«Η διαγραφή του χρέους που συσσωρεύτηκε στην πανδημία είναι εφικτή»

Συνέντευξη στην ιστοσελίδα imerisia.gr και στον δημοσιογράφο Διαμαντή Σεϊτανίδη.

 

Η κυβέρνηση παρουσίασε το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ως το μεγάλο όπλο που διαθέτουμε προκειμένου να εισέλθει η οικονομία σε ισχυρούς ρυθμούς μεγέθυνσης τα επόμενα χρόνια. Συμμερίζεστε αυτή τη θέση; 

Δυστυχώς όχι. Διότι η συμβολή των πόρων αυτών θα εξαρτηθεί από το συνολικότερο σχεδιασμό. Το ευρωπαϊκό Tαμείο Ανάκαμψης, αν και ανεπαρκές, είναι ένα θετικό βήμα για όλη την Ευρώπη, φυσικά και για τη χώρα μας. Όμως η κυβέρνηση επαναλαμβάνει το ίδιο λάθος που γινόταν στο παρελθόν. Χρησιμοποιεί τα ευρωπαϊκά προγράμματα ως υποκατάστατα του εθνικού σχεδιασμού ενώ θα έπρεπε να λειτουργούν ως συμπλήρωμά του. Το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης υποθέτει ότι υπάρχει ένα εθνικό σχέδιο ανάκαμψης που καλύπτει τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε χώρας, το οποίο οι ευρωπαϊκοί πόροι συμπληρώνουν καλύπτοντας κάποιες ειδικές ανάγκες όπως η πράσινη μετάβαση, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η κοινωνική συνοχή.

Δυστυχώς η κυβέρνηση τέτοιο εθνικό σχέδιο δεν έχει, αλλά εμφανίζει το ευρωπαϊκό ως την απάντηση σε όλα τα προβλήματα. Γρήγορα λοιπόν θα φανεί, φαίνεται ήδη, πως οι κλάδοι που επλήγησαν περισσότερο όπως η εστίαση, το εμπόριο, οι μεταφορές, ο πολιτισμός, ο τουρισμός και συνολικά η μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα δεν έχουν να περιμένουν πολλά πράγματα. Πρακτικά εξαιρούνται από το Ταμείο αυτό. Το σχέδιο της κυβέρνησης είναι λοιπόν, αναντίστοιχο με τις ανάγκες αλλά και τις προσδοκίες που επενδύει σε αυτό για επικοινωνιακούς λόγους.

Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης θα επιτρέψει τη δημιουργία 180.000 εργασίας. Θεωρεί επίσης σημαντική την πρόβλεψη δαπανών για έρευνα. Θα μπορούσε αυτό να αντιστρέψει το brain drain;

Η μείωση της ανεργίας και η αντιστροφή του brain drain προϋποθέτουν ενίσχυση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας, ποιοτική αναβάθμισή της, στροφή στην οικονομία της γνώσης.

Αν η κυβέρνηση ήθελε να μειώσει την ανεργία και να αντιστρέψει το brain drain, θα έπρεπε να θέσει ως κεντρικό στόχο του Ταμείου Ανάκαμψης τη μείωση της ανεργίας και την ενίσχυση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας και στη συνέχεια να επιλέξει το κατάλληλο μείγμα μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων για την επίτευξη αυτού του στόχου. Η κυβέρνηση αντί να κάνει αυτό ανέθεσε, ουσιαστικά, στις μεγάλες επιχειρήσεις και τους συμβούλους τους να διαμορφώσουν το κυβερνητικό σχέδιο με εφόδια το ιδιωτικό τους συμφέρον και την έκθεση Πισσαρίδη.

Έτσι, το κυβερνητικό σχέδιο δεν έχει κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους, δεν είναι καν αναπτυξιακό σχέδιο. Είναι λίστα έργων που κατά κανόνα πρότειναν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και επενδυτικοί σύμβουλοι. Και αυτή η λίστα έργων εφόσον υλοποιηθεί, «εκτιμάται», όπως είπε ο πρωθυπουργός, ότι θα οδηγήσει στη δημιουργία σε ορίζοντα εξαετίας 180.000 θέσεων εργασίας σε μια οικονομία που έχει ήδη πάνω από 1.100.000 ανέργους και οι οποίοι αναμένεται να αυξηθούν δραματικά μόλις αρθούν τα έκτακτα μέτρα. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, παρά την πίεση πολλών περιορισμών και υπό ασύγκριτα δυσκολότερες συνθήκες, δημιουργήσαμε 370.000 θέσεις εργασίας, χωρίς τον πακτωλό χρημάτων που έχει στη διάθεσή της η σημερινή κυβέρνηση. Ούτε στον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας γίνεται κάποια αποφασιστική κίνηση. Αντίθετα οι πόροι που διατίθενται είναι υποπολλαπλάσιοι εκείνων που διατέθηκαν επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ παρά τους δημοσιονομικούς περιορισμούς. Συνολικά η κυβέρνηση δεν φαίνεται να επενδύει σοβαρά στην έρευνα, στην καινοτομία, στην οικονομία της γνώσης και εν τέλει στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου.

Αν είχατε εσείς την ευθύνη για τον σχεδιασμό του Ταμείου, τι διαφορετικό θα κάνατε ως προς τις δράσεις, τα έργα και γενικότερα τις προτεραιότητες του εν λόγω σχεδίου;

Πρώτο, ένα εναλλακτικό προοδευτικό σχέδιο θα ήταν κοινωνικά «συμπεριληπτικό», δηλαδή θα έδινε στήριξη διέξοδο και προοπτική σε ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας και όχι μόνο σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις.

Δεύτερο, ένα τόσο σημαντικό σχέδιο για το μέλλον της χώρας θα έπρεπε να είναι προϊόν σοβαρής διαβούλευσης και δημοκρατικού διαλόγου. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις που μας αφορούν όλους και δεσμεύουν τη χώρα και όχι μόνο τη σημερινή κυβέρνηση. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, πριν καταλήξει στη δική της αναπτυξιακή στρατηγική το 2018, πραγματοποίησε 15 περιφερειακά αναπτυξιακά συνέδρια. Ήταν μια πραγματικά θετική εμπειρία. Επέτρεψε να αναδειχθούν τα προβλήματα των τοπικών κοινωνιών και να ακουστούν οι απόψεις της κοινωνίας και των φορέων της.

Τρίτο, το εναλλακτικό προοδευτικό σχέδιο θα εντασσόταν σε μια ολοκληρωμένη εθνική αναπτυξιακή στρατηγική με συγκεκριμένους στόχους. Τόσο η κατανομή των πόρων όσο και τα επιμέρους έργα και μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε να συμβάλουν κατά προτεραιότητα: α) στη δραστική μείωση της ανεργίας, β) στην παραγωγική ανασυγκρότηση, με ενίσχυση και αναβάθμιση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας και γ) στην ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, στην άρση των αποκλεισμών και στη μείωση των ανισοτήτων

Η υλοποίηση όμως ενός τέτοιου σχεδίου απαιτεί μια άλλη, προοδευτική κυβέρνηση. Η κοινωνία δεν έχει να περιμένει τίποτα θετικό από την κυβέρνηση αυτή. Αυτό που ξέρει να κάνει είναι να μοιράζει στους ημέτερους. Αυτό θα κάνει κι εδώ, γι’ αυτό άφησε όλη την κοινωνία, ακόμη και φορείς που πρόσκεινται φιλικά σ’ εκείνη, εκτός του σχεδιασμού.

Προ ημερών ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, Αλέξης Πατέλης, δήλωσε ότι δεν θα είναι το κράτος αλλά οι τράπεζες και οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί που θα αποφασίζουν για το πού θα δίνονται τα δάνεια τα οποία θα συγχρηματοδοτεί το Ταμείο Ανάκαμψης. Είπε μάλιστα ότι «το κράτος δεν ξέρει και δεν πρέπει να επιλέγει επενδύσεις». Αυτό δεν είναι ορθολογικός τρόπος διάθεσης των σχετικών κονδυλίων;

Αυτές οι απόψεις, εφόσον ελέχθησαν, δείχνουν έναν παρωχημένο αντικρατισμό, και μια σύγχυση ανάμεσα στην ευθύνη ενός fund manager και την ευθύνη μιας δημοκρατικής πολιτείας. Ευθύνη του πρώτου είναι να επιλέξει εκείνη την επένδυση που θα του εξασφαλίσει τις μεγαλύτερες αποδόσεις. Από την άλλη πλευρά ευθύνη της πολιτείας είναι να εξασφαλίσει εκείνη την κατανομή πόρων που θα πάει μπροστά όλη την οικονομία και την κοινωνία και όχι κάποια τμήματά της, μειώνοντας την ανεργία και τις ανισότητες που υποσκάπτουν τη βιωσιμότητα και τη διατηρησιμότητα της ανάπτυξης. Αλλιώς προς τι η συζήτηση περί «ανθεκτικότητας»;

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον οι τράπεζες διαχειριστούν τους πόρους, όπως θριαμβευτικά μας ανακοινώνει ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, το θέμα είναι με ποια κριτήρια θα γίνει αυτό. Αν, όπως όλα δείχνουν, αυτό γίνει με στενά «τραπεζικά κριτήρια» χωρίς ρήτρες απασχόλησης, χωρίς κλαδικές παραγωγικές εξειδικεύσεις, χωρίς περιφερειακή διάσταση, χωρίς πρόνοια για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις το αποτέλεσμα θα είναι τα κονδύλια να κατευθυνθούν κυρίως στους μεγάλους πελάτες των τραπεζών ενώ η μεγάλη μάζα της εγχώριας επιχειρηματικότητας θα μείνει εκτός. Αν αυτός είναι ο στόχος τους καλώς νοιώθουν από τώρα ευτυχείς. Το πώς νιώθει η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας είναι προφανώς μια άλλη υπόθεση.

Πρόσφατα σε συνέντευξή του ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας δήλωσε ότι «οι τράπεζες είναι έτοιμες να χρηματοδοτήσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά». Συμφωνείτε με αυτήν τη θέση; Επίσης, η μείωση των κόκκινων δανείων θα επιτρέψει στις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν την οικονομία;

Ρευστότητα οι τράπεζες έχουν άφθονη και σήμερα λόγω της πολιτικής της ΕΚΤ και της αύξησης των καταθέσεων. Αλλά όπως αναγνώρισε, πρόσφατα, και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας μόνο ένα μικρό μέρος της διοχετεύεται στην πραγματική οικονομία. Μεγάλος όγκος της ρευστότητας, πάνω από 20 δισ. ευρώ, λιμνάζουν στην Τράπεζα της Ελλάδας και μάλιστα με αρνητικά επιτόκια.

Η μείωση των κόκκινων δανείων είναι αναγκαία για πολλούς λόγους. Αλλά κατά την άποψή μου δεν θα αλλάξει η κατάσταση ούτε άμεσα ούτε εντυπωσιακά. Ο τραπεζικός αποκλεισμός με διάφορες μορφές θα παραμείνει και ίσως ενταθεί εφόσον οι μακροχρόνιοι διαρθρωτικοί παράγοντες της κρίσης και της αβεβαιότητας παραμένουν.

Για να συμβάλουν, λοιπόν, αποφασιστικά οι τράπεζες στη χρηματοδότηση των αναγκών της οικονομίας, η μείωση των κόκκινων δανείων είναι αναγκαία αλλά δεν αρκεί. Θα χρειαστούν βαθιές αλλαγές- σε κλίμακα Ευρώπης- στον ρόλο και στη λειτουργία τους. Οι τράπεζες πρέπει να φύγουν από το στενά κερδοσκοπικό ρόλο τους και το νεοφιλελεύθερο κέλυφος στο οποίο λειτουργούν και να επανασυνδεθούν με τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας και της κοινωνίας.

Αλλά ούτε αυτό είναι αρκετό. Σε συνθήκες κρίσης και δομικής αβεβαιότητας χρειάζεται, επίσης, ισχυρή δημόσια παρέμβαση για τη διοχέτευση ρευστότητας στην οικονομία είτε άμεσα, είτε μέσω εγγυήσεων προς τις τράπεζες. Άλλωστε με τον τρόπο αυτό έγινε ό,τι έγινε, και αποφεύχθηκε η κατάρρευση των οικονομιών, μέχρι τώρα, στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και παγκοσμίως. Γι’ αυτό βλέπουμε διεθνώς να γίνεται πρωταγωνιστικός ο ρόλος του κράτους και των αναπτυξιακών τραπεζών στη χρηματοδότηση των οικονομιών. Γι’ αυτό άλλωστε κι εμείς, παρά τα εμπόδια που βρήκαμε και από εγχώριες μυωπικές δυνάμεις και ιδιοτελή συμφέροντα, δημιουργήσαμε την Αναπτυξιακή Τράπεζα, θέσαμε τις βάσεις για το θεσμικό πλαίσιο χορήγησης μικροπιστώσεων και γενικότερα αρχίσαμε να δημιουργούμε ένα παράλληλο σύστημα χρηματοδοτικών εργαλείων για τη χορήγηση στοχευμένης αναπτυξιακής χρηματοδότησης. Δυστυχώς η κυβέρνηση, ενώ αρχικά δήλωσε χαρούμενη για την κληρονομιά που παρέλαβε, στη συνέχεια ούτε την αναβαθμίζει ούτε την αξιοποιεί όπως θα έπρεπε.

Το κόμμα σας καταγγέλλει ότι το Δημόσιο έχασε πολλά χρήματα από τις τελευταίες εξελίξεις στην Τράπεζα Πειραιώς, ενώ το ίδιο υποστηρίζει ότι θα συμβεί και με την πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής. Εάν εσείς ήσασταν ο αρμόδιος υπουργός, τι διαφορετικό θα κάνατε;

Το ερώτημα για την Τράπεζα Πειραιώς είναι απλό: γιατί τώρα; Και για να απαντήσω ευθέως στο ερώτημά σας, προσπάθειες ιδιωτικοποίησής της υπήρξαν και επί δικής μας κυβέρνησης. Τις αποτρέψαμε. Υπό πιεστικές συνθήκες. Γιατί τώρα λοιπόν ιδιωτικοποίηση με ζημιά του Δημοσίου; Ποιος την ζητά ή πιέζει γι’ αυτήν;

Εμείς θα θεωρούσαμε σταθεροποιητικό για το τραπεζικό σύστημα να υπάρχει ένας δημόσιος πυλώνας. Και η Τράπεζα Πειραιώς λόγω της μεγάλης εμπλοκής της με την πραγματική οικονομία θα μπορούσε να παίξει αυτό τον ρόλο. Αλλά ακόμη και αν το μέλλον της τράπεζας είναι η ιδιωτικοποίησή της, γιατί πρέπει να γίνει τώρα; Αν οι προοπτικές της τράπεζας είναι θετικές, γιατί να μην καρπωθεί το Δημόσιο κάποια από τα προσδοκώμενα κέρδη, όταν έχει ξοδέψει πάνω από 16 δισ. για τη διάσωσή της;

Ανάλογα ερωτήματα υπάρχουν και για την Εθνική Ασφαλιστική, όπου διαγράφεται ένα τεράστιο σκάνδαλο. Αν η διοίκηση της Εθνικής εξάντλησε τις δικές της δυνατότητες να διαπραγματευτεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού, γιατί ο υπουργός Οικονομικών, όπως έχει δικαίωμα αλλά και υποχρέωση, δεν παρεμβαίνει; Γιατί δεν θέτει και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπροστά στις ευθύνες της στη βάση των νέων δεδομένων που έχουν διαμορφωθεί; Και γιατί έχει απορριφθεί η σταδιακή εισαγωγή της Εθνικής Ασφαλιστικής στο Χρηματιστήριο, κάτι που αποτελούσε επικουρική επιλογή της ίδιας της Εθνικής Τράπεζας;

Μπορεί κατά τη γνώμη σας, μετά από την κυβερνητική σας εμπειρία και τις εξαντλητικές συζητήσεις που κι εσείς κάνατε στο πλαίσιο της ΕΕ, να τιθασευτεί το δημόσιο χρέος; Το ίδιο ερώτημα ισχύει και για το ιδιωτικό χρέος. Με ποιον τρόπο;

Σε τεχνικό επίπεδο λύσεις υπάρχουν και το είδαμε. Η αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας, ο φτηνός δανεισμός από την ΕΚΤ και η έκδοση ευρωομολόγων για τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, είναι μέτρα που αν είχαν ληφθεί το 2010 η Ελλάδα δεν θα χρεοκοπούσε και συνολικά η Ευρώπη θα απέφευγε τα μνημόνια και τη σκληρή λιτότητα. Όμως για ορισμένες χώρες και κάποιες σχολές σκέψης, το χρέος ήταν ο μοχλός πίεσης για την επιβολή της λιτότητας. Άρα το πρόβλημα του χρέους δεν είναι μόνο οικονομικό αλλά έχει και μια ισχυρή πολιτική διάσταση. Το να διαγραφεί λοιπόν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το χρέος που συσσωρεύτηκε στη διάρκεια του κορονοϊού είναι εφικτό, αλλά το τι θα συμβεί θα κριθεί στο πεδίο των πολιτικών συσχετισμών. Αν αυτό συμβεί θα διευκολύνει και την αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους σε εθνικό επίπεδο. Και στο θέμα αυτό ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δημοσιοποίησε προ ημερών τις προτάσεις μας, οι οποίες περιλαμβάνουν τόσο περικοπή μέρους του ιδιωτικού χρέους όσο και μακροχρόνια ρύθμιση του υπόλοιπου.

Θέλω να σημειώσω ότι από την στιγμή που το πρόβλημα του δημόσιου χρέους αφορά και άλλες χώρες κάνει πιο πιεστική την αντιμετώπιση του. Και άρα το γεγονός ότι δεν είμαστε μόνοι με το πρόβλημα αυτό είναι μια πιο ευνοϊκή παράμετρος. Αλλά και οι αντιστάσεις της Γερμανίας και άλλων χωρών θα πρέπει να θεωρούνται αναμενόμενες. Θα χρειαστούν λοιπόν από τώρα κινήσεις ώστε να υπάρξει μια ευρύτερη ευρωπαϊκή συμμαχία, σε κυβερνητικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, προκειμένου να προωθηθούν οι αναγκαίες ρυθμίσεις για το χρέος αλλά και για να υπάρξουν νέοι δημοσιονομικοί κανόνες μετά την πανδημία, που θα αναγνωρίζουν τη σημασία όχι μόνο της δημοσιονομικής σταθερότητας αλλά και της κοινωνικής βιωσιμότητας και συνοχής. Είναι αρνητικό που η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει καμία παρουσία στο πεδίο αυτό αναμένοντας παθητικά τις εξελίξεις.

Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ καταγγέλλει την κυβέρνηση ως «τη χειρότερη της μεταπολίτευσης», ωστόσο σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης υστερείτε τόσο έναντι της κυβέρνησης όσο και έναντι του εκλογικού σας ποσοστού το 2019. Πώς το εξηγείτε;

Αν κάτι αποτυπώνουν με σαφήνεια οι δημοσκοπήσεις, αυτό είναι η εντεινόμενη κόπωση της κοινωνίας από την κατάσταση που βιώνουμε, η αποδοκιμασία της κυβερνητικής διαχείρισης σε υγεία και οικονομία και η σημαντική υποχώρηση και φθορά όλων των δεικτών που αφορούν στον κ. Μητσοτάκη και τους υπουργούς του.

Παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει μεγάλες δυνατότητες και εφεδρείες τις οποίες δεν μπόρεσε λόγω των συνθηκών να αξιοποιήσει πλήρως.

Είναι σαφές ότι το έκτακτο της πανδημίας δεν έχει ακόμα αποκαλύψει τις ουσιαστικές τάσεις στον εκλογικό ανταγωνισμό, παρότι είναι φανερό ότι η δημοσκοπική εικόνα της κυβέρνησης έχει επιδεινωθεί κατά πολύ. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ επιχειρεί, σε ένα ιδιαίτερα δυσχερές μιντιακό περιβάλλον απόλυτης ευθυγράμμισης με την κυβέρνηση, να αρθρώσει έναν εναλλακτικό προγραμματικό λόγο, ο οποίος ακόμα δεν έχει φτάσει στους πολίτες. Πιστεύουμε ότι τα προβλήματα που θα προκύψουν την επόμενη μέρα και η επιδείνωσή τους από τους κυβερνητικούς χειρισμούς θα είναι καταλύτης για την αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό. Και σε αυτό το πεδίο είναι που ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πρέπει να εργαστεί, όπως ήδη κάνει, για κερδίσει την εμπιστοσύνη της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Φιλοδοξείτε να επανέλθετε στην κυβέρνηση μετά τις επόμενες εκλογές. Τι διαφορετικό έχετε να πείτε στους πολίτες από όσα είπατε το 2019, όταν τις χάσατε;

Στις επόμενες εκλογές το κυρίαρχο θέμα θα είναι οι προοπτικές. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα αποτελέσει τη δημοκρατική και προοδευτική επιλογή του λαού, την εναλλακτική λύση στα προβλήματα της χώρας. Με το πρόγραμμά του θα εκφράσει τις ανάγκες που βιώνουν οι νέοι, οι άνεργοι, οι μισθωτοί, οι επαγγελματίες, τα μεσαία στρώματα, οι αγρότες, οι γυναίκες και θα προτείνει συγκεκριμένες πολιτικές για την αντιμετώπισή τους, όπως ήδη κάνει με την παρουσίαση των θέσεών του από τον πρόεδρο του κόμματος για το ιδιωτικό χρέος, το Νέο ΕΣΥ, την πράσινη μετάβαση, το Ταμείο Ανάκαμψης κ.ά.

Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αφορούν στο παρόν και στο μέλλον, αλλά θα ενσωματώνουν και την εμπειρία και τη διακυβέρνηση υπό δύσκολες συνθήκες και θα υπερβαίνουν έμπρακτα ανεπάρκειες και λάθη όπου σημειώθηκαν.

Από την άλλη πλευρά, όσοι και όσες δεν ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ επειδή πίστεψαν στις εύκολες λύσεις και τις ευχάριστες υποσχέσεις του κ. Μητσοτάκη ζουν σήμερα τη σκληρή και παταγώδη διάψευση των προσδοκιών τους. Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη έδειξε πως δεν είναι απλά μια δεξιά κυβέρνηση. Είναι μια ακατάλληλη και άρα επικίνδυνη κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει την πολλαπλή κρίση που ζούμε υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας. Και είναι ακατάλληλη, με βάση όσα έδειξε ως τώρα αλλά και διότι σε μια ιστορική συγκυρία που αρχίζουν να γίνονται προοδευτικές μετατοπίσεις και βήματα υπέρβασης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διεθνώς, αυτή η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει ως νέο και προοδευτικό μια αρχαϊκή μορφή του πελατειακού κράτους, μια απροκάλυπτη εύνοια στους ημέτερους κι ένα αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό.

Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αντίθετα, εναρμονίζονται με αυτά τα νέα προοδευτικά βήματα που συντελούνται διεθνώς και θέλει να είναι μέρος μια ευρύτερης προοδευτικής στροφής στον κόσμο και στην Ευρώπη.

Για την ανασύνθεση της Αριστεράς | Άρθρο στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή» ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την Φανή Πετραλιά. Η Φανή προσωποποίησε με έναν σπάνιο τρόπο τη σύζευξη της χειραφετημένης γυναίκας, της ενεργής διαννοούμενης, της μαχητικής δημοσιογράφου & της ακάματης συνδικαλίστριας. Παιδί μιας εποχής που παρά τις δυσκολίες της ευνοούσε το ταίριασμα του λογισμού με τ' όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, η Φανή Πετραλιά ήταν πρότυπο & σημείο αναφοράς. Θα τη θυμόμαστε ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η σκέψη μας στους αγαπημένους της ανθρώπους. ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr