Μια στατιστική έρευνα και μια μελέτη που και οι δύο δημοσιεύθηκαν πρόσφατα ήλθαν να ρίξουν φως σε ορισμένες όχι καλά φωτισμένες πλευρές της κοινωνικής μας πραγματικότητας.
Πρόκειται για την «έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών» που πραγματοποιήθηκε από το Εθνικό Κέντρο Kοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) και τη Στατιστική Υπηρεσία (ΕΣΥΕ) και για τη μελέτη με τίτλο «Διανομή, Αναδιανομή και Φτώχεια» που πραγματοποιήθηκε από επιστήμονες του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). (1)
Η πρώτη, περιορίζεται στην παρουσίαση των στατιστικών ευρημάτων της έρευνας. Η δεύτερη επεκτείνεται στην ανάλυση και στη συζήτηση πολιτικών σχετικών με την αναδιανομή και τη φτώχεια. Και οι δυο αυτές έρευνες χρήζουν περαιτέρω κριτικής αξιολόγησης και συζήτησης.
Στο άρθρο αυτό θα περιοριστώ σε ορισμένα μόνο από τα ευρήματα αυτών των ερευνών τα οποία θεμελιώνουν την αναγκαιότητα της πρότασης νόμου που ήδη έχουμε καταθέσει στη βουλή για τη θεσμοθέτηση του δικαιώματος σ’ ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για όλους τους πολίτες οι οποίοι για διάφορους λόγους δεν μπορούν να εξασφαλίσουν οι ίδιοι αυτό το ελάχιστο εισόδημα.
(1) βλ. Κ.Ν. Κανελλοπούλου, z.Ν.Αναστασάκος, Α.Κ.Κώτση, Θ.Ν.Μανιάτης, Κ.Π. Παχάκη, Διανομή, Αναδιανομή, και φτώχεια, εκδ.ΚΕΠΕ, Αθήνα 2004
Ένα πρώτο εύρημα αφορά τις διαστάσεις της φτώχειας στη χώρα μας. Παρόλο που το «όριο της φτώχειας» ή του «κινδύνου της φτώχειας» ορίζεται σ’ ένα χαμηλό και πάντως συζητήσιμο επίπεδο, το ποσοστό του πληθυσμού που είναι κάτω από το όριο αυτό ανέρχεται στο 21% και είναι το υψηλότερο (μαζί με την Πορτογαλία) στην Ε.Ε. (2)
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΑΙΑ ΦΤΩΧΕΙΑ……
Όμως μέσα στη ζώνη αυτή υπάρχουν και ομάδες του πληθυσμού που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Σύμφωνα με την έρευνα του ΕΚΚΕ 742.990 άτομα εμφανίζονται να ζουν με λιγότερο από 10,5 ευρώ την ημέρα.
Η άποψη συνεπώς που υποστηρίζει ότι το φαινόμενο της ακραίας φτώχειας δεν είναι στη χώρα μας σοβαρό, δεν επιβεβαιώνεται. Αντίθετα φαίνεται πως μικρές, διάσπαρτες κοινωνικές ομάδες σχηματίζουν ένα κοινωνικό στρώμα που ζει σε συνθήκες ακραίας ανέχειας και που πιθανά η έκτασή του θα διευρυνθεί στο μέλλον, αν δεν παρθούν μέτρα.
Κατά συνέπεια, η ανάγκη για μια συνολική πολιτική που θα αντιμετωπίζει το πρόβλημα της φτώχειας συνολικά και ριζικά δεν αναιρεί την ανάγκη ούτε μπορεί να χρησιμοποιείται ως άλλοθι για την απουσία μέτρων, ανακούφισης έστω, όσων ζουν σ’ αυτές τις συνθήκες ακραίας ανέχειας. Και ένα τέτοιο μέτρο είναι η θεσμοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
(2) ως όριο φτώχειας ορίζονται τα 4.800 ευρώ ετησίως (για το έτος έρευνας 2002). Η μεθοδολογία της Έρευνας και τα κύρια ευρήματά της εκτίθενται στην έκδοση του ΕΚΚΕ και της ΕΣΥΕ «Παρουσίαση Βασικών Αποτελεσμάτων της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών» Αθήνα 2004.
Η καθολικότητα ενός τέτοιου μέτρου και η, χωρίς υπέρμετρες γραφειοκρατικές προϋποθέσεις, εφαρμογή του, θα επιτρέψει σε μια πρώτη φάση την μερική έστω ανακούφιση αλλά και την καταγραφή αυτών των μικρο-πληθυσμών, και την «ταυτοποίησή» τους και την συστηματικότερη μελέτη και αντιμετώπιση των αιτιών των προβλημάτων τους.
Εδώ, αξίζει να αναφερθεί μια δεύτερη διαπίστωση της έρευνας του ΕΚΚΕ η οποία επισημαίνει την αναποτελεσματικότητα των ασκούμενων πολιτικών.
Παρά την αύξηση δηλαδή των κοινωνικών δαπανών, και διαφόρων αποσπασματικών μέτρων το αποτέλεσμά τους στο επίπεδο της φτώχειας είναι περιορισμένο προφανώς γιατί, όπως υποστήριξε ο υπεύθυνος της έρευνας καθηγητής κ. Σακέλλης, «ισχυροί εσωτερικοί μηχανισμοί» τροφοδοτούν και αναπαράγουν το φαινόμενο της φτώχειας.
Οι συνέπειες είναι και πάλι περισσότερο οδυνηρές στα στρώματα που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.
Το δίλημμα συνεπώς δεν μπορεί να είναι ή ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ή ειδικές πολιτικές κατά περίπτωση. Η θεσμοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος δεν αναιρεί την ανάγκη ειδικών πολιτικών για επιμέρους ομάδες όπως μακροχρόνια άνεργοι, άτομα με αναπηρίες, μονογονεϊκές οικογένειες κλπ, αλλά μπορεί να υποβοηθήσει στην αναζήτηση και το σχεδιασμό τέτοιων ειδικών πολιτικών.
Ένα τρίτο εξαιρετικά ενδιαφέρον εύρημα αφορά τους παράγοντες που επηρεάζουν τη φτώχεια.
Φαίνεται πως τρεις είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες επιδείνωσης ή ανάσχεσης της φτώχειας.
Ο πρώτος έχει να κάνει με την απασχόληση, αν δηλαδή, ο αρχηγός ενός νοικοκυριού (και άλλα μέλη του) εργάζεται ή όχι. Ο δεύτερος είναι το μορφωτικό επίπεδο και ο τρίτος αφορά στην κατάσταση της υγείας του αρχηγού ενός νοικοκυριού (και των μελών του).
Η απασχόληση του αρχηγού ενός νοικοκυριού, το ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο και η καλή κατάσταση της υγείας, όπως προκύπτει από τα ευρήματα της έρευνας, δρουν ανασχετικά ως προς τη διεύρυνση της φτώχειας.
Οι παράγοντες αυτοί έχουν μια σχετικότητα. Για παράδειγμα ακόμη και όταν εργάζεται ο αρχηγός του νοικοκυριού ο κίνδυνος φτώχειας πέφτει στο 16% των νοικοκυριών σε σχέση με το μέσο όρο (21%). Όμως, όπως παρατηρούμε, παραμένει υψηλός, γεγονός που υποδηλώνει το φαινόμενο των «εργαζόμενων φτωχών», λόγω χαμηλού βασικού μισθού, μερικής ή μη μόνιμης εργασίας κλπ.
Παρόλα αυτά, η ανεργία, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και η κακή κατάσταση της υγείας του αρχηγού ενός νοικοκυριού ή και των μελών του, σαφώς μεγιστοποιούν τον κίνδυνο της φτώχειας και μάλιστα της ακραίας φτώχειας.
Μια στρατηγική συνεπώς για τον περιορισμό της φτώχειας συνολικά, θα πρέπει να αρθρώνεται καταρχήν γύρω από αυτούς τους τρεις παράγοντες (παιδεία, υγεία, απασχόληση).
……ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ
Ακόμη όμως και η ύπαρξη μιας τέτοιας στρατηγικής δεν αναιρεί την ανάγκη του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος όπως φαίνεται να πιστεύουν οι μελετητές του ΚΕΠΕ ως ένα μέτρο καθολικής εφαρμογής. Συγκεκριμένα, η μελέτη του ΚΕΠΕ υποστηρίζει ότι «κάθε πολιτική μείωσης της φτώχειας και της ανισότητας δεν μπορεί παρά να διακρίνει τους απασχολήσιμους από τους μη απασχολήσιμους και για τους πρώτους να ενισχύει τις ευκαιρίες απασχόλησης μέσω της ενίσχυσης των προσόντων τους και αποτελεσματικότερης λειτουργίας της αγοράς εργασίας, ενώ κάποιο εγγυημένο εισόδημα θα μπορούσε να περιορισθεί κυρίως στους δεύτερους» (σελ.250).
Είναι καταρχήν θετικό ότι οι μελετητές του ΚΕΠΕ αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα ενός «εγγυημένου εισοδήματος». Επίσης ορθά ως στρατηγική για την αντιμετώπιση της φτώχειας προτάσσουν την απασχόληση. Για ορισμένες όμως κοινωνικές ομάδες η πρόσβαση στην αγορά εργασίας προσκρούει σε εμπόδια που η συγκεκριμένη μελέτη δεν ερευνά, ενδεχομένως διότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία.
Αν υποθέσουμε ότι η ακραία φτώχεια, συχνά, συνυπάρχει με φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού, τότε η άρση του αποκλεισμού και η πρόσβαση στην αγορά εργασίας είναι ζητούμενο και όχι μια δεδομένη δυνατότητα. Η επανένταξη π.χ. ενός μακροχρόνια άνεργου στην αγορά εργασίας ή ενός ατόμου με αναπηρία, μιας ανύπαντρης μητέρας μικρών παιδιών ή ενός πρώην χρήστη ουσιών ή ενός πρώην φυλακισμένου ή άλλων κοινωνικά «στιγματισμένων» ομάδων, δεν μπορεί να γίνει με όρους «αγοράς εργασίας», αλλά συχνά απαιτείται παρέκκλιση από τους όρους αυτούς.
Ακριβώς γι αυτό η ύπαρξη του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και η χρήση του ως μέσο για την άρση των αποκλεισμών, όπως ακριβώς προτείνεται στην πρότασή μας, αποτελεί αναγκαίο συστατικό και προϋπόθεση μιας στρατηγικής κατά της φτώχειας.
Υπό την έννοια αυτή το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα πρέπει να αφορά τόσο τους «απασχολήσιμους» όσο και τους «μη απασχολήσιμους». Έχει νόημα ακριβώς ως ένα μέσο πολιτικής καθολικής εφαρμογής, χωρίς εξαιρέσεις ή διακρίσεις, ως ένα κοινωνικό δικαίωμα χωρίς το οποίο για ορισμένες, τουλάχιστον, ομάδες του πληθυσμού, δεν έχουν νόημα ούτε τα πολιτικά τους δικαιώματα.
Με άλλα λόγια, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα,
Α) είναι ένα μέσο ανακούφισης κατά της ακραίας φτώχειας
Β) είναι ένα μέσο ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό, αλλά
Γ) είναι και ένα μέσο ενδυνάμωσης και «ανόρθωσης» της ιδιότητας του πολίτη και της ίδιας της δημοκρατίας.
Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε την ενίσχυση ή επικράτηση ακόμη και σε τμήματα της αριστεράς μιας οικονομίστικης αντίληψης για τη φτώχεια. Η φτώχεια όμως και οι διαστάσεις της όπως και η διαφορά μεταξύ σχετικής φτώχειας και ακραίας φτώχειας – δεν είναι μόνο εισοδηματική ή ποσοτική. Είναι βαθύτερη. Έχει να κάνει με το δικαίωμα και τη δυνατότητα ενός ανθρώπου να κάνει σχέδια ζωής και να τα διεκδικεί.
Αυτό το δικαίωμα για ορισμένες κοινωνικές ομάδες που έχουν παγιδευτεί ή κινδυνεύουν να παγιδευτούν σε καταστάσεις αποκλεισμού, συχνά εξανεμίζεται, χάνεται.
Για τα άτομα αυτά έχει μικρή σημασία ή και καθόλου το δικαίωμα της ψήφου, της ελεύθερης έκφρασης γνώμης, της οργάνωσης και της συλλογικής δράσης. Δίνοντας στον κόσμο αυτό το δικαίωμα σ’ ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, παρέχοντας ειδική υποστήριξη σε όσα από τα άτομα αυτά είναι ικανά για εργασία να βρουν απασχόληση, τους δίνουμε το δικαίωμα να κάνουν σχέδια ζωής και να τα διεκδικήσουν. Διαφορετικά είναι σαν να τα αφήνουμε στην τύχη τους, στην καλή θέληση κάποιων φιλανθρωπικών οργανώσεων ή στη βοήθεια της εκκλησίας. Αλλά αυτό σίγουρα δεν αποτελεί αριστερή πολιτική.
Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ
Ποια είναι όμως η δυναμική του δικαιώματος αυτού;
Πρώτον, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι πουθενά η κατοχύρωση αυτού του δικαιώματος δεν οδήγησε σε άμβλυνση του αγώνα για τα δικαιώματα όπως ορισμένοι υποστηρίζουν. Αντίθετα, παντού όπου εφαρμόσθηκε, τροφοδότησε τη γενικότερη συζήτηση για το φαινόμενο της φτώχειας και την αντιμετώπισή της.
Δεύτερον, παντού όπου ισχύει, οι αριστερές δυνάμεις και τα κοινωνικά κινήματα αγωνίζονται για την αναβάθμιση και τη διεύρυνση του δικαιώματος αυτού, τη σύνδεσή του με το γενικότερο αγώνα για την αντιμετώπιση της ανεργίας, της φτώχειας, των ανισοτήτων, την αναδιανομή των εισοδημάτων και των φορολογικών βαρών.
Τρίτο, η δυναμική που αναπτύσσεται είναι, η έννοια των κατώτατων εγγυημένων ορίων να διευρυνθεί και ο σχετικός αγώνας να βγει έξω από τα στενά εθνικά σύνορα, να γίνει πανευρωπαϊκός και παγκόσμιος. Για την Αριστερά η ενοποίηση της Ευρώπης συνδέεται με την ενιαιοποίηση προς τα πάνω των δικαιωμάτων και στο πλαίσιο αυτό με την αναγνώριση του δικαιώματος σ’ ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ως ένα δικαίωμα με πανευρωπαϊκή ισχύ, όχι ως προς το απόλυτο ύψος του, αλλά ως προς το πεδίο εφαρμογής του.
Τέλος, ο αγώνας αυτός τείνει και πρέπει να πάρει παγκόσμιες διαστάσεις με στόχο τη διασφάλιση ενός κατώτατου εγγυημένου επίπεδου ζωής για όλους τους κατοίκους του πλανήτη, με περιεχόμενο αντίστοιχο προς τις συγκεκριμένες ανάγκες, ανά χώρα ή περιοχή.
Φιλοδοξία μας, λοιπόν, νομίζω πως πρέπει να είναι να είμαστε δρώντες συμμέτοχοι αυτής της παγκόσμιας δυναμικής. Αλλά αυτό στην περίπτωσή μας, πρωτίστως, απαιτεί την ανάπτυξη ενός κινήματος που θα επιβάλλει την κατοχύρωση του σχετικού δικαιώματος και στη χώρα μας.
Απόψεις που θεωρούσαν ότι η πρότασή μας – και με το συγκεκριμένο μάλιστα περιεχόμενό της – θα γινόταν ασμένως αποδεκτή από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, έχουν ήδη διαψευσθεί.
Χωρίς ισχυρή κοινωνική και πολιτική πίεση, η χώρα μας θα παραμένει η μόνη στην Ε.Ε των 15 χωρίς την αναγνώριση του δικαιώματος στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και αυτό δεν αποτελεί τίτλο τιμής ούτε για την κοινωνία μας ούτε για την Αριστερά μας.
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
1 ημέρα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 εβδομάδες πριν
«Το καθήκον των αριστερών & προοδευτικών δυνάμεων σε ένα περιβάλλον προκλήσεων & απειλών»
dragasakis.gr
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 μήνας πριν
Main - Alexis Tsipras Institute Events
rb.gy
Clifford Chance, Δικηγόρος – εξειδίκευση δίκαιο της ενέργειας & ανταγωνισμόςShare on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter