Οι ομιλίες στη ΔΕΘ, τόσο του εκάστοτε πρωθυπουργού όσο και του αρχηγού της αντιπολίτευσης είναι ομιλίες «στίγματος», κατεύθυνσης.
Η φετινή ΔΕΘ είχε το ενδιαφέρον ότι για πρώτη φορά ο κ. Κ. Καραμανλής θα ομιλούσε εκεί ως πρωθυπουργός. Και για πρώτη φορά μετά τις εκλογές η κυβέρνηση εκαλείτο να δώσει το στίγμα και την κατεύθυνση της εφαρμοζόμενης πλέον πολιτικής. Το ενδιαφέρον αυτό ήταν δικαιολογημένο αφού μέχρι τώρα λόγω των ολυμπιακών αγώνων ουσιαστικά είχαμε μια ιδιόμορφη κατάσταση. Από τη μια ήταν οι προεκλογικές εξαγγελίες της ΝΔ «για μια άλλη πολιτική» που θα αντέστρεφε τις αρνητικές τάσεις του παρελθόντος, από την άλλη όμως στην πράξη, η πραγματικότητα έμενε η ίδια, το «σύστημα ΠΑΣΟΚ» λειτουργούσε όπως και πριν, αλλά υπό νέα διεύθυνση.
Η ομιλία του πρωθυπουργού έδειξε ότι η κατάσταση αυτή δεν ήταν προσωρινή. Οι επικαλύψεις μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων είναι τόσο μεγάλες και στη πολιτική και τις μεθόδους ώστε πιο εμφανής είναι μια εναλλαγή ρόλων παρά ουσιαστικές αλλαγές πολιτικής.
ΤΟ «ΣΤΙΓΜΑ»
Η ομιλία του πρωθυπουργού είχε δύο επικοινωνιακούς στόχους.
Ο πρώτος ήταν να καθησυχάσει για το παρόν διαβεβαιώνοντας ότι δεν θα ληφθούν άμεσα σκληρά μέτρα, δεν θα υπάρξουν αιφνιδιασμοί και πολιτικές ΣΟΚ και οι όποιες αλλαγές θα γίνουν με συναίνεση.
Ο δεύτερος στόχος ήταν να αφήσει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά για το μέλλον, παρουσιάζοντας μια δημοσιονομική κατάσταση δεινή, που μόνο χάρη στη «γενναιοδωρία» της κυβέρνησης προς τους εργαζόμενους δεν μεταφράζεται από τώρα σε σκληρή λιτότητα όπως ζητούσε ήδη ο κ. Μητσοτάκης και ο ΣΕΒ.
Στον πρώτο στόχο αποσκοπούσαν οι διαβεβαιώσεις περί εφαρμογής μιας πολιτικής «ήπιας προσαρμογής» ενώ στο δεύτερο η περιγραφή του Δημόσιου χρέους με τόνους δραματικούς. Για να καταλάβει ο κάθε πολίτης το μέγεθος του προβλήματος ο πρωθυπουργός εξήγησε ότι στην κάθε ελληνική οικογένεια αναλογεί χρέος ύψους 50.000 ευρώ.
Ήπια προσαρμογή λοιπόν, αλλά και με μια ισχυρή δόση «δημοσιονομικής τρομοκρατίας», εφησυχασμός επί του παρόντος αλλά και όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά για το μέλλον, αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ήταν τα στίγμα που ο πρωθυπουργός θέλησε να δώσει με την ομιλία του στη ΔΕΘ.
Πίσω από τα μηνύματα αυτά βρίσκεται ασφαλώς η αγωνία του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης της ΝΔ να αποστασιοποιηθούν από τις προσδοκίες που προεκλογικά καλλιέργησαν και, ει δυνατόν, χωρίς να τρωθεί πρόωρα η αξιοπιστία τους.
Αυτή η αποστασιοποίηση επιχειρήθηκε με δύο τρόπους: Ο πρώτος ήταν η κλιμάκωση των προσδοκιών αυτών μέσα στο χρόνο και η μετάθεση της ικανοποίησης των προεκλογικών δεσμεύσεων στο μέλλον.
ΜΟΝΙΜΟΤΕΡΗ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ
Ήταν αυτή η μεθόδευση μια αναγκαστική κίνηση τακτικής; Ελπίζει πράγματι ο πρωθυπουργός σε μια εντυπωσιακή βελτίωση των δεδομένων –ο ίδιος μίλησε για «απογείωση» – σε σύντομο χρόνο ή πρόκειται για μια μονιμότερη μεταστροφή; Ο χρόνος θα δείξει αλλά η ομιλία του πρωθυπουργού πριμοδοτεί ήδη τη δεύτερη εκδοχή. Διότι ο πρωθυπουργός δεν περιορίσθηκε μόνο σε μια τέτοια μεθόδευση λόγω συγκυριακών δυσκολιών αλλά προχώρησε σε μια ουσιαστικότερη και μονιμότερη αναστροφή της ιεράρχησης των προβλημάτων, των προτεραιοτήτων, κα του συσχετισμού μέσων και στόχων.
Συγκεκριμένα, στο προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ αναφερόταν ως πρώτη προτεραιότητα η επιτάχυνση της ανάπτυξης. Μάλιστα διακηρυσσόταν ως συγκεκριμένος ποσοτικός στόχος η επίτευξη ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ μεγαλύτερων από 5% το χρόνο.
Με την επιτάχυνση της ανάπτυξης ως «μέσον», το προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ έθετε στη συνέχεια προς επίτευξη μια σειρά από στόχους δημοσιονομικούς και κοινωνικούς.
Όμως ο στόχος αυτός της επιτάχυνσης της ανάπτυξης και μάλιστα με ρυθμούς μεγαλύτερους του 5% ήταν εξαρχής αυθαίρετος και δεύτερο η συλλογιστική αυτή υπονοεί ότι τα δημοσιονομικά και κοινωνικά ελλείμματα οφείλονται στην ανεπαρκή ανάπτυξη και όχι στην ενδογενή ανισότητά της.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, έπρεπε να αποδεσμευτεί επειγόντως όχι τόσο από συγκεκριμένες υποσχέσεις που έδωσε προεκλογικά –πολλές επί μέρους υποσχέσεις αυτού του είδους μπορούν και πάλι να ικανοποιηθούν- όσο, από τη συνολική λογική, την ιεράρχηση, και τον συσχετισμό μέσων και στόχων. Και αυτό έγινε ή μάλλον άρχισε να γίνεται με την ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ.
Η επιδίωξη για επιτάχυνση της ανάπτυξης εκφωνήθηκε εκ νέου αλλά χωρίς πλέον τους ποσοτικούς της προσδιορισμούς. Ο στόχος για αύξηση των ΑΕΠ κατά 5% δεν αναφέρθηκε καν αλλά ούτε αντικαταστάθηκε από κάποιο νέο στόχο.
Όμως, και αυτό είναι το ουσιώδες, η επιτάχυνση της ανάπτυξης δεν είναι πλέον το «μέσον» για την επίλυση του δημοσιονομικού κα του κοινωνικού προβλήματος. Αντίθετα η επίλυση του δημοσιονομικού προβλήματος και η μετάθεση ή εγκατάλειψη των κοινωνικών στόχων προβάλλει τώρα ως προϋπόθεση, ως προαπαιτούμενο για την επιτάχυνση της ανάπτυξης.
Πρόκειται για μια πλήρη αναστροφή, που συνθέτει ένα κλασσικό συντηρητικό πλαίσιο άσκησης της πολιτικής η οποία αναγκαστικά συρρικνώνεται σε μια διαχείριση της πραγματικότητας με ήπιες ή σκληρές δόσεις λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων, ανάλογα και με τις αντιστάσεις της κοινωνίας. Πρόκειται ουσιαστικά για συνέχιση ενός μοντέλου «πραγματιστικού νεοφιλελευθερισμού» που υπό μια διαφορετική, «εκσυγχρονιστική», ρητορική αποτελούσε ήδη το πλαίσιο άσκησης της πολιτικής και των κυβερνήσεων Σημίτη.
ΔΥΟ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΔΥΟ ΣΤΑΘΜΑ
Παρά τις προσπάθειες που κατέβαλλε ο πρωθυπουργός να εμφανισθεί με ένα κεντρώο προφίλ δεν μπόρεσε τελικά να κρύψει την ωμή ταξική επιλογή που συμπυκνώνει αυτό το πλαίσιο άσκησης της πολιτικής. Έτσι, αναφερόμενος στη σχέση ανάπτυξης και αναδιανομής ο πρωθυπουργός υποχρεώθηκε να χρησιμοποιήσει δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Αναφερόμενος στις ανώτερες οικονομικά τάξεις και τα κέρδη τους ουσιαστικά υπερασπίσθηκε τη θέση ότι η αναδιανομή –προς όφελος τους- πρέπει να προηγείται της ανάπτυξης. Για να γίνουν επενδύσεις πρέπει προηγούμενα να δοθούν κίνητρα προς τις επιχειρήσεις, να μειωθεί η φορολογία των κερδών.
Και παρόλο που αυτές οι αναδιανομές υπέρ του κεφαλαίου έχουν δημοσιονομικό κόστος, το δημοσιονομικό πρόβλημα στη περίπτωση αυτή υποτάσσεται στην επιδίωξη για επιτάχυνση της ανάπτυξης.
Αναφερόμενος, από την άλλη πλευρά στην ανάγκη αναδιανομής υπέρ των εργαζομένων και σε κοινωνικούς στόχους που αμβλύνουν τις ανισότητες, ο πρωθυπουργός υποστήριζε ότι εδώ η ανάπτυξη πρέπει να προηγηθεί της αναδιανομής και της ικανοποίησης κοινωνικών αναγκών.
ΑΝΑΞΙΟΠΙΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Ως αιτιολογική βάση γι’ αυτή την αναστροφή και γι’ αυτό το πλαίσιο πολιτικής προβλήθηκε η δεινή, όπως την περιέγραψε ο πρωθυπουργός, δημοσιονομική κατάσταση.
Όμως ακόμη και αν η δημοσιονομική κατάσταση ήταν δεινή γιατί αυτή πρέπει να μεταφράζεται σε παροχές προς τους μεν και σε στερήσεις για τους δε;
Ποια είναι πράγματι η δημοσιονομική κατάσταση; Και πως μπορούμε να ορίσουμε σήμερα το δημοσιονομικό πρόβλημα ;
Το πρόβλημα είναι ακριβώς ότι δεν το γνωρίζουμε με τρόπο αξιόπιστο. Αν όπως ισχυρίζεται η παρούσα κυβέρνηση, η προηγούμενη εμφάνιζε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς ως πλεονασματικούς, αυτό σημαίνει ότι το δημοσιονομικό σύστημα λειτουργεί με τόσες «ελαστικότητες» που και η ίδια ή μια άλλη κυβέρνηση μπορεί να εμφανίζει πλεονασματικούς προϋπολογισμούς ως ελλειμματικούς αν αυτό υπηρετεί το μικροκομματικό πολιτικό της σχέδιο.
Ως δημοσιονομικό πρόβλημα συνεπώς, στην παρούσα φάση, πρέπει να εννοήσουμε όχι τόσο το δημόσιο έλλειμμα ούτε το δημόσιο χρέος, αλλά, πριν από τις συγκεκριμένες αυτές διαστάσεις του, σε κυρίαρχο πρόβλημα αναδείχνεται η αναξιοπιστία όλου του συστήματος της δημοσιονομικής διαχείρισης. Και αυτό ήταν το νόημα της δήλωσης του ECOFIN.
«Μη νομίζετε», είπε η δήλωση εκείνη, και προς την παρούσα κυβέρνηση και προς τις προηγούμενες ότι « θα είστε αξιόπιστοι αν εμφανίσετε μικρότερο έλλειμμα. Αν οι δημοσιονομικές σας στατιστικές δεν είναι αξιόπιστες, τότε ότι και να κάνετε θα είστε αναξιόπιστοι».
Το θέμα βεβαίως δεν είναι στατιστικό αλλά πολιτικό. Το έλλειμμα είναι θέμα ορισμών –τι είναι έλλειμμα και τι δεν είναι- και πολιτικών επιλογών, κοινά αποδεκτών, διαχρονικά σταθερών. Η απουσία τους δεν οφείλεται σε κάποια τεχνική αδυναμία. Είναι επιλογή των κομμάτων εξουσίας. Διότι η υφιστάμενη κατάσταση τους επιτρέπει όταν είναι στην εξουσία να διαχειρίζονται το δημόσιο χρήμα με αδιαφάνεια, χωρίς έλεγχο και λογοδοσία. Και όταν είναι στην αντιπολίτευση να καταστροφολογούν και να κινδυνολογούν ασύστολα. Πρόκειται εν τέλει για ένα μηχανισμό πολιτικής χειραγώγησης της κοινωνίας αφού με τα ίδια δεδομένα, μπορούν να κατασκευάζονται αυταπάτες δημοσιονομικής ευμάρειας για λόγους προεκλογικής σκοπιμότητας και δραματικές εικόνες δημοσιονομικών κρίσεων για να δικαιολογηθούν πολιτικές λιτότητας «ως αδήριτες ανάγκες της οικονομίας».
ΤΟ «ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ»
Η νέα κυβέρνηση, αντί να βάλει τέλος σ’ αυτό το απαράδεκτο καθεστώς προωθώντας τις αναγκαίες αλλαγές στο δημοσιονομικό σύστημα αξιοποίησε για τους σκοπούς του δικού της πολιτικού σχεδιασμού αυτό το πρόβλημα. Έτσι αντί μιας αξιόπιστης «απογραφής» με διακομματική συμμετοχή, αντί για ένα πλαίσιο σταθερών κανόνων και ορισμών, έκανε μια απογραφή με αδιαφάνεια για να μπορεί να περιγράφει τη δημοσιονομική κατάσταση κατά βούληση.
Αξιοποίησα την ευκαιρία για να επεκταθώ κάπως στο ζήτημα αυτό, διότι κατά ένα παράδοξο τρόπο, ίσως επειδή πράγματι έχει και σύνθετες τεχνοκρατικές διαστάσεις, ακόμη και από τμήματα της αριστεράς κατανοείται ως ένα τεχνοκρατικό, στατιστικό ή διαχειριστικό ζήτημα. Ενώ, όπως προσπάθησα να δείξω, πίσω από τις διαστάσεις αυτές βρίσκεται ένα «βαθύ κράτος» που μένει διαχρονικά σταθερό και ακλόνητο.
Πρόκειται για ένα σύστημα «κλειστό» στον έλεγχο της Βουλής και της κοινωνίας, που λειτουργεί με αδιαφάνεια, μέσα από ασαφείς κανόνες και «ανεξέλεγκτους ειδικούς λογαριασμούς» ως θερμοκήπιο σπατάλης και πολυεπίπεδης διαπλοκής, αλλά και αξιοποιείται ως μηχανισμός πολιτικής χειραγώγησης της κοινωνίας.
Το σύστημα αυτό, ούτε εκσυγχρονίζεται ούτε επανιδρύεται αλλά απλά καταργείται, τσακίζεται. Η νέα κυβέρνηση αντί να συγκρουστεί δείχνει από την αρχή τάσεις συμβιβασμού μαζί του.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Επανερχόμενο, στο συνολικότερο πλαίσιο της πολιτικής όπως αυτό διαγράφεται μετά και την ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ μπορούμε να επισημάνουμε ορισμένες συνέπειες.
Μια πρώτη συνέπεια είναι ότι το πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής όπως διαγράφεται μετά τη ΔΕΘ φαίνεται ότι ανοίγει ορέξεις που εκθέτουν τον πρωθυπουργό σε πιέσεις που δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να ελέγξει.
Συγκεκριμένα, αν η υποβάθμιση η μετάθεση ή η εγκατάλειψη των κοινωνικών στόχων προβάλλεται ως προϋπόθεση της ανάπτυξης και του δημοσιονομικού προβλήματος τότε γιατί αυτή η προϋπόθεση να μην ισχυροποιηθεί με πιο «τολμηρά» μέτρα;
Δεν είναι λοιπόν συμπτωματικό που οι πιέσεις για άνοιγμα του εργασιακού και του ασφαλιστικού, δηλαδή για περαιτέρω απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων και για συρρίκνωση της κοινωνικής ασφάλισης εντείνονται παρόλο που ο πρωθυπουργός δεν θα ήθελε τα θέματα αυτά να προστεθούν στην παρούσα φάση στις ήδη πολλές εκκρεμότητες.
Μια δεύτερη συνέπεια είναι ότι από τη στιγμή που η κυβέρνηση αντί να συγκρουσθεί με το «βαθύ κράτος» προσπαθεί να το οικειοποιηθεί και να το χρησιμοποιήσει προς όφελος της γίνεται εμφανής αν όχι και προκλητική η παρουσία των δομών της διαπλοκής και καθίσταται «νόμιμο» το αίτημά τους να συγκαλυφθούν οι αμαρτίες τους και να μείνουν ανέγγιχτα τα συμφέροντα τους.
Τέλος, αν η κυβέρνηση όπως υπονοούν οσα προηγήθηκαν, αδυνατεί να αντιστρέψει τις προϋπάρχουσες τάσεις και να δώσει βιώσιμες λύσεις στα ανοιχτά κοινωνικά, παραγωγικά περιβαλλοντικά και λειτουργικά προβλήματα τότε, κινδυνεύει να δει τα πολιτικά της αποθέματα να εξαντλούνται σύντομα.
Πολύ πιο σύντομα απ’ ότι ακόμη και οι αντίπαλοι της θα ανέμεναν.
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
1 ημέρα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
7 ημέρες πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 εβδομάδες πριν
«Το καθήκον των αριστερών & προοδευτικών δυνάμεων σε ένα περιβάλλον προκλήσεων & απειλών»
dragasakis.gr
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 μήνας πριν
Main - Alexis Tsipras Institute Events
rb.gy
Clifford Chance, Δικηγόρος – εξειδίκευση δίκαιο της ενέργειας & ανταγωνισμόςShare on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter