Ομιλία σε εκδήλωση του Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών για την Παρουσίαση Βιβλίου του Τάσου Γιαννίτση: «Σε Αναζήτηση Ελληνικού Μοντέλου Ανάπτυξης»

Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι,

 

σας ευχαριστώ για την πρόσκληση γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να αναφερθώ σ’ ένα ενδιαφέρον βιβλίο το οποίο μας καλεί να σκεφθούμε πέρα από την τρέχουσα πολιτική συγκυρία. Αυτό το καθιστά επίκαιρο ακριβώς γιατί αυτή η κρίση που ζούμε μας φέρνει μπροστά σε προβλήματα που υπερβαίνουν τη συγκυρία. Είναι μια κρίση μεγάλη, γενικευμένη, παγκόσμια, μια κρίση τομή που μας εισάγει σ’ ένα νέο ιστορικό πολιτικό κύκλο.

 

Το βιβλίο αυτό είναι εξαιρετικά επίκαιρο, επίσης διότι ακριβώς η ιδιαιτερότητα αυτής της κρίσης είναι οτι αναδεικνύει την ανάγκη για ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης, Η κρίση αυτή –εκτός όλων των άλλων– είναι τέλος, μια κρίση και στο επίπεδο της θεωρίας, υπό την έννοια ότι ανατρέπονται πολλά θεωρητικά δόγματα.

 

Αναφέρομαι σε απόψεις που υπό τύπο δογμάτων μας διαβεβαίωναν ότι οι αγορές ενδογενώς τείνουν προς την ισορροπία, ενώ αποδείχτηκε λάθος, οι αγορές τείνουν προς την αστάθεια. Ή σε απόψεις που υποστήριζαν ότι ορθολογική κατανομή των πόρων κάνουν οι αγορές μέσω της ελεύθερης λειτουργίας τους, άποψη που οδήγησε στην καταστροφή. Αυτό που ζούμε είναι μια απόδειξη της τεράστιας ανορθολογικής κατανομής των πόρων, των επενδύσεων κ.ο.κ. Δεν προτείνω να κάψουμε βιβλία, αλλά θέτω το ερώτημα αν η πολιτική οικονομία μπορεί να ξαναγίνει επιστήμη, επιστήμη των ανθρώπων κι όχι των αριθμών. Διότι νομίζω ότι είναι μια ευκαιρία να αναληφθούν πρωτοβουλίες από τους οικονομολόγους, από τους θεωρητικούς, από τους επιστήμονες, από τους πολίτες και να απαιτήσουμε μια ειλικρινή επιστήμη. Και το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα προσφέρεται για περαιτέρω σκέψεις πάνω σ’ αυτό.

 

Σε πολλά από τα δοκίμια που το συγκροτούν, μπορεί κανείς να βρει διαπιστώσεις ότι η τάδε πολιτική, η τάδε θεωρία δεν αποδεικνύεται σωστή. Διάβαζα, π.χ. το δοκίμιο του κ. Αργείτη, ο οποίος αποδεικνύει ότι δε φταίνε οι μισθοί για τον πληθωρισμό. Όμως η πολιτική που ασκείται, υποθέτει ότι οι μισθοί φταίνε για τον πληθωρισμό. Τέτοια δόγματα εξακολουθούν να είναι η βάση πάνω στην οποία κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες σχεδιάζουν την πολιτική τους.

 

Σχετικά τώρα με το βιβλίο, θα ήθελα να εξάρω την προσπάθεια που έγινε  και η οποία αποτυπώνεται στα ενδιαφέροντα δοκίμια που συγκροτούν το περιεχόμενό του. Για να μην αναφερθώ στο κάθε δοκίμιο ξεχωριστά, θα περιορισθώ στην πολύ περιεκτική περίληψη που κάνει ο κ. Γιαννίτσης στην αρχή. Ο κ. Γιανίτσης ορθά επισημαίνει ότι «συχνά, περίοδοι βελτίωσης μακροοικονομικών επιδόσεων ακολουθούνται από αρνητικές επιδόσεις, ακριβώς γιατί η πολιτική που ασκήθηκε στην πρώτη περίπτωση είχε σαθρά και κοντόφθαλμα εργαλεία και στόχους».

 

Νομίζω ότι μ’ αυτή τη σύντομη διαπίστωση ο κ. Γιαννίτσης μας λέει ότι, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την κρίση που ζούμε, πρέπει να δούμε τι έγινε στη φάση πριν από την κρίση, ότι δηλαδή οι αιτίες της κρίσης χτίστηκαν στη φάση της ανόδου. Ειδικά στην Ελλάδα αυτό ισχύει απόλυτα. Θα αναφέρω ένα σύντομο παράδειγμα από την καθημερινή πολιτική ζωή: Θα ακούσατε τον κ. Καραμανλή, τον κ. Αλογοσκούφη, να λένε αυτές τις μέρες «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος», ότι το δημόσιο χρέος είναι απειλητικό κλπ. Ερώτημα: Πώς έγινε απειλητικό το δημόσιο χρέος; Τι έκανε η κυβέρνηση της ΝΔ όλα αυτά τα χρόνια για να μη γίνει απειλητικό το δημόσιο χρέος; Μείωσε τη φοροδιαφυγή; Όχι. Η φοροδιαφυγή αυξήθηκε. Φρόντισε να πληρώσουν φόρους αυτοί που μπορούν να πληρώσουν; Όχι. Η ΝΔ μείωσε τους φορολογικούς συντελεστές των κερδών και των μερισμάτων, ενώ κατήργησε και το φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Είμαστε η μόνη χώρα στην οποία δεν επιβάλλεται φόρος εισοδήματος στα μερίσματα. Κατάργησε όλους τους φόρους στην εκκλησία, οι εφοπλιστές δεν πληρώνουν κανένα φόρο. Πώς να μην έχουμε λοιπόν μεγάλο δημόσιο χρέος;

 

Και δε φτάνει αυτό, αλλά, όπως γνωρίζετε, η πιστοληπτική ικανότητα συνδέεται όχι με το πόσο χρωστάς, αλλά με τι περιουσία έχεις. Δηλαδή, μπορεί να χρωστάει κάποιος 1 εκατ. ευρώ, αλλά να έχει περιουσία 2 εκατ. ευρώ και να μην έχει πρόβλημα, όπως μπορεί κάποιος να βρεθεί στη φυλακή για χρέος 1.000 ευρώ αν δεν έχει να το πληρώσει. Το δεύτερο, λοιπόν, που έγινε αυτά τα χρόνια ήταν οι ιδιωτικοποιήσεις. Εκποιήθηκε η περιουσιακή βάση του κράτους. Άρα: υψηλότερο χρέος και χαμηλότερη περιουσιακή βάση, κρίση. Την ίδια στιγμή, τα ανεξόφλητα χρέη προς τις εφορίες από βεβαιωμένους φόρους είναι 35 δις ευρώ, το 14%, δηλαδή, του εθνικού εισοδήματος.

 

Επομένως, εδώ έχουμε να πληρώσουμε λογαριασμούς γι’ αυτά που έγιναν και αυτά που δεν έγιναν από την κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά και από τις προηγούμενες. Δε νομίζω ότι ένας σοβαρός άνθρωπος θα πει πως όλα αυτά άρχισαν το 2004. Πληρώνουμε τις πολιτικές επιλογές που έγιναν τα τελευταία 20 χρόνια, πληρώνουμε το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης ανάπτυξης το οποίο εφαρμόστηκε κι εδώ στις βασικές του παραδοχές, με διάφορους τρόπους και από δεξιές κυβερνήσεις και από κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Αυτή είναι η δική μου άποψη και ακριβώς γι’ αυτό, ειδικά στην Ελλάδα, η κρίση εξαρχής εκδηλώνεται ως μια μικτή κρίση και εισαγόμενη, ως διεθνής κρίση –μέσω ναυτιλίας, τουρισμού, τραπεζών και πολλών άλλων καναλιών– αλλά και ως ενδογενής κρίση, προϋπάρχουσα, ενός μοντέλου ανάπτυξης το οποίο εξάντλησε τη δυναμική του και στηριζόταν στην υπερχρέωση από ένα σημείο και μετά.

 

Ο κ. Γιαννίτσης, λοιπόν, καταλήγει, μετά από κάποιες διαπιστώσεις, ότι χρειάζονται ανατροπές. Κι όμως ανατροπή είναι βαριά λέξη, διότι είναι κάτι πέρα από την αλλαγή, δηλαδή υπάρχουν πράγματα που πρέπει να τα ανατρέψουμε. Βεβαίως ο κ. Γιαννίτσης αφήνει το ερώτημα τι είναι ανατρέψιμο και τι είναι μη ανατρέψιμο, ανατροπές για ποιο σκοπό ακριβώς, με ποιες πολιτικές, με ποιες κοινωνικές δυνάμεις, με ποια πολιτικά υποκείμενα, αφήνει κάποιο χώρο για να προχωρήσουμε τη σκέψη μας.

 

Θα ήθελα λοιπόν στο υπόλοιπο της δικής μου τοποθέτησης να αναφερθώ, πολύ σύντομα, πώς προσεγγίζουμε κι εμείς τα ίδια ερωτήματα –ως Συνασπισμός και ως Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς– δεδομένου ότι, πριν γίνει εμφανής η κρίση, είχαμε διαβλέψει κάποια σημάδια της και είχαμε διαπιστώσει ότι χρειάζεται κι εμείς να έχουμε ένα πιο ολοκληρωμένο, πιο εξειδικευμένο πρόγραμμα.

 

Καταρχήν όταν χρησιμοποιούσα τον όρο «μοντέλο ανάπτυξης» εννοούσα όχι απλώς την οικονομική δομή, τις παραγωγικές δυνάμεις αλλά και τις παραγωγικές σχέσεις ακόμη και το εποικοδόμημα για να μιλήσω με την κλασική ορολογία. Εννοώ, δηλαδή, ότι στη δική μας αντίληψη αυτό που λέμε «νέο μοντέλο ανάπτυξης» είναι ένα πολιτικό σχέδιο μεγάλων μετασχηματισμών, αλλαγών, μεταρρυθμίσεων σε πολλά επίπεδα της οικονομίας, της κοινωνίας και των θεσμών. Νομίζω ότι, γι’ αυτή την κρίση ειδικά, δε μπορεί κανείς να μιλήσει για ένα ειδικό πρόγραμμα αντιμετώπισής της. Πρέπει βεβαίως να μιλήσουμε για άμεσα μέτρα, μέτρα άμεσης απόδοσης. Αλλά συνολικά για να βγούμε απ’ αυτή την κρίση, η οποία μπορεί να κρατήσει κι αρκετά χρόνια μαζί με τις παρενέργειές της, χρειαζόμαστε ένα τέτοιο συνολικό σχέδιο τουλάχιστον δεκαετούς ορίζοντα. Σε ποια βάση; Ποιες αξίες πρέπει να υπηρετεί  ένα τέτοιο σχέδιο; Και ποια η κατεύθυνσή του;

 

Μια από τις ιδιαιτερότητες αυτής της κρίσης είναι ότι, η κρίση αυτή, βρίσκει πολλά νοικοκυριά καταχρεωμένα γι’ αυτό και εξαρχής είναι και κοινωνική κρίση και κρίση του κοινωνικού κράτους. Ένας μηχανισμός μέσω του οποίου έγινε αυτό είναι η ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών, είτε εμφανώς με ιδιωτικοποιήσεις, είτε αφανώς με υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών.

 

Η δεύτερη φάση που ακολουθεί είναι ότι οι τράπεζες αναλαμβάνουν ένα ρόλο που δεν τον είχαν ποτέ πριν στην ιστορία, είναι καινούριο φαινόμενο αυτό. Αναλαμβάνουν ρόλο υποκατάστατου ή συμπληρώματος του κοινωνικού κράτους. Δάνειο για την πρώτη κατοικία, δάνειο για εγχείρηση αν δεν με καλύπτει το ταμείο μου, δάνειο για σπουδές των παιδιών αν δε φτάνει το οικογενειακό εισόδημα, δάνειο ακόμα και για τα κοινόχρηστα για να «βγει» ο χειμώνας, δάνειο για τα πάντα. Όταν όμως ο οφειλέτης μείνει άνεργος και δε μπορεί να πληρώσει τα δάνειά του, όταν το επιτόκιο ανεβαίνει και υπερβαίνει τη δυνατότητα πληρωμής της δόσης, όταν συμβεί οτιδήποτε το οποίο διαταράσσει αυτή την περίπλοκη σχέση, επέρχεται κρίση. Εάν λοιπόν αυτό είναι σωστό, από πού θα αρχίσει μια εναλλακτική πρόταση;

 

Κατά τη γνώμη μας, πρέπει να αρχίσει από μια στρατηγική αποεμπορευματοποίησης. Πρέπει κάποια πράγματα να σταματήσουν να είναι εμπόρευμα και να ξαναγίνουν δημόσια αγαθά, συλλογικά αγαθά. Μόνον έτσι μπορεί να επέλθει μια απεξάρτηση του κόσμου από τις τράπεζες σε ό,τι αφορά την ικανοποίηση των βασικών αναγκών. Οι βασικές ανάγκες πρέπει να γίνουν υπόθεση του κοινωνικού κράτους και του εισοδήματος από εργασία. Άρα, εμείς μιλάμε για μια οικονομία των αναγκών και των συλλογικών αγαθών ως πυρήνα ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης.

 

Δεύτερο ερώτημα: Με ποια παραγωγική βάση θα γίνει μια τέτοια οικονομία; Η παραγωγική μας βάση είναι: ολίγον ναυτιλία, ολίγον τουρισμός, ολίγον εμπόριο, ολίγον τράπεζες, μάλλον πολύ τράπεζες, ολίγον οικοδομή. Αυτή η σύνθεση, δεν επιτρέπει σημαντικές βελτιώσεις στην παραγωγικότητα της εργασίας ούτε δημιουργεί θέσεις σταθερής απασχόλησης, κι είναι πάρα πολύ ευάλωτη σε κάθε διεθνή διακύμανση. Θα μου πείτε, μα έτσι έζησε μέχρι τώρα το ελληνικό κράτος, έχω διαβάσει και βιβλία που το εκθειάζουν αλλού αυτό, ιδού, ήρθε η στιγμή που δεν πάει άλλο.

 

Εμείς λέμε, λοιπόν, ότι πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα παραγωγική βάση. Η υπάρχουσα δε δημιουργεί απασχόληση, το μεγαλύτερο μέρος των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, είναι σε εστιατόρια, σουβλατζίδικα, εμπόριο, οικοδομή. Επομένως, χρειάζεται νέα εξειδίκευση κι επιτέλους να αποφασίσουμε, αυτή η κοινωνία τι θέλει να παράγει και πώς θέλει να το παράγει. Υπάρχει κάτι στο οποίο μπορούμε να έχουμε ένα προβάδισμα παραγωγικό, τεχνολογικό, επιστημονικό, πολιτισμικό; Διότι ζούμε σε μια παγκόσμια αγορά που δεν καταλαβαίνει χώρες, παρά μόνον εμπορεύματα, άρα πρέπει να έχεις κάτι να προβάλεις, να δημιουργήσεις μια παραγωγική ταυτότητα παγκόσμια. Αυτό, όμως, πρέπει να γίνει με όρους αειφορίας, κι εδώ υπεισέρχεται ο παράγων περιβάλλον. Δεν μπορούμε δηλαδή να πούμε απλώς μεγεθύνουμε, πρέπει να συνδεθεί η μεγέθυνση με μετασχηματισμούς τεχνολογικούς, οργανωτικούς, οικολογικούς, κοινωνικούς.

 

Άρα, ο στόχος της παραγωγικής ανασυγκρότησης συνδέεται άμεσα και ρητά, και έρχομαι στον τρίτο στόχο, με την παιδεία και την έρευνα. Κι εδώ θα πληρώσουμε τίμημα, διότι όταν άλλες χώρες έκαναν επένδυση στην παιδεία και στην έρευνα, πριν από είκοσι χρόνια, εμείς αποφασίζαμε να επενδύσουμε σε εξοπλιστικά προγράμματα και στους ολυμπιακούς αγώνες. Αυτό δημιούργησε ένα σοβαρό έλλειμμα, το οποίο σήμερα γίνεται πιο εμφανές.

 

Τέταρτος στόχος: Όλα αυτά δε μπορούν να γίνουν χωρίς μεγάλες αναδιανομές εισοδημάτων αλλά και μεγάλες λειτουργικές ανακατανομές των πόρων. Δηλαδή δεν πρέπει απλώς να κάνουμε αναδιανομή από τους πλούσιους στους φτωχούς, αλλά πρέπει να αλλάξει και η χρήση των πόρων από την κατανάλωση στις επενδύσεις και από τις επενδύσεις που καταστρέφουν το περιβάλλον σε επενδύσεις φιλικές προς αυτό κ.ο.κ.

 

Πέμπτο: με ποιους φορείς θα γίνουν αυτοί οι μετασχηματισμοί; Θα παρακαλέσουμε τις ιδιωτικές επιχειρήσεις να δείξουν ευαισθησία και να κάνουν αυτά που λέμε εμείς ότι χρειάζεται η κοινωνία; Νομίζω ότι πρέπει να γίνουμε ρεαλιστές. Πρέπει να βρούμε οικονομικούς φορείς που είτε από ανάγκη, είτε από συμφέρον, είτε από την καταστατική υποχρέωσή τους πρέπει να κάνουν αυτά που πρέπει να γίνουν. Πρέπει εδώ, επομένως, να μιλήσουμε για μια νέα δημόσια επιχείρηση, όχι απλώς για διεύρυνση του κράτους. Εμείς τουλάχιστον το έχουμε σα βασικό στοιχείο, δε μπορούμε να δώσουμε άλλοθι σε κομματικούς στρατούς, σε νέα τρωκτικά, σε νέα «Βατοπέδια», σε νέες «Siemens», σε όλα αυτά τα οποία μας κατατρύχουν. Ας μπει λοιπόν ένα τέλος κι αν αυτό προϋποθέτει να διαλυθεί αυτό το δικομματικό σύστημα και να δημιουργηθεί καινούριο, ας το τολμήσουμε. Πάντως δεν μπορούν να επαναληφθούν οι γνωστές ιστορίες του παρελθόντος.

 

Έκτο: Με ποια κριτήρια; Μπορεί ο μηχανισμός του κέρδους και της μεγιστοποίησής του  να είναι ο κινητήριος μοχλός, ο σκοπός και το κίνητρο της ανάπτυξης; Εμείς νομίζουμε όχι. Και αυτό που λένε ορισμένοι για «πράσινη οικονομία», εάν και η πράσινη οικονομία –που είναι αναγκαία– γίνει με όρους αγοράς και κερδοσκοπίας, θα έχουμε έναν πράσινο καπιταλισμό, ο οποίος θα είναι η επόμενη φούσκα, η επόμενη εστία της κρίσης. Εμείς λοιπόν λέμε ότι πρέπει να υπάρξουν τομείς οποίοι να λειτουργούν με κριτήριο τις ανάγκες, με κοινωνικά κριτήρια και όχι με κριτήριο το κέρδος. Αναφερόμαστε σε οικονομικές δράσεις και φορείς οι οποίοι λειτουργούν με βάση την αρχή «no profit, no loss» ή μπορεί να υπάρχει κέρδος, αλλά να μην είναι οικειοποιήσιμο ή πηγή πλουτισμού. Υπάρχει εδώ χώρος για προβληματισμό ή πειραματισμό.

 

Έβδομο: με ποιες πολιτικές; Προφανώς δε μπορούμε με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές να τα κάνουμε αυτά. Πρέπει να περάσουμε σ’ ένα πεδίο μετα-νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

 

Εδώ, τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ σε κάτι που επίσης έχει θέσει ο κ. Γιαννίτσης, την «εμπιστοσύνη». Όλα αυτά απαιτούν ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας. Αλλά ο κόσμος εμπιστεύεται την πολιτική; Εδώ λοιπόν, νομίζω, ότι οι απαντήσεις που μπορούμε να βρούμε είναι προς δυο κατευθύνσεις. Η μια είναι προωθημένες μορφές δημοκρατίας, ουσιαστικής συμμετοχής και η δεύτερη είναι ότι πρέπει να ξαναδούμε τη σχέση σκοπού και μέσου.

 

Δεν είναι πλέον αξιόπιστες υποσχέσεις ότι, μέσω της ανάπτυξης, θα μειωθούν η φτώχεια και οι ανισότητες. Το ζητούμενο είναι μια πολιτική που θα μειώνει τις ανισότητες με τρόπο που θα δημιουργεί ανάπτυξη, μια πολιτική αναπτυξιακής αναδιανομής.

 

Θα τελειώσω με το άλλο μεγάλο θέμα. Σε ποιο διεθνές πλαίσιο θα επιχειρηθούν οι εν λόγω αλλαγές; Χθες σε μια άλλη εκδήλωση είπα ότι πρέπει να κρατικοποιηθεί άμεσα η Εθνική Τράπεζα και ένας φίλος σήμερα με ρωτούσε, μα το επιτρέπει αυτό η ΟΝΕ; Θα ήθελα, λοιπόν, να παρατηρήσω ότι η κρίση αυτή αλλάζει τη σχέση άμεσου και μακροπρόθεσμου, αλλάζει τη σχέση ανάμεσα στο τι είναι εφικτό και τι δεν είναι εφικτό. Έχουν ανατραπεί οι καθιερωμένες σχέσεις. Την Εθνική Τράπεζα μπορεί να την κρατικοποιήσει ακόμη και η ΝΔ υπό πολύ δυσμενέστερους για το δημόσιο συμφέρον όρους. Όλο το τραπεζικό σύστημα μπορεί να χρειαστεί να κρατικοποιηθεί και δε θα είναι αριστερή λύση αυτή, διότι θα είναι κρατικοποίηση των χρεών που θα έχουν δημιουργηθεί.

 

Το πρόβλημα όμως υπάρχει. Σε ποιο διεθνές πλαίσιο; Εδώ, για να μην επεκταθώ, λέω απλά το εξής: ό,τι συζητούμε στην Ελλάδα συζητείται σήμερα σ’ όλο τον κόσμο. Ό,τι προτείνουμε, εντάσσεται και είναι μέρος μιας παγκόσμιας διαδικασίας αλλαγών. Δεν πρέπει όμως να περιμένουμε πρώτα να αλλάξουν τα πράγματα διεθνώς, πρώτα να δημιουργηθούν υψηλότεροι βαθμοί ελευθερίας και μετά εμείς να πούμε τι θα κάνουμε. Θα είναι αμφίδρομη σχέση. Το σχέδιό μας θα αξιοποιεί τους υφιστάμενους βαθμούς ελευθερίας και θα προσπαθεί να τους διευρύνει.

 

Θα με ρωτήσετε με ποιες πολιτικές δυνάμεις; Με το ΠΑΣΟΚ, με ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ; Προτιμώ την απάντηση να τη δώσω με όρους κοινωνικών δυνάμεων. Δε νομίζω ότι τα κόμματα μπορούν να απαντήσουν πια αυτά τα θέματα από μόνα τους. Μια συμμαχία κομμάτων μπορεί να είναι πολύ καλή, μπορεί να είναι άκυρη. Εδώ έχει σημασία ν’ απαντήσουμε με ποιες κοινωνικές δυνάμεις μπορούν να γίνουν αυτά. Δηλαδή μπορούμε να κάνουμε αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης χωρίς αναβάθμιση της εργασίας; Μπορούμε να μιλήσουμε για οικονομία της γνώσης και ο κόσμος της γνώσης, οι φορείς της γνώσης να είναι υποβαθμισμένοι; Το νέο μοντέλο ανάπτυξης σημαίνει νέα θέση και ρόλο του κόσμου της εργασίας, του κόσμου της γνώσης, του κόσμου του πολιτισμού. Μόνο εκεί μπορούμε να βρούμε την απάντηση. Επομένως, απαντώ μονολεκτικά, με τον κίνδυνο βεβαίως, οι απαντήσεις μου να αφήνουν περισσότερα ερωτηματικά από όσα απαντώνται.

 

Εμείς βλέπουμε μια κοινωνική συμμαχία τριών κόσμων: του κόσμου της εργασίας, του κόσμου της γνώσης και του κόσμου της κοινωνικής προσφοράς. Εννοώ εδώ ότι, για μας, ο δάσκαλος δεν είναι μόνο μισθωτός, είναι δάσκαλος και ασκεί λειτούργημα και τον θέλουμε μέρος αυτού του σχεδίου, ο ερευνητής δεν είναι μόνο ένας κακοπληρωμένος μισθωτός, είναι και λειτουργός, αναπτύσσει τη γνώση, παράγει γνώση. Η νοσοκόμα δεν είναι μόνο μια κακοπληρωμένη εργαζόμενη, αλλά ασκεί και λειτούργημα. Αυτοί οι τρεις κόσμοι, λοιπόν, μπορούν να συνθέσουν ένα ισχυρό κίνημα σκέψης και δράσης. Ας υπάρξει αυτό το κίνημα κι ας επιλέξει το ίδιο τις πολιτικές του εκπροσωπήσεις. Μέσα σ’ αυτή τη διαδρομή μπορεί κάτι αισιόδοξο να υπάρξει. Ευχαριστώ.

 

Για την ανασύνθεση της Αριστεράς | Άρθρο στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή» ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την Φανή Πετραλιά. Η Φανή προσωποποίησε με έναν σπάνιο τρόπο τη σύζευξη της χειραφετημένης γυναίκας, της ενεργής διαννοούμενης, της μαχητικής δημοσιογράφου & της ακάματης συνδικαλίστριας. Παιδί μιας εποχής που παρά τις δυσκολίες της ευνοούσε το ταίριασμα του λογισμού με τ' όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, η Φανή Πετραλιά ήταν πρότυπο & σημείο αναφοράς. Θα τη θυμόμαστε ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η σκέψη μας στους αγαπημένους της ανθρώπους. ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr