Ομιλία στην εκδήλωση – συζήτηση που διοργάνωσε το «Δίκτυο» με θέμα: «Το εθνικό μας…. χρέος στη συναίνεση».
Ευχαριστώ για την πρόσκληση να συμμετάσχω στη σημερινή συζήτηση για το χρέος. Κρίνοντας από τη θεματολογία της συζήτησης αλλά και από όσα ήδη ακούστηκαν δεν μπορώ να μην σημειώσω ορισμένες θετικές, κατά τη γνώμη μου, μετατοπίσεις σε σχέση με το κλίμα που επικρατούσε ως τώρα γύρω από το ζήτημα του δημόσιου χρέους και της ανάγκης ουσιαστικής μείωσής του.
Σχέδιο ανάκτησης δικαιωμάτων και αγαθών
Επειδή το καλοκαίρι προμηνύεται «θερμό», θα προτάξω τα καλά νέα, διότι υπάρχουν και καλά και κακά νέα.
Προσωπικά θεωρώ σημαντική πρόοδο το ότι σχεδόν καθολικά πλέον αναγνωρίζεται πως η ρύθμιση του δημόσιου χρέους συνιστά προαπαιτούμενο της εξόδου από την κρίση και όχι παρεπόμενό της. Και συνιστά πρόοδο διότι σε περίπτωση που είχαμε υιοθετήσει τη θέση αυτή ήδη από την περίοδο 2009-2010, ίσως σήμερα να μην βρισκόμασταν εδώ που είμαστε. Δεύτερον, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποφέρει χρόνια τώρα απλά και μόνο γιατί υποστηρίζει πως το χρέος δεν είναι βιώσιμο και πρέπει να διεκδικηθεί το «κούρεμά» του. Από αυτή την άποψη λοιπόν εκτιμώ ως θετικό το γεγονός ότι σήμερα αναγνωρίζεται από ευρύτερες δυνάμεις ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Κατά την άποψή μου, το δεύτερο καλό νέο είναι η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η ρύθμιση του χρέους αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση, δεν είναι όμως πανάκεια. Να το πω αλλιώς. Η ρύθμιση του χρέους, ακόμη και η διαγραφή του, δεν αναιρεί την ανάγκη ριζικών μεταρρυθμίσεων και μετασχηματισμών που πρέπει να πραγματοποιηθούν. Αντίθετα, για να επιτύχει η όποια ρύθμιση του χρέους, και αυτή να μεταφραστεί σε όφελος του λαού, πρέπει να συνοδευτεί από ένα σχέδιο ανάκτησης δικαιωμάτων και δημόσιων αγαθών καθώς και ανακατανομής των βαρών και αναδιανομής του πλούτου υπέρ του λαού.
Τρίτο καλό νέο, το οποίο ίσως προκύπτει και εξαιτίας των δύο προηγούμενων, είναι ότι η κοινωνία, στη μεγάλη πλειοψηφία της, είναι έτοιμη να στηρίξει μία διεκδίκηση, μία διαπραγμάτευση για το χρέος υπό τον όρο ότι αυτή θα συνοδεύεται ή θα εντάσσεται σ’ ένα ευρύτερο σχέδιο που στόχο θα έχει όχι τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής με τα ίδιο ή άλλο όνομα, αλλά την ανατροπή όλων εκείνων των μέτρων που εκθεμελίωσαν δικαιώματα, κατέστρεψαν ζωές και έπληξαν βάναυσα την κοινωνία και τις προοπτικές της.
Θετικές μετατοπίσεις αλλά και σήματα κινδύνου από την Ευρώπη
Το άλλο καλό νέο μας έρχεται από την Ευρώπη. Οι συσχετισμοί στην Ευρώπη παραμένουν αρνητικοί συνολικά. Και μάλιστα η ενίσχυση της ακροδεξιάς σε ορισμένες χώρες συνιστά σήμα κινδύνου. Όμως έχουμε και ορισμένες θετικές επιμέρους εξελίξεις.
Ενθαρρυντική είναι η συνειδητοποίηση, σε χώρους ακαδημαϊκούς και κινηματικούς, του γεγονότος ότι το πρόβλημα του χρέους δεν αφορά μόνο στην Ελλάδα, αλλά έχει πανευρωπαϊκή διάσταση, γι’ αυτό και είναι επιβεβλημένη η ρύθμισή του σε αυτό το επίπεδο με όρους αμοιβαιοποίησης. Θα σημείωνα εδώ τις προτάσεις των κυρίων Βαρουφάκη, Χόλλαντ, Γκαλμπρέιθ, καθώς και την πρόταση των Wyplosz και Paris, στην οποία αναφέρθηκε ήδη ο κ Σαχινίδης. Η σημασία των προτάσεων αυτών έγκειται στο ότι αποδεικνύουν πως υπάρχουν λύσεις, ακόμη και χωρίς την αλλαγή των συνθηκών. Όμως δεν υπάρχει η πολιτική βούληση για να εφαρμοστούν ίσως γιατί ορισμένοι θέλουν να χρησιμοποιείται το χρέος ως μόνιμος μηχανισμός πίεσης.
Επανερχόμενοι στις εξελίξεις στην Ευρώπη, πρέπει να σημειώσουμε επίσης μια μικρή αλλά ουσιώδη άνοδο της Αριστεράς, ενώ παράλληλα, φαίνεται να συνειδητοποιείται ότι οι κυρίαρχες πολιτικές οδηγούν την Ευρώπη σε αδιέξοδο. Υπό αυτούς τους όρους, οι προτάσεις για ένα σύγχρονο New Deal δεν αφορούν μόνο στην Ελλάδα ή σε κάποιες χώρες του Νότου, αλλά αποτελούν προϋποθέσεις για τη βιώσιμη ανάπτυξη στην Ευρώπη.
Η κρίση σε μετάσταση και ο αυταρχισμός ως στήριγμα
Υπάρχουν όμως και αρνητικά νέα. Αναφέρθηκα ήδη στην άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και στα αδιέξοδα στα οποία οδηγεί η παρατεταμένη λιτότητα. Ειδικά στην Ελλάδα, σε αντίθεση με όσα λέγονται από την κυβέρνηση, δεν βρισκόμαστε σε πορεία εξόδου από την κρίση. Αυτό που ζούμε είναι μια μετάσταση της κρίσης. Σε κάποιους τομείς παρατηρείται μια βελτίωση. Ο τρόπος όμως που επήλθε αυτή η βελτίωση μεταφέρει την κρίση σε άλλες εστίες. Όταν για παράδειγμα στον Προϋπολογισμό τίθεται όριο για τις δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης (2,5%), ενώ η ανεργία εκτινάσσεται και διαλύει τα οικονομικά των ταμείων, τότε η κρίση βεβαίως μετασχηματίζεται σε κρίση της κοινωνικής ασφάλισης. Και αυτή είναι όντως μια νέα εστία της κρίσης σήμερα.
Το δεύτερο κακό νέο είναι ότι έχουμε μια κυβέρνηση η οποία καταφεύγει σε μια μορφή όψιμου θατσερισμού. Ο όψιμος θατσερισμός είναι πιο επικίνδυνος από τον “κλασικό” διότι στερείται επιχειρημάτων. Δεν μπορεί να καλλιεργήσει αυταπάτες. Δεν μπορεί να πει «ιδιωτικοποιώ τη ΔΕΗ για να έχω φτηνό ρεύμα», διότι έχει αποδειχθεί με στοιχεία τι έγινε όπου ιδιωτικοποιήθηκε η ενέργεια. Γι’ αυτό και το μόνο του όπλο είναι ο αυταρχισμός. Γι’ αυτό και είναι τόσο επικίνδυνος.
Πού βρισκόμαστε λοιπόν; Ποια διαπραγμάτευση χρειαζόμαστε;
Βρισκόμαστε σε ένα σημείο που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε επιλογές. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Εμείς πιστεύουμε ότι για την αναγκαία διαπραγμάτευση χρειάζεται κυβέρνηση με νωπή λαϊκή εντολή, με ευρεία κοινωνική και πολιτική στήριξη. Μία κυβέρνηση που να πιστεύει σε άλλη πολιτική. Διαφορετικά δεν θα μπορεί να διαπραγματευθεί ακριβώς στη βάση του εναλλακτικού σχεδιασμού.
Γιατί όμως είναι αναγκαία μια κυβέρνηση με νωπή εντολή και χωρίς μνημονιακές δεσμεύσεις; Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αποδεχθεί ως δεδομένα όσα έγιναν στη χώρα. Δεν μπορεί να αποδεχτεί την αρχή ό γέγονε, γέγονε. Είμαστε καθαροί σ’ αυτό. Με επιστολές του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στους κυρίους Μπαρόζο και Ντράγκι, αλλά και στις συνομιλίες που έχουν γίνει με αξιωματούχους στο εξωτερικό, έχουμε δηλώσει καθαρά ότι δεν συμφωνούμε με όσα γίνονται στην Ελλάδα. Υπάρχει και το ζήτημα των ευθυνών. Κάποια στιγμή, ακόμη και ο κ. Σόιμπλε μίλησε για ευθύνες των ελληνικών ελίτ. Συμφωνούμε με τον κύριο Σόιμπλε ότι φταίνε κυρίως οι ελληνικές ελίτ για όσα έχουν γίνει και γίνονται, αλλά φταίνε μόνο οι ελληνικές ελίτ; Οι ευρωπαϊκές είναι αμέτοχες; Για εμάς υπάρχουν ευθύνες και σε ευρωπαϊκούς θεσμούς. Άρα εμείς θα διαπραγματευθούμε και θα δεσμευτούμε για αυτά που στο όνομα του λαού και σε συμφωνία μαζί του θα συμφωνήσουμε.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το ερώτημα σήμερα, όπως ήδη είπα, δεν είναι εάν θα γίνει ή όχι διαπραγμάτευση. Δεν είναι εάν θα διεκδικήσουμε ή όχι ρύθμιση του χρέους. Το ερώτημα είναι ποια θα είναι αυτή η ρύθμιση. Θα αποσκοπεί στην εξασφάλιση ενός δημοσιονομικού χώρου για την άσκηση μιας άλλης πολιτικής υπέρ των αδυνάτων; Θα συνοδεύεται από μία στρατηγική ανάκτησης δικαιωμάτων και ανακατανομής των βαρών, στο έδαφος βεβαίως μιας νέας πορείας και όχι επιστροφής στο παρελθόν; Ή θα επιδιωχθεί κάποια ρύθμιση που θα στοχεύει απλώς στην κατάκτηση κάποιων περιθωρίων ελευθερίας, μιας ανάσας, δηλαδή, για τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής; Αυτή την επιλογή πρέπει να την κάνει ο λαός. Κανείς δεν μπορεί να το κάνει αυτό εκ μέρους του.
Ρήξεις και συναινέσεις για νέα κοινωνικά συμβόλαια
Σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να κάνω ένα σχόλιο σε ό,τι αφορά την ανάγκη συναινέσεων στην οποία αναφέρθηκαν προηγούμενα η κυρία Διαμαντοπούλου και άλλοι ομιλητές. Αρχίζω με την ευρωπαϊκή διάσταση του θέματος διότι ετέθη ένα συναφές ερώτημα από τον κύριο Τσακλόγλου. Εάν π.χ. οι Γερμανοί ή οι Φινλανδοί ή άλλοι λαοί θεωρούν ότι δεν πρέπει να υποβληθούν σε θυσίες για να στηρίξουν το ευρώ, αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη έχει πρόβλημα νομιμοποίησης και πρέπει να επανιδρυθεί σε νέες βάσεις. Αυτό το πρόβλημα δεν θα το λύσουμε εμείς υποχωρώντας σε θέσεις που θα πλήττουν τη δυνατότητα αναπαραγωγής και ύπαρξης της κοινωνίας. Εμείς δεν θα βοηθήσουμε το ευρώ διαλύοντας την κοινωνία. Θα βοηθήσουμε προβάλλοντας τα εύλογα επιχειρήματά μας, γιατί αυτό που ζητάμε είναι αναγκαίο όχι μόνο από την άποψη των δικών μας ιδιαίτερων εθνικών και λαϊκών συμφερόντων, αλλά γιατί είναι αναγκαίο για την ίδια την Ευρώπη και την προοπτική της.
Σε ό,τι αφορά τώρα στην ελληνική διάσταση, να επισημάνω ότι στην Ελλάδα υπήρχε συναίνεση. Επί 20 χρόνια είχαμε έναν συναινετικό δικομματισμό. Τώρα χρειαζόμαστε μια διαφορετική συναίνεση για να ανατρέψουμε τα αποτελέσματα αυτού του δικομματισμού. Και αυτό κάνει ο λαός. Αποσυνθέτοντας τα παλιά κόμματα, αποσυνθέτει τις παλιές συναινέσεις. Διότι με μια έννοια ήταν “εξαγορασμένες συναινέσεις”. Συγκροτούνταν στη βάση του δημόσιου χρέους και στηρίζονταν σε κοινωνικά συμβόλαια που έχουν καταρρεύσει. Άρα, ναι, επιδιώκουμε συναίνεση για τη δημιουργία νέων κοινωνικών συμβολαίων τα οποία θα μας πηγαίνουν μπροστά και δεν θα αποσκοπούν στη συντήρηση ενός συστήματος το οποίο έχει καταρρεύσει.
Τι διεκδικούμε – Οι προτάσεις μας
Να έρθω τώρα στις προτάσεις, μάλλον να επιχειρήσω τη σκιαγράφηση αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ως διεκδικήσιμους στόχους. Ζητούμενο είναι βέβαια μια ριζική λύση. Μια λύση η οποία δεν θα μετακυλύει το πρόβλημα στο μέλλον, αλλά θα δημιουργεί συνθήκες μιας πραγματικής επανεκκίνησης. Τούτο σημαίνει λύση στο πρόβλημα του συσσωρευμένου χρέους, αλλά και σε εκείνο της χρηματοδότησης της ανάκαμψης. Μια τέτοια λύση κατά την άποψή μας -το λέει και το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ- μπορούμε να βρούμε μόνο σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Όχι μόνο για το λόγο που σωστά αναφέρθηκε, ότι δηλαδή δεν μπορούμε να βρούμε λύσεις στο πρόβλημα του χρέους χωρίς λύση στο πρόβλημα της ανάπτυξης, αλλά και διότι το χρέος είναι πανευρωπαϊκό πρόβλημα. Άρα δεν μπορούμε να διεκδικήσουμε λύση ριζική, να πάμε π.χ. το χρέος στο 60%, όπως απαιτεί η Συνθήκη του Μάαστριχτ, αν ταυτόχρονα δεν λυθεί το πρόβλημα και για την Ιταλία, για το Βέλγιο, για την Ισπανία και μια σειρά από άλλες χώρες. Ακριβώς γι’ αυτό εμείς υποστηρίξαμε το αίτημα αυτό, στην αρχή μόνοι, αλλά πλέον βλέπουμε να κερδίζει έδαφος βαθμιαία σ’ όλη την Ευρώπη.
Επιτρέψτε μου τώρα ένα σχόλιο για το ρεαλισμό. Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία που τα κριτήρια του τι είναι ρεαλιστικό και τι όχι ανατρέπονται. Το να ζητάει κανείς σήμερα λύσεις μέσα σε ένα σύστημα που έχει ξεπεραστεί δεν είναι ρεαλιστικό. Βεβαίως δεν σημαίνει πως ό,τι προτείνει κανείς μπορεί να το πετύχει εύκολα. Αλλά η συζήτηση αυτή έχει νόημα στο έδαφος της αναγκαίας στρατηγικής που απαντά με τρόπο δίκαιο και αποτελεσματικό σε ένα πρόβλημα. Από τα πολλά που θα μπορούσαν να λεχθούν στο σημείο αυτό περιορίζομαι στο ιστορικό παράδειγμα του Κέυνς που το 1919, μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, πρότεινε την αμοιβαία διαγραφή όλων των χρεών ως προϋπόθεση για την εμπέδωση της ειρήνης στην Ευρώπη. Η πρόταση του Κέυνς βεβαίως δεν υλοποιήθηκε αλλά ούτε η ειρήνη εμπεδώθηκε. Άρα και σήμερα πρέπει να δούμε ποιο είναι το αναγκαίο και να συζητήσουμε βεβαίως πώς το αναγκαίο θα μπορέσει να γίνει και εφικτό.
Επανερχόμενοι στο αρχικό ερώτημα, είναι προφανές ότι μια ευρωπαϊκή λύση για το πρόβλημα του χρέους μπορεί να υπάρξει εφόσον οι συσχετισμοί και οι λαοί, πρωτίστως αυτοί που υποφέρουν περισσότερο, μπορούν να την επιβάλλουν. Σε διαφορετική περίπτωση, οι όποιες λύσεις θα έχουν έναν ενδιάμεσο ή μεταβατικό χαρακτήρα. Ακόμη και αν δεν συνιστούν ριζική λύση θα πρέπει να κινούνται προς αυτήν, να την προετοιμάζουν.
Τι θα πρέπει να περιλαμβάνει λοιπόν μια τέτοια μεταβατική λύση; Θα πρέπει να επιδιώκει ορισμένα βασικά στοιχεία όπως:
1. Μείωση του παλιού χρέους και της δαπάνης εξυπηρέτησής του, με όλα τα πρόσφορα μέσα, όπως επιμήκυνση, μείωση επιτοκίου, διαγραφή κλπ.
2. Ρήτρα ανάπτυξης. Πρέπει να συνδέσουμε την εξυπηρέτηση του όποιου υπόλοιπου χρέους με την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Θα πληρώνουμε εφόσον έχουμε ανάπτυξη, ανάλογα με το ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Μια συναφή ρύθμιση πέτυχε και η Γερμανία το 1953 με τη μορφή μιας ρήτρας επί των εξαγωγών.
3. Ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας μ’ ένα σύνολο μέσων, χρηματοδοτικών και θεσμικών. Πέρα από τη διαγραφή του χρέους απαιτείται και μια μη δανειακή στήριξη της αρχικής ανάκαμψης.
4. Χρήσιμο θα είναι επίσης το να εξαιρεθεί το ΠΔΕ από το έλλειμμα ή να υπάρξουν κάποιες εξαιρέσεις για κάποιο διάστημα, ώστε να διευκολυνθεί η ανάκαμψη. Όλες οι χώρες έχουν εξαιρέσεις. Αφήνω ανοικτό σκόπιμα το μέγεθος της διαγραφής του χρέους Το αφήνω σκόπιμα διότι εκείνο που ενδιαφέρει είναι το συνολικό αποτέλεσμα όλων των ρυθμίσεων συνδυασμένων μεταξύ τους. Να αναφέρω ένα υποθετικό παράδειγμα. Πρώτο σενάριο: εξασφαλίζουμε τη διαγραφή μεγάλου μέρους του συσσωρευμένου χρέους αλλά χωρίς τίποτε άλλο. Δεύτερο σενάριο: Εξασφαλίζουμε διαγραφή μικρότερου μέρους του χρέους, αλλά αυτή συνοδεύεται από μέτρα ενίσχυσης της ανάπτυξης και της απασχόλησης. Είναι φανερό ότι η επιλογή ανάμεσα στα δυο αυτά σενάρια ή άλλα συναφή θα πρέπει να γίνει αφού συνυπολογισθούν όλες οι συνέπειες και τελικό το συνολικό συνδυασμένο αποτέλεσμα των διαφορετικών λύσεων.
5. Ρύθμιση των παράλληλων χρεών, κάτι πολύ σημαντικό κατά την άποψή μας. Και τούτο γιατί το δημόσιο χρέος είναι στην ουσία συγκοινωνούν δοχείο με το χρέος των τραπεζών προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με τα χρέη των πολιτών προς τις τράπεζες και το κράτος, καθώς και με το έλλειμα των ασφαλιστικών Ταμείων σε σχέση με τις υποχρεώσεις τις οποίες έχουν αναλάβει έναντι των ασφαλισμένων.
Επομένως πρέπει να βρεθεί λύση στο θέμα των τραπεζών, οι οποίες προς το παρόν δανείζουν τον εαυτό τους και στη συνέχεια καταθέτουν τα ομόλογα στην ΕΚΤ. Αυτή η δυνατότητα λήγει τον Μάρτιο του 2015 και πρέπει ως τότε να έχει βρεθεί λύση. Σε ό,τι αφορά στα λεγόμενα κόκκινα δάνεια έχουμε επεξεργασθεί ολοκληρωμένη πρόταση η οποία θα δοθεί σύντομα σε δημόσια διαβούλευση. Μιλάμε για έναν ενδιάμεσο φορέα στον οποίο θα μεταφερθούν τα δάνεια για να εξετασθούν ένα προς ένα με κοινωνικά κριτήρια, ώστε να συνδυασθεί η λύση τόσο για τα δάνεια των τραπεζών όσο και για τα χρέη προς το Δημόσιο και τα Ταμεία.
Ιδιαίτερα κρίσιμο είναι το θέμα των ασφαλιστικών Ταμείων. Με τις σημερινές τάσεις, το σύστημα παύει να έχει ταμειακή ισορροπία ήδη από το 2015. Άρα δεν είναι αλήθεια ότι με τις ρυθμίσεις που έγιναν θα πάμε μέχρι το 2025. Από σήμερα παράγεται έλλειμμα και αν δεν γίνει κάτι, σε 30 χρόνια το έλλειμμα αυτό θα έχει φτάσει στο 100% του ΑΕΠ. Για ποια ρύθμιση λοιπόν του χρέους μιλάμε εάν αφήνουμε τα Ταμεία να δημιουργούν ελλείμματα και δεν παίρνουμε έγκαιρα μέτρα για την ανακεφαλαιοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος και την αύξηση των εσόδων του;
Αλλαγή του ρου της ιστορίας μας για μια βιώσιμη και δίκαιη κοινωνία
Ολοκληρώνω με μια διαπίστωση. Ακούγοντας κανείς όλους τους ομιλητές, τελικά νομίζω πως μπορεί να διαπιστώσει ότι δεν υπάρχουν βιώσιμα και μη βιώσιμα χρέη. Εκείνο που υπάρχει είναι βιώσιμες και μη βιώσιμες κοινωνίες. Μία κοινωνία με ισχυρή, διατηρήσιμη ανάπτυξη, με ισχυρή κοινωνική συνοχή, με αλληλεγγύη και δικαιοσύνη, με νομιμοποιημένους δημοκρατικούς θεσμούς, μπορεί να εξυπηρετεί όποιο χρέος επιλέξει να έχει. Μία κοινωνία με αβέβαιη ανάπτυξη, με πτωχευμένο λαό, με απονομιμοποιημένη πολιτική δεν μπορεί να εξυπηρετήσει κανένα χρέος.
Άρα νομίζω ότι το καθήκον που έχουμε δεν είναι να βρούμε απλά μια ρύθμιση για το συσσωρευμένο χρέος, που θα μας επιτρέψει να πάμε κάπως παραπέρα, δεν είναι απλά να μετακυλήσουμε ή ανακυκλώσουμε το πρόβλημα. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις αιτίες του, να καταστρέψουμε τους μηχανισμούς της αναπαραγωγής του. Το ζητούμενο δεν είναι απλά και μόνο να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για να ξαναβγούμε στις αγορές και να αρχίσουμε να δανειζόμαστε εκ νέου. Νομίζω ότι πρέπει να αναμετρηθούμε με ένα μοτίβο της ιστορίας μας. Το μοτίβο του δανεισμού που γίνεται υπερδανεισμός, που καταλήγει σε χρεοκοπία. Αυτή η κρίση απαιτεί αλλαγή του ρου της ιστορίας μια βαθιά ρήξη και όχι επανάλειψη ή αναπαραγωγή όσων μας έφεραν ως εδώ.
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
24 ώρες πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
7 ημέρες πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 εβδομάδες πριν
«Το καθήκον των αριστερών & προοδευτικών δυνάμεων σε ένα περιβάλλον προκλήσεων & απειλών»
dragasakis.gr
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 μήνας πριν
Main - Alexis Tsipras Institute Events
rb.gy
Clifford Chance, Δικηγόρος – εξειδίκευση δίκαιο της ενέργειας & ανταγωνισμόςShare on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter