Αν υπάρχει κάτι νέο στη “Νέα Εποχή” που επαγγέλλεται ο κ. Γ. Α. Παπανδρέου, αυτό είναι, κατά την άποψή μου, η συνειδητή εφαρμογή της “πολιτικής της αναγνώρισης”. Δηλαδή, η αναγνώριση προβλημάτων και κοινωνικών ομάδων οι οποίες νοιώθουν ότι αντιμετωπίζονται με αδιαφορία ή και περιφρόνηση από τις ασκούμενες πολιτικές και τους φορείς τους.
Η πολιτική της αναγνώρισης δεν είναι καινούρια, αλλά, εφαρμοζόμενη από τον νέο ηγέτη του ΠΑΣΟΚ, μοιάζει με κάτι νέο και διαφορετικό διότι αντικαθιστά μια πολιτική αδιαφορίας, που είχε εφαρμοσθεί κατά την προηγούμενη περίοδο από τους εκφραστές του “εκσυγχρονισμού”. Με τον όρο “πολιτική της αδιαφορίας” δεν εννοούμε εδώ την περιθωριοποίηση κοινωνικών στρωμάτων και ομάδων ως αποτέλεσμα της λειτουργίας του καπιταλισμού και των ασκούμενων πολιτικών, αλλά την ιδεολογική διαχείριση αυτή της περιθωριοποίησης, την ηθική στάση απέναντι σ’ αυτήν.
Από την άποψη αυτή, ο πολιτικός λόγος του κ. Σημίτη και των “εκσυγχρονιστών” ήταν μια απαρίθμηση επιτυχιών και θετικών όψεων της πραγματικότητας με αποσιώπηση και υποβάθμιση υπαρκτών προβλημάτων ή αδυναμιών. Ήταν ένας λόγος που απευθυνόταν στους κερδισμένους ή τους βολεμένους της συγκυρίας. Και ήταν γι’ αυτό, εξ αντικειμένου, ένας λόγος αδιαφορίας προς τους χαμένους της ίδιας συγκυρίας. Η πολιτική της αδιαφορίας, σε πολλές περιπτώσεις, έπαιρνε μάλιστα και πιο επιθετικές μορφές όπως αυτή της περιφρόνησης, αφού οι χαμένοι και οι ηττημένοι χαρακτηρίζονταν ως αναχρονιστές ή πνευματικά καθυστερημένοι, κατηγορούνταν ότι δεν κατανοούν τις εξελίξεις και ενοχοποιούνταν πως με δική τους ευθύνη δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν το “τρένο του εκσυγχρονισμού και της προόδου”. Η πολιτική της αδιαφορίας ήταν λοιπόν μια συνειδητή επιλογή, που σκοπό είχε την ηθική ταπείνωση των οικονομικά ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων και την κοινωνική παθητικοποίηση τους.
Η μέθοδος αυτή, όμως, μπορεί να περιόριζε πράγματι τις κοινωνικές αντιστάσεις αλλά συσσώρευε κοινωνικό θυμό ως αποτέλεσμα της αδιαφορίας και της περιφρόνησης απέναντι σε υπαρκτές ανάγκες, αγωνίες και προβλήματα.
Από την “πολιτική της αδιαφορίας” στην “πολιτική της αναγνώρισης”
Η οριακή νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2000 και οι μαζικές διαδηλώσεις για το ασφαλιστικό επέβαλλαν μια στροφή στην κυβερνητική στάση. Σε μια συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου (Νοέμβριος 2001) ο κ. Σημίτης παρουσίασε μια ολοκληρωμένη ανάλυση των τάσεων της κοινωνίας και της κοινής γνώμης, και διαπίστωνε τον κίνδυνο ήττας του ΠΑΣΟΚ στις επόμενες εκλογές. Κεντρικό συμπέρασμα ήταν η ανάγκη μέτρων και κινήσεων “που να δίνουν την αίσθηση κοινωνικής φροντίδας και κοινωνικής πολιτικής”.
Πράγματι, ολόκληρη η δεύτερη τετραετία του κ. Σημίτη χαρακτηρίστηκε από μια αγωνιώδη προσπάθεια να δημιουργηθεί αυτή η “αίσθηση”, κυρίως με μέτρα αποσπασματικά και επικοινωνιακής λογικής. Όσο όμως το αποτέλεσμα ήταν αμφίβολο αυξάνονταν οι αμφισβητήσεις προς τον κ. Σημίτη, τόσο από το εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ όσο και από εξωθεσμικά κέντρα, που ανησυχούσαν για τον κίνδυνο γενικότερων κοινωνικών και πολιτικών μετατοπίσεων προς τα αριστερά. Οι δυνάμεις αυτές τελικά επιβλήθηκαν όταν, παρά τη “χάρτα σύγκλισης” και “το κοινωνικό πακέτο”, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν πως η κοινωνική δυσαρέσκεια κάθε άλλο παρά υποχωρούσε.
Αναλαμβάνοντας λοιπόν την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, ο Γ. Α. Παπανδρέου και το επιτελείο του γνώριζαν ότι το πρώτο πρόβλημα που είχαν να διαχειρισθούν ήταν ο συσσωρευμένος από την πολιτική της αδιαφορίας και την αποτυχημένη “πολιτική των αισθήσεων” κοινωνικός θυμός στην κοινωνία, αλλά και στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ. Για την αντιμετώπιση αυτού ακριβώς του προβλήματος ο κ. Γ. Α. Παπανδρέου κατέφυγε σε μια εντατική χρήση της πολιτικής της αναγνώρισης. Η κοινωνία έχει δίκιο να θέλει να έχει λόγο, ήταν η πρώτη του δήλωση. Οι νέοι έχουν δίκιο να αμφισβητούν την πολιτική, ήταν η δεύτερη. Συνέχισε με την επίσκεψη στους νεφροπαθείς για να δείξει ότι αναγνωρίζει την ιδιαιτερότητα του προβλήματός τους~ στη Θράκη, για να δηλώσει την αναγνώριση της μειονότητας~ στο Λαύριο, για να αναγνωρίσει το δράμα της ανεργίας των νέων~ στην Καλλιθέα, για να αναγνωρίσει το πρόβλημα της εργαζόμενης μητέρας και την ανάγκη βρεφονηπιακών σταθμών. Η δήλωση για τα ναρκωτικά είχε στόχο τους χρήστες που απειλούνται με ποινικοποίηση, ενώ η δήλωση για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια καταρχάς στόχευε στους νέους με μη αναγνωρισμένα ή αναγνωρίσιμα πτυχία.
Ασφαλώς, η προσπάθεια αυτή θα συνεχισθεί, αφού το πρόβλημα της αδιαφορίας και της περιφρόνησης πέρα από τις ταξικές ή τις πολιτικές έχει και άλλες διαστάσεις που σχετίζονται με διακρίσεις πολιτισμικές, θρησκευτικές, φύλλου, σεξουαλικών προτιμήσεων, καθώς και με ποικίλες μορφές διαφορετικότητας που αναζητούν διεξόδους νομιμοποίησης ή ανεκτικότητας.Αντιφάσεις και όρια της “πολιτικής της αναγνώρισης”
Μπορεί η πολιτική της αναγνώρισης να εκτονώσει τον κοινωνικό θυμό;
Θα ήταν λάθος να μηδενίσουμε τη σημασία της πολιτικής της αναγνώρισης, τους συναισθηματικούς και ψυχολογικούς μηχανισμούς που αυτή ενεργοποιεί. Και ο βασικός μηχανισμός που ενεργοποιεί η πολιτική της αναγνώρισης είναι ότι δημιουργεί στον ταλαιπωρημένο ή ταπεινωμένο πολίτη την προσδοκία ότι “αφού μου αναγνωρίζουν το πρόβλημα κάτι θα κάνουν για να το αντιμετωπίσουν”. Από εδώ όμως προκύπτουν και τα όρια της πολιτικής της αναγνώρισης.
Το πρώτο όριο είναι ότι η πολιτική αυτή είναι επιλεκτική και ταυτόχρονα πολυσυλλεκτική, άρα και αντιφατική. Για παράδειγμα, ο Γ. Α. Παπανδρέου αποφεύγει να αναγνωρίσει προβλήματα που ανακύπτουν από την ταξική εκμετάλλευση, την καταστροφή του περιβάλλοντος, την υπονόμευση της δημοκρατίας από την ηγεμονία των αγορών, δικαιώματα που καταπατούνται από τον γιγαντισμό των συμφερόντων ή την κρατική καταστολή στο όνομα της πάταξης της τρομοκρατίας.
Η “αναγνώριση” λοιπόν είναι εξόφθαλμα επιλεκτική. Αλλά είναι και αντιφατική. Κατά την επίσκεψή του στην Πτολεμαϊδα, μίλησε με θέρμη υπέρ του λιγνίτη, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι με την ίδια θέρμη θα μιλήσει, όποτε χρειασθεί, και για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αναγνώρισε τη διαφθορά και τα σκάνδαλα, καρατόμησε μάλιστα τους υπεύθυνους της τροπολογίας Πάχτα. Αλλά όταν τα σκάνδαλα πλήθυναν μίλησε για «σκανδαλολογία» και για νέο ’89, κάνοντας στροφή 180 μοιρών. Μίλησε επίσης για μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ σε δημοκρατική προοδευτική παράταξη, αλλά για να καθησυχάσει ανησυχίες υπερασπίσθηκε στη συνέχεια το όνομα, τα σύμβολα και την ιστορία του ΠΑΣΟΚ.
Η πολιτική της αναγνώρισης λοιπόν, ως μέθοδος διαχείρισης του κοινωνικού θυμού, αυτοαναιρείται από την επιλεκτικότητα και την αντιφατικότητά της, αλλά κυρίως προσκρούει τελικά στην πραγματική φύση των προβλημάτων η επίλυση των οποίων απαιτεί πολιτικές αναδιανομής πόρων και εξουσιών.
Όπως κάθε πολιτική, έτσι και η πολιτική της αναγνώρισης δοκιμάζεται τελικά στο πεδίο της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης. Το να κτυπάει κανείς στην πλάτη τον αδύναμο, να δίνει παρηγοριά στον άρρωστο, είναι καλύτερο από το να αγνοεί την ύπαρξή του. Όσο όμως ο ασθενής μένει αθεράπευτος και ο αδύναμος μένει αδύναμος, η πολιτική της αναγνώρισης χάνει σε αξιοπιστία και τελικά η ίδια αυτή πολιτική «αναγνωρίζεται» ως εμπαιγμός. Συνεπώς, η πολιτική της αναγνώρισης μπορεί να κερδίζει πολιτικό χρόνο, μπορεί να δημιουργεί πρόσκαιρες αυταπάτες, αλλά από μόνη της δεν μπορεί να εκτονώσει τον συσσωρευμένο κοινωνικό θυμό, αφού δεν μπορεί να επιλύσει τα προβλήματα που τον δημιουργούν.Η στάση της Αριστεράς
Η στάση της Αριστεράς απέναντι στη πολιτική της αναγνώρισης πρέπει να καθορισθεί σε συνάρτηση με τον διφυή χαρακτήρα αυτής της πολιτικής. Από τη μια καλλιεργεί, όπως είπαμε, τον εφησυχασμό: “αφού μου αναγνωρίζουν το πρόβλημα κάτι θα κάνουν για να μου το λύσουν”. Από την άλλη όμως μπορεί να διευκολύνει την ενεργοποίηση και τη διεκδίκηση: “αφού μου αναγνωρίζουν το πρόβλημα, άρα έχω δίκιο να αγωνισθώ για να διεκδικήσω τη δικαίωσή μου”.
Ως Αριστερά συνεπώς δεν έχουμε λόγο να περιοριστούμε σε μια στείρα καταγγελία της πολιτικής της αναγνώρισης, αλλά ούτε και να υποβοηθήσουμε στη καλλιέργεια αυταπατών. Πρέπει να αξιοποιήσουμε τη μέθοδο αυτή για τους δικούς μας σκοπούς, αφού το τελικό της αποτέλεσμα εξαρτάται από τη δυνατότητά μας να αποκρούσουμε τον εφησυχασμό και να ενεργοποιήσουμε τα αγωνιστικά και διεκδικητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας.
Από την άποψη αυτή έχει σημασία να κατανοηθεί, πρώτον, ότι η πολιτική της αναγνώρισης χωρίς πολιτική αναδιανομής είναι ένας νέος λαϊκισμός και ένας νέος εμπαιγμός~ δεύτερον, ότι μόνον όταν η πολιτική της αναγνώρισης συνοδεύεται από αναδιανομή πόρων και εξουσιών μπορούν να υπάρξουν λύσεις στα προβλήματα~ και, τέλος, ότι η στάση αυτή θα γίνεται πειστική στα ενδιαφερόμενα στρώματα ιδιαίτερα όταν συνοδεύεται από συγκεκριμένες πολιτικές και προτάσεις ενάντια στις ανισότητες και στις κάθε λογής διακρίσεις.
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
1 ημέρα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
7 ημέρες πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 εβδομάδες πριν
«Το καθήκον των αριστερών & προοδευτικών δυνάμεων σε ένα περιβάλλον προκλήσεων & απειλών»
dragasakis.gr
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 μήνας πριν
Main - Alexis Tsipras Institute Events
rb.gy
Clifford Chance, Δικηγόρος – εξειδίκευση δίκαιο της ενέργειας & ανταγωνισμόςShare on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter