Η γενική μας διαπίστωση είναι ότι ο προϋπολογισμός του ’99 δεν οδηγεί τους εργαζόμενους έξω από το τούνελ των επαναλαμβανόμενων κύκλων λιτότητας, ούτε θέτει τις βάσεις για να ανταποκριθεί η χώρα μας στις σκληρές απαιτήσεις που θέτει το πλαίσιο της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης. Έτσι, χωρίς γενικότερη στροφή του κεντρικού άξονα των ασκούμενων πολιτικών στην κατεύθυνση της ανάπτυξης της απασχόλησης και της αντιμετώπισης των ογκούμενων κοινωνικών ελλειμμάτων, ο κίνδυνος για νέους ασφυκτικούς μονόδρομους μετά την ένταξη στην ΟΝΕ, εφόσον αυτή επιτευχθεί, είναι ορατός.
Στη διαπίστωση αυτή συντείνουν ο χαρακτήρας της ΟΝΕ, που δημιουργείται με μονομερή νομισματικά κριτήρια και απειλεί να παγιώσει τις υφιστάμενες περιφερειακές και κοινωνικές ανισότητες. Ο μονόπλευρος χαρακτήρας της ελληνικής σύγκλισης που αντί να αντιμετωπίζει μεταθέτει άλυτα στο μέλλον κρίσιμα κοινωνικά και αναπτυξιακά προβλήματα. Το ασφυκτικό δημοσιονομικό και νομισματικό πιστωτικό πλαίσιο που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας αν δεν μεταβληθεί ουσιαστικά.
Οι συνέπειες και από τους τρεις αυτούς παράγοντες, αν και είναι ήδη αισθητές, θα εκδηλωθούν σωρευτικά μετά την ένταξη στην ΟΝΕ. Ο Συνασπισμός, όλα αυτά τα τελευταία χρόνια και πολύ περισσότερο σήμερα, ασκεί την κριτική του από τη σκοπιά των άμεσων αναγκών της κοινωνίας, όσο και από τη σκοπιά των προκλήσεων και των απαιτήσεων της μετά την ΟΝΕ εποχής.
Γι’ αυτό, σταθερός άξονας της πολιτικής του είναι η ριζική αναθεώρηση των συνθηκών του Maastricht, ενώ ήδη από το 1992 είχε προτείνει όπως η αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή ενταχθεί σ’ ένα ευρύτερο “ανορθωτικό σχέδιο” που οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στη φορολογία, τη διοίκηση και το κοινωνικό κράτος να αποτελέσουν την αιχμή του.
Γι’ αυτό θα έπρεπε η κυβέρνηση, έστω τώρα, μαζί με τον προϋπολογισμό του ’99 να είχε ένα ευρύτερο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα προετοιμασίας για τα μετά την ΟΝΕ δεδομένα.
Αντί γι’ αυτό η κυβέρνηση περιβάλλει την πιθανή ένταξη στην ΟΝΕ σε μια ανούσια και αποπροσανατολιστική θριαμβολογία και την υποτάσσει στους εκλογικούς και μικροκομματικούς της σχεδιασμούς.Η κυβέρνηση υποτάσσει την ένταξη στην ΟΝΕ στις εκλογικές της σκοπιμότητες.
Η κυβέρνηση χαρακτηρίζει τον προϋπολογισμό του 1999 ως “προϋπολογισμό ένταξης στην ΟΝΕ”, δηλαδή προεξοφλεί την ένταξη.
Ισχυρίζεται μάλιστα ότι με τον προϋπολογισμό αυτό επιτυγχάνεται όχι μόνο η ονομαστική, αλλά και η πραγματική σύγκλιση και το χάσμα ανάμεσα στο βιοτικό επίπεδο του ελληνικού λαού με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό “γεφυρώνεται”.
Μετά από έναν τέτοιο εξωραϊσμό του χθες και του σήμερα, δεν κάνει εντύπωση η χωρίς κανένα φραγμό ωραιοποίηση του μέλλοντος. Η οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ) εξιδανικεύεται και από το “ευρώ” κατά την κυβέρνηση θα προκύψουν μόνο οφέλη και μάλιστα “οφέλη για όλους”.
Το πλαίσιο που συγκροτούν αυτοί οι ισχυρισμοί δεν έχει βέβαια καμία σχέση με την πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά οι Έλληνες και οι Ελληνίδες. Πολύ περισσότερο δεν έχει καμία σχέση με τις προκλήσεις που περικλείει η μετά την ΟΝΕ εποχή.
Οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν μία κυρίως σκοπιμότητα. Δείχνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο η κυβέρνηση θέλει να διεξαχθούν οι επικείμενες ευρωεκλογές και οι βουλευτικές εκλογές. Με τις αόριστες υποσχέσεις για μελλοντικά οφέλη για όλους, η κυβέρνηση θέλει να καλύψει τις πληγές που δημιούργησε η πολιτική της, στην παιδεία, την υγεία, την απασχόληση, στη συνοχή της κοινωνίας και την κοινωνική ασφάλεια των πολιτών.
Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση υποτάσσει κρίσιμης σημασίας ζητήματα, όπως η συμμετοχή μας στην ΟΝΕ, στις εκλογικές και τις μικροκομματικές της σκοπιμότητες. Αυτό ενέχει σοβαρότατους κινδύνους. Καλλιεργεί μια πλαστή εικόνα για τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία μέσα στην ΟΝΕ, αντί να την προετοιμάζει γι’ αυτές. Δεν δημιουργεί γραμμές άμυνας για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων, αλλά όχι απίθανων δυσμενών εξελίξεων στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνει τη διαπραγματευτική θέση της χώρας μας τόσο έναντι της Ε.Ε. όσο και έναντι των διεθνών κεφαλαίων.Η προβληματικότητα της μονεταριστικής ΟΝΕ
Η κυβέρνηση συχνά υποστηρίζει ότι “όλοι είμαστε με την ΟΝΕ”. Δεν έχει το πολιτικό θάρρος να αναγνωρίσει ότι η ΟΝΕ που δημιουργείται, όπως δημιουργείται, είναι παιδί της “νεοφιλελεύθερης συναίνεσης”, την οποία υπηρέτησαν και οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Το σχέδιο αυτό, προωθήθηκε σε αντιπαράθεση με τα αιτήματα και τους στόχους που πρόβαλε η ριζοσπαστική ευρωπαϊκή αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα για μια “κοινωνική Ευρώπη”.
Η νομισματική ένωση δεν δημιουργείται ως αποτέλεσμα μιας πορείας πραγματικής και κοινωνικής σύγκλισης των ευρωπαϊκών χωρών, ούτε ως μέρος ενός σχεδίου παράλληλης προώθησής τους. Η ΟΝΕ οικοδομείται ως ένα εγχείρημα πάνω από τους ευρωπαϊκούς λαούς. Ενώνει νομισματικά άνισες οικονομίες που ως κοινό τους στοιχείο έχουν τη μαζική και χρόνια ανεργία. Η δημιουργία της αυτονομήθηκε από τους όποιους κοινωνικούς στόχους.
Η δημιουργία της ΟΝΕ είναι πιθανό να δημιουργήσει μια ευφορία στα χρηματιστήρια και να γίνει αιτία προσέλκυσης κεφαλαίων, κυρίως, χρηματιστικού χαρακτήρα. Ως ένα ιστορικής εμβέλειας εγχείρημα, ωστόσο, η ΟΝΕ δεν πρέπει να κρίνεται με συγκυριακά, αλλά με μακροχρόνια κριτήρια και μάλιστα αναπτυξιακά και κοινωνικά.
Η δική μας θέση είναι ότι η ΟΝΕ οικοδομείται εξαρχής, ως μια προβληματική και ανάπηρη νομισματική ένωση που απειλεί να παγιώσει και να διευρύνει τις υπάρχουσες περιφερειακές και κοινωνικές ανισότητες αλλά και να λειτουργήσει υφεσιακά σε μια συγκυρία που απαιτεί ενδυνάμωση της αναπτυξιακής δυναμικής.
Γι’ αυτό δεν είναι τυχαία η δυσφορία που εκδηλώνεται σήμερα σ’ όλη την Ευρώπη απέναντι σε δομικά στοιχεία, όπως είναι το Σύμφωνο Σταθερότητας και η πλήρης ανεξαρτησία της κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας.
Ωστόσο, η προβληματικότητα της ΟΝΕ είναι βαθύτερη.
1. Η επιτυχία της ΟΝΕ, αλλά και κάθε νομισματικής ένωσης, απαιτεί την ύπαρξη ενός σταθερού και θεσμοθετημένου αναδιανεμητικού μηχανισμού. Τα υπάρχοντα όρια του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού που αναδιανέμει μόλις το 1,27% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ είναι απαγορευτικά για μια κοινωνικά και αναπτυξιακά συμβατή λειτουργία της ΟΝΕ. Γι’ αυτό και εξαρχής προβάλαμε το στόχο για μια γενναία αύξηση των ιδίων πόρων με στόχο τη βαθμιαία προσέγγιση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού στο 5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Αντί γι’ αυτό οι πιέσεις για περιορισμό των πόρων που διατίθενται ενισχύονται.
2. Δεύτερη εστία προβλημάτων αποτελεί η απουσία ενός δημοκρατικού αντιπροσωπευτικού συστήματος πολιτικού ελέγχου της Κεντρικής Τράπεζας και του ευρώ. Το θέμα αυτό παραπέμπει στην ανάγκη οικοδόμησης της πολιτικής Ευρώπης, αλλά έχει και πολλά ενδιάμεσα στάδια που αφορούν τις δυνατότητες των Ευρωπαίων πολιτών να επηρεάζουν τις πολιτικές επιλογές.
3. Η τρίτη πηγή προβληματικότητας της ΟΝΕ είναι η στενή μονεταριστική της λογική, η απουσία κοινωνικών κριτηρίων, η απολυτοποίηση του στόχου της σταθερότητας των τιμών ερήμην του προβλήματος της ανεργίας που ωστόσο αποτελεί το κεντρικό πρόβλημα της Ε.Ε.Οσο αυτές οι εστίες προβληματικότητας παραμένουν ανοιχτές, η ΟΝΕ θα είναι μια ανάπηρη νομισματική ένωση και το ευρώ, όσο ισχυρό νομισματικά κι αν είναι, θα πάσχει από ένα έλλειμμα κοινωνικής νομιμοποίησης.
Εντασσόμενοι, λοιπόν, στην ΟΝΕ δεν περνάμε από την κόλαση στον παράδεισο. Αντίθετα, μπαίνουμε σε μια νομισματική ένωση με εγγενή προβλήματα που θα παρέχει δυνατότητες, αλλά και θα δημιουργεί νέες τεράστιες δυσκολίες. Τόσο οι δυνατότητες όσο και οι δυσκολίες θα λειτουργούν άνισα, ανάλογα με τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές δυνατότητες σε κάθε χώρα – μέλος.
Γι’ αυτό και η χώρα μας έχει εθνικό συμφέρον όχι απλά να συμμετάσχει αλλά και να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στις νέες αναζητήσεις που αναπτύσσονται σήμερα στην Ευρώπη και όχι να χρησιμοποιεί ως άλλοθι της αδράνειάς της τις όποιες δυσκολίες αναφύονται στον μακρύ αγώνα για μια νέα αναπτυξιακή, κοινωνική και δημοκρατική λογική για την ένωση της Ευρώπης.Η μονόπλευρη ελληνική σύγκλιση
Οι κυβερνήσεις της χώρας μας αντί να δουν την ΟΝΕ ως ένα κίνητρο για να επιχειρηθούν οι μεγάλες αλλαγές, μεταρρυθμίσεις και τομές που έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία -όπως πρότεινε ο Συνασπισμός με το ανορθωτικό του σχέδιο (1992)- είδαν την ένταξη στην ΟΝΕ ως αυτοσκοπό και μετέτρεψαν την αναγκαία σύγκλιση ως άλλοθι για τη μετάθεση των κρίσιμων προβλημάτων στο μέλλον. Αν η προσπάθεια αυτή -της σύγκλισης- ξεκινούσε με μια τολμηρή φορολογική και διοικητική μεταρρύθμιση, σήμερα η χώρα μας θα αντιμετώπιζε από ισχυρότερες θέσεις και την ένταξη στην ΟΝΕ και τη βιώσιμη συμμετοχή της σ’ αυτήν.
Αντί γι’ αυτό επεκράτησαν βραχυπρόθεσμες λογικές και έγιναν μονόπλευρες επιλογές.
Έτσι:
α. Η “σύγκλιση” περιορίστηκε στα ονομαστικά της κριτήρια. Έγινε μ’ ένα μίγμα πολιτικής που στηρίχθηκε κυρίως στη “σκληρή δραχμή”, την περιοριστική εισοδηματική πολιτική και τις ιδιωτικοποιήσεις. Η ανάγκη της πραγματικής και της κοινωνικής σύγκλισης έμεινε στο περιθώριο.
β. Δεν πλήρωσαν όλοι για την ΟΝΕ. Το βάρος της προσαρμογής έπεσε κυρίως στα πιο αδύνατα κοινωνικά στρώματα. Η ανεργία μονιμοποιήθηκε σε υψηλά επίπεδα και ο χαρακτήρας της έγινε πιο μακροχρόνιος. Η κοινωνική συνοχή κλονίστηκε και η ελληνική κοινωνία φθάνει στην ΟΝΕ εξουθενωμένη. Την ίδια περίοδο τα επεκτεινόμενα φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού και περιθωριοποίησης συνυπάρχουν με καταστάσεις χλιδής και προκλητικού πλουτισμού και νεοπλουτισμού, κατά κανόνα αφορολόγητου.Οφέλη για ποιους;
Για να υπάρξουν οφέλη από την ΟΝΕ θα πρέπει η χώρα μας να εξασφαλίσει τη βιώσιμη συμμετοχή της στο νέο πλαίσιο που αυτή δημιουργεί. Αυτό, όμως, δεν είναι δεδομένο.
Μετά την ένταξη στην ΟΝΕ δεν θα κρίνεται μόνο η “διατηρησιμότητα” των ονομαστικών κριτηρίων, δηλαδή του ελλείμματος και του πληθωρισμού, αλλά και η βιωσιμότητα των παραγωγικών δομών, η ποιότητα της διοίκησης, η επάρκεια των υποδομών, οι αντοχές των κοινωνικών θεσμών και του κοινωνικού κράτους.
Οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, λόγω μείωσης των τόκων θα μειωθούν, το ίδιο όμως το χρέος παραμένει σε απειλητικά υψηλά επίπεδα.
Πρόσκαιρα οφέλη από τη μείωση των επιτοκίων ασφαλώς θα υπάρξουν. Ωστόσο δεν είναι βέβαιο ότι αυτά θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και την απασχόληση και δεν θα οδηγήσουν απλά σε μια καταναλωτική και χρηματιστηριακή έκρηξη.
Αντίθετα, στο περιβάλλον της ΟΝΕ οι πιέσεις στην ανταγωνιστικότητα θα ενταθούν και θα γίνονται πιέσεις για μείωση των μισθών και για απολύσεις. Έτσι, αν ως τώρα ο στόχος της σύγκλισης στην ΟΝΕ προβαλλόταν ως ο λόγος για την επιβολή προγραμμάτων λιτότητας, μετά την ένταξη στην ΟΝΕ, η ανάγκη παραμονής μας σ’ αυτήν θα προβάλλεται εκ νέου ως ο λόγος για την επιβολή ανάλογων προγραμμάτων.
Όπως λοιπόν στην πορεία της σύγκλισης υπήρξαν κερδισμένοι και χαμένοι, έτσι και με την ένταξη στην ΟΝΕ οι ωφελημένοι της σύγκλισης θα γίνουν οι ακόμη πιο ωφελημένοι της ένταξης, ενώ τα θύματα της σύγκλισης θα υποστούν και νέες πιέσεις αν δεν υπάρξουν γενναίες ανακατανομές του πλούτου και των εισοδημάτων.
Ποια κοινωνία και πόση οικονομία και ποιες περιφέρειες “θα μπουν” στην ΟΝΕ;
Αυτός ο τρόπος σύγκλισης που συνειδητά επιλέχθηκε θέτει ήδη μερικά κρίσιμα ερωτήματα.
α. Ποια κοινωνία, με ποια συνοχή και με ποια προετοιμασία “μπαίνει” στην ΟΝΕ; Στην ΟΝΕ μπαίνει μια κοινωνία με μαζική και χρόνια ανεργία, με μια διοίκηση αναχρονιστική, μ’ ένα κράτος τεράστιο και συνάμα ανύπαρκτο, με διάχυτη διαφθορά και επεκτεινόμενη εγκληματικότητα, μ’ ένα σύστημα δημόσιας υγείας και παιδείας που είναι σε αποτελμάτωση, μ’ ένα φορολογικό σύστημα άδικο, δαπανηρό και αναποτελεσματικό.
β. Ποια τμήματα της οικονομίας, ποιοι κλάδοι και ποιες οικονομικές δραστηριότητες, ποιες πόλεις και ποιες περιφέρειες έχουν τις αναγκαίες υποδομές, τα αναγκαία επίπεδα επιχειρηματικής κλαδικής και περιφερειακής ανταγωνιστικότητας;
Εμείς δεν υιοθετούμε μια ισοπεδωτική καταστροφολογική προσέγγιση των συνεπειών. Υποστηρίζουμε, όμως, ότι μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, της οικονομίας και της ελληνικής περιφέρειας θα αντιμετωπίζουν όχι οφέλη αλλά πιέσεις εξουθενωτικές.
Γι’ αυτό και με την ένταξη στην ΟΝΕ γίνεται ακόμη πιο αισθητή η ανάγκη ενός πολιτιστικού και κοινωνικού “οράματος”, ενός αναπτυξιακού προτύπου και μιας κοινωνικά και οικολογικά προσανατολισμένης αναπτυξιακής στρατηγικής, μέσω της οποίας θα απαντήσουμε στα έντονα αποδιαρθρωτικά φαινόμενα που έρχονται.Όχι στο νέο “μονόδρομο”
Η εγγενής προβληματικότητα της ΟΝΕ, ο μονόπλευρος χαρακτήρας της ελληνικής σύγκλισης, οι νέοι θεσμικοί περιορισμοί που θέτει η ένταξη στην ΟΝΕ, δημιουργούν τον κίνδυνο η ένταξη στην ΟΝΕ να μη θέσει τέρμα στη λογική των μονόδρομων, αλλά να γίνει η αφετηρία νέων κύκλων λιτότητας, κοινωνικών αποσυνθέσεων και παραγωγικών αποδιαρθρώσεων.
Ωστόσο ο κίνδυνος αυτός για ένα νέο μονόδρομο μπορεί να αποτραπεί υπό δύο προϋποθέσεις. Η μια είναι να αξιοποιηθεί το περιβάλλον νομισματικής σταθερότητας που θα δημιουργήσει το ενιαίο νόμισμα για μια δυναμική αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας. Και η δεύτερη είναι αυτό να συνδυαστεί με μια πολιτική γενναίας ανακατανομής εισοδημάτων προς όφελος της απασχόλησης των κοινωνικών υποδομών, των λαϊκών εισοδημάτων και της κοινωνικής πολιτικής.
Η προοπτική αυτή εξαρτάται από τους κοινωνικούς και τους πολιτικούς αγώνες που πρέπει να γίνουν και στη χώρα μας για να αλλάξουν οι ασκούμενες πολιτικές και στην Ευρώπη για να υπάρξουν εκείνες οι θεσμικές αλλαγές που θα διευκολύνουν την εφαρμογή πολιτικών προσανατολισμένων στην ανάπτυξη και την απασχόληση.
Οι συζητήσεις που έχουν ξεκινήσει στην Ευρώπη για ελαστικοποίηση των κριτηρίων ή και ριζική αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, για μια νέα σχέση ανάμεσα στα πολιτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για κοινά πανευρωπαϊκά προγράμματα απασχόλησης για κοινά ελάχιστα κοινωνικά όρια, για μείωση του χρόνου εργασίας κλπ., βρίσκονται σε θετική κατεύθυνση, αν και ο αγώνας για την κατάκτησή τους θα είναι μακρύς και επίπονος.
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
1 ημέρα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 εβδομάδες πριν
«Το καθήκον των αριστερών & προοδευτικών δυνάμεων σε ένα περιβάλλον προκλήσεων & απειλών»
dragasakis.gr
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 μήνας πριν
Main - Alexis Tsipras Institute Events
rb.gy
Clifford Chance, Δικηγόρος – εξειδίκευση δίκαιο της ενέργειας & ανταγωνισμόςShare on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter