Ομιλία στο Μαρούσι, στην πολιτική εκδήλωση της Νομαρχιακής Επιτροπής Βόρειας Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ.
Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι,
Στη σημερινή μας εκδήλωση θα ήθελα να σας μιλήσω και –στο μέτρο που θα μπορέσουμε– να συζητήσουμε για το σχέδιο της κυβέρνησης σε αυτή τη νέα φάση που μπαίνουμε μετά από μια μακρά και κρίσιμη διαπραγμάτευση, αρχικά για την υπογραφή της συμφωνίας και στη συνέχεια για την πρώτη αξιολόγηση.
Το υπόβαθρο του εθνικισμού και της Ακροδεξιάς
Διότι στην ουσία με την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας γυρίζουμε σελίδα. Κάνουμε μια νέα αρχή, μπαίνουμε σε μια νέα φάση. Ταυτόχρονα όμως, βρισκόμαστε μπροστά σε ιστορικές εξελίξεις που θα επηρεάσουν αποφασιστικά την πορεία της Ευρώπης αλλά και τη δική μας πορεία. Κι αυτό γιατί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Βρετανία δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά φέρνει στην επιφάνεια μια πολυδιάστατη κρίση. Είναι μια κρίση προσανατολισμού της ίδιας της Βρετανίας, κρίση πολιτικής και κοινωνικής νομιμοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και κρίση περιεχομένου της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, της παγκοσμιοποίησης της λιτότητας, των ιδιωτικοποιήσεων, της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, των εκρηκτικών ανισοτήτων και αποκλεισμών.
Διότι τα λαϊκά εργατικά στρώματα που ψήφισαν υπέρ του Brexit δεν το έκαναν αναίτια. Ήταν τα θύματα της αποβιομηχάνισης, της ανεργίας, της περιθωριοποίησης, του φόβου μπροστά στα μεταναστευτικά ρεύματα. Ήταν η αντίδραση κοινωνικών στρωμάτων που ήδη από την εποχή της Θάτσερ και του θατσερισμού είχαν δεχτεί σκληρά πλήγματα στα κοινωνικά τους δικαιώματα.
Το υπόβαθρο αυτό αξιοποίησαν οι ακροδεξιές και εθνικιστικές δυνάμεις. Διότι η ψήφος του Βρετανικού λαού είναι σεβαστή. Όμως η εκστρατεία του Brexit, η στρατηγική της εξόδου από το ευρώ, καθοδηγήθηκε από δεξιές και ακροδεξιές, εθνικιστικές και αντιμεταναστευτικές δυνάμεις και από επιχειρηματικά συμφέροντα που είδαν τη θέση τους να χειροτερεύει έναντι άλλων μερίδων του βρετανικού καπιταλισμού. Ήταν μια εκστρατεία ενταγμένη σε μια αντιδραστική και όχι σε μια προοδευτική προοπτική. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι δυνάμεις που ηγήθηκαν της εκστρατείας αυτής στέκονται σήμερα αμήχανες απέναντι στο αποτέλεσμα της πολιτικής τους. Διότι η πολιτική της εξόδου από την ΕΕ με τη λογική μιας εθνικής αναδίπλωσης και περιχαράκωσης είναι αδιέξοδη κυρίως για τα φτωχά και τα λαϊκά στρώματα, που πρώτα αυτά θα πληρώσουν τις συνέπειες.
Διαφορετικά δημοψηφίσματα
Στον αντίποδα αυτής της λογικής είναι η επιλογή της συνεργασίας των λαών για την αλλαγή της πολιτικής της ΕΕ, για την επαναθεμελίωσή της σε αξίες που να εγγυώνται τη βιωσιμότητα και τη συνοχή της. Κι αυτή την επιλογή έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή. Αυτή τη στρατηγική υπηρετούσαμε και όταν πριν από έναν χρόνο καλέσαμε το λαό σε δημοψήφισμα.
Το βρετανικό δημοψήφισμα ήταν για την παραμονή ή την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ. Αντίθετα, στην Ελλάδα ήταν για την αποδοχή ή την απόρριψη της συγκεκριμένης πρότασης και του τελεσιγράφου των δανειστών. Και ο λαός, παρά την επικοινωνιακή τρομοκρατία και τους εκβιασμούς, την απέρριψε, δίνοντας έτσι ένα παράδειγμα ενότητας, θάρρους και αντίστασης παγκόσμιας σημασίας. Αν ο λαός έσκυβε το κεφάλι και αποδεχόταν την πρόταση των δανειστών, θα είχε αποδεχθεί λιτότητα χωρίς όρια και χωρίς τέλος, αφού έμενε σε ισχύ η δέσμευση του δεύτερου μνημονίου για ανέφικτα πρωτογενή πλεονάσματα, χωρίς καμία δέσμευση για το χρέος, χωρίς καμία δέσμευση για την κάλυψη των χρηματοπιστωτικών αναγκών, με το Grexit να αποτελεί διαρκή απειλή και πηγή εκβιασμών.
Το δικό μας δημοψήφισμα λοιπόν είχε εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο και στόχο. Και όσοι σκόπιμα προσπαθούν να δημιουργήσουν σύγχυση το κάνουν γιατί τους ενοχλεί το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίζεται πλέον από φίλους και αντιπάλους ως μια δύναμη που αγωνίζεται για την ενότητα και την επαναθεμελίωση της Ευρώπης πάνω σε αξίες και αρχές που μπορούν να τη μετατρέψουν από «αναγκαίο κακό» σε ένα χώρο δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ομολογίες χωρίς αντίκρισμα
Τώρα όλοι αναγνωρίζουν το αυτονόητο, ότι δηλαδή η Ευρώπη ή θα αλλάξει ή θα διαλυθεί. Τώρα αυτοί που ως χθες μας κατηγορούσαν επειδή θέταμε ζήτημα αλλαγής της ΕΕ ανακαλύπτουν όψιμα ότι η Ευρώπη που γνωρίζαμε έχει πεθάνει ή – για να το πω πιο ήπια, όπως το είπε ο κ. Σόιμπλε: «Η Ευρώπη δεν μπορεί να λειτουργεί όπως πριν». Ή αλλιώς, όπως είπε η Καγκελάριος Μέρκελ: «Πρέπει να γίνει ένα μεγάλο βήμα μπροστά». Μπροστά ναι, αλλά σε ποια κατεύθυνση; Σε αυτή που είχε ως τώρα; Χωρίς αλλαγή πολιτικής; Τότε γιατί να υπάρξουν διαφορετικά αποτελέσματα; Πώς θα πειστεί ο Ευρωπαίος πολίτης είτε του Νότου είτε του Βορρά ότι η ΕΕ είναι ένας χώρος δημοκρατίας και ότι η γνώμη του εισακούεται;
Δεν είναι δυνατό να λένε ότι θέλουν να αλλάξει η Ευρώπη και την ίδια στιγμή να προωθούν τη Διατλαντική Συμφωνία για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις ερήμην των λαών. Δεν μπορούν να λένε ότι θέλουν να αλλάξουν την Ευρώπη και την ίδια στιγμή να αρνούνται το μοίρασμα της ευθύνης για το προσφυγικό, την αμοιβαιοποίηση του χρέους, την από κοινού ώθηση της ανάπτυξης. Δεν μπορεί να υπάρξει ενωμένη Ευρώπη και κοινό νόμισμα, όταν τα κόστη και τα οφέλη δεν μοιράζονται δίκαια και αναλογικά.
Αυτήν ακριβώς την απουσία ουσιαστικών απαντήσεων εκμεταλλεύονται οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς, του εθνικισμού και της διάλυσης της ΕΕ. Βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στις συνθήκες που δημιούργησαν η λιτότητα και η ασυδοσία των αγορών, θα εντείνουν τις προσπάθειές τους να κερδίσουν θέσεις σε διάφορες χώρες.
Τι χρειάζεται η Ευρώπη
Γι’ αυτό, εκείνο που χρειάζεται η Ευρώπη σήμερα δεν είναι ευχολόγια ούτε αλλαγές για το θεαθήναι που δεν τροποποιούν την ασκούμενη πολιτική. Η Ευρώπη και οι λαοί της χρειάζονται ένα μεγάλο δημοκρατικό μέτωπο για την κοινωνική Ευρώπη, που θα εγγυάται τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη και θα αποτελέσει ένα εναλλακτικό παράδειγμα προς τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση των εκρηκτικών ανισοτήτων, των αποκλεισμών και των πολέμων.
Η ΕΕ θα αποκτήσει ελκτικότητα και κοινωνική νομιμοποίηση όχι ως ένα κλειστό φρούριο αλλά ως μια δύναμη που πρωταγωνιστεί ενάντια στα παγκόσμια δεινά και τις αιτίες τους. Μόνον έτσι μπορεί να σταματήσει η επέλαση της Ακροδεξιάς και του εθνικισμού και να μπουν οι βάσεις για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των λαών σε μια κοινή ευρωπαϊκή προοπτική. Αυτή είναι η πρόκληση που έχουμε σήμερα μπροστά μας ως ελληνική και ευρωπαϊκή Αριστερά. Διότι μόνο οι δυνάμεις της Αριστερά μπορούν να εμπνεύσουν, να κινητοποιήσουν και να συσπειρώσουν τις ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις σε ένα τέτοιο μέτωπο.
Να βγούμε μπροστά!
Ορισμένοι επικαλούνται την αδυναμία της Αριστεράς σε πολλές χώρες, τους αρνητικούς συσχετισμούς γενικότερα, για να καταλήξουν στο ότι ο αγώνας για την αλλαγή στην Ευρώπη δεν θα φέρει αποτέλεσμα. Συνεπώς, λένε, πρέπει ο καθένας να δει τι μπορεί να κάνει μόνος του. Όμως αυτή είναι η στρατηγική των ισχυρών. Η μεμονωμένη δράση ιδίως μιας χώρας καταχρεωμένης, όπως η δική μας, δεν βελτιώνει αλλά χειροτερεύει τη θέση της απέναντι στους δανειστές.
Φυσικά ο αγώνας δεν θα είναι εύκολος και τα αποτελέσματα μπορεί να μην έρθουν αμέσως. Αλλά η επιλογή που έχουμε να κάνουμε δεν είναι ανάμεσα σε εύκολες και δύσκολες λύσεις. Είναι ανάμεσα σε επιλογές με προοπτική και επιλογές που είναι ήδη από την αρχή αδιέξοδες. Και βέβαια δεν έχουν δίκιο όσοι χαρακτηρίζουν ως ήττα το αποτέλεσμα της Αριστεράς στην Ισπανία, όταν χάρη στη δράση της έχει αναδειχθεί σε τρίτη πολιτική δύναμη, ενώ το πανίσχυρο κάποτε δικομματικό ισπανικό σύστημα είναι σε κρίση.
Η Αριστερά δεν θα κερδίσει αν παρακολουθεί τις εξελίξεις φοβικά και αμυντικά. Πρέπει να βγούμε μπροστά με τις δυνάμεις και τις ιδέες μας, μπροστά και τολμηρά, χωρίς να περιμένουμε να αλλάξουν πρώτα οι συσχετισμοί για να δράσουμε, αφού μόνο με τη δική μας παρέμβαση μπορούν να αλλάξουν οι συσχετισμοί. Αυτό είναι το μάθημα από τη δική μας πείρα, αυτό μας έδειξε η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν δεν παρεμβαίναμε δυναμικά στις εξελίξεις, αν δεν θέταμε το ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας ως στόχο μας, μπορεί και σε εμάς το δικομματικό σύστημα να ήταν ακόμη όρθιο. Όπως τολμήσαμε στην Ελλάδα, έτσι πρέπει να τολμήσουμε και στην Ευρώπη, δρώντας ως μια δύναμη ανασύνθεσης και υπέρβασης των παλιών διαχωριστικών γραμμών, αξιοποιώντας κάθε δυνατότητα κοινής δράσης με κινήματα και συνδικάτα, με δυνάμεις της οικολογίας και του σοσιαλιστικού χώρου, όσες δυνάμεις είναι έτοιμες να δεσμευτούν στον αγώνα ενάντια στις πολιτικές της ευρωλιτότητας, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Μόνον έτσι θα αποτρέψουμε την αποσύνθεση και ταυτόχρονα θα επιβάλουμε αλλαγές στην Ευρώπη.
Νιώθουμε δικαιωμένοι
Συντρόφισσες, σύντροφοι,
βρισκόμαστε ενάμιση χρόνο μετά την ιστορική απόφαση του ελληνικού λάου να βάλει τέλος σε ένα κλειστό σύστημα δικομματικής εξουσίας και διαπλεγμένων συμφερόντων που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία, μεγάλα τμήματα της κοινωνίας σε πτώχευση και την οικονομία στα όρια της καταστροφής.
Γνωρίζαμε πως, για να βγούμε από αυτήν τη βαθιά κρίση, δεν αρκούσε η καλύτερη διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης. Έπρεπε να αλλάξει όχι μόνον η πολιτική αλλά και το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή διαμορφώνεται. Έπρεπε να αλλάξει το κυρίαρχο υπόδειγμα. Αυτό επιχειρήσαμε πέρυσι.
Όμως οι συσχετισμοί ήταν αρνητικοί και οι πιέσεις και οι εκβιασμοί πρωτόγνωροι.
Διότι, αν άλλαζε το πλαίσιο για μας, θα άλλαζε για όλη την Ευρώπη.
Αυτό είναι που έκανε την προσπάθειά μας δύσκολη. Αυτό ήταν που έκανε τον πόλεμο ασύμμετρο. Διότι συνασπιστήκαν όλοι εναντίον μας για να μην αλλάξει το πλαίσιο, για να μη χαλαρώσει η επιτροπεία, για να μην υπάρξει ένα θετικό προηγούμενο για άλλους λαούς.
Η απειλή του Grexit προετοίμασε και συνέβαλε στο Brexit
Εμείς δεν μετανιώνουμε για τη στάση μας. Δώσαμε στους ηγέτες και στους θεσμούς της Ευρώπης τη δυνατότητα να δείξουν ότι σέβονται την ετυμηγορία του ελληνικού αλλά και κάθε λαού. Το αρνήθηκαν πεισματικά οι περισσότεροι. Μας ζήτησαν να ξεχάσουμε το πρόγραμμά μας και να ολοκληρώσουμε το αποτυχημένο δεύτερο μνημόνιο, που η κυβέρνηση Σαμαρά είχε αφήσει ημιτελές. Και όχι μόνον αυτό, αλλά εγχώριες και ξένες δυνάμεις μεθόδευσαν τη δημιουργία μιας δημοσιονομικής ασφυξίας με στόχο την κατάρρευση και της οικονομίας και της κυβέρνησης. Το ομολόγησε πρόσφατα ο κ. Σαμαράς δημόσια.
Δεν μας έδωσαν τη δόση των 7 δισ. ευρώ το φθινόπωρο του 2014, είπε ο κ. Σαμαράς, για να μην τα βρει ο ΣΥΡΙΖΑ στα ταμεία του κράτους. Διότι ήταν βέβαιο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα γινόταν κυβέρνηση. Δεν ήθελαν λοιπόν να βρει ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε ένα ευρώ διαθέσιμο. Δεν το λέμε εμείς, το είπε ο κ. Σαμαράς. Και όμως, λαός και κυβέρνηση αντέξαμε. Τότε χρησιμοποίησαν το Grexit ως απειλή. Τι βλέπουμε όμως σήμερα; Είναι άσχετο το Brexit από εκείνη την απειλή; Πιστεύω πως όχι.
Μπορεί να χάσαμε μια μάχη, αλλά ο πόλεμος συνεχίζεται
Αυτό είναι το πρώτο μάθημα που θα έπρεπε όλοι να βγάλουν από την περσινή δική μας εμπειρία.
Το δεύτερο μάθημα είναι ότι η δημοκρατία δεν υπάρχει αλά καρτ. Η σκληρή στάση απέναντι στον ελληνικό λαό και την ετυμηγορία του κλόνισε ακόμη περισσότερο την εικόνα της ΕΕ στα μάτια των λαών. Κλόνισε ακόμη περισσότερο τη δημοκρατική νομιμοποίησή της. Κι αυτό το αξιοποιούν σήμερα εθνικιστικές και ακροδεξιές δυνάμεις σε διάφορες χώρες.
Πέρυσι κάποιοι δήλωναν νικητές. Εμείς όμως νιώθουμε δικαιωμένοι. Μπορεί να χάσαμε μία μάχη, όμως ο πόλεμος για δημοκρατία, δικαιοσύνη και αλληλεγγύη συνεχίζεται. Το ξέρουμε ότι παραμένει δύσκολος, αλλά τώρα πια δεν είμαστε τόσο μόνοι.
Νέα φάση – Το συνολικό μας σχέδιο για δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη
Στεκόμαστε, λοιπόν, ενάμιση χρόνο μετά, όρθιοι απέναντι στην ευθύνη που μας ανέθεσε ξανά ο λαός στις εκλογές του Σεπτέμβρη.
Τα προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί είναι πρωτόγνωρα. Και χιλιάδες συμπολίτες μας ζουν στην ανέχεια και την αβεβαιότητα. Οι παγκόσμιες αναταράξεις, το προσφυγικό πρόβλημα, οι απροσδιόριστες ακόμη συνέπειες από την απόφαση της Βρετανίας για έξοδο από την ΕΕ δημιουργούν αβεβαιότητες και επιβάλλουν ετοιμότητα. Όμως για πρώτη φορά έπειτα από έξι χρόνια μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να σχεδιάσουμε την έξοδο από την κρίση σε ένα μεσοπρόθεσμο βάθος. Για πρώτη φορά το μέλλον αρχίζει να αποκτά ορατότητα.
Το Brexit μάς βρίσκει με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση και με ολοκληρωμένη την πρώτη αξιολόγηση. Αυτό σημαίνει ότι οι όποιες άμεσες συνέπειες από το βρετανικό δημοψήφισμα είναι διαχειρίσιμες. Με την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος, έχει υλοποιηθεί το μεγαλύτερο μέρος της συμφωνίας με τους δανειστές, έχουν νομοθετηθεί όλα τα μέτρα που προβλέπονται για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων ως και το 2018.
Περνάμε λοιπόν σε μια νέα φάση στην οποία μπορούμε μαζί με τα υπόλοιπα μέτρα της συμφωνίας να αρχίσουμε να εφαρμόζουμε ένα συνολικό σχέδιο το οποίο να θέτει τις βάσεις για την έξοδο από τα μνημόνια, την επιτήρηση και την κρίση.
Πρώτος πυλώνας: Ανάπτυξη και απασχόληση, νέες θέσεις εργασίας
Κυρίαρχη προτεραιότητα γίνεται τώρα η παραγωγική ανασυγκρότηση, οι επενδύσεις, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας ως προϋπόθεση για ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης.
Διότι στόχος δικός μας δεν είναι μόνον η βελτίωση των μεγεθών αλλά η μείωση της ανεργίας και η βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Και αυτό δεν εξαρτάται μόνον από την ποσότητα της ανάπτυξης αλλά από το εάν θα είναι δίκαιη ή άνιση και άδικη, όπως ήταν στο παρελθόν.
Είναι σημαντικό να περάσουμε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Και προβλέπονται τέτοιοι θετικοί ρυθμοί ήδη για το δεύτερο εξάμηνο αυτού του χρόνου, ενώ προβλέπεται να αυξηθούν το 2017 και το 2018. Είναι σημαντικό να υπάρξει αυτή η ανάκαμψη, διότι χωρίς την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς την παραγωγή και τη δίκαιη διανομή νέου πλούτου, δεν μπορεί να αυξηθεί η κατανάλωση και ο τζίρος των μαγαζιών, δεν μπορεί να αναζωογονηθεί η μικρή επιχειρηματικότητα και να αρχίσει να δημιουργείται ένα ανοδικό σπιράλ.
Όμως ακόμη πιο σημαντικό είναι η μείωση της ανεργίας, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, η καταπολέμηση της φτώχειας και των ανισοτήτων. Αυτό, στη δική μας αντίληψη, πρέπει να είναι ο άμεσος σκοπός και το μέτρο της ανάπτυξης.
Κι αυτός ο στόχος δεν θα επιτευχθεί με τη μείωση των μισθών και την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Αυτά γίνονταν ως τώρα, αλλά ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Οι μισθοί καταβαραθρώθηκαν, όμως το αποτέλεσμα δεν ήταν μια πιο ανταγωνιστική και βιώσιμη οικονομία αλλά ένας φαύλος κύκλος ύφεσης, ανεργίας και λιτότητας.
Πριν από λίγες μέρες ο Πρωθυπουργός παρουσίασε το σχέδιό μας για μια βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη, στον πυρήνα του οποίου είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας, η μείωση της ανεργίας, η συγκράτηση των νέων επιστημόνων στη χώρα μας και η έναρξη της παλιννόστησης όσων έφυγαν στο εξωτερικό. Το θέμα αυτό είναι κρίσιμο. Είναι θέμα ανθρώπινης αξιοπρέπειας αλλά είναι και θέμα επιβίωσης όλης της κοινωνίας. Και το πρόβλημα είναι διπλό. Διότι από τη μια έχουμε τεράστιο απόθεμα ανέργων –και μάλιστα ανέργων κατά 70% μακράς διάρκειας– και από την άλλη οι συντελούμενες τεχνολογικές αλλαγές και η ραγδαία ψηφιοποίηση των οικονομιών αλλάζουν την οργάνωση της εργασίας, τη δομή των επαγγελμάτων και των προφίλ των οικονομιών.
Για να απαντήσουμε λοιπόν στο πρόβλημα της ανεργίας και της αναβάθμισης της εργασίας, είναι σημαντικό να περάσουμε από την ύφεση στην ανάκαμψη και να ατυχούμε υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Όμως αυτά δεν αρκούν. Πρέπει ταυτόχρονα αύτη η μεγέθυνση να μπει σε νέες βάσεις, να επεκταθεί σε νέους κλάδους και δραστηριότητες, να αντιστοιχηθεί με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας αλλά και τις νέες τάσεις που αναπτύσσονται διεθνώς στα νέα προϊόντα και τις νέες υπηρεσίες που έχουν δυναμική στην παγκόσμια ζήτηση.
Πρέπει δηλαδή να αλλάξει η παραγωγική ταυτότητα της χώρας. Όταν ακούει κάποιος «Ελλάδα», να μην τη σκέπτεται μόνον ως τουριστικό προορισμό αλλά και ως χώρα παραγωγής και δημιουργίας, ως έναν χώρο πολιτισμού και πολιτιστικής παραγωγής διεθνούς επιπέδου, έναν χώρο έρευνας και καινοτομίας, έναν χώρο παραγωγής ποιοτικών και καινοτόμων προϊόντων που ενσωματώνουν γνώση, έρευνα, σχεδιασμό. Αυτά είναι που δίνουν προστιθέμενη αξία, αυτά είναι που καθιστούν βιώσιμη και ανταγωνιστική μια οικονομία και όχι η υποβάθμιση της εργασίας και του περιβάλλοντος. Αυτά, είναι γεγονός, θέλουν οργάνωση, σχέδιο και απαιτούν χρόνο για να αποδώσουν.
Όμως πρέπει να επιμείνουμε. Διότι είναι ένα έλλειμμα που έρχεται από το παρελθόν, ταυτόχρονα όμως είναι και μια πρόκληση του μέλλοντος. Και έχουμε σημαντικές δυνατότητες. Και στον πρωτογενή τομέα και στη μεταποίηση και στις υπηρεσίες. Όμως το πρόβλημα της ανεργίας είναι άμεσο, δεν μπορεί να περιμένει. Πρέπει να συνδυάσουμε λοιπόν μέτρα άμεσης άμβλυνσης του προβλήματος με μέτρα μεσοπρόθεσμου ορίζοντα. Και αυτό κάνουμε.
Βραχυπρόθεσμα: Πολλαπλασιάζουμε τα προγράμματα προσωρινής απασχόλησης, τα περισσότερα από τα οποία επεκτείνονται στους οκτώ μήνες. Πρόκειται για μια άμεση απάντηση στο πρόβλημα της ανεργίας, η οποία πέρυσι κάλυψε 97.000 άτομα περίπου, ενώ φέτος προβλέπεται να καλύψει 176.000, δηλαδή στο σύνολο 275.000 στη διετία. Η οργάνωση των προγραμμάτων βελτιώνεται συνεχώς, έτσι ώστε να συνδέονται με την ικανοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών αναγκών και να δημιουργούν προστιθέμενη αξία και κοινωνικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα.
Μεσοπρόθεσμα:
- Η βελτίωση της αγοράς εργασίας επιδιώκεται, πρώτον, με την ανάκαμψη της οικονομίας και τη βελτίωση των όρων χρηματοδότησής της. Αυτή η βελτίωση θα εκφραστεί με την αύξηση της απασχόλησης. Και παρατηρείται ήδη μια τέτοια αύξηση κατά 200.000 θέσεις εργασίας στους πρώτους μήνες του 2016, σύμφωνα με στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος «Εργάνη» του Υπουργείου Εργασίας.
- Δεύτερον, η τόνωση των επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών, με κάθε πρόσφορο μέσο.
- Τρίτον, με το σχεδιασμό ολόκληρου του ΕΣΠΑ με τρόπο ώστε το κριτήριο της απασχόλησης να υπηρετείται από όλες τις επιλέξιμες δράσεις και όλα τα προγράμματά του.
- Τέταρτον, με τη θέσπιση μέτρων με στόχο τη συγκράτηση ή και την παλιννόστηση των επιστημόνων. Μεταξύ των μέτρων αυτών είναι η και η ενεργοποίηση, σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενός νέου δημόσιου Αναπτυξιακού Ταμείου για τη χρηματοδότηση των ερευνητών και των νεοφυών επιχειρήσεων που αξιοποιούν αποτελέσματα ερευνών.
Μεσομακροπρόθεσμα: Στον μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα καταλυτικό ρόλο θα παίξουν δύο παράγοντες:
Ο πρώτος είναι η ανάπτυξη της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και η ανάδειξή της σε έναν δυναμικό τομέα προσφοράς υπηρεσιών και απασχόλησης. Το ρόλο που έπαιξε παλιότερα, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, το Δημόσιο ως μέσο απορρόφησης της ανεργίας μπορεί και πρέπει σήμερα να τον παίξει –ως έναν βαθμό τουλάχιστον– αυτός ο τομέας. Εδώ αναφερόμαστε σε συλλογικές μορφές επιχειρηματικής δράσης, κυρίως συνεργατικού χαρακτήρα, που μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες με αμοιβή στο Δημόσιο, σε δήμους αλλά και στην αγορά. Σχετικό νομοσχέδιο-τομή πρόκειται να δοθεί τις επόμενες μέρες σε διαβούλευση. Επίσης, ετοιμάζεται ειδικό αναπτυξιακό εργαλείο για τη χρηματοδότηση τέτοιων επιχειρήσεων μέσω των λεγόμενων «μικροπιστώσεων».
Νέο κοινωνικό κράτος για όλους, παντού, σήμερα και αύριο
Η δεύτερη προτεραιότητα και ταυτόχρονα πυλώνας του σχεδίου μας για τη βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη είναι η στήριξη, ο επανασχεδιασμός και η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους.
Ορισμένοι, όπως ο κ. Μητσοτάκης, λένε ότι πρώτα πρέπει να επιτύχουμε ανάπτυξη και μετά να κάνουμε διανομή, πρώτα πρέπει να δημιουργήσουμε πλούτο και μετά να στηρίξουμε το κοινωνικό κράτος. Δηλαδή οι φτωχοί και οι ανήμποροι να μείνουν και πάλι στο «περίμενε». Όντως αυτά λένε τα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού. Αλλά το ατύχημα του κ. Μητσοτάκη είναι διπλό. Το πρώτο ατύχημα του κ. Μητσοτάκη είναι ότι τα δόγματα αυτά αμφισβητούνται πλέον σφοδρά ακόμη και από εκείνους που τα εισηγήθηκαν. Από τους κόλπους του ΔΝΤ βγήκε πρόσφατα μια μελέτη που θέτει σε αμφισβήτηση το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού. Και το δεύτερο ατύχημα του κ. Μητσοτάκη είναι ότι, στην κατάσταση που έχει περιέλθει η χώρα μας, καμία ανάπτυξη και καμία παραγωγή δεν είναι εφικτή και βιώσιμη αν δεν συνδυαστεί με την ανόρθωση της κοινωνίας, του συστήματος υγείας, του εκπαιδευτικού συστήματος, του συστήματος κοινωνικής προστασίας, δηλαδή του κοινωνικού κράτους.
Γι’ αυτό και κεντρική προτεραιότητά μας, αναπόσπαστο μέρος της δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης είναι η στήριξη, ο επανασχεδιασμός και η δημιουργία τελικά ενός νέου κοινωνικού κράτους, για όλους, παντού, σήμερα και αύριο.
Ορισμένοι ρωτούν: «Μπορεί να γίνει κοινωνικό κράτος χωρίς πόρους;». Το ερώτημα έχει βάση. Όμως το κοινωνικό κράτος δεν είναι θέμα μόνο πόρων. Πρωτίστως είναι θέμα πολιτικής βούλησης και επιλογής, είναι θέμα αξιών, σχεδιασμού, κρατικής ευθύνης και κοινωνικής προσφοράς. Προχωράμε λοιπόν με ό,τι διαθέτουμε σε πόρους, σε πολιτική βούληση, σε συλλογικές πρωτοβουλίες, σε κοινωνική προσφορά. Γι’ αυτό και το κοινωνικό κράτος για όλους δεν είναι ένα σύνθημα. Είναι μια δέσμευση που γίνεται πράξη.
Πρώτος στόχος που θέσαμε μόλις αναλάβαμε τη διακυβέρνηση της χώρας ήταν να σταματήσει η μείωση των δαπανών για τα Υπουργεία Υγείας, Παιδείας, Απασχόλησης και Πρόνοιας και να αρχίσει να αντιστρέφεται η αρνητική τάση των προηγούμενων ετών. Και το πετύχαμε. Η μείωση των δαπανών σταμάτησε, η αύξησή τους είναι ακόμη μικρή αλλά αισθητή.
Ο δεύτερος στόχος που θέσαμε ήταν η ανάληψη άμεσων δράσεων με άμεσο αποτέλεσμα. Προς υλοποίηση του στόχου αυτού:
- Εξασφαλίσαμε στην πράξη την πρόσβαση των ανασφάλιστων στο δημόσιο σύστημα υγείας.
- Θέσαμε σε εφαρμογή και επεκτείναμε το πεδίο εφαρμογής προγραμμάτων καταπολέμησης της ακραίας φτώχειας και της ανθρωπιστικής κρίσης.
- Καθιερώσαμε σχολικά γεύματα και κοινωνικά τιμολόγια σε ρεύμα, νερό, αστικές συγκοινωνίες.
- Σχεδιάζουμε και υλοποιούμε πρόγραμμα για αστέγους και απροστάτευτα ανήλικα παιδιά.
- Αυξάνουμε πόρους και μέσα για τις δομές πρόληψης και απεξάρτησης.
- Εφαρμόζουμε πιλοτικά το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης σε 30 επιλεγμένους δήμους της χώρας με στόχο την επέκτασή του σε όλη την επικράτεια.
Αυτά είναι μέτρα και δράσεις που έγιναν ή γίνονται ήδη. Ωστόσο, αν και πολύτιμα, τα μέτρα αυτά είναι αποσπασματικά.
Ο τρίτος στόχος μας τώρα είναι να περάσουμε από τα άμεσα μέτρα και τις αποσπασματικές δράσεις σε ένα συνολικό σχέδιο. Για το σκοπό αυτό δημιουργήσαμε και το Κυβερνητικό Συμβούλιο Κοινωνικής Πολιτικής (ΚΥΣΚΟΙΠ). Στο πλαίσιο αυτού του διακυβερνητικού οργάνου γίνεται ο σχετικός προγραμματισμός. Και πολύ σύντομα, ίσως και μέσα στον επόμενο μήνα, ο Πρωθυπουργός θα παρουσιάσει τον συνολικό μας σχεδιασμό.
Θεσμικές αλλαγές
Και τρίτος πυλώνας είναι οι μεγάλες θεσμικές αλλαγές στο κράτος και τη δημόσια διοίκηση, στο Σύνταγμα και το εκλογικό σύστημα.
Ορισμένοι υποτιμούν αυτές τις αλλαγές. Θεωρούν ότι δεν συνδέονται με το εισόδημα ή την καθημερινότητα των πολιτών. Αυτή όμως είναι μια –ας μου επιτραπεί να πω– λανθασμένη προσέγγιση. Διότι η κρίση που ζούμε δεν είναι μόνον οικονομική. Είναι και κρίση αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης των δημοκρατικών θεσμών και λειτουργιών, των συλλογικών όρων της πολιτικής και της κοινωνικής μας ζωής.
Μια μακρά περίοδος κρατικοκεντρικής οργάνωσης της συλλογικής μας ζωής έχει οδηγήσει σε φαινόμενα ακύρωσης της κοινωνίας των πολιτών, αποξένωσης των πολιτών από τα δημόσια και κοινωνικά πράγματα, παθητικής ανάθεσης των υποθέσεων των πολιτών στο κράτος. Μια μακρά παράδοση πελατειακών σχέσεων έχει οδηγήσει σε νοοτροπίες και λογικές ότι εκείνο που μετράει είναι το μέσο και όχι η αξιοσύνη, η εργασία και η προσφορά. Μια μακρά περίοδος δικομματισμού οδήγησε σε ένα καρτέλ εξουσίας, απρόσιτο στον κοινωνικό έλεγχο. Τέλος, οι συχνές αλλαγές του εκλογικού νόμου και το μπόνους των 50 εδρών έχουν καταντήσει τις εκλογές σαν ένα τυχερό παιχνίδι, όπου όποιος βγει πρώτος –έστω και με μία ψήφο διαφορά– «τα παίρνει όλα».
Αυτές και άλλες παθογόνες καταστάσεις πρέπει να ανατραπούν. Και πρέπει ως κοινωνία να συζητήσουμε πώς θα ανατραπούν, πώς από μια κρατικοκεντρική οργάνωση της κοινωνικής μας ζωής θα μεταβούμε σε μια νέα διάρθρωση, κοινωνικοκεντρική, όπου το κέντρο δεν θα βρίσκεται ούτε στο κράτος, ούτε στην αγορά, αλλά στην ίδια την κοινωνία.
Στην κατεύθυνση αυτή προχωρούμε άμεσα στην κατάργηση του μπόνους και στην αλλαγή του εκλογικού νόμου με την καθιέρωση της απλής αναλογικής και με την προοπτική, στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης, να συμφωνηθεί ως πάγιο εκλογικό σύστημα.
Στόχος, πέρα από την κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών, είναι να κατοχυρώσουμε την ισοδυναμία της ψήφου και να κάνουμε πιο σύγχρονες και δημοκρατικές τις σχέσεις πολιτικής εκπροσώπησης.
Ανοίγουμε, παράλληλα, τη συζήτηση για τον συνταγματικό χάρτη της χώρας, με βάση τις αρχές της διαφάνειας, της προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών, της εμβάθυνσης των δημοκρατικών θεσμών, τη θεσμοθέτηση μορφών άμεσης δημοκρατίας.
Τέλος, προχωράμε σε εκτεταμένες αλλαγές στη δημόσια διοίκηση και το κράτος, θέτουμε προς εξέταση το συνολικό πλέγμα των αρμοδιοτήτων και των σχέσεων ανάμεσα στο κεντρικό κράτος, τις περιφέρειες και τις δημοτικές αρχές.
Η συνταγματική αναθεώρηση και οι θεσμικές αλλαγές στο κράτος δεν είναι ουδέτερες τεχνικές μεταρρυθμίσεις. Αλλαγές σαν τις παραπάνω καθορίζουν τους όρους της συλλογικής μας ζωής, προσδιορίζουν τη φυσιογνωμία της κοινωνίας μας και τη μορφή της μεταμνημονιακής Ελλάδας που θέλουμε να διαμορφώσουμε. Οι θεσμικές αυτές αλλαγές αποτελούν επομένως και σημαντικό πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ιδεολογίες, απόψεις και συμφέροντα που θέλουν την περιθωριοποίηση των πολιτών και της κοινωνίας, από τη μια μεριά, και την προοδευτική επιλογή που θέλει αντίθετα τους πολίτες και την κοινωνία ενεργούς συντελεστές του μέλλοντος, από την άλλη. Ακριβώς γι’ αυτό, η υπόθεση αυτή δεν αφορά μόνο κάποιους ειδικούς. Μας αφορά όλους και όλες.
Ιστορική επιλογή
Συντρόφισσες και σύντροφοι, φίλες και φίλοι,
Η μετάβαση στο νέο υπόδειγμα της δίκαιης ανάπτυξης και αλληλέγγυας κοινωνίας δεν θα είναι εύκολη ούτε ευθύγραμμη. Ούτε θα γίνει χωρίς συγκρούσεις. Διότι πολλοί από τους στόχους μας συγκρούονται με το ασφυκτικό πλαίσιο εποπτείας που μας έχει επιβληθεί. Πρέπει λοιπόν να διεκδικήσουμε βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση της πολιτικής, με σεβασμό στις συμφωνημένες υποχρεώσεις. Επίσης, γιατί δυνάμεις που μένουν προσδεδεμένες στο παλιό σύστημα και στις παλιές διευθετήσεις αντιδρούν σε κάθε αληγή προσπαθώντας να διατηρήσουν προνόμια, ρόλους και εξουσία.
Μια τέτοια σύγκρουση έχει φέρει στο προσκήνιο η προσπάθεια της κυβέρνησης να μπει τάξη στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Βλέπουμε όλοι τον εκχυδαϊσμό και τον εκφυλισμό της ενημέρωσης από ορισμένα ΜΜΜ σε μια χοντροκομμένη αντικυβερνητική προπαγάνδα. Όμως οι διαδικασίες προκειμένου να μπουν τάξη και κανόνες στον ευαίσθητο αυτό χώρο της ενημέρωσης θα προχωρήσουν και θα ολοκληρωθούν.
Σε αυτή την πορεία χρειάζεται λοιπόν η ενεργοποίηση και η στήριξη της κοινωνίας.
Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικήσει και να κερδίσει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας έχει έναν ιστορικό χαρακτήρα. Διότι για πρώτη φορά σπάει το μονοπώλιο της αστικής εξουσίας στη χώρα μας. Και ταυτόχρονα για πρώτη φορά φύσηξε ένας καινούριος άνεμος στην Ευρώπη.
Συγχρόνως όμως αυτή η επιλογή αποτελούσε και μια τομή στην παράδοση της Αριστεράς. Διότι μέχρι τώρα ως Αριστερά διεκδικούσαμε από το κράτος ή αναθέταμε στο κράτος να ικανοποιήσει τα αιτήματα των εργαζομένων, τις ανάγκες του λαού.
Τώρα με την ψήφο του λαού έχουμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε οι ίδιοι τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία για να επιλύσουμε προβλήματα.
Αυτό όμως προϋποθέτει όχι αποκοπή αλλά σύσφιξη των δεσμών μας με την κοινωνία και τα κοινωνικά κινήματα. Στόχος είναι να συνδυάσουμε την κοινωνική δύναμη με την πολιτική επιρροή που –έστω και με περιορισμούς– έχουμε στο κράτος και την εκτελεστική εξουσία.
Για να λειτουργήσει όμως αυτή η νέα σχέση, απαιτείται ένα συνδικαλιστικό και ένα κοινωνικό κίνημα που δεν θα περιορίζεται στην καταγγελία αλλά θα επιδιώκει θετικούς και υλοποιήσιμους στόχους.
Αυτό απαιτεί βεβαίως κριτική και έλεγχο της κυβέρνησης, απαιτεί όμως και συνεργασία. Και πάνω σε αυτήν τη βάση καλούμαστε ακριβώς να χτίσουμε ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης.
Δεν θα ήμουν ειλικρινής αν έλεγα ότι αυτό το νέο μοντέλο το έχουμε δημιουργήσει κιόλας. Όχι, είναι στόχος προς κατάκτηση. Όμως για πρώτη φορά διαμορφώνεται η δυνατότητα να δημιουργήσουμε νέα πρότυπα διακυβέρνησης που θα υπηρετούν τους πολίτες και το κοινό καλό χωρίς εξαρτήσεις από ιδιοτελή συμφέροντα.
Γι’ αυτό οι αντίπαλοί μας καταστροφολογούν, αποφεύγουν τον συγκεκριμένο διάλογο, διαστρεβλώνουν και συκοφαντούν. Τρέμουν στην ιδέα ότι η δική μας κυβέρνηση μπορεί να πετύχει σε ό,τι οι ίδιοι απέτυχαν. Και τούτο γιατί η δική μας επιτυχία θα είναι επιτυχία της κοινωνίας – και μάλιστα των πιο αδύναμων τμημάτων. Έχουμε επίγνωση των δυσκολιών. Όμως μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε! Γιατί έχουμε μεγάλα περιθώρια να βελτιώσουμε τη λειτουργία μας, να οργανώσουμε καλύτερα τη σχέση και την επικοινωνία μας με το λαό. Γιατί είμαστε έτοιμοι να αναγνωρίσουμε λάθη και παραλείψεις και να τα αντιμετωπίσουμε. Γιατί έχουμε τη συνείδηση πως όλοι και όλες, καθένας και καθεμιά από τη θέση του/της, υπηρετούμε ένα κοινό όραμα, μοιραζόμαστε κοινές αξίες και έναν συλλογικό σκοπό.
Έχουμε χρέος να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να πετύχουμε. Το οφείλουμε στις γενιές των αριστερών και προοδευτικών ανθρώπων που αγωνίστηκαν υπό αντίξοες συνθήκες για να είμαστε εμείς σήμερα εδώ. Το οφείλουμε όμως κυρίως στις νέες γενιές. Είμαι βέβαιος πως θα πετύχουμε!
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
4 ημέρες πριν
«Ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχθηκε το 2015 την ιστορική πρόκληση της διακυβέρνησης για να στηρίξει την κοινωνία»
shorturl.at
Ομιλία στο θεματικό τραπέζι «Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
«Ισχυρή Αριστερά σε ένα πλειοψηφικό συνασπισμό προοδευτικών δυνάμεων για τη διακυβέρνηση της χώρας»
shorturl.at
Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου Ιστόρηση 50 χρόνων. Από τα κέντρα λήψης αποφάσεων ΠΑΣΟΚ - ΣΥΡΙΖΑ των Αντώνη ...Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
2 εβδομάδες πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
3 εβδομάδες πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
3 εβδομάδες πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter