτήρηση.

 

Ποια είναι η στάση της σοσιαλδημοκρατίας, των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης; Πρώτον, εδώ πρέπει να θυμίσουμε ένα ιστορικό συναινέσεων δηλαδή τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, από τις αρχές της 10ετίας του ʽ90, είτε είναι στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, συγκυβερνούν, συνδιαμορφώνουν όλο αυτό το πλαίσιο. Εκείνο λοιπον που διαπιστώνουμε σήμερα, είναι ότι κατά βάση η συναίνεση συνεχίζεται παρά την κρίση. Μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένους άξονες πάνω στους οποίους κινείται η πολιτική και η τακτική των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης. Ο πρώτος άξονας είναι η υιοθέτηση διπλής γλώσσας: άλλα κάνουν όταν είναι στην κυβέρνηση, άλλα λένε όταν είναι στην αντιπολίτευση. Σήμερα, δηλαδή, τα κόμματα τα σοσιαλιστικά -κατʼ όνομα-, όπου είναι στην κυβέρνηση (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία) εφαρμόζουν τη σκληρή, βάρβαρη λιτότητα, εφαρμόζουν το μνημόνιο στην ουσία, είτε με τρόικα όπως στην Ελλάδα, είτε χωρίς τρόικα όπως γίνεται στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. ʽΌταν είναι στην αντιπολίτευση καταγγέλλουν τη λιτότητα, μιλούν για τις ανισότητες κλπ. Το ίδιο έκανε το ΠΑΣΟΚ όταν ήταν αντιπολίτευση. Δεύτερος άξονας: διπλή στάση απέναντι στην Αριστερά, κι αυτό να το προσέξουμε γιατί αφορά άμεσα και εμάς στην Ελλάδα. Δηλαδή: από τη μια η γραμμή τους είναι οικειοποίηση αριστερών ιδεών, «κλέψιμο» αριστερών ιδεών, με ταυτόχρονη επίθεση στην Αριστερά. Εάν δείτε την τελευταία ομιλία του κου Παπανδρέου στην Κοιν.Ομάδα του ΠΑΣΟΚ, από τη μια φτάνει να οικειοποιείται ακόμα και ιδέες κομμουνιστικές και από την άλλη θεωρεί την Αριστερά υπεύθυνη για ό,τι συμβαίνει στη χώρα. Κατά τον κ. Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ «θέλει ένα κράτος που να υπερασπίζεται το “κοινό”» και συνεχίζει «η λέξη “κοινό” ειναι και μέσα στις προοδευτικές, λαϊκές λέξεις: social (σοσιαλιστικό) στα αγγλικά, common (κομμουνιστικό) κλπ». Αυτά και άλλα πολλά είπε ο κ. Παπανδρέου. Από την άλλη μεριά η Αριστερά εγκαλείται για το χρέος στην Ελλάδα, για την κληρονομιά όπως λέει ο Παπανδρέου, ξεχνώντας ότι το 1981 το δημόσιο χρέος ήταν 220 ευρώ κατά κεφαλή, και τώρα ειναι 27.000 ευρώ κατά κεφαλή. Αυτή είναι μια από τις κληρονομιές του δικομματισμού που θα μας βαραίνουν.

 

Ο τρίτος άξονας πάνω στον οποίο κινούνται τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, είναι η αναγνώριση επιμέρους προβλημάτων του ευρώ, αναγνώριση επιμέρους ελλειμμάτων του ευρώ και της ΟΝΕ και προτάσεις αποσπασματικές για  επιδιορθώσεις. Παράδειγμα εδώ είναι το περιβόητο ευρωομόλογο: μέχρι πρόσφατα δεν το ήξεραν, το φοβούνταν, δεν το ανέφεραν. Τώρα ξαφνικά είναι η πανάκεια που θα λύσει τάχα όλα τα προβλήματα, ενώ είναι ένα μέτρο που, υπό όρους και προϋποθέσεις ανάλογα και πού θα ενταχθεί, μπορεί να παίξει θετικό ή και αρνητικό ρόλο.

 

Επομένως, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη στάση των σοσιαλιστικών/σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων συνολικά ότι: α) ειναι δημαγωγική και σε μερικές περιπτώσεις ακραία κυνική. β) έχουν πλήρη αδυναμία να δώσουν μια απάντηση στα θεμελιώδη προβλήματα του ευρώ, γ) από τη δική μας μεριά, παρόλα αυτά, χρειάζεται προσοχή. Δεν πρέπει να υψώνονται σινικά τείχη και φραγμοί με τον κόσμο που ακολουθεί τα κόμματα αυτά, πολύ περισσότερο σήμερα που και αυτός ο κόσμος πλήττεται από την πολιτική που ασκείται.

 

Μπορούμε τώρα, και με τη ρευστότητα που υπάρχει, να διακρίνουμε κάποια σχέδια ή τάσεις για το μέλλον της Ευρώπης και της ΕΕ; Νομίζω ότι μπορούμε, με βάση τουλάχιστον τί συζητιέται στο διεθνή τύπο και στο διεθνή χώρο γενικότερα, να ξεχωρίσουμε τρία σενάρια. Το πρώτο είναι ένα σεναριο οικονομικής ομογενοποίησης της ευρωζώνης με βάση το γερμανικό εξαγωγικό μοντέλο. Δηλαδή να έχουμε όλοι πλεονάσματα και να κάνουμε όλοι εξαγωγές. Να έχουμε εξωστρεφή ανάπτυξη μέσω εξαγωγών. Το μοντέλο αυτό δεν είναι βιώσιμο διεθνώς κατά την άποψη αρκετών οικονομολόγων, και τη δική μου, γιατί όταν όλες οι χώρες εξάγουν, κάποιες πρέπει και να εισάγουν. β) από κοινωνική άποψη σημαίνει ότι αυτή η οικονομική ομογενοποίηση χωρών με διαφορετικές εξειδικεύσεις και παραδόσεις, μπορεί να γίνει μόνο με τεράστια κοινωνική διαφοροποίηση, δηλαδή μεγάλη μείωση των μισθών, μεγάλη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, γεγονός το οποίο θα αποδυναμώσει εν τέλει το ευρώ και θα απο-νομιμοποιήσει την Ε.Ε. συνολικά. Άρα αυτό το σενάριο, προς το οποίο πάνε οι εξελίξεις, δεν θα ειναι υπέρβαση της κρίσης, αλλά θα ειναι προϋπόθεση ενδεχομένως για ακόμα μεγαλύτερες κρίσεις και αδιέξοδα. Ένα δεύτερο σενάριο, το οποίο συζητείται, είναι μια θεσμοθετημένη διαφοροποιημένη παραγωγική εξειδίκευση. Δηλαδή αναγνωρίζεται ότι οι χώρες που αποτελούν την ευρωζώνη έχουν διαφορετικές οικονομικές δομές, διαφορετικές οικονομικές δυνατότητες, άρα διαφορετικές παραγωγικές  εξειδικεύσεις. Αναγνωρίζεται αυτό το γεγονός, γίνεται αποδεκτό ότι κάποιες χώρες θα έχουν πλεονάσματα, κάποιες ελλείμματα. Αυτό όμως το σενάριο, για να γίνει βιώσιμο, θα πρέπει να συνοδεύεται από ανακατανομές πόρων, ούτως ώστε να εξισορροπούνται αυτές οι ανισορροπίες. Απαιτεί δηλαδή αυτό το σεναριο, για να υπάρξει και να ειναι βιώσιμο, θεσμούς, ας το πούμε ομοσπονδιακού τύπου, χωρίς κατʼ αναγκη η ευρωζώνη να είναι ομοσπονδία. Οι χώρες πχ που έχουν πλεονάσματα να μεταφέρουν πόρους στις χώρες που έχουν ελλείμματα, να υπάρχει ισχυρός προϋπολογισμός που να δημιουργεί κοινές υποδομές. Το τρίτο σεναριο, ή το σεναριο του μικρού ευρώ όπως λέγεται, υποστηρίζεται από μειοψηφικές αλλά ισχυρές μερίδες του γερμανικού κυρίως κεφαλαίου, και εκδηλώθηκε και με την υποστήριξη διαφόρων οικονομολόγων οι οποίοι αντέδρασαν και έκαναν και προσφυγή στο ευρωπαϊκό συνταγματικό δικαστήριο ενάντια στην ένταξη της Γερμανίας στο ευρώ. Επανέρχονται αυτοί σήμερα και προπαγανδίζουν την ιδέα μιας ζώνης ευρώ, που θα αποτελείται από λιγότερες χώρες που θα είναι βεβαίως πιο κοντά στο γερμανικό σύστημα. Οι ίδιες δυνάμεις προτείνουν την αποβολή από το ευρώ χωρών οι οποίες έχουν αδύναμες οικονομίες είτε δεν μπορούν να ακολουθήσουν τους κανόνες -βλέπε Ελλάδα-.

 

Τι μπορούμε να πούμε γι αυτά τα σενάρια, από τη σκοπιά της Αριστεράς; Ότι προφανώς είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι με το πρώτο σενάριο της γερμανικής ομογενοποίησης -ας το πω έτσι. Το δευτερο σενάριο της θεσμοθετημένης διαφοροποιημένης παραγωγικής εξειδίκευσης δεν ειναι βιώσιμο, παρά μόνο αν συνοδευτεί από μηχανισμούς αναδιανομής και αλληλεγγύης, μηχανισμούς όμως που σήμερα κανείς εκτός από την Αριστερά δεν τους προτείνει. Και το τρίτο σεναριο, δηλαδή αυτό που οδηγεί είτε στη διάσπαση του ευρώ είτε στη διάλυση της ευρωζώνης και στην αποβολή κάποιων μελών, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι παραλλαγές μπορούν να συμβιβαστούν με ένα αριστερό σχέδιο. Λέω δηλαδή ότι η έξοδος από το ευρώ δεν μπορεί να είναι αριστερή επιλογή, τουλάχιστον με τις σημερινές συνθήκες και τους συσχετισμούς που επικρατούν και διεθνώς και στην Ευρώπη. Εάν γίνει έξοδος από το ευρώ θα γίνει υπό την ηγεμονία δυνάμεων οι οποίες θα θέλουν, μέσω δραχμής και υποτίμησής της, να εφαρμόσουν ακόμα πιο σκληρές πολιτικές ενάντια στους εργαζόμενους. Άλλωστε δεν ειναι τυχαίο που αυτό το σεναριο προβάλλεται κυρίως από τους αγγλοσάξονες νεοφιλελεύθερους και από αυτούς τους κύκλους του γερμανικού κεφαλαίου που ανέφερα πριν το σκεπτικό τους. Μια τέτοια εξέλιξη λοιπόν θα συνιστά μια αντιδραστική έξοδο από το ευρώ.

 

Συνοψίζω τα βασικά επιχειρήματα για την τεκμηρίωση αυτής της θέσης. Στο σημερινό στάδιο της παγκόσμιας εξέλιξης, πολλά προβλήματα υπερβαίνουν τις δυνατότητες ακόμα και μεγάλων χωρών. Γι αυτό βλέπουμε ο καπιταλισμός να αναζητά τρόπους ολοκλήρωσης και στην Ευρώπη και στην Αμερική και στη Λατινική Αμερική. Το ότι βέβαια ο χαρακτήρας αυτής της ολοκλήρωσης είναι αυτός που είναι, προσδιορίζεται από το χαρακτήρα των δυνάμεων που κινούν τις διαδικασίες. Επομένως ο έλεγχος των αγορών ή    των τραπεζών, η προστασία του περιβάλλοντος, η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, αυτά και πάρα πολλά άλλα προβλήματα, μπορούν πια να αντιμετωπιστούν όχι στα πλαίσια του εθνικού κράτους αλλά μόνο αν υπάρχουν ευρύτερες λύσεις. Μάλιστα, αν οι λύσεις αυτές είναι προοδευτικές, τότε ενδυναμώνεται και ο ρόλος του εθνικού κράτους. Η σχέση επομένως εθνικού κράτους και διεθνών θεσμών δεν είναι μια σχέση μηδενικού αθροίσματος. Ακόμα κι αν διαλυόταν λοιπόν αύριο η ΕΕ θα έπρεπε να αγωνιστούμε για μια νέα ΕΕ, εννοείται βέβαια πάνω σε νέες βάσεις και νέες αρχές.

 

Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι πολλά από τα προβλήματα που εμφανίζονται στην ΕΕ τελικά είναι προβλήματα που πηγάζουν απʼ την παγκόσμια ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού. Επειδή όμως είναι παγκόσμια αυτή η ηγεμονία, δεν σημαίνει ότι βγαίνοντας από το ευρώ απαλλάσσεσαι από τα προβλήματα που υπάρχουν. Και έρχομαι στο τρίτο επιχείρημα, ειδικά για την Ελλάδα, ίσως έξω από το ευρώ η ασυδοσία των αγορών θα γίνει εντονότερη, διότι έχοντας ένα αδύνατο εθνικό νόμισμα μπορεί να γίνεται πιο εύκολα θύμα κερδοσκοπικών επιθέσεων. Γι αυτό και θυμίζω κάτι που οι παλιοί θα θυμούνται. Η δραχμή, ως δραχμή, πάντα ήταν συνδεδεμένη με σκληρά νομίσματα. Επί 18-20 χρόνια, μέχρι το 1971, ήταν συνδεδεμένη με το δολάριο, μετά ήταν συνδεδεμένη με δέσμη νομισμάτων.

 

Έρχομαι λοιπον στο τελευταίο σημείο: πώς απαντούν οι δυνάμεις της Αριστεράς ή πώς πρέπει να απαντούν; Για τις δυνάμεις της Αριστεράς η υπέρβαση του καπιταλισμού και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού με ελευθερία και δημοκρατία, όπως τουλάχιστον λέει ο δικός μας χώρος, σε όλη την Ευρώπη και σε κάθε χώρα χωριστά, συνιστά στρατηγική δέσμευση. Η κρίση αυτή καθιστά το στόχο αυτόν πολύ πιο επίκαιρο, πολύ πιο αναγκαίο, και επομένως δεν τίθεται εδώ θέμα κάποιας διαφοροποίησης. Όλες οι δυνάμεις, κάθε μια με τον τροπο της, αναγνωρίζουν όμως την ανάγκη ότι πρέπει να εμπνεύσουμε τους εργαζόμενους, πρέπει να τους πείσουμε για την ανάγκη ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού και της νεοφιλελεύθερης αρχιτεκτονικής της Ευρώπης, ως μια πρωτη απάντηση στην κριση, για να ανοίξουμε ένα δρόμο για πλατύτερες αλλαγές. Όπως έδειξε το πρόσφατο συνέδριο του ΚΕΑ, στο οποίο συγκεντρώνεται ίσως ο κύριος όγκος των αριστερών δυνάμεων της Ευρώπης πέρα από τη σοσιαλδημοκρατία, οι ανάγκες αυτές αναζητούν διέξοδο μέσα από μια στρατηγική που συνοπτικά μπορούμε να την πούμε μια στρατηγική επανίδρυση της ΕΕ και του ευρώ, στη βάση μιας νέας κοινωνικής φιλοσοφίας, στη βάση των αξιών της αλληλεγγύης, καθώς και στη βάση της διαφορετικής δημοκρατικής διαδικασίας που θα έχει η συμμετοχή των πολιτών. Η στρατηγική για μια κοινωνική Ευρώπημ που θα οικοδομηθεί στη βάση αυτών των αρχών, δεν μπορεί να ειναι προϊόν αλλαγής μόνο του εποικοδομήματος. Προϋποθέτει να αλλάξουν τα θεμέλια. Στη βάση των αρχών που εμπεδώθηκαν από την ίδρυση της ΕΟΚ παλιότερα με τις τέσσερις αρχές, στη βάση των μηχανισμών που θεσμοθετήθηκαν μετά από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, δεν μπορούμε να πούμε ότι με τους ιδίους θεσμούς θα έχουμε ξαφνικά μια νέα κοινωνική Ευρώπη. Τίθεται βεβαίως θέμα να αξιοποιήσει κανείς τις σημερινές αντιφάσεις και τα προβλήματα, ούτως ώστε μέσα από δράσεις κινημάτων και πολιτικές  να μπορέσει ακριβώς να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια τέτοια ριζική επαναθεμελίωση.

 

Άμεση προτεραιότητα που θέτει και το ΚΕΑ είναι η κοινή αντίσταση ενάντια στην πολιτική της λιτότητας και του κοινωνικού ανταγωνισμού. Πρέπει να καταστεί σαφές εδώ ότι εκείνο που διακυβεύεται δεν είναι απλώς η διεύρυνση των ανισοτήτων και μια περαιτέρω αύξηση της κοινωνικής αδικίας. Εκείνο που διακυβεύεται είναι να συντελεστούν καταστροφές κοινωνικές και οικονομικές μη αναστρέψιμες -αυτό που γίνεται και στη χωρα μας-. Διαλύονται επιχειρήσεις, διαλύονται ιστοί κοινωνικοί και οικονομικοί. Δεν αποκαθίστανται αυτά εύκολα μετά. Θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια και θυσίες. Άρα η κοινή αντίσταση και απόκρουση αυτής της επίθεσης είναι πρώτος μεγάλος κοινός στόχος για τους εργαζόμενους της Ευρώπης, άρα και για τις αριστερές δυνάμεις.

 

Δευτερη προτεραιότητα, συνδεδεμένη με την πρώτη, είναι βεβαίως ο συντονισμός: σε κάθε χώρα, οι λαοί, οι εργαζόμενοι, τα αριστερά κόμματα, καθορίζουν τις προτεραιότητές τους, τις στρατηγικές τους, τις ιεραρχίες τους κλπ. Ταυτόχρονα όμως μπορεί και πρέπει να είναι φροντίδα όλων μας να επιλέγουμε στόχους οι οποίοι, ακόμα κι αν δεν υπάρχει οργανωτικός συντονισμός, εξ αντικείμενου να λειτουργούν κοινές λογικές. Το ΚΕΑ έχει πολλές τέτοιες ιδέες καταθέσει, πχ να υπάρξει ένας κοινός αγώνας για έναν κοινό κατώτατο μισθό σε όλες τις χώρες της ΕΕ, όπου αυτός θα είναι τουλάχιστον το 60% του μέσου μισθού στην κάθε χωρα. Δεν μπορούμε να έχουμε τον ίδιο ονομαστικό μισθό παντού, αλλά μπορούμε να έχουμε ένα μέτρο, την καθιέρωση  παντού ενός ελάχιστου βασικού εισοδήματος  για όσες και όσους δεν έχουν άλλον τροπο για να καλύψουν βασικές ανάγκες επιβίωσης. Τρίτο, -αυτο το προτείναμε κι εμείς εδώ-: καθιέρωση κοινού κατώτατου συντελεστή για τη φορολογία του κεφαλαίου, για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, για τα κέρδη των επιχειρήσεων, ούτως ώστε να μην μπορεί η κυβέρνηση σε μια χώρα να κάνει φορολογικό ντάμπινγκ, να μηδενίζει τους συντελεστές και να δημιουργείται έτσι ένας φορολογικός ανταγωνισμός. Καθιέρωση γενικά κοινών κοινωνικών κατώτατων standards.

 

Σε ό,τι αφορά στο χρέος, το οποίο, πρέπει να πω, άργησαν οι σύντροφοί μας στην Ευρώπη να καταλάβουν ότι η ελληνική περίπτωση, όπως είπα, ήταν απλώς ο προπομπός αυτού που έρχεται και για τους ίδιους. Το θετικό είναι ότι έχει αρχίσει να συνειδητοποιείται το πρόβλημα, αν και υπάρχουν ακόμα κενά πληροφόρησης, ιδίως στις αριστερές δυνάμεις των βόρειων χωρών, περί του τί ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα. Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση του ΚΕΑ είναι πολύ σημαντική, νομίζω, για μας, διότι έχει την άποψη ότι το χρέος είναι πανευρωπαϊκό πρόβλημα και άρα πρέπει να υπάρξει πανευρωπαϊκή ρύθμιση και προσπάθεια αντιμετώπισής του. Στην κατεύθυνση αυτή: 1) Υιοθετεί την άποψη ότι πρέπει να καταργηθεί μέρος του δημόσιου χρέους, με τον ένα ή άλλο τρόπο, έτσι ώστε να βοηθηθούν οι χρεωμένες χώρες να έχουν αναπτυξιακή πολιτική. 2) Είναι αντίθετο στους μηχανισμούς διαχείρισης κρίσης ή τον μηχανισμό ελεγχόμενης πτώχευσης, όπως προτείνει η Μέρκελ, και αντʼ αυτού προτείνει ένα μηχανισμό αλληλεγγύης, ο οποίος θα βοηθά τις χώρες που αντιμετωπίζουν κερδοσκοπική επίθεση των αγορών και δεν θα τις τιμωρεί απλώς, όπως κάνουν οι υφιστάμενοι θεσμικοί μηχανισμοί. 3) Ζητά να μετασχηματισθεί –είναι πολύ σημαντικό αυτό- ο ρόλος της ΕΚΤ, διότι δεν είναι δυνατόν να απαγορεύεται η ΕΚΤ να δανείζει τα κράτη, έστω όσο δανείζει τις τράπεζες. Βασική λοιπόν πρόταση εδώ είναι, η ΕΚΤ να μπορεί να δανείζει τα κράτη κατευθείαν. Υπάρχει επίσης πρόταση των γερμανικών συνδικάτων να δημιουργηθεί -λένε τα γερμανικά συνδικάτα- μια ευρωπαϊκή δημόσια τράπεζα, η οποία θα δανείζεται από την ΕΚΤ με 1% επιτόκιο, και αυτή η τράπεζα θα δανείζει τα κράτη.

 

Επίσης φορολόγηση όλων των κερδοσκοπικών συναλλαγών, κατάργηση των φορολογικών παραδείσων, καταρχήν εντός των ευρωπαϊκών εδαφών, αλλά και εκτός. Δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δημόσιου οργανισμού αξιολόγησης των οικονομιών και να μην υπάρχει μόνο αυτό το μονοπώλιο των τριών οίκων -Moodyʼs, Fitch και Standard and Poors-, κλπ. Να καταργηθεί το σύμφωνο σταθερότητας και να αντικατασταθεί με ένα σύμφωνο αλληλεγγύης και έναν ισχυρό προϋπολογισμό. Σημαντικοί στρατηγικοί τομείς, όπως ο τραπεζικός, να αναδιοργανωθούν στη βάση κοινωνικής ιδιοκτησίας και δημοκρατικού ελέγχου.

 

Νομίζω ότι είναι θετικές οι προτάσεις αυτές γενικά και βοηθούν πάρα πολύ τον αγώνα μας και κακώς ο Ριζοσπάστης -δεν ξέρω στο όνομα ποιας σκοπιμότητας-  επιτίθεται στο ΚΕΑ. Μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις στο ένα ή το άλλο ζήτημα, αλλά αυτή τη στιγμή είναι μια παρουσία στον ευρωπαϊκό χώρο και μακάρι να δυναμώσει.

 

Αυτά σε ό,τι αφορά στις θέσεις του ΚΕΑ για το ζήτημα του χρέους, όχι μόνο του ελληνικού αλλά και όλων των άλλων χωρών.

 

ΜΕΡΟΣ Β΄

Για την κρίση του χρέους

 

Έρχομαι τώρα στο δεύτερο θέμα της συζήτησής μας, την ελληνική κρίση του χρέους.

 

Πώς γεννήθηκε το ελληνικό χρέος; Πώς φτάσαμε στην κρίση του χρέους, όταν μέχρι προχτές μας διαβεβαίωναν ότι έχουμε μια ισχυρή οικονομία, με ισχυρή ανάπτυξη; Πώς μια χώρα που κάνει τους πιο πετυχημένους και λαμπερούς Ολυμπιακούς αγώνες, ξαφνικά χρεοκοπεί; Πώς συνδέεται η κρίση του χρέους με τα γενικότερα προβλήματα; Μπορεί μια αριστερή πολιτική να πει ότι αντιμετωπίζοντας το χρέος ξεμπερδεύει με τα υπόλοιπα; Ή πρέπει να υπάρξει ένα συνολικότερο σχέδιο; Τελικά, τι είναι το χρέος; Είναι μια οφειλή που πρέπει να εξοφλήσουμε; Είναι ένα πράγμα ή είναι μια κοινωνική σχέση, όπως έλεγε ο Μαρξ; Και τί θα πει κοινωνική σχέση;

 

Το πρόβλημα της υπερχρέωσης, δημόσιας ή ιδιωτικής, και -για να είμαι πιο ακριβής- η τάση προς την υπερχρέωση, η δυναμική προς την υπερχρέωση, στην εποχή μας είναι συνυφασμένη με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο λειτουργίας του καπιταλισμού. Είναι συνυφασμένη με αυτό που μερικοί ονομάζουν χρηματιστικοποίηση του καπιταλισμού. Είναι μια εξέλιξη με βάθος και πολύ σημαντική, τον τελευταίο μισό αιώνα. Το φαινόμενο λοιπόν της υπερχρέωσης είναι παγκόσμιο, αποτελεί έκφραση της γενικότερης διαρθρωτικής κρίσης του καπιταλισμού, και όλα τα άλλα είναι εκφάνσεις, εκδηλώσεις με ιδιαιτερότητες αυτού του γενικότερου φαινομένου. Πολλοί και πολλές θα θυμάστε ότι γενικότερα, εδώ στην Ελλάδα, επί χρόνια ο ΣΥΝ, με τις εισηγήσεις που κάναμε στη Βουλή για τον προϋπολογισμό, επισημαίναμε το γεγονός αυτό. Είχαμε φτάσει να βάζουμε ένα πινακάκι στις εισηγήσεις για τον προϋπολογισμό, που υπολογίζαμε κάθε χρόνο, για κάθε ένα ευρώ που θα αυξάνεται το εθνικό εισόδημα, πόσο αυξάνεται το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος. Και λέγαμε ότι για κάθε ένα ευρώ εθνικού εισοδήματος, το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος αυξάνεται κατά 2,5 ευρώ, και ότι αυτό είναι παράλογο και δεν μπορεί να συνεχιστεί. Κάποια στιγμή θα σκάσει η φούσκα, και έσκασε.

 

Το δημόσιο χρέος όμως έρχεται από παλιά. Το πρόβλημα του δημόσιου χρέους στη σύγχρονη Ελλάδα, -μιλάμε για τη μεταπολεμική περίοδο- δημιουργήθηκε για να λύσει ένα μείζον πρόβλημα σε μια συγκεκριμένη περίοδο, τη δεκαετία του ʽ80 με αρχές της 10ετίας του ʽ90. Συγκεκριμένα την περίοδο 1981 -1993. Αυτή είναι η περίοδος που γεννήθηκε το χρέος και διαμορφώθηκε σε πρόβλημα, και έκτοτε αναπαράγεται στα ίδια επίπεδα.

 

Γιατί έγινε αυτό; 1) Διότι το κράτος τότε, το ʽ81 και μετά, απορρόφησε το κόστος της τότε κρίσης, που εμφανίστηκε με το φαινόμενο των προβληματικών και υπερχρεωμένων επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα. 2) Διότι η διεύρυνση γενικότερα των δαπανών, η αναγκαία αύξηση των δαπανών τότε, δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη διεύρυνση των φορολογικών εσόδων. Έτσι λοιπόν διαμορφώθηκαν χρόνια ελλείμματα, τα οποία το κράτος αρχικά κάλυπτε «κλέβοντας», οικειοποιούμενο τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, -οι παλιότεροι το θυμούνται αυτό το θέμα- και στη συνέχεια βέβαια δανειζόμενο για να καλύπτει αυτά τα ελλείμματα. Πράγματι, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας το 1980 ήταν στο 22% του εθνικού εισοδήματος, το 1989 στο 64%  και το 1993 στο 98% του εθνικού εισοδήματος. Από το ʽ93 μέχρι σήμερα το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι περί το 98%. Παρʼ όλο που σε απόλυτους αριθμούς αυξήθηκε σημαντικά, το ποσοστό του έμεινε περίπου το ίδιο, α) διότι είχαμε ονομαστική αύξηση του εθνικού εισοδήματος, άρα (στο λόγο χρέος προς ΑΕΠ) ο αριθμητής μεγάλωνε, και β) διότι τα επιτόκια μειώθηκαν απότομα λόγω της εισόδου στο ευρώ, άρα το επιτόκιο δανεισμού ήταν χαμηλότερο. Δανειζόμασταν, αλλά το ποσοστό έμενε το ίδιο, γι αυτό και επικράτησε ένας εφησυχασμός. Και όταν κάποιοι τολμούσαν να θέσουν τέτοιο θέμα, ότι πρέπει να μειωθεί το χρέος, στο χώρο της Αριστεράς αντιμετωπιζόταν κάπως σαν μια άποψη αιρετική. Το 2008 το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ήταν 98,2%. Δηλαδή  από το 1993 μέχρι το 2008 το χρέος ήταν περίπου σταθερό. Οι ετήσιοι τόκοι για την εξυπηρέτηση του χρέους: το 2008, επειδή μειώθηκαν τα επιτόκια, ήταν 4,6% επί του εθνικού εισοδήματος (οι χαμηλότεροι από το 1986). Θυμίζω ότι την περίοδο 1990 – 1994 οι τόκοι ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν τριπλάσιοι, περίπου 12%. Είχαμε λοιπόν ένα υψηλό χρέος, είχαμε πολύ μικρότερη όμως δαπάνη εξυπηρέτησής του σε σχέση με το ιστορικό του. Η κρίση επομένως του χρέους, ξεσπά στο τέλος του 2009, όχι επειδή υπήρξε κάποια δραματική αύξηση του χρέους, αλλά λόγω της γενικότερης κρίσης, λόγω της αλλαγής της στάσης των χρηματαγορών απέναντι στους κινδύνους και πώς τους τιμολογούν, και κυρίως λόγω -κατά την άποψή μου- της πολιτικής επιλογής, που έγινε από διεθνή κέντρα και εγχώριες δυνάμεις του κατεστημένου, να αξιοποιηθεί το χρέος  ως μοχλός για την επιβολή της σκληρής λιτότητας και τη βίαιη προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στο νεοφιλελεύθερο κώδικα. Είναι αυτό που ζούμε σήμερα.

 

Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι η αύξηση του δημόσιου ελλείμματος στην Ελλάδα το 2009 κατά 15%, με βάση μελέτες που έγιναν στην ΕΕ, δεν δικαιολογούσε αύξηση του ελληνικού σπρεντ, δηλαδή της απόστασης του επιτοκίου δανεισμού της Ελλάδας από εκείνο της Γερμανίας, δεν δικαιολογούσε μεγαλύτερη αύξηση του σπρεντ αυτού πάνω από τις 50 μονάδες. Και όμως, αντί για 50 μονάδες έφτασε κοντά στις 1.000. Είναι λοιπόν η κρίση ένα κόλπο; Είναι ένα τέχνασμα; Όχι ακριβώς. Η κρίση είναι αποτέλεσμα: 1) υπαρκτών προβλημάτων και 2) συνειδητής προσπάθειας αξιοποίησης αυτών των προβλημάτων για συγκεκριμένο σκοπό, τη μείωση των μισθών, τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, τη δημιουργία ενός βάρβαρου καπιταλισμού. Τα λένε οι ίδιοι! Αν ακούσετε τις δηλώσεις του εκπροσώπου του ΣΕΒ, αλλά και αρκετών άλλων, λένε «αυτά θέλαμε!» Αξιοποίησαν την κρίση λοιπόν, έκαναν την κρίση ευκαιρία γι αυτούς. Αυτή είναι η προσωπική μου εκτίμηση συνυπολογίζοντας, όσο μπόρεσα, τα γεγονότα. Στην περίπτωση δηλαδή της κρίσης του ελληνικού χρέους, έχουμε μια κλασσική, καθαρή μορφή διαπλοκής οικονομίας και πολιτικής, αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων, πραγματικών προβλημάτων και συνειδητής αξιοποίησής τους από τις κυρίαρχες δυνάμεις.

 

Πώς θα αντιμετωπίσουμε τώρα αυτή την κρίση; Πριν έρθω σʼ αυτό το σημείο, ας δούμε λίγο βαθύτερα, τι σημαίνει χρέος στον καπιταλισμό. Πιστεύω ότι αυτό θα βοηθήσει γενικά τη συγκρότηση μιας αριστερής πολιτικής. Διότι αν κανείς δει το χρέος απλώς σαν ένα πράγμα, μια χρηματική οφειλή, η σκέψη θα πάει σε μια λογιστική αντιμετώπιση του χρέους. Πόσα χρωστάμε, πόσα δώσαμε, πόσα μένουν. Ο Μαρξ μας βοηθάει σʼ αυτό διότι αναλύει το δημόσιο χρέος με δύο διαστάσεις: 1) το θεωρεί ως μια κοινωνική σχέση και 2) το αναλύει ως μοχλό, ως μέσον για την επίτευξη σκοπών άσχετων με το ίδιο το χρέος.

 

Τί σημαίνει το χρέος ως κοινωνική σχέση; Ένα κράτος, για να καλύψει μια ανάγκη που έχει, έχει δύο τρόπους: ο ένας είναι να αυξήσει τους φόρους, και ο δεύτερος είναι να δανειστεί. Γιατί πολλές φορές τα κράτη προτιμούν το δεύτερο; Ο ένας λόγος είναι ότι η αύξηση των φόρων ασκεί πιέσεις για να αυξηθούν οι φόροι και στους πλούσιους. Άρα για να προστατεύσει τους πλούσιους αποφεύγει να αυξήσει γενικά τους φόρους. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι προσφεύγοντας στο δανεισμό, τα κράτη, προσφέρουν μια σχετικά ασφαλή και επικερδή διέξοδο στο λιμνάζον κεφάλαιο. Δηλαδή στην αποταμίευση της εύπορης τάξης. Μην ξεχνάμε ότι τα ομόλογα είναι μια μορφή επένδυσης. Άρα ο δημόσιος δανεισμός εκφράζει εξαρχής μια επιλογή, που ταξικά δεν είναι καθόλου ουδέτερη. Αντίθετα εξυπηρετεί διπλά τις εύπορες τάξεις. Κι τις προστατεύει από τους φόρους που θα ʽπρεπε να πληρώνουν και τους δίνει τη δυνατότητα να επενδύουν κερδοφόρα και με ασφάλεια την αποταμίευσή τους. Βέβαια, τα τωρινά χρέη είναι οι αυριανοί φόροι. Κάθε κρατικό ομόλογο, έλεγε ο Μαρξ, είναι μια συναλλαγματική προεξόφλησης μελλοντικών φόρων. Κάθε ομόλογο, π.χ. 5 δις, είναι 5 δις φόροι για αργότερα. Επειδή όμως τα φορολογικά συστήματα είναι μηχανισμοί αναδιανομής σε βάρος του κόσμου της εργασίας, το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος είναι μια συσσωρευμένη πίεση επί της εργασίας. Τα χρέη λοιπόν του παρελθόντος γίνονται κάποια στιγμή πίεση στους μικρούς, πίεση στο κοινωνικό κράτος, και βλέπετε τώρα ο ΣΕΒ, το ΕΒΕΑ και άλλοι, έκαναν ένα μπλοκ και είπαν «δεν αντέχει άλλους φόρους η κοινωνία». «Μειώστε το κράτος». Εννοούν μʼ αυτό μείωση του κοινωνικού κράτους.

 

Το δημόσιο χρέος όμως εκφράζει και μια άλλη σχέση: τη σχέση του οφειλέτη (του κράτους που δανείζεται) με τους πιστωτές του. Το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτής της σχέσης, δηλαδή πόσο άνιση, πόσο εκμεταλλευτική ή πόσο ισορροπημένη μπορεί να είναι, εξαρτάται από τη σχέση ανάμεσα στην πολιτική, από τις χρηματαγορές, πόσο ελεγχόμενες είναι, το συσχετισμό γενικά δύναμης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Η κατανόηση του χρέους ως κοινωνική σχέση, μας επιτρέπει να διατυπώσουμε έναν πολύ συνοπτικό ορισμό για το δημόσιο χρέος: τι είναι δημόσιο χρέος; Δημόσιο Χρέος είναι οι απλήρωτοι φόροι. Οι φόροι που δεν πληρώθηκαν, ή πληρώθηκαν και δεν εισπράχτηκαν από το κράτος. Μπορούμε να προσθέσουμε και τους εξοπλισμούς και τις σπατάλες που έγιναν, τα υπερτιμολογημένα έργα, τη διαφθορά κλπ, αλλά πυρήνας του ορισμού, πρέπει να είναι ότι χρέος είναι οι φόροι που δεν πληρώθηκαν.

 

Υπάρχει μια κοινωνική τάξη που δεν μπορεί να κάνει φοροδιαφυγή, η τάξη των εργατών, των υπαλλήλων, των μισθωτών, επομένως υπάρχει μια κοινωνική κατηγορία η οποία δεν χρωστάει, αλλά της χρωστάνε. Το σύνθημα δηλαδή που βλέπουμε καμιά φορά γραμμένο: «δεν χρωστάμε, μας χρωστάνε», είναι απόλυτα σωστό, για ορισμένα όμως τμήματα της κοινωνίας (για άλλα δεν είναι καθόλου σωστό). Το χρέος επομένως ως κοινωνική σχέση, μας επιτρέπει να βγάλουμε ένα ακόμα συμπέρασμα: ότι δεν πρέπει μόνο να μιλάμε για το χρέος του κράτους προς τους πιστωτές του, πρέπει να μιλάμε και για το κοινωνικό χρέος, το χρέος του κράτους προς εκείνα τα τμήματα της κοινωνίας που δεν καρπώθηκαν τίποτε από την περιβόητη ανάπτυξη που προηγήθηκε. Το χρέος του κράτους προς τα ασφαλιστικά ταμεία που από το 1950 και μετά, μέχρι το 1990, άτοκα, με αναγκαστικούς νόμους, δέσμευαν στην Τράπεζα της Ελλάδος τα χρήματά τους. Το χρέος του κράτους προς τους φτωχούς, τους ανέργους, προς όλα αυτά τα τμήματα της κοινωνίας που δεν μπορούμε να πούμε ότι συμμετείχαν στο επίπεδο ευημερίας που έχει επιτευχθεί. Και μπορούμε να μιλήσουμε και για ένα οικολογικό χρέος, διότι μέσα σʼ αυτή την ανάπτυξη που προηγήθηκε -και μʼ αυτό το μοντέλο πολιτικής- έγινε μια καταστροφή του περιβάλλοντος η οποία πρέπει να αποκατασταθεί. Υπάρχει και μια κλιματική αλλαγή που αν δεν αντιμετωπίσουμε τώρα τις επιπτώσεις της, δεν θα υπάρχουν όροι ζωής και αναπαραγωγής ενδεχομένως της κοινωνίας στο μέλλον. Άρα το χρέος προς τους πιστωτές, το κοινωνικό χρέος, το οικολογικό χρέος, αυτές είναι οι τρεις κληρονομιές του δικομματισμού, του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε.

 

Συμπέρασμα: Η πάλη ενάντια στο χρέος σημαίνει την ανακατανομή των φορολογικών βαρών, την υπεράσπιση των μισθών και του κοινωνικού κράτους, τον περιορισμό της παντοδυναμίας των αγορών, σημαίνει τον επαναπροσδιορισμό γενικότερα της σχέσης πιστωτή-οφειλέτη. Μια πολιτική ενάντια στο χρέος για να είναι προοδευτική πρέπει να εντάσσεται σε ένα πλαίσιο πολιτικής που χτυπάει σʼ όλους αυτούς τους στόχους.

 

Δυο λόγια τώρα για τη δεύτερη επισήμανση ότι το χρέος χρησιμοποιείται και ως μοχλός. Το χρέος δεν είναι μόνο σχέση. Χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός ιστορικά, από τη γέννηση του καπιταλισμού. Δηλαδή, το δημόσιο χρέος απετέλεσε βασικό μοχλό πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου. Και μʼ αυτή την έννοια αναλύει ο Μαρξ το θέμα αυτό. Το δημόσιο χρέος, λέει, βοήθησε ούτως ώστε μέσω των κρατών και μέσω των φόρων να συνθλιβούν τα μεσαία στρώματα εκείνης της εποχής, να επιταχυνθεί η μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, και στη συνέχεια να επιταχυνθεί η αναδιάρθρωση του καπιταλισμού. Στη συνέχεια το δημόσιο χρέος, -το κρατικό χρέος- χρησιμοποιήθηκε ολόκληρο ως μοχλός εξάρτησης, ως μοχλός ιμπεριαλιστικής επέκτασης, ως μοχλός αποικιοκρατικής επέκτασης κ.ο.κ.

 

Σήμερα διαπιστώνουμε ότι το χρέος χρησιμοποιείται ως μοχλός και ως άλλοθι παγκοσμίως για την επιβολή της πιο σκληρής λιτότητας, της πιο βάρβαρης επίθεσης ενάντια στους μισθούς και το κοινωνικό κράτος. Ανάλογες πολιτικές εφαρμόζονται και σε χώρες που δεν έχουν υψηλό χρέος. Π.χ. η Ισπανία, αυτή τη στιγμή, μειώνει τους μισθούς, συρρικνώνει το κοινωνικό κράτος, ενώ το χρέος της το 2007, όταν άρχισε η κρίση, ήταν 42%. Κάτω δηλαδή από κάθε όριο. Η Ιρλανδία, η οποία πρώτη άρχισε τα προγράμματα λιτότητας στην Ευρώπη, και αν θυμάστε πέρυσι ο κος Τρισέ συμβούλευε την Ελλάδα να κάνει ό,τι κάνει και η Ιρλανδία, είχε το 2007 χρέος 28% του ΑΕΠ! Είχε βεβαίως ιδιωτικό χρέος. Τι δείχνουν αυτά τα στοιχεία; Ότι το δημόσιο χρέος χρησιμοποιείται ως η αιχμή για να επιβληθεί αυτή η πολιτική. Το γεγονός οτι το χρέος και η απειλή της χρεοκοπίας χρησιμοποιούνται ως μοχλός για την επιβολή της λιτότητας αλλά και τη βίαιη προσαρμογή στο νεοφιλελεύθερο πρότυπο, δεν σημαίνει πως το χρέος δεν είναι πρόβλημα. Επαναλαμβάνω: αν δεν ήταν πρόβλημα δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός. Χρησιμοποιείται ως μοχλός διότι είναι πρόβλημα.

 

Όλα αυτά όμως οδηγούν σε ένα πολιτικό συμπέρασμα: Θα ήταν αυταπάτη να πιστέψουμε ότι αν αντιμετωπίσουμε το χρέος, αν το «κόψουμε» π.χ. στο 50%, θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το προβλημα. Η σειρά πρέπει να είναι αντίστροφη: Χτυπώντας αυτή τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να χτυπήσουμε και το χρέος. Το θέμα δηλαδή και η πρόκληση είναι πώς να βγούμε συνολικά από το φαύλο κύκλο: χρέος – λιτότητα – ύφεση – ανεργία.

 

Θα ολοκληρώσω με ορισμένες προτάσεις και στόχους για μια πολιτική διεξόδου από την κρίση του χρέους.

 

Πρώτος στόχος: αναδιανομή των βαρών και του πλούτου. Δεν υπάρχει καμία διέξοδος αν δεν υπάρξει αναδιανομή των εισοδημάτων και του συσσωρευμένου πλούτου. Τα φορολογικά έσοδα της Ελλάδας, ως ποσοστό του ΑΕΠ, πρέπει να φτάσουν, σε μια πορεία, τουλάχιστον στο μέσο επίπεδο των φορολογικών εσόδων της ΕΕ. Δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα να είναι μια χώρα υπό χρεοκοπία, και τα φορολογικά της έσοδα να είναι χαμηλότερα από τα φορολογικά έσοδα των άλλων χωρών που δεν έχουν πρόβλημα χρεοκοπίας. Δεδομένου ότι οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα, ως ποσοστό πάντα του ΑΕΠ, δεν αποκλίνουν, δεν είναι μεγαλύτερες από το μέσο ευρωπαϊκό όρο, αυτό που αποκλίνει είναι τα έσοδα, που είναι χαμηλότερα, επομένως αυτά πρέπει να αυξηθούν, εννοείται με δίκαιο τρόπο. Κατάργηση της φορολογικής ασυλίας και της ευνοϊκής μεταχείρισης των υψηλών εισοδημάτων. Το ξέρουμε ότι σήμερα στη Γερμανία και την Αυστρία υπάρχουν υψηλότεροι συντελεστές φορολόγησης των μεγάλων εισοδημάτων απʼ ό,τι στην Ελλάδα; Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πολλά στοιχεία. Όλο το χρήμα που έφυγε από την Ελλάδα, μέσα από ελληνικές τράπεζες ή τράπεζες που εδρεύουν στην Ελλάδα έφυγε. Ελάχιστοι, πιστεύω, είναι αυτοί πια που κυκλοφορούν το χρήμα σε μαύρες βαλίτσες. Μέσα από τράπεζες λοιπόν έγινε αυτό, όλα τα στοιχεία υπάρχουν, πολιτική βούληση χρειάζεται.

 

Δεύτερος στόχος: τέρμα στις αποκρατικοποιήσεις. Καμιά ακίνητη δημόσια περιουσία, ούτε ένα στρέμμα, καμιά μετοχή κερδοφόρας δημόσιας επιχείρησης σε ιδιώτες. Ό,τι έχει απομείνει -δεν έχουν απομείνει και πολλά- να ενταχτούν σε μια δημόσια τράπεζα με κοινωνικό έλεγχο, η οποία θα διαχειρίζεται με διαφάνεια και αυξημένους κανόνες διαφανούς λειτουργίας κλπ. Αυτή η δημόσια τράπεζα να διαχειρίζεται τη δημόσια περιουσία και το δημόσιο χρέος της χώρας.

 

Τρίτος στόχος: αναδιαπραγμάτευση του συσσωρευμένου χρέους με ρήτρα απασχόλησης. Να εξηγήσω τι εννοώ: Το βασικό με το χρέος είναι να μειωθεί το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησής του, ώστε να μπορεί να χρηματοδοτηθεί αναπτυξιακή και κοινωνική πολιτική. Αυτό μπορεί να γίνει και με διαγραφή μέρους του χρέους, να γίνει και με επιμήκυνση, να γίνει και με μείωση των επιτοκίων δανεισμού κλπ, να γίνει και επαναγορά μέρους του χρέους και μετατροπή του σε ομόλογα που θα πάνε να κλειστούν στην ΕΚΤ και να μην κυκλοφορούν στις αγορές, και ό,τι άλλο μπορεί να υπάρχει. Αλλά, προσωπικά, αν βγει ένα σενάριο το οποίο έχει και επιμήκυνση και μεγάλη διαγραφή ή λιγότερη διαγραφή του χρέους κλπ, και προκύψει ότι η ετήσια δόση των τόκων από 8% του ΑΕΠ θα είναι στο 4% του ΑΕΠ, αυτό θα το θεωρήσω θετικό. Εάν γίνουν του κόσμου οι ρυθμίσεις και τελικά πληρώνουμε υπέρογκα ποσά για τόκους, τι να το κάνουμε αυτό; Άρα ο πρώτος πολιτικός στόχος της όποιας ρύθμισης ή αναδιαπραγμάτευσης πρέπει να είναι αυτός.

 

Και έρχομαι στο δεύτερο που, κατά τη γνώμη μου,  είναι αυτό που κυρίως ταυτοποιεί την Αριστερά. Διότι τα άλλα τα λένε όλοι και οι αστικές κυβερνήσεις. Εκείνο που εμείς πρέπει να επιμείνουμε είναι η ρήτρα απασχόλησης, και εννοώ το εξής: κάναμε μια ρύθμιση του χρέους, μια νέα ρύθμιση και το μειώσαμε στο 50%, και αύριο έχουμε ύφεση. Θα μπορέσουμε να εξυπηρετήσουμε το υπόλοιπο 50%; Όχι. Η Ιρλανδία είχε  27% χρέος, και λόγω της ύφεσης, που προκάλεσαν τα μέτρα λιτότητας, το χρέος ανέβηκε και αυτή τη στιγμή είναι σε κατάσταση πολύ δύσκολη. Η ρήτρα απασχόλησης λέει το εξής: θα πληρώνω όσο η οικονομία μου πάει καλά, όσο έχω θετική ανάπτυξη και όσο μειώνεται η ανεργία. Αν η ανεργία αυξάνει, αν η οικονομία συρρικνώνεται και έχω ύφεση, η δόση θα μειώνεται. Μήπως αυτή η πρόταση είναι υπερβολικά φιλόδοξη και δεν γίνεται πειστική; Αυτή ήταν η ρήτρα με την οποία η Γερμανία ρύθμισε τα χρέη της μετά τον πόλεμο. Το 1953 η συμφωνία του Λονδίνου για τα γερμανικά χρέη εξασφάλισε κούρεμα 62,5%, μειώθηκε δηλαδή το γερμανικό χρέος κατά 62,5%, και, δεύτερον, συμφωνήθηκε ότι η ρήτρα με την οποία θα εξοφλεί το χρέος της η Γερμανία θα είναι ποσοστό επί των εξαγωγών. Αν οι εξαγωγές μειώνονται, θα μειώνεται και η δόση.  Μια ανάλογη ρήτρα μπορεί να ισχύσει όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά όλες τις υπερχρεωμένες χώρες. Δεύτερο στοιχείο  ότι δεν είναι ουτοπική. Ο κος Ντελόρ πρόσφατα, σε συνέντευξή του στα «Νέα», είπε δημόσια ότι κατά τη διαπραγμάτευση των συμφώνου σταθερότητας και των συνθηκών του Μάαστριχτ  ο ίδιος ήθελε και επέμενε να μπει η ρήτρα της απασχόλησης και της ανεργίας ως κριτήριο και απερρίφθη γιατί δεν ήθελαν οι Γερμανοί και οι Ισπανοί. Άρα και εντός των κυρίαρχων δυνάμεων αναγνωρίζεται ότι πρέπει να υπάρχουν κάποιες ρήτρες.

 

Τέταρτος στόχος, κατεύθυνση: ρυθμίσαμε το χρέος, φτιάξαμε και το φορολογικό μας σύστημα και σταματήσαμε τις ιδιωτικοποιήσεις. Αρκούν αυτά για να πετύχουμε μια ανάκαμψη; Να λάβουμε υπʼ όψη μας ότι μιλούμε τώρα για μια κατάσταση όπου έχουμε χάσει ήδη 10% του ΑΕΠ, δηλαδή η ελληνική οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά 10%, δύο μονάδες το 2009, κοντά στις πέντε το 2010, και άλλες τρεισήμισι  υπολογίζουν το 2011, και βλέπουμε για το 2012. Άρα μιλάμε για μια ύφεση πολύ βαθιά. Μιλάμε για μεγάλη αύξηση της ανεργίας που μπορεί να έχει φτάσει μέχρι τότε και στους 1.000.000 ανέργους. Πώς θα βγεις από αυτό το τούνελ; Θα βγεις με μαζικές επενδύσεις. Και επειδή σε τέτοιες συνθήκες οι ιδιώτες δεν κάνουν επενδύσεις, θα πρέπει η βάση να είναι οι δημόσιες επενδύσεις. Πρέπει λοιπόν να εξασφαλίσεις και μια χρηματοδότηση η οποία θα σου επιτρέψει την ανάκαμψη. Πώς μπορούμε να το απαιτήσουμε αυτό; Νομίζω, εφόσον είμαστε μέλος της ευρωζώνης, ότι  το αίτημα εδώ είναι κατʼ ευθείαν χαμηλότοκος δανεισμός από την ΕΚΤ, θέση που έχει και το ΚΕΑ. Ή με άλλον τρόπο λιγότερο, αν θέλετε, επιβαρυντικό. Θα μπορούσε να πετύχει και το θέμα ενός νέου ευρωπαϊκού κοινοτικού πλαισίου στήριξης με ευέλικτες όμως διαδικασίες. Και το λέω αυτό, διότι αν η κυβέρνηση πάει -αυτό λέει ότι θα κάνει- να δανειστεί από τις αγορές ξανά με υψηλά επιτόκια, πάλι θα έχουμε το πρόβλημα του χρέους. Άρα βασικό θέμα  είναι η διεκδίκηση χαμηλότοκου δανεισμού ή ισοδύναμου αποτελέσματος μορφής χρηματοδότησης των αναγκών της ανάκαμψης και της ανασυγκρότησης της οικονομίας.

 

Πέμπτος στόχος: ο ρόλος των τραπεζών. Το τραπεζικό κερδοσκοπικό μοντέλο χρεοκόπησε. Όλες οι τράπεζες είναι υπό χρεοκοπία. Έχουν άνοιγμα 96 δις ευρώ στην ΕΚΤ. Κρύβουν τα επισφαλή δάνεια διότι, αν τα εμφανίσουν, ο ισολογισμός θα «κοκκινίσει». Αυτό το μοντέλο λοιπόν, όπου οι τράπεζες παίρνουν τις καταθέσεις του κόσμου και κερδοσκοπούν, έχει χρεοκοπήσει. Πρέπει να πάμε σε ένα νέο μοντέλο τραπεζών, οι οποίες θα λειτουργούν ως οιονεί κοινωφελείς οργανισμοί. Βεβαίως θα έχουν και οικονομική βιωσιμότητα, βεβαίως θα έχουν κέρδη, αλλά θα πληρούν ένα ευρύτερο κριτήριο που θα αφορά στην οικονομία και στην κοινωνία. Σήμερα υπάρχουν και ειδικοί λόγοι που προσθέτουν επιχειρήματα γιατί οι δημόσιες τράπεζες υπό κοινωνικό έλεγχο μπορεί να έχουν θετικό ρόλο.

 

Πρώτον, διότι μπορούν να συμβάλλουν σε μια στοχευόμενη πιστωτική πολιτική με βάση τις ανάγκες της αλλαγής των παραγωγικών προτύπων -δεν θα το αναπτύξω περισσότερο αυτό-. Όταν μιλάμε για ανάπτυξη μιλάμε στη βάση νέων παραγωγικών προτύπων, διότι πρέπει να τεθεί και η διάσταση περιβάλλον. Αυτούς λοιπόν τους μετασχηματισμούς δεν μπορεί να τους καθοδηγήσει η αγορά, πρέπει να υπάρχει σχέδιο και οι τράπεζες να παρέχουν  δάνεια εκεί που πρέπει.

 

Δεύτερον, άμυνα σε περίπτωση επιθετικότητας των αγορών. Μέσα σʼ αυτή την κρίση μπορεί να υπάρξουν κερδοσκοπικές προσπάθειες πχ εξαγοράς της εθνικής τράπεζας ή μια ισχυρής τράπεζας. Αυτό δεν πρέπει να επιτραπεί, διότι ο δημόσιος έλεγχος μιας τράπεζας διευκολύνει την άμυνα σε τέτοιου ευρύτερου τύπου προσπάθειες. Επίσης η επέκταση των δημόσιων τραπεζών με δημόσιο πυλώνα. Μπορεί να υπάρξει μια δημόσια πολιτική στα πλαίσια της οποίας να γίνει μια διαχείριση του ιδιωτικού χρέους και κυρίως του χρέους των φτωχών νοικοκυριών προς τις τράπεζες. Στα άμεσα μέτρα θα έβαζα εγώ και ένα κοινωνικό πακέτο: δεν πρέπει να υιοθετήσουμε τη λογική πρώτα να απαλλαγούμε από τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, μετά να δούμε τι θα κάνουμε με το χρέος και μετά θα κάνουμε ανάπτυξη. Πρέπει να ανατρέψουμε αυτό το σχήμα, πρέπει άμεσος στόχος να είναι η υπεράσπιση του κατώτατου μισθού και η αύξησή του, η θεσμοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Και βέβαια, θέμα κορυφαίο, καθημερινό μέλημα, πρέπει να είναι η ανεργία. Η ανεργία γενικά και ειδικά η ανεργία των νέων. Τα θέματα αυτά όμως απαιτούν μια ξεχωριστή συζήτηση.

 

Για την ανασύνθεση της Αριστεράς | Άρθρο στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή» ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την Φανή Πετραλιά. Η Φανή προσωποποίησε με έναν σπάνιο τρόπο τη σύζευξη της χειραφετημένης γυναίκας, της ενεργής διαννοούμενης, της μαχητικής δημοσιογράφου & της ακάματης συνδικαλίστριας. Παιδί μιας εποχής που παρά τις δυσκολίες της ευνοούσε το ταίριασμα του λογισμού με τ' όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, η Φανή Πετραλιά ήταν πρότυπο & σημείο αναφοράς. Θα τη θυμόμαστε ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η σκέψη μας στους αγαπημένους της ανθρώπους. ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr