Άρθρο στα Ενθέματα της εφημερίδας “ΑΥΓΗ”_ Η ανάπτυξη μέσω των τραπεζών και η χρηματοπιστωτική επέκταση ως «εθνική στρατηγική»

** Το παρόν άρθρο είναι από ομιλία που έγινε σε ημερίδα που διοργώνσε 稔Επιθεώρηση των Βαλκανίων & της Μέσης Ανατολής” προς τιμήν του Peter Gowan με θέμα: “Κατανοώντας την οικονομική΄κρίση. Η συμβολή των μαρξιστικών προσεγγίσεων”**

 

 

    Η ανάπτυξη μέσω των τραπεζών και η χρηματοπιστωτική  

                    επέκταση ως «εθνική στρατηγική»

 

 

Όπως είναι γνωστό, η κρίση που ζούμε ξεκίνησε από τη χρηματοπιστωτική σφαίρα, πολύ σύντομα όμως επεκτάθηκε στη σφαίρα της παραγωγής και της απασχόλησης, ενώ σε πολλές χώρες παίρνει και τη μορφή της δημοσιονομικής κρίσης. Αυτή η εξέλιξη και η διαρκής μεταμόρφωση της κρίσης, διαδικασία που δεν έχει ολοκληρωθεί, πιστοποιεί πως πρόκειται για μια σύνθετη δομική κρίση του καπιταλισμού, που διαπλέκεται μάλιστα με την οικολογική κρίση.

 

 

Η κρίση αυτή αναδεικνύει ποικίλα, παλαιά όσο και νέα, πεδία και προβλήματα που ζητούν πολιτικές απαντήσεις. Ένα τέτοιο πεδίο, που επιζητά σήμερα μια ανανεωμένη όσο και δραστική πολιτική και κοινωνική παρέμβαση, είναι εκείνο του τραπεζικού και ευρύτερα του χρηματοπιστωτικού τομέα.

 

 

Από πού πηγάζει η αναγκαιότητα του δημόσιου κοινωφελούς πιστωτικού μοντέλου;

 

 

Το έργο του Peter Gowan, και ειδικότερα ένα πρόσφατο άρθρο του («Crisis in the Heartland», NewLeftReview, τχ. 55, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009), από τα τελευταία που μας άφησε, περιέχει γόνιμες σκέψεις.

 

 

Κατά τον Gowan, οι επιλογές του καπιταλιστικού συστήματος σε σχέση με το τραπεζικό-πιστωτικό σύστημα είναι δύο:

 

 

α) Η πρώτη επιλογή είναι ένα δημόσιο κοινωφελές τραπεζικό πιστωτικό σύστημα προσανατολισμένο στη συσσώρευση κεφαλαίου στην παραγωγική σφαίρα.

 

 

β) Η δεύτερη είναι ένα τραπεζικό-πιστωτικό σύστημα που υποτάσσει στη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας του και στην αυτοανάπτυξή του όλες τις άλλες οικονομικές λειτουργίες, ανάγκες ή δραστηριότητες.

 

 

Στην πρώτη περίπτωση, το τραπεζικό σύστημα λειτουργεί με τρόπο που ευνοεί τη συσσώρευση του κεφαλαίου σε επίπεδο οικονομίας συνολικά, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ευνοείται η συσσώρευση του κεφαλαίου στον ίδιο τον τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό τομέα.

 

 

Η επιλογή για ένα δημόσιο κοινωφελές τραπεζικό σύστημα μπορεί να θεμελιωθεί στους εξής παράγοντες:

 

 

• Πρώτο, το τραπεζικό σύστημα ουσιαστικά διαχειρίζεται ένα “δημόσιο αγαθό” και επιτελεί ζωτικής για την κοινωνία σημασίας λειτουργίες, που από τη φύση τους είναι δημόσιου χαρακτήρα. Άρα οι λειτουργίες αυτές πρέπει να ασκούνται υπό κοινωνικό έλεγχο και με κοινωνικοοικονομικά κριτήρια.

 

 

• Δεύτερο, το τραπεζικό-πιστωτικό σύστημα είναι ενδογενώς ασταθές, λόγω της φύσης της πίστωσης. Άρα η ασφάλεια του συστήματος απαιτεί την καταστολή του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, τη διασφάλιση της μεταξύ τους συνεργασίας και την ύπαρξη ενός αποτελεσματικού και δημόσιου συστήματος παροχής εγγυήσεων και ασφάλειας (εγγύηση των καταθέσεων, χρηματοδότηση τελευταίας καταφυγής κλπ.).

 

 

• Τρίτο, οι αποφάσεις σε σχέση με την κατανομή των πιστώσεων είναι μακροοικονομικής σημασίας, με ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις, άρα δεν μπορούν να λαμβάνονται με κοινά καπιταλιστικά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.

 

 

Τα πλεονεκτήματα όμως ενός κοινωφελούς τραπεζικού-πιστωτικού συστήματος αναγνωρίζονται σήμερα ευρύτερα, τόσο σε επίπεδο ακαδημαϊκό (Krugman, Boiter κ.ά.), όσο και σε επίπεδο ακόμη και κεντρικών τραπεζιτών, όπως ο Mervyn King, διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας του Ηνωμένου Βασιλείου, ο Y.V. Reddy, πρώην διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ινδίας κ.ά.

 

 

Το επιχείρημα, για παράδειγμα, του Mervyn King είναι εύλογο: «Αν η απάντησή μας στην κρίση», υποστηρίζει, «επικεντρώνεται μόνο στα συμπτώματα και όχι στις βαθύτερες αιτίες της, τότε θα κληροδοτήσουμε στις μελλοντικές γενιές άλλη μια κρίση, ακόμη χειρότερη από αυτή που ζούμε σήμερα».

 

 

Ο King προτείνει λοιπόν το διαχωρισμό των τραπεζών σε «κοινωφελείς τράπεζες», οι οποίες δε θα “παίζουν” με τις καταθέσεις ούτε θα αναλαμβάνουν μη διαχειρίσιμους κινδύνους και τις τράπεζες που θα αναλαμβάνουν κινδύνους και θα τους διαχειρίζονται με δική τους ευθύνη. Οι πρώτες θα είναι υπό τον έλεγχο και την προστασία του κράτους, ενώ οι δεύτερες θα είναι υπό τον έλεγχο των αγορών. Παρόλο που ούτε η λύση αυτή προφυλάσσει τις κοινωνίες από μελλοντικές κρίσεις, έχει σημασία η αναγνώριση της ανάγκης ένα μέρος τουλάχιστον του τραπεζικού συστήματος να λειτουργεί με όρους «κοινής ωφέλειας», ιδίως όταν η αναγνώριση αυτή γίνεται από έναν κεντρικό τραπεζίτη.   

 

 

Γιατί όμως δεν επιλέγεται το δημόσιο κοινωφελές τραπεζικό-πιστωτικό σύστημα, αν και είναι σταθεροποιητικό και για τον ίδιο τον καπιταλισμό; Πού οφείλεται η ηγεμονία του κερδοσκοπικού μοντέλου ή του, κατά πολλούς, «CasinoBankModel», όπως αυτό ισχύει ιδίως στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο;

 

 

Ας δούμε πρώτα σε τι συνίσταται το μοντέλο αυτό.

 

 

Πρώτο, λειτουργεί με τη λογική ότι το χρήμα δημιουργεί χρήμα και η απλή κυκλοφορία του μπορεί να είναι πηγή κέρδους (Μ – Μ΄).

 

 

Δεύτερο, αυτή η λειτουργική λογική έχει ως αποτέλεσμα την υποταγή όλων των δημόσιου χαρακτήρα λειτουργιών του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σκοπό της μεγιστοποίησης του κέρδους και της αυτο-επέκτασης του χρηματιστικού κεφαλαίου και της χρηματοπιστωτικής σφαίρας.

 

 

Τρίτο, με αυτή τη λειτουργία του, το χρηματοπιστωτικό σύστημα απορροφά τον κύριο όγκο των κερδών που παράγονται στην οικονομία, αλλάζει τους όρους κατανομής τους καθώς και τη διαδικασία διαμόρφωσης των ταξικών σχέσεων.

 

 

Τέταρτο, το σύστημα αυτό γίνεται πηγή αστάθειας, παράγοντας κρίσης τόσο για το ίδιο όσο και για την οικονομία και την κοινωνία συνολικά.

 

 

Πέμπτο, ταυτόχρονα όμως το σύστημα αυτό έχει απεριόριστες δυνατότητες γιγαντισμού και παγκόσμιας επέκτασης, αφού η ανάπτυξή του αποδεσμεύεται από τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας.  

 

 

O Peter Gowan φαίνεται να εντοπίζει, όχι αβάσιμα, το μυστικό της ηγεμονίας αυτού του μοντέλου κυρίως σε αυτή την τελευταία ιδιότητά του.

 

 

• Η απάντηση δηλαδή στο ερώτημα σχετικά με την ηγεμονία αυτού του μοντέλου μπορεί να δοθεί, υποστηρίζει, στο ευρύτερο πεδίο των κοινωνικοοικονομικών και κοινωνικοπολιτικών σχέσεων στις ΗΠΑ μετά το 1970 και την αδυναμία των ΗΠΑ να επιτύχουν μια βιώσιμη ανάκαμψη της βιομηχανίας τους, έτσι ώστε να λειτουργήσει ως η ατμομηχανή της ανάπτυξης. Το ρόλο αυτό, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά, τον αναλαμβάνει ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Η χρηματοπιστωτική επέκταση και κυριαρχία γίνεται έτσι κεντρική εθνική στρατηγική των ΗΠΑ. Δεν πρόκειται, επομένως, μόνο για μια επιλογή μεταξύ τραπεζικών μοντέλων, αλλά για μια γενικότερη στρατηγική επιλογή και μια βαθιά αναδιοργάνωση και ανασυγκρότηση του καπιταλισμού, ακόμη και της ταξικής του βάσης.

 

 

• Ο Peter Gowan μάς αποκαλύπτει έτσι την κεντρικότητα της σημασίας των τραπεζών, όχι με όρους στενά οικονομικούς, αλλά με όρους πολιτικής οικονομίας, με όρους εσωτερικής και διεθνούς πολιτικής, και στο σημείο αυτό θα εντόπιζα την ιδιαίτερη συμβολή του.

 

 

Η ανάπτυξη μέσω των τραπεζών και η χρηματοπιστωτική επέκταση ως ελληνική «εθνική στρατηγική».

 

 

Αν και η ανάλυση του Peter Gowan αναφέρεται στην περίπτωση των ΗΠΑ, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε και την περίπτωση της Ελλάδας και τους σημερινούς κινδύνους που φτάνουν μέχρι και τη συζήτηση του ενδεχόμενου χρεοκοπίας.

 

 

Όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έζησε μια περίοδο ταχείας ανάπτυξης, η δυναμική της οποίας όμως εξαντλήθηκε τη δεκαετία του ’70. Αντιμέτωπες τότε με μια βαθιά κρίση, οικονομική και κοινωνική, οι συντηρητικές κυβερνήσεις της εποχής αναζητούσαν διέξοδο σε μια «όψιμη εκβιομηχάνιση» με τη βοήθεια του κράτους. Όμως εκείνη η προσπάθεια κατηγορήθηκε ως «σοσιαλμανία» από το οικονομικό κατεστημένο. Ανάλογες προσπάθειες συνεχίστηκαν από τη μετέπειτα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, χωρίς όμως επιτυχία λόγω της αποσπασματικότητας και της ασυνέπειας των προσπαθειών και των αντιδράσεων του εγχώριου οικονομικού κατεστημένου, αφού μια τέτοια στρατηγική προϋπέθετε ισχυρή δημόσια παρέμβαση και σχεδιασμό.

 

 

Μια νέα στρατηγική αρχίζει να κερδίζει έδαφος στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Το άνοιγμα των συνόρων εξαιτίας της κατάρρευσης των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και οι προοπτικές εισόδου της Ελλάδας στο κλαμπ του ευρώ δημιούργησαν ένα νέο πλαίσιο. Αυτό όμως δεν αξιοποιείται για την παραγωγική ανασύνταξη της οικονομίας και της κοινωνίας. Αντίθετα, αναγορεύεται σε κυρίαρχη στρατηγική η ανάπτυξη και η επέκταση του ελληνικού καπιταλισμού μέσω των τραπεζών.

 

 

Η χρηματοπιστωτική ανάπτυξη και η επέκταση στα Βαλκάνια αναγορεύεται σε “εθνική στρατηγική” και από ορισμένους μάλιστα κατονομάζεται ως η «νέα μεγάλη εθνική ιδέα». Οι τράπεζες αναλαμβάνουν ρόλο ατμομηχανής και συντονιστή αυτής της στρατηγικής. Η στρατηγική αυτή έχει δύο σκέλη:

 

 

Το πρώτο σκέλος είναι ώθηση της οικονομικής ανάπτυξης στο εσωτερικό της χώρας μέσω των τραπεζών και του δανεισμού, αξιοποιώντας το χαμηλό ποσοστό έκθεσης των ελληνικών νοικοκυριών στο δανεισμό.

 

 

Το δεύτερο σκέλος είναι η «διείσδυση στα Βαλκάνια», και ευρύτερα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, και η κατάκτηση θέσεων στις εκεί αγορές.

 

 

Το επιχείρημα ήταν ότι με τα κέρδη που θα επαναπατρίζουν οι ελληνικές τράπεζες από τις βαλκανικές χώρες, καθώς και οι άλλες ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτές, θα καλύπτεται το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και θα ισορροπούν τα οικονομικά της χώρας. Πράγματι, ένα τέτοιο μοντέλο ανάπτυξης, καθοδηγούμενο από τις τράπεζες, οδήγησε αρχικά σε οικονομική μεγέθυνση με σχετικά υψηλούς ρυθμούς της τάξης του 3%-4%. Δεν απαντούσε όμως στο πρόβλημα της ανεργίας ούτε του διογκούμενου δημόσιου χρέους ή της αναβάθμισης του εγχώριου παραγωγικού συστήματος. 

 

 

Ενδεικτικό είναι ότι το μέσο ποσοστό της επίσημης ανεργίας, από 2,33% που ήταν τη δεκαετία του ’70, διαμορφώθηκε σε 6,7% την περίοδο 1982-1988 και σε 7,3% την περίοδο 1989-1993. Την περίοδο 1994-2004, που χαρακτηρίστηκε από τη στροφή στη χρηματοπιστωτική κυριαρχία και στη «νέα εθνική στρατηγική», το μέσο ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 10,4%, ενώ σήμερα το ποσοστό αυτό τείνει να ξεπεραστεί. Κατά την ίδια περίοδο (1975-2009) το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 27% την περίοδο 1975-1981 σε 103% κατά την τρέχουσα δεκαετία, με προοπτικές να υπερβεί το 135% τα επόμενα έτη. Τέλος, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, υπήρξε μαζική ιδιωτικοποίηση και εκποίηση κερδοφόρων δημόσιων επιχειρήσεων και δημόσιας περιουσίας, με αποτέλεσμα τη μείωση της καθαρής οικονομικής θέσης της χώρας, όπως τουλάχιστον την υπολογίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η βιωσιμότητα επομένως του συστήματος υποσκάπτεται και ένας μακροπρόθεσμος κίνδυνος χρεοκοπίας εγγράφεται ως πιθανή προοπτική του.

 

 

Επομένως, ο κίνδυνος χρεοκοπίας δεν προκύπτει μόνο ή τόσο από την αύξηση του δημόσιου χρέους, αλλά από την αδυναμία συνολικότερα του μοντέλου ανάπτυξης και της συγκεκριμένης «εθνικής στρατηγικής» να ανταποκριθούν σε θεμελιώδεις ανάγκες ύπαρξης και αναπαραγωγής της ελληνικής κοινωνίας — μιας στρατηγικής που ονομάστηκε «εθνική», ενώ ήταν βαθύτατα ταξική, όπως υποδηλώνει το υψηλό επίπεδο ανεργίας, φτώχειας και ανισοτήτων. Αυτός ο μακροπρόθεσμος κίνδυνος χρεοκοπίας “προεξοφλείται” σήμερα για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους.

 

 

Αιτήματα και άμεσοι στόχοι μιας αριστερής πολιτικής

 

 

Όσα προηγήθηκαν μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε πόσο αλληλένδετη είναι η συζήτηση για την αρχιτεκτονική του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη λειτουργία του με το ευρύτερο μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι πια να αλλάξουμε απλώς το τραπεζικό σύστημα, αλλά πώς στη θέση μιας αναπτυξιακής στρατηγικής που καθοδηγείται και υπηρετεί την κυριαρχία και την επέκταση των τραπεζών, θα μπει μια οικονομία των αναγκών, μια οικονομία δηλαδή που θα λειτουργεί με κριτήριο την ικανοποίηση των αναγκών, και πρώτα πρώτα της ανάγκης για πλήρη απασχόληση, δίκαιη αναδιανομή, κοινωνική αλληλεγγύη, προστασία και αναβάθμιση του περιβάλλοντος.

 

 

Ένα τέτοιο μοντέλο ανάπτυξης προφανώς απαιτεί τον δημοκρατικό έλεγχο της κατανομής της αποταμίευσης, της χρηματοδότησης, καθώς και της άσκησης της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής, αίτημα που υπερβαίνει το εθνικό πλαίσιο και άπτεται της ευρωπαϊκής διάστασης της πολιτικής.

 

 

Επιστρέφοντας όμως στο ειδικότερο ζήτημα των τραπεζών, θα ήθελα να αναφερθώ σε ορισμένα πεδία και στόχους άμεσης δράσης, τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, στους οποίους θα μπορούσαν να συγκλίνουν ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις.

 

 

1.Για ένα δημόσιο κοινωφελές τραπεζικό σύστημα. Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την ωρίμανση των προϋποθέσεων και της ανάγκης για την κοινωνικοποίηση του τραπεζικού-πιστωτικού συστήματος. Αυτό προκύπτει:

 

 

Πρώτον, από τους τεράστιους κινδύνους και την καταστροφική δυναμική που περικλείει μέσα της η λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε ιδιωτική κερδοσκοπική βάση.

 

 

Δεύτερον, από τη διεύρυνση και την εμβάθυνση του ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη λειτουργία και την αναπαραγωγή της κοινωνίας.

 

 

Τρίτον, από την αύξηση του ειδικού βάρους των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον καπιταλιστικά ανεπτυγμένο κόσμο.

 

 

Το αίτημα για δημόσιες τράπεζες κοινής ωφέλειας δεν ταυτίζεται βέβαια με το αίτημα για την κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, όμως δεν είναι ασύμβατο προς αυτό. Αντίθετα το καθιστά πιο ώριμο.

 

 

Ήδη, τον Οκτώβριο του 2008, η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, υποστήριξε στην κατεύθυνση αυτή την ανάκτηση του δημόσιου ελέγχου στην Εθνική Τράπεζα και η διαμόρφωση ενός δημόσιου πυλώνα μέσα στο τραπεζικό σύστημα, με αυτήν και άλλες υπό κρατικό έλεγχο τράπεζες. Επίσης, ζήτησε τη δημιουργία νέων εξειδικευμένων τραπεζών ειδικού κοινωνικού σκοπού σε τομείς όπως η στέγη, η χρηματοδότηση μικρών επιχειρήσεων και υποδομών.

 

 

Οι προτάσεις αυτές παραμένουν επίκαιρες. Βέβαια, ο κοινωφελής χαρακτήρας των τραπεζών δεν μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με αλλαγή της ιδιοκτησίας τους και του τυπικά δημόσιου χαρακτήρα του. Η κρατικοποίηση μιας τράπεζας, υπό συνθήκες καπιταλισμού, δεν την καθιστά αυτομάτως υπηρέτη της κοινωνίας.

 

 

Επομένως, πέραν της αλλαγής της ιδιοκτησίας και πέραν της εποπτείας και του ελέγχου της φερεγγυότητας και της σταθερότητάς τους, οι τράπεζες, για να είναι πραγματικά κοινωφελείς και να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, πρέπει να λειτουργούν σ’ ένα θεσμικό πλαίσιο που να διασφαλίζει τη διαφάνεια, τον κοινωνικό τους έλεγχο, την αξιολόγησή τους με βάση τη συνολική οικονομική και κοινωνική τους χρησιμότητα και αποτελεσματικότητα, έτσι ώστε, εκτός των άλλων, να αποκλείονται κομματικές παρεμβάσεις στη λειτουργία τους ή πελατειακές λογικές.

 

 

2. Ένα δεύτερο επίπεδο πολιτικώνκαι κοινωνικών παρεμβάσεων πρέπει να έχει στόχο την καταπολέμηση του τραπεζικού αποκλεισμού και την προστασία των συναλλασσομένων, και ειδικά των φτωχών συναλλασσομένων, από την κατάχρηση δύναμης από μέρους των τραπεζών.

 

 

Για την καταπολέμηση του τραπεζικού αποκλεισμού είναι αναγκαίες τρεις δέσμες μέτρων και πολιτικών:

 

 

α) Πολιτικές που να υποχρεώνουν τις τράπεζες να παρέχουν ένα ελάχιστο επίπεδο τραπεζικών υπηρεσιών, χωρίς προϋποθέσεις ή περιορισμούς που απορρέουν από την κοινωνική θέση, την οικονομική δυνατότητα, την καταγωγή, το φύλο ή το θρήσκευμα.

 

 

β) Ριζική αναμόρφωση του «ΤΕΙΡΕΣΙΑ» και επανίδρυσή του ως ανεξάρτητη δημόσια αρχή.

 

 

γ) Νέες δημόσιες διαρθρωτικές πολιτικές που να περιορίζουν την ανάγκη προσφυγής στον τραπεζικό δανεισμό για βασικές ανάγκες, όπως στέγη, εκπαίδευση, υγεία κλπ., αυξάνοντας ή βελτιώνοντας την προσφορά δημόσιων αγαθών στους εν λόγω τομείς.

 

 

3.Τρίτο επίπεδο πολιτικής παρέμβασης είναι εκείνο της αξιολόγησης της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των τραπεζών. Προφανώς ο ρόλος της εποπτείας των τραπεζών από τις κεντρικές τράπεζες είναι σημαντικός. Όμως, οι διαδικασίες και οι θεσμοί της “Βασιλείας”, που θέτουν τους σχετικούς κανόνες, λειτουργούν με αδιαφάνεια, χωρίς ουσιαστική δημοκρατική νομιμοποίηση  και σ’ αυτές εκπροσωπούνται μόνο οι Τράπεζες. Πέρα όμως από τον αναγκαίο εκδημοκρατισμό και την “πολιτικοποίηση” των εν λόγω διαδικασιών, είναι αναγκαία και η αξιολόγηση και η συναφής “εποπτεία”, με όρους κοινωνίας. Επομένως, μια τέτοια αξιολόγηση της κοινωνικής χρησιμότητας και αποτελεσματικότητας δεν μπορεί να γίνεται από την κεντρική  τράπεζα, αλλά από δημόσιες αρχές και ειδικούς προς τούτο δημοκρατικούς κοινωνικούς θεσμούς.

 

 

Οι εξελίξεις κάνουν αναγκαίο ένα νέο μαζικό, λαϊκό κόμμα της ΑριστεράςΣτους παράξενους καιρούς που ζούμε, δεν θα ήθελα, από δική μου αδράνεια, να βρεθώ εγκλωβισμένος σε ένα κόμμα το οποίο δεν θα έχει πλέον καμία σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ που υπηρέτησα από την ίδρυσή του, & είμαι περήφανος που συνέβαλα στη δημιουργία του. Θέλω να δηλώσω λοιπόν, ότι παραιτούμαι από μέλος του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μια απόφαση που δεν θα ήθελα να χρειαστεί να λάβω, αλλά οι εξελίξεις την έχουν καταστήσει αναγκαία από καιρό.Θυμίζω ότι από τα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ έχω παραιτηθεί ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο. Οι φόβοι που εξέφραζα τότε για εκφυλιστικές εξελίξεις έχουν, δυστυχώς, πλήρως επιβεβαιωθεί. Δεν χρειάζονται, επομένως, πρόσθετα επιχειρήματα. Μπορείς να παραμένεις σε ένα κόμμα, ακόμη & αν διαφωνείς με την τρέχουσα πολιτική του, αρκεί στο κόμμα αυτό να τηρούνται κάποιοι σταθεροί κανόνες και να υπάρχουν δημοκρατικές εγγυήσεις σεβασμού της αξιοπρέπειας και των απόψεων όλων. Είναι όμως εξαιρετικά δύσκολη η παραμονή σε ένα κόμμα στο οποίο η έννοια της δημοκρατίας & της Αριστεράς, αλλά & η ιστορία του ίδιου του κόμματος, υπονομεύονται & μόνος αποδεκτός κανόνας είναι η συχνά αδιευκρίνιστη & ευμετάβλητη βούληση του αρχηγού.Προσωπικά είμαι βέβαιος ότι η Αριστερά θα κληθεί από το λαό, ξανά, να κυβερνήσει, γιατί συσσωρεύονται μεγάλα προβλήματα που απαιτούν προοδευτικές λύσεις. Στοιχεία που δημοσιεύτηκαν χθες για τη συνεχιζόμενη φυγή στο εξωτερικό νέου επιστημονικού & εργατικού δυναμικού, είναι άκρως ανησυχητικά. Είναι μια ακόμη ένδειξη ότι, αν δεν υπάρξει σχέδιο & στρατηγική για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου & της άνισης αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου, η χώρα θα οδηγηθεί σε νέα αδιέξοδα & η κοινωνία σε νέα φτωχοποίηση. Η Αριστερά μπορεί να πρωταγωνιστήσει ξανά υπό την προϋπόθεση, ότι εργάζεται & η ίδια γι’ αυτό, δημιουργεί σχέσεις εμπιστοσύνης με τον κόσμο της εργασίας, έχει επεξεργασμένες λύσεις στα προβλήματα & διαμορφώνει αξιόπιστες προϋποθέσεις προοδευτικής και αποτελεσματικής διακυβέρνησης.Ορισμένοι είχαν προσδοκίες από τη νέα ηγεσία. Όμως στον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, συντελείται μια διαδικασία φθοράς, και όχι δημιουργίας, με πρώτο θύμα την ιστορία του, το έργο του, την ηθικό-πολιτική ακεραιότητά του. Η συζήτηση που άνοιξε, με πρωτοβουλία της ηγεσίας, για «μαύρα ταμεία» αποτελεί τεράστια προσβολή για τα χιλιάδες μέλη του κόμματος που προσέφεραν ανιδιοτελώς & με το υστέρημα τους, κρατούσαν όλα αυτά τα χρόνια το κόμμα όρθιο & τα γραφεία του ανοιχτά. Ήταν ένα μεγάλο δώρο στη Δεξιά & όλους όσους υποστηρίζουν ότι «όλοι είναι το ίδιο».Ο κ. Κασσελάκης παρέλαβε ένα αριστερό κόμμα με προβλήματα & «παραδίδει» πολύ περισσότερα προβλήματα χωρίς αριστερό κόμμα, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει σε διαδικασία από-αριστεροποίησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με την παρούσα ηγεσία, δεν μπορεί να επιλύσει προβλήματα ταυτότητας, στρατηγικής & δημοκρατικής λειτουργίας που αντιμετώπιζε & από πριν. Θα είναι, για το λόγο αυτόν, σε μια κρίση διαρκείας.Οι εξελίξεις μάς θέτουν μπροστά σε δυο αλληλένδετα καθήκοντα. Πρώτον, να αγωνιστούμε για να υπάρξει ένα νέο μαζικό, λαϊκό κόμμα της Αριστεράς, από τη ριζοσπαστική αριστερά ως την αριστερή σοσιαλδημοκρατία & δεύτερον, μια προοδευτική εναλλακτική στο πρόβλημα της διακυβέρνησης της χώρας. Ας ανταποκριθεί ο καθένας & η καθεμία σε αυτό το διπλό καθήκον με όποιο τρόπο & από όποια θέση επιλέξει.Το βέβαιο είναι ότι η κοινωνική Αριστερά, το «αριστερό ημισφαίριο» της κοινωνίας, υπάρχει, & αναζητά μια κατά το δυνατόν ενιαία, ισχυρή & αποτελεσματική πολιτική εκπροσώπηση. Οι εξελίξεις, στον κόσμο, την Ευρώπη & την Ελλάδα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο εφησυχασμού.Η ιστορία, πάντως, δείχνει ότι η συσπείρωση & ανασύνθεση της Αριστεράς έχει μεγαλύτερες δυνατότητες να πετύχει αν γίνει υπόθεση της κοινωνίας, των νέων, του ανένταχτου κόσμου της Αριστεράς & της οικολογίας, μέσα από συλλογικές πρωτοβουλίες & κινήσεις, που πρέπει να υπάρξουν παντού, με κάθε πρόσφορη μορφή. Καλή αντάμωση, λοιπόν, στους γνωστούς χώρους, για τους γνωστούς λόγους.Τι έχει προηγηθεί:- «Ύστατη έκκληση για έναν ταπεινό στόχο» - Επιστολή-έκκληση για την αποτροπή της διάσπασης στην οποία η ηγεσία του κόμματος δεν μου απάντησε ποτέ. 9 Νοεμβρίου 2023: dragasakis.gr/istati-ekklisi-gia-enan-tapeino-stoxo/- «Πού βρισκόμαστε, ποιες οι προοπτικές…» - Αναλυτικό κείμενο με το οποίο εξηγώ τους λόγους της παραίτησης από τα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ. 8 Δεκεμβρίου 2023: dragasakis.gr/pou-vriskomaste-poies-oi-prooptikes-pos-tha-pame-stis-evroekloges/- Συνέντευξη για το ίδιο θέμα στον Πάνο Χαρίτο, Kontra Channel. 12 Δεκεμβρίου 2023: dragasakis.gr/anasinthesi-kai-anasigkrotisi-tis-aristeras-me-stoxo-mia-nea-proodeftiki-pleiopsifia/ ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr