Ομιλία στην εκδήλωση του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ με θέμα «Για μια προοδευτική εξωτερική πολιτική».
Η ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας για πρώτη φορά από την Αριστερά, τον Ιανουάριο του 2015, κατέρριψε πολλούς μύθους και πολλά ταμπού. Ένα από αυτά τα ταμπού ήταν και η άποψη ότι η χώρα έχει «ιδιοκτήτες» και «ενοικιαστές» και μόνο κόμματα και πολιτικά πρόσωπα που προέρχονται από τη τάξη των «ιδιοκτητών» έχουν το δικαίωμα να κυβερνούν. Η κυβέρνηση Τσίπρα λοιπόν, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ήταν ένα «ιστορικό ατύχημα» που δεν έπρεπε να συμβεί. Ένα άλλο ταμπού που κατέρρευσε ήταν η προκατάληψη που για δεκαετίες είχαν καλλιεργήσει οι κυβερνήσεις του παρελθόντος, σύμφωνα με την οποία η Αριστερά είναι καλή για να διαμαρτύρεται αλλά δεν είναι ικανή για να κυβερνά. Γι’ αυτό ακόμη και τώρα που η Αριστερά κυβέρνησε και έκανε ένα συγκεκριμένο έργο, αντικείμενο συζήτησής τους δεν είναι το έργο αυτό αλλά το εάν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη πριν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Και δεν αντιλαμβάνονται ότι όλη αυτή η συζήτηση περί του δήθεν «ανέτοιμου να κυβερνήσει ΣΥΡΙΖΑ», εκθέτει τους ίδιους. Διότι αυτό που τελικά προκύπτει είναι ότι οι δήθεν «άριστα προετοιμασμένες κυβερνήσεις» οδήγησαν τη χώρα στη σκληρή χρεοκοπία και τα μνημόνια και χρειάστηκε να έρθει μια «όχι και τόσο καλά προετοιμασμένη», όπως οι ίδιοι λένε, κυβέρνηση για να μας βγάλει από αυτή τη καταστροφή.
Η αλήθεια είναι ότι παρά τους περιορισμούς και τις υπονομεύσεις η κυβέρνηση της Αριστεράς παρέδωσε μια χώρα χωρίς μνημόνια, με την κοινωνία όρθια στο μέτρο του δυνατού, δεδομένων των συνθηκών, καθώς και μια χώρα με κύρος, παράγοντα σταθερότητας στη περιοχή. Και δημόσια ταμεία με επαρκή αποθέματα ασφαλείας, για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους -μάλιστα σήμερα διάβαζα ότι κάποιος αναλυτής των αγορών σημείωσε «Το μαξιλάρι αποτελεί το καλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο, σε περιβάλλον έντονης αβεβαιότητας και μην έχετε αμφιβολία πως εάν δεν υπήρχε, οι αποδόσεις του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου δεν θα ήταν σήμερα κοντά στο 1,3%»-. Και όμως υπήρχαν κάποιοι από τους «πάντα έτοιμους και πάντα προετοιμασμένους» που μας συμβούλευαν να μην δημιουργήσουμε αποθεματικά αλλά να ζητήσουμε να ενταχθούμε σε μια προληπτική πιστωτική γραμμή, δηλαδή σε ένα διαρκές μνημόνιο.
Αν είναι να μιλήσουμε όμως σοβαρά για την προετοιμασία του ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτό που έγινε στη χώρα μας τα τελευταία δέκα χρόνια είναι σπάνιο αν όχι και μοναδικό. Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ενιαίο κόμμα. Μέσα σε λιγότερο από πέντε χρόνια χρειάστηκε να συγκροτηθεί ως ενιαίο κόμμα, να προετοιμαστεί και να κυβερνήσει αντιμετωπίζοντας έναν πρωτοφανή ασύμμετρο πόλεμο με άμεσο στόχο την πρόωρη κατάρρευση της κυβέρνησής του. Τηρουμένων λοιπόν των αναλογιών, προσωπικά θεωρώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως τη περίοδο 2012-2014 έκανε μια πρωτοφανή προετοιμασία. Αλλά δεν μπορούσε η όποια προετοιμασία να εξουδετερώσει τους συγκεκριμένους συσχετισμούς. Εκτός αυτού, η προετοιμασία πάντα έχει όρια. Εν προκειμένω, αναλαμβάνοντας την κυβέρνηση, έχεις τη δυνατότητα να δεις από τα μέσα τόσο τις δυνατότητες όσο και τα εμπόδια που έχεις να αντιμετωπίσεις σε μια δεδομένη συγκυρία.
Αυτό ισχύει και στο τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Η συνεργασία με τον Νίκο Κοτζιά δεν έγινε την τελευταία στιγμή. Ο Νίκος Κοτζιάς συμμετείχε σε ειδικές ομάδες προγραμματικής προετοιμασίας που από πολύ πριν είχαν αρχίσει να μελετούν και να σχεδιάζουν. Εκτός των άλλων και γιατί γνωρίζαμε ότι ο τομέας της εξωτερικής πολιτικής ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος ειδικά για μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Μας απασχολούσαν γεγονότα όπως αυτά των Ιμίων λχ, τα οποία αιφνιδίασαν την τότε κυβέρνηση.
Έπρεπε να εξεταστούν διάφορα σενάρια και ενδεχόμενα δεδομένων και των εύφλεκτων συνθηκών αλλά και των γεωπολιτικών ανταγωνισμών στην ευρύτερη περιοχή μας. Έπρεπε λοιπόν να εξασφαλιστούν τρόποι πρόληψης αλλά και αντιμετώπισης, εάν χρειαζόταν.
Τούτων δοθέντων, ο τομέας της εξωτερικής πολιτικής είναι ένα πεδίο στο οποίο η προηγούμενη κυβέρνηση αποδείχτηκε και έτοιμη και αποτελεσματική.
Και όταν αναφέρομαι σε αποτελεσματικότητα δεν αναφέρομαι μόνο στη συμφωνία των Πρεσπών, στην οποία και θα επανέλθω στη συνέχεια. Αναφέρομαι στο γεγονός ότι μια χώρα χρεοκοπημένη, με υποβαθμισμένη τη διεθνή της θέση, «μαύρο πρόβατο» στα μάτια πολλών, μπόρεσε να αντιστρέψει αυτήν την εικόνα, να αναβαθμίσει τη διεθνή της θέση και να καταστεί παράγοντας ειρήνης, σταθερότητας και συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή. Αυτό ήταν ασφαλώς αποτέλεσμα της συνολικής πολιτικής της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού αλλά και του σημαντικού έργου που έγινε στο υπουργείο Εξωτερικών.
Η παρουσία του Νίκου Κοτζιά, σήμερα μαζί μας με απαλλάσσει από την ευθύνη να αναφερθώ αναλυτικά στο έργο του Υπουργείου αφού ο ίδιος μπορεί να μιλήσει γι’ αυτό καλύτερα από τον καθένα.
Τι συνιστά αριστερή προοδευτική εξωτερική πολιτική;
Τι συνιστά όμως αριστερή προοδευτική πολιτική στην εποχή μας; Από άποψη περιεχομένου η αριστερή πολιτική βεβαίως προσδιορίζεται από τις αξίες και τις αρχές της Αριστεράς. Τα διλήμματα ανακύπτουν κατά τη μετάφραση των εν λόγω αρχών και αξιών σε συγκεκριμένες πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν σε δεδομένο χώρο και χρόνο. Το πρόβλημα εδώ συχνά συνίσταται στον αναγκαίο συνδυασμό της ικανότητας διαχείρισης και της ικανότητας μετασχηματισμού.
Η κυβερνητική εμπειρία μας έδειξε, ότι αριστερή πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού, όπως συχνά λέγεται, ούτε βεβαίως η χωρίς προϋποθέσεις προσδοκία του ανέφικτου. Αν επιδιώκουμε ανέφικτους στόχους χωρίς να δημιουργούμε τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επίτευξη τους δεν θα μπορέσουμε να τους πετύχουμε. «Θα σπάσουμε τα μούτρα μας» θα έλεγε ο Λένιν στην περίπτωση αυτή. Αν από την άλλη πλευρά μείνουμε σε μια κατανόηση της πολιτικής ως τέχνης του εφικτού, είναι σαν να θεωρούμε τον κόσμο αναλλοίωτο και τα όρια του εφικτού σταθερά και αμετακίνητα. Όμως η ίδια η πολιτική μπορεί να μετατοπίσει τα όρια αυτά μέσω της αλλαγής συσχετισμών, μέσω συνεργασιών κλπ. Θα έλεγα λοιπόν ότι αριστερή πολιτική συνίσταται στην ικανότητα να διευρύνουμε τα κάθε φορά όρια του εφικτού και να αξιοποιούμε τις δυνατότητες που με το τρόπο αυτό αποκτούμε, αποτελεσματικά υπέρ της κοινωνίας και των λαϊκών τάξεων.
Η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν αρχικά ένας ανέφικτος στόχος. Και ενδεχομένως θα παρέμενε ανέφικτος να δεν υπήρχε πολιτική αλλαγή τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Βόρεια Μακεδονία. Η πολιτική αλλαγή στη Βόρεια Μακεδονία ήταν μια ευκαιρία διότι αναδείχθηκε μια ηγεσία αποφασισμένη να συμβάλει στη λύση. Αλλά η ευκαιρία αυτή πιθανώς θα έμενε ανεκμετάλλευτη, όπως έμειναν και άλλες προηγουμένως, αν και στην Ελλάδα δεν είχε εκλεγεί μια κυβέρνηση έτοιμη να αξιοποιήσει την ευκαιρία, και να έχει την τόλμη και το θάρρος να αναλάβει την επίλυση ενός επιζήμιου για τη χώρας μας προβλήματος. Απέναντι σε όλα όσα πυροδοτήθηκαν από τη τότε αξιωματική αντιπολίτευση, για μικροκομματικούς λόγους όπως όλοι αντιλαμβάνονται σήμερα, καθιστώντας την επιλογή δύσκολη και με αναπόφευκτο πολιτικό κόστος. Όμως η πολιτική αυτή σήμερα δικαιώνεται πλήρως. Αποτελεί πολύτιμο κεκτημένο και για τις δυο χώρες
Το επόμενο βήμα στα Βαλκάνια μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών
Όταν αποφασιζόταν η σημερινή συζήτηση, δεν ήταν γνωστή η αρνητική απόφαση της ΕΕ σε σχέση με την έναρξη διαπραγματεύσεων με τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία με προοπτική την ένταξη τους.
Τώρα η απόφαση αυτή δημιουργεί νέα δεδομένα. Στο δημόσιο διάλογο αναπτύσσεται μια συλλογιστική που προεξοφλεί την αρνητική έκβαση των εξελίξεων. Ασφαλώς πρέπει ως χώρα και ως πολιτικές δυνάμεις να έχουμε σαφή θέση. Και εφόσον, όπως και η σημερινή κυβέρνηση με καθυστέρηση αναγνωρίζει, διαρκής στόχος παραμένει η ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ, εφόσον και οι λαοί τους το επιθυμούν, τότε η Συμφωνία των Πρεσπών παραμένει ένα ισχυρό κεκτημένο που υπηρετεί και αυτή την προοπτική.
Όμως ενώ πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα νέα δεδομένα, δεν θα πρέπει να τα αποδεχόμαστε παθητικά. Πρέπει να τα αμφισβητήσουμε. Ήδη ο Ιταλός πρωθυπουργός δήλωσε την πρόθεση του να επαναφέρει το θέμα στην επόμενη σύνοδο το Νοέμβριο. Τη θέση θα πάρει ο Έλληνας Πρωθυπουργός;
Επίσης, με πρωτοβουλία της ευρωομάδας της Αριστεράς, αλλά όπως πληροφορούμαι και άλλων ομάδων, αναπτύσσονται πρωτοβουλίες στο επίπεδο του Ευρωκοινοβουλίου. Πριν προεξοφλήσουμε λοιπόν τις εξελίξεις, πρέπει να προσπαθήσουμε, να τις επηρεάσουμε. Και στο σημείο αυτό αναδεικνύονται σοβαρές ευθύνες της σημερινής κυβέρνησης. Αντί να πρωταγωνιστεί, παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις ανάγοντας σε στρατηγική της την αδράνεια.
Όμως η απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής έχει μόνο αρνητικές συνέπειες για όλους. Είναι πλήγμα για την ίδια την ΕΕ. Ποιο διεθνή ρόλο μπορεί να διεκδικεί όταν δεν μπορεί να δώσει λύση σε ένα πρόβλημα στην άμεση γειτονιά της, όπως είναι οι προοπτικές των Δυτικών Βαλκανίων; Είναι πλήγμα για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και όλης της περιοχής.
Το κεντρικό πρόβλημα των εν λόγω χωρών είναι το brain drain και γενικά η μετανάστευση του τοπικού πληθυσμού, όχι μόνο λόγω οικονομικής καχεξίας αλλά και λόγω έλλειψης προοπτικής. Πάνω από 230.000 εγκατέλειψαν τις χώρες τους μόνο πέρυσι. Η έναρξη διαπραγματεύσεων ασφαλώς δεν θα έλυνε το πρόβλημα, η αρνητική όμως εξέλιξη στο θέμα αυτό είναι μάλλον βέβαιο ότι θα το επιδεινώσει.
Ένα δεύτερο πεδίο λοιπόν δικής μας πρωτοβουλίας και παρέμβασης είναι το πεδίο της περιφερειακής συνεργασίας και της Bαλκανικής Συνανάπτυξης.
Εμείς ως κυβέρνηση είχαμε επεξεργασθεί την ιδέα ακριβώς ενός σχεδίου Βαλκανικής Συνανάπτυξης το οποίο θα μπορούσε να αρχίσει με εθνικούς πόρους και στη συνέχεια να προσελκύσει πόρους από τα ευρωπαϊκά ταμεία και διεθνείς Οργανισμούς. Πρώτο βήμα στην κατεύθυνση αυτή θα ήταν η δημιουργία ενός Οργανισμού Βαλκανικής Συνανάπτυξης στη Θεσσαλονίκη που σε συνεργασία με την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα αλλά και την Παρευξείνια και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα μπορούσε να προχωρήσει στην υλοποίηση συγκεκριμένων προγραμμάτων κοινού ενδιαφέροντος. Αυτές και άλλες ιδέες μπορούν να προχωρήσουν μόνο αν ο κ Μητσοτάκης ακολουθήσει τη συμβουλή ενός καθηγητή και διπλωμάτη από τη Βόρεια Μακεδονία: «Κάνε το όπως ο Τσίπρας», του διεμήνυσε, «μην κάθεσαι πίσω βγες μπροστά, πάρε πρωτοβουλίες». Και έχει δίκιο, διότι στιγμές αδράνειας και αμηχανίες μπορούν να γίνουν ευκαιρίες.
Γεωπολιτικές ανακατατάξεις, Ελλάδα και Ευρώπη
Και θα ολοκληρώσω με μια σύντομη αναφορά στα νέα γεωπολιτικά δεδομένα και τις προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε ως Ελλάδα και ως Ευρώπη.
Ζούμε σε μια εποχή ανατροπής ή αναδιάταξης προηγούμενων ισορροπιών και διευθετήσεων. Αλλά, ταυτόχρονα, η διαδικασία αυτή συντελείται σε πολλά παράλληλα μέτωπα με τρόπο που είναι σαν να κυοφορούνται μεγάλες αλλαγές και ανακατατάξεις, που όμως δεν έχουν ακόμη μορφοποιηθεί. Το βέβαιο είναι ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, όπως την ξέραμε, ανήκει στο παρελθόν. Στη θέση της βλέπουμε ολοένα και πιο συχνά αναπτυσσόμενους ανταγωνισμούς ή ακόμη και πολέμους δασμολογικούς, νομισματικούς και τεχνολογικούς, με τους τελευταίους, να αφορούν στον έλεγχο νέων πεδίων εφαρμογών, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, τα νέα Δίκτυα 5G κλπ και να είναι οι πιο σκληροί και οι διαρκέστεροι. Όλα αυτά δεν αφορούν μόνο ανακατατάξεις ως προς τα μερίδια αγοράς, αλλά αφορούν στον έλεγχο των εξελίξεων ακόμη και στη μορφή των κοινωνιών του μέλλοντος κι επομένως κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν η επίλυση των αντιθέσεων θα γίνει με ειρηνικά μέσα.
Στο μεταξύ, αυτοί οι ανταγωνισμοί και οι συσσωρευόμενες ανισότητες, κοινωνικές, περιφερειακές και διακρατικές γεννούν μια γενικευμένη αβεβαιότητα που επηρεάζει αρνητικά τις επενδύσεις και τις αναπτυξιακές προοπτικές. Ενδεικτικό είναι ότι αν και οι Κεντρικές Τράπεζες των αναπτυγμένων χωρών από το 2008 ως σήμερα τύπωσαν νέο χρήμα και διοχέτευσαν στις τράπεζες πάνω από 20 τρισεκατομμύρια, η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται ξανά σε φάση επιβράδυνσης. Η μείωση των επιτοκίων ακόμη και κάτω από το μηδέν δεν έχει ικανοποιητικό αποτέλεσμα, γεγονός που δείχνει την ανάγκη αλλαγής του οικονομικού υποδείγματος, χωρίς όμως αυτό να συμβαίνει. Και όσο δεν συμβαίνει, οι πιθανότητες νέων κρίσεων αυξάνουν.
Προοδευτική δράση αντί συντηρητικής αδράνειας
Όπως είπα στην αρχή της ομιλίας μου, η εμπειρία που είχαμε από τη διακυβέρνηση της χώρας και γενικότερα από όλη αυτή την πυκνή δεκαετία της κρίσης είναι ένα πολύτιμο εφόδιο για το σχεδιασμό του μέλλοντος. Ένα δεύτερο εφόδιο όμως, εντελώς αναγκαίο, είναι μια ανανεωμένη ανάλυση των γεωπολιτικών δεδομένων στην εποχή μας και στην περιοχή μας ειδικότερα.
Ζώντας σε αυτήν την «εύφλεκτη» περιοχή το βασικό κίνδυνο που πρέπει να αποτρέψουμε είναι ένας συνδυασμός υφεσιακών και γεωπολιτικών εντάσεων και αρνητικών εξελίξεων στη περιοχή.
Τον κίνδυνο αυτό δεν θα τον αντιμετωπίσουμε ούτε με λογικές περίκλειστης χώρας ούτε με λογικές αδράνειας και απραξίας.
Η εμπειρία της προηγούμενης κυβέρνησης δείχνει ότι, μια πολυδιάστατη προοδευτική εξωτερική πολιτική, βασισμένη σε αρχές, σε συνεργασίες και σε πρωτοβουλίες μπορεί ακόμη και μια δύσκολη συγκυρία να τη μετατρέψει σε ευκαιρία υπέρ της ειρήνης, της σταθερότητας, της ισότιμης συνεργασίας, προς όφελος του ελληνικού λαού και των άλλων λαών της περιοχής.
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
3 εβδομάδες πριν
Ο διάλογος μπορεί να προχωρήσει
dragasakis.gr
Η απουσία μιας δύναμης ικανής να αντιμετωπίσει την κυριαρχία του κ. Μητσοτάκη από τα αριστερά αποτελεί ένα πρ...Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
3 μήνες πριν
Η «μαύρη τρύπα» της μεταπολίτευσης: μαθήματα για το μέλλον
dragasakis.gr
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
3 μήνες πριν
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
3 μήνες πριν
«Το διπλό καθήκον της Αριστεράς»
shorturl.at
Ομιλία σε εκδήλωση του Ινστιτούτου ΕΝΑ για την παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Ελευθερίου, Κρίση, κομματικό ...Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 μήνες πριν
Η κρίση του κομματικού συστήματος & η προοπτική της Αριστεράς
www.enainstitute.org
Mε αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου Κρίση, κομματικό σύστημα, Αριστερά. Κριτικά σημειώματα (εκδόσεις ΕΝΑ, 2024) ...Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter