Ομιλία σε εκδήλωση του χρηματοπιστωτικού τομέα ΣΥΡΙΖΑ με θέμα: “Τράπεζες και Κοινωνία”

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Αγαπητές φίλες και φίλοι, όπως είπε και ο Ζώης Πεππές, η εκδήλωση αυτή είχε προετοιμαστεί προ πολλού. Θέλαμε να έχει έναν εξειδικευμένο, και πάντως εντοπισμένο, χαρακτήρα, με στόχο να συζητήσουμε το ζήτημα των τραπεζών εν όψει και της ανακεφαλαιοποίησής τους.

 

Ο λόγος που θέλαμε να κάνουμε αυτή τη συζήτηση είναι, νομίζω, προφανής. Η κρίση αυτή ανέδειξε τον κεντρικό ρόλο των τραπεζών. Επομένως πρέπει να δούμε πώς διαμορφώνεται η σχέση τραπεζών και κοινωνίας, αλλά υπάρχει και ο ειδικότερος λόγος της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Εμείς εκτιμούμε ότι βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο ενός μεγάλου σκανδάλου, το οποίο καλύπτεται από ένα πέπλο σιωπής και νοιώθουμε την υποχρέωση, να εκθέσουμε τις δικές μας εκτιμήσεις και απόψεις γύρω από αυτό.

 

Πριν προχωρήσω στο συγκεκριμένο θέμα θα ήθελα να αναφερθώ στη δική μας στάση, ως χώρος πολιτικός, στο ζήτημα των τραπεζών. Θέλω να πω δηλαδή ότι εμείς πολύ πριν την κρίση, και μέσα στη βουλή, όσοι ήμασταν τότε βουλευτές, αλλά και εκτός βουλής, αποδίδαμε μεγάλη σημασία στο ζήτημα των τραπεζών. Και τούτο γιατί οι τράπεζες ασκούν μια κατά βάση κοινωνική λειτουργία, κατά παραχώρηση της κοινωνίας. Ο τρόπος με τον οποίο ασκείται αυτή η λειτουργία έχει καθοριστικές επιπτώσεις στην οικονομία, την απασχόληση, την κοινωνία.

 

Ήδη λοιπόν εμείς πριν την κρίση είχαμε τονίσει την ανάγκη οι τράπεζες να λειτουργούν υπό ένα καθεστώς κοινωνικού ελέγχου. Μετά το ξέσπασμα της κρίσης και ήδη από τον Οκτώβριο του 2008, μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, με μια εκτενή ανακοίνωση τότε της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, υπογραμμίσαμε το βάθος της επερχόμενης κρίσης, που τότε δεν ήταν ακόμη ορατό, και την αλληλεξάρτηση ανάμεσα στην κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα και την κρίση της πραγματικής οικονομίας. Από τότε είχαμε επισημάνει τον κίνδυνο οι τράπεζες να βρεθούν σε καθεστώς χρεοκοπίας ή ανεπάρκειας κεφαλαίων, και γι’ αυτό είχαμε προτείνει ότι κάθε τράπεζα που θα χρειαστεί να λειτουργήσει με δημόσιο χρήμα θα πρέπει να τίθεται υπό δημόσιο έλεγχο. Είχαμε επίσης από τότε προτείνει τη δημιουργία νέων τραπεζών ειδικού σκοπού, εκτιμώντας ότι οι παλιές τράπεζες θα μείνουν για χρόνια πολλά επιβαρυμένες με γερασμένα και προβληματικά χαρτοφυλάκια .

 

Όλα αυτά αποτυπώθηκαν στο Πρόγραμμα του ΣΥΝ, που αποτελούσε μια συμβολή στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, με έναν εκτενή και αναλυτικό τρόπο . Στη συνέχεια υπήρξε ένα διάστημα κάποιας αμηχανίας στο χώρο μας, υπό την έννοια ότι αναπτύχθηκαν διαφορετικές προσεγγίσεις και παραλυτικά φαινόμενα. Όμως δεν πάψαμε ποτέ να τοποθετούμαστε στα θέματα αυτά. Οι βουλευτές μας στη βουλή, με επανειλημμένες ερωτήσεις αναδείκνυαν τα εκάστοτε επίκαιρα και επίδικα ζητήματα. Τον τελευταίο καιρό επίσης καταθέσαμε συγκεκριμένες προτάσεις για την ανάγκη ρύθμισης των χρεών των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των φτωχών, των μικρών επιχειρήσεων και των αγροτών, ως μια αναγκαιότητα που έχει να κάνει και με την ανάκαμψη γενικότερα της οικονομίας. Επίσης προ ημερών πήραμε την πρωτοβουλία και με μια επιστολή προς τον Πρόεδρο της κυβέρνησης, κ. Παπαδήμο, τον θέσαμε ενώπιον των ευθυνών του για το γεγονός ότι λίγες ημέρες πριν τις εκλογές, μια κυβέρνηση αμφιλεγόμενης νομιμοποίησης επιχειρεί μια μεγάλη παρέμβαση στο χώρο των τραπεζών υπό συνθήκες αδιαφάνειας.

 

Η σημερινή επομένως εκδήλωση αποτελεί μια συνέχεια. Και ως ειδικότερους στόχους θα θέλαμε σήμερα, με τη βοήθειά σας, να ξαναδούμε από την αρχή πώς φτάσαμε ως εδώ; Πώς λειτούργησαν οι τράπεζες πριν την κρίση και μετά από το ξέσπασμά της; Πώς πάει να γίνει και πώς κατά τη γνώμη μας πρέπει να γίνει η ανακεφαλαιοποίηση; Ποια πρέπει να είναι η νέα αρχιτεκτονική του τραπεζικού συστήματος; Από την άλλη μεριά θέλουμε να προκαλέσουμε έναν ευρύτερο διάλογο, που πρέπει να συνεχιστεί και μετά τις εκλογές. Θεωρούμε δηλαδή ότι ο τρόπος που συζητείται το ζήτημα των τραπεζών είναι κατώτερος από αυτόν που επιβάλει η σημασία που έχει το θέμα. Το ζήτημα των τραπεζών είναι πολύ σημαντικό για να το αφήσουμε στους τραπεζίτες. Θέλουμε επομένως να ακούσουμε τη γνώμη ειδικών ανθρώπων, της επιστήμης αλλά και των αγορών. Θέλουμε να ακούσουμε τη γνώμη των εργαζομένων στις τράπεζες αλλά και από τους χρήστες, τους πελάτες των τραπεζικών υπηρεσιών. Μας ενδιαφέρουν και οι θέσεις των άλλων κομμάτων, τα οποία παραδόξως σιωπούν. Και βεβαίως είμαστε σε επαφή και επικοινωνία με ανάλογες συζητήσεις που γίνονται σε όλη την Ευρώπη διότι πολλά από τα προβλήματα που συζητάμε δεν συνιστούν κάποια ιδιαιτερότητα, αλλά έχουν στον έναν ή τον άλλο βαθμό πανευρωπαϊκό χαρακτήρα.

 

Με αυτά τα εισαγωγικά, θα ήθελα να προχωρήσω τώρα σε τρία θέματα: οι τράπεζες πριν την κρίση, οι τράπεζες στη διάρκεια της κρίσης και οι δικές μας προτάσεις για τη διέξοδο.

 

2. ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

 

Ποιος ήταν ο ρόλος και η ευθύνη των τραπεζών στην εκδήλωση της κρίσης, διεθνώς και στη χώρα μας; Θα μπορούσαμε να απαντήσουμε τα ερωτήματα αυτά σε ένα επίπεδο διαχείρισης. Να δούμε δηλαδή τι έκαναν οι ελληνικές τράπεζες τα τελευταία χρόνια, από το 1990 και μετά. Τι είδους πιστωτική πολιτική ακολούθησαν, πού έδιναν δάνεια και πού όχι, πώς πραγματοποιούσαν τα κέρδη τους, πόσα ήταν τα κέρδη τους και τι έγιναν. Αυτό το επίπεδο της λειτουργίας και της διαχείρισης είναι πολύ σημαντικό, θα παραθέσω ορισμένα στοιχεία στη συνέχεια.

 

Όμως, πριν απ’ αυτό, θα ήθελα να σταθώ στο υπόβαθρο αυτών των εξελίξεων. Και θα ήθελα να επισημάνω ορισμένες μεγάλες αλλαγές που έχουν συντελεστεί στη δομή και τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, οι οποίες μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε στη συνέχεια και τις αλλαγές που έχουν επέλθει στη λειτουργία και το ρόλο των τραπεζών.

 

Η πρώτη αλλαγή είναι ότι είχαμε μια μετάβαση από τον βιομηχανικό καπιταλισμό σε έναν καπιταλισμό όπου το κέντρο βάρους μεταφέρεται από τη βιομηχανία στις τράπεζες και από κεφάλαιο γενικά σ’ αυτό που πολλοί ονομάζουν χρηματιστικό κεφάλαιο. Στοιχεία τέτοιων αλλαγών είχαμε ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Όμως αυτή η μεταστροφή πήρε ιδιαίτερη ένταση στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’60 και επεκτάθηκε βαθμιαία σ’ όλο τον κόσμο. Περάσαμε δηλαδή στη μορφή ενός χρηματιστικού, τραπεζοκεντρικού καπιταλισμού.

 

Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή είχε να κάνει με το διαχωρισμό του κεφαλαίου ιδιοκτησία από το κεφάλαιο ως λειτουργία. Αρχικά δηλαδή οι τραπεζίτες ήταν και ιδιοκτήτες των τραπεζών. Ο τραπεζίτης ήταν ιδιοκτήτης της τράπεζας, ήταν αυτός που ρίσκαρε τα κεφάλαιά του. Βαθμιαία περνάμε σε ένα μοντέλο τραπεζών όπου ο τραπεζίτης είναι ο manager της τράπεζας, που μπορεί να έχει ή και να μην έχει συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της τράπεζας. Οι τράπεζες όμως διαχειρίζονται και λειτουργούν με βάση τον έλεγχο της εγχώριας αποταμίευσης ή κεφάλαια τα οποία συνεισφέρουν διάφοροι μέτοχοι, χωρίς κατ’ ανάγκη να έχουν οι ίδιοι άμεσοι σχέση με την ιδιοκτησία. Έτσι φτάσαμε ακριβώς σ’ αυτό το μοντέλο του πολυμετοχικού τραπεζικού συστήματος, στο οποίο οι καταθέσεις και ο δανεισμός αποτελούν τις κύριες πηγές άντλησης των υπό διαχείριση κεφαλαίων.

 

Η τρίτη αλλαγή είναι ότι από ένα τραπεζικό σύστημα το οποίο λειτουργούσε υπό ένα καθεστώς εποπτείας, ελέγχων, αυστηρών προδιαγραφών, που, εκτός των άλλων, προέβλεπαν το διαχωρισμό των λειτουργιών ταμιευτηρίου από τις επενδυτικές λειτουργίες, και απαγόρευαν στις τράπεζες να χρησιμοποιούν τις καταθέσεις για κερδοσκοπικά παιχνίδια, σύστημα το οποίο διαμορφώθηκε εν πολλοίς μετά την κρίση του 1929, περάσαμε βαθμιαία σε ένα σύστημα ουσιαστικά ανεξέλεγκτο. Η τελευταία μεγάλη ρύθμιση απελευθέρωσης που έγινε ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’90 από τον Πρόεδρο τότε των ΗΠΑ, Κλίντον, όπου ακριβώς κατάργησε τα τελευταία υπολείμματα αυτών των ρυθμίσεων.

 

Στη βάση των παραπάνω εξελίξεων, διαμορφώνεται ένα μοντέλο τραπεζικής λειτουργίας στο οποίο σκοπός και κίνητρο γίνεται η μεγιστοποίηση των κερδών για το μέτοχο, η άνοδος της μετοχικής αξίας, και όχι απαραίτητα η εξυπηρέτηση της αναπαραγωγής του συνολικού κεφαλαίου, για να μη μιλήσουμε για τις ανάγκες της κοινωνίας. Οι τράπεζες δηλαδή αποκτούν μια αυτονομία σε σχέση με την υπόλοιπη οικονομία και κοινωνία, απομυζούν μεγάλο μέρος των κερδών που πραγματοποιούνται συνολικά σ’ αυτήν, λειτουργούν ως στυγνοί κερδοσκοπικοί οργανισμοί.

 

Συνυφασμένη με τα παραπάνω είναι μια ακόμη σημαντική αλλαγή, η οποία συνίσταται στο αυξανόμενο βάρος της «μόχλευσης» μέσω της οποίας οι τράπεζες αυξάνουν τον όγκο των κεφαλαίων που ανακυκλώνουν, αυξάνοντας έτσι τη μάζα του κέρδους που πραγματοποιούν, ακόμη κι αν το ποσοστό κέρδους ανά μονάδα κεφαλαίου είναι χαμηλό.   

 

Αυτή ακριβώς η υπερμόχλευση των τραπεζών, η οποία σε περιόδους οικονομικής ανόδου είναι πηγή εύκολων και χωρίς κίνδυνο κερδών , είναι ακριβώς αυτή η διαδικασία η οποία οδήγησε στις φούσκες, το σπάσιμο των οποίων ζήσαμε και εξακολουθούμε να ζούμε.

 

Το συμπέρασμα που αντλείται από αυτή τη σύντομη αναφορά σε μεγάλες αλλαγές που έχουν συντελεστεί, είναι πρώτον ότι οι σύγχρονες τράπεζες είναι μόνο τυπικά ιδιωτικές. Ουσιαστικά τίποτε δεν είναι ιδιωτικό στις τράπεζες, με την έννοια ότι οι τράπεζες δεν μπορούν να εγγυηθούν τις καταθέσεις, τις καταθέσεις εγγυάται το κράτος. Οι τράπεζες δεν λειτουργούν με ίδια κεφάλαια, τα ίδια κεφάλαια αποτελούν ένα μικρό μέρος των συνολικών κεφαλαίων. Και βέβαια σε περίοδο κρίσης οι τράπεζες δεν μπορούν να σώσουν τον εαυτό τους, η σωτηρία γίνεται με δημόσιο χρήμα. Στην πραγματικότητα αποτελούν ιδιότυπους κοινωνικούς θεσμούς, που ασκούν οικονομικά κρίσιμες και κοινωνικά ευαίσθητες λειτουργίες, γεγονός που επιβάλει ένα νέο καθεστώς ιδιοκτησίας και ελέγχου τους.

 

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι, για τους λόγους που είπαμε, οι τράπεζες αποτέλεσαν τον πυρήνα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, το οποίο διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια. Το μοντέλο δηλαδή μιας ανάπτυξης μέσω δανεισμού, μέσω υπερχρέωσης, το μοντέλο που είναι σήμερα σε κρίση.

 

Στο σημείο αυτό αξίζει να δούμε ορισμένα στοιχεία σχετικά με τη λειτουργία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος πριν την κρίση.

 

i) Οι ελληνικές τράπεζες, από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν είχε σχεδόν ολοκληρωθεί η απελευθέρωση και η ιδιωτικοποίησή τους, πήραν τη μορφή των σύγχρονων κερδοσκοπικών τραπεζών και λειτούργησαν με κυρίαρχο σκοπό τη μεγιστοποίηση του κέρδους για τους μετόχους τους.

 

ii) Οι ελληνικές τράπεζες, πριν την κρίση, είχαν φτάσει σε μια μόχλευση 20 φορές τα ίδια κεφάλαιά τους.  Βασικές πηγές κερδοφορίας τους ήταν αρχικά το χρηματιστήριο και, στη συνέχεια, το μεγάλο περιθώριο ανάμεσα στο επιτόκιο καταθέσεων και το επιτόκιο χορηγήσεων. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, το εν λόγω περιθώριο ήταν στην ευρωζώνη 1,3%, ενώ στην Ελλάδα ήταν 3,5%, αποτελώντας μια ασφαλή πηγή κέρδους.

 

iii) Οι τράπεζες προσανατόλισαν την πιστωτική τους πολιτική με τρόπο που να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους. Έμφαση δόθηκε στη λιανική τραπεζική και τα καταναλωτικά δάνεια. Τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις, ως ποσοστό στο σύνολο των δανείων, μεταξύ 2000 και 2005, μειώθηκαν από 71,4% στο 51%, και αντίστοιχα αυξήθηκε το μερίδιο των καταναλωτικών (16,5% από 9,6%) και των στεγαστικών δανείων (32,2% από 19%).

 

iv) Η ταχύτατη αύξηση του καταναλωτικού δανεισμού, σε συνδυασμό με το υψηλό περιθώριο επιτοκίου, εξασφάλισαν εύκολα και γρήγορα κέρδη. Οι περισσότερες τράπεζες είδαν τα κέρδη τους να διπλασιάζονται ή να τριπλασιάζονται ανά δύο ή τρία έτη. Ταυτόχρονα όμως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αρχίζουν να αυξάνουν και να πιέζουν «υπογείως» την κερδοφορία των τραπεζών. Ήδη το 2006 το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν στο 6,3%, ποσοστό υπερδιπλάσιο εκείνου της ευρωζώνης που, κατά μέσο όρο, ήταν 2,7%. Ήταν και αυτό μια ένδειξη της υπερχρέωσης των νοικοκυριών, η οποία αγνοήθηκε. Όλα τα προαναφερθέντα έχουν αντληθεί από μελέτη της Eurobank .      

 

Ορισμένοι τραπεζίτες διακινούν τη άποψη ότι, κατά κάποιο τρόπο, οι ελληνικές τράπεζες δεν είχαν τοξικά ομόλογα και, μ’ αυτή την έννοια, δεν έχουν ευθύνη για την κρίση. Τα παραπάνω στοιχεία ωστόσο επιβεβαιώνουν πλήρως τις θεωρητικές διαπιστώσεις που προηγήθηκαν, ότι δηλαδή οι τράπεζες ήταν η καρδιά του μοντέλου ανάπτυξης που οδηγήθηκε σε κρίση. Ήταν η ατμομηχανή τόσο της ανάπτυξης όσο και της κρίσης, ενός αναπτυξιακού υποδείγματος που δεν ήταν βιώσιμο. Οι ελληνικές τράπεζες δεν είχαν τοξικά ομόλογα διότι δρούσαν σε μια φάση διευρυνόμενης αγοράς, στο εσωτερικό και στα Βαλκάνια. Θα αποκτούσαν και τοξικά ομόλογα όταν η αγορά θα ωρίμαζε. Ήταν θέμα χρόνου και όχι πολιτικής ή μοντέλου λειτουργίας.

 

Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν, και μια ευρύτερη μελέτη θα επιβεβαίωνε, ότι οι ελληνικές τράπεζες, αν και διαχειρίζονται το δημόσιο αγαθό της πίστης και τις συλλογικές αποταμιεύσεις της κοινωνίας, λειτούργησαν με μοναδικό κριτήριο τη μεγιστοποίηση του κέρδους για το μέτοχο. Ήταν έτσι βασικοί συντελεστές της κρίσης που βιώνουμε σήμερα.
 

Η προσπάθεια λοιπόν ορισμένων Ελλήνων τραπεζιτών να απεκδυθούν των ευθυνών τους για την κρίση  είναι μια στάση η οποία παραβλέπει ακριβώς αυτό το θεμελιώδες γεγονός. Η κρίση που ζούμε είναι κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου του χρηματιστικού καπιταλισμού, πυρήνας του οποίου είναι οι τράπεζες και η κερδοσκοπική λειτουργία τους.

 

Ακόμη και η κρίση κεφαλαιοποίησης των τραπεζών, που ζούμε σήμερα, και η ανάγκη ανακεφαλαιοποίησής τους έχει τις ρίζες της στον τρόπο λειτουργίας και ανάπτυξης των ελληνικών τραπεζών, όπως ήδη είπαμε.   

 

Οι τράπεζες, με άλλα λόγια, αποτέλεσαν τους θύτες αλλά και τα θύματα αυτής της κρίσης, υπό την έννοια ότι πληρώνουν και αυτές τις συνέπειες των δικών τους επιλογών και της δικής τους λειτουργίας.

 

3. ΠΩΣ ΦΘΑΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗΣ;

 

Πώς φτάσαμε από την κρίση στην ανάγκη για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών;

 

Το πρώτο στοιχείο είναι αυτό το οποίο ήδη είπα, η κερδοσκοπική λειτουργία  των τραπεζών, η τάση για απεριόριστη μόχλευσή τους πριν την κρίση, και η σχεδόν ανεξέλεγκτη αύξηση του καταναλωτικού δανεισμού. Είδαμε πώς οι προϋποθέσεις της κρίσης είχαν ήδη αρχίσει να συσσωρεύονται από τα μέσα της δεκαετίας της προηγούμενης δεκαετίας. Το δεύτερο είναι η διάχυτη πεποίθηση ότι οι τράπεζες δεν απειλούνται από κρίσεις. Ότι η «φούσκα’ μπορεί να μεγαλώνει επ’ άπειρον. Ή ότι, και αν έρθουν κρίσεις, θα είναι ελέγξιμες, διαχειρίσιμες. Ή ότι, εν πάση περιπτώσει, οι αγορές μπορούν να βρουν από μόνες τους την ισορροπία. Δηλαδή το δεύτερο στοιχείο που οδήγησε εδώ που είμαστε σήμερα ήταν αυτή η λανθασμένη πεποίθηση ότι οι αγορές αυτορυθμίζονται.

 

Το τρίτο στοιχείο είναι η επίσης εμπεδωμένη πεποίθηση, και όχι χωρίς λόγο, ότι, ακόμη και αν κάτι πάει στραβά, τα κράτη και οι κεντρικές τράπεζες θα παρέμβουν να σώσουν τις τράπεζες, όπως και έγινε, λόγω του κρίσιμου ρόλου του στην οικονομία και την κοινωνία. Οι τράπεζες λοιπόν λειτούργησαν και λειτουργούν με τη σιγουριά ότι υπό οποιεσδήποτε συνθήκες θα υπάρξει ένα αόρατο χέρι, και το χέρι αυτό θα είναι πάντα υπέρ των συμφερόντων των τραπεζιτών.

 

Έτσι λοιπόν όσο υπήρχε άνοδος γινόταν ένα φαγοπότι στο οποίο συμμετείχαν οι προνομιούχοι, τόσο δηλαδή οι μεγάλοι μέτοχοι των τραπεζών όσο και οι βραχυχρόνιοι κερδοσκόποι, και όταν έπαψε να υπάρχει αυτό, τώρα που η κρίση είναι εμφανής, τώρα ακριβώς ζητούνται δημόσιοι πόροι για να αποκατασταθεί η διαταραγμένη ισορροπία, όπως λένε.

 

Μέσα σε αυτό το κλίμα λοιπόν μπορούμε να κατανοήσουμε μια αντίφαση. Ότι οι Έλληνες τραπεζίτες ήταν από τις δυνάμεις που υπερασπίσθηκαν το Μνημόνιο, ενώ γνώριζαν ότι το Μνημόνιο οδηγεί σε ύφεση. Και σήμερα «οδύρονται» για την ύφεση , η οποία οδηγεί σε επισφαλή δάνεια, η οποία οδηγεί τη χώρα σε χρεοκοπία, και κατ’ επέκταση και τις τράπεζες σε χρεοκοπία.

 

Υποστηρίζεται η άποψη ότι η ανάγκη για ανακεφαλαιοποίηση οφείλεται αποκλειστικά στις ζημιές από το κούρεμα των κρατικών ομολόγων. Ότι αν δεν υπήρχε το κούρεμα του χρέους δεν θα υπήρχε ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης. Όμως και χωρίς το κούρεμα τα επισφαλή δάνεια των τραπεζών, όσο η ύφεση συνεχίζεται, αυξάνουν με τέτοιο ρυθμό που απομειώνουν τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών. 

 

Το δεύτερο είναι ότι, πέρα από κούρεμα και τα επισφαλή δάνεια, μεγάλο μέρος του κινητού πλούτου και των κερδών που δημιουργήθηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια, στη φάση δηλαδή της ανόδου και της ανάκαμψης, έχουν φύγει στο εξωτερικό. Με την πολιτική ευθύνη των κυβερνήσεων και τη συνδρομή των τραπεζών. Χωρίς να παρθεί κανένα μέτρο, χωρίς να τεθεί καν ένας φόρος εξόδου, όπως ισχύει σε πολλές χώρες, ή χωρίς έστω εκ των υστέρων να γίνει έλεγχος για να διαπιστωθεί εάν τα κεφάλαια που έφυγαν ήταν χωρίς φορολογικές υποχρεώσεις.

 

Τρίτον, τα ίδια τα κρατικά ομόλογα τα αγόρασαν οι τράπεζες με κριτήρια επενδυτικά, κερδοσκοπικά. Και είχαν επί σειρά ετών κέρδη οι τράπεζες από τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. Στην ουσία οι τράπεζες αναζητούν τώρα τεχνάσματα ώστε τα κέρδη από τα ομόλογα να ανήκουν στις τράπεζες, οι ζημιές όμως να βαρύνουν το κοινωνικό σύνολο. 

 

Να έρθω όμως πάλι στα επιχειρήματα που ακούγονται. Εάν οι τραπεζίτες θέλουν να διατηρήσουν τον έλεγχο των τραπεζών τους, -διότι όλη η επιχειρηματολογία σ’ αυτό συντείνει- γιατί δεν βάζουν οι ίδιοι τα αναγκαία κεφάλαια; Ποιος από εμάς θα είχε αντίρρηση εάν ιδιωτικά κεφάλαια χρηματοδοτήσουν μια τράπεζα ή δημιουργήσουν μια καινούρια; Το δικό μας ενδιαφέρον κατ’ αρχήν είναι τι γίνεται με τις τράπεζες οι οποίες λειτουργούν με δημόσιο χρήμα. Είναι προφανές ότι οι ιδιώτες ούτε θέλουν ούτε μπορούν να βάλουν τα αναγκαία ποσά πρώτον διότι είναι τεράστια και δεύτερον διότι δεν είναι βέβαιοι ότι θα τα πάρουν πίσω. Οι τραπεζίτες έχουν επίγνωση ότι η δυναμική της κρίσης είναι αρκετά ισχυρή. Γνωρίζουν ότι δεν βρισκόμαστε στο τέλος της κρίσης αλλά σε ένα φαύλο κύκλο με εντελώς άγνωστη ακόμη έκβαση. Ακριβώς γι’ αυτό αρνούνται να διαθέσουν, να ρισκάρουν όπως λένε,  κεφάλαια.

 

3Α. ΠΩΣ ΜΕΘΟΔΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗ

 

Πώς λοιπόν μεθοδεύουν την ανακεφαλαιοποίηση; Τι και πώς το επιδιώκουν;

 

Εδώ υπάρχουν αρκετές ρυθμίσεις, μερικές από τις οποίες είτε δεν έχουν αποφασισθεί ακόμη, είτε δεν έχουν δημοσιοποιηθεί ή  δεν υπάρχει κοινή άποψη ως προς αυτές.

 

Από όσα έχουν γίνει γνωστά, προκύπτουν τα εξής:
Πρώτον το ελληνικό δημόσιο δανείζεται από τον ευρωπαϊκό οργανισμό EFSF 50 δις ευρώ. Δεύτερον τα ποσά αυτά δίνονται στις τράπεζες για να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή τους επάρκεια. Η τρίτη κίνηση αφορά στα ανταλλάγματα και τις διασφαλίσεις που πρέπει να πάρει πίσω το κράτος.  Σε όλο τον κόσμο όπου υπήρξε ανάλογη διαδικασία, το κράτος πήρε κανονικές, κοινές μετοχές. Εδώ αναζητούν μια πατέντα, η ουσία της οποίας είναι το κράτος να δώσει χρήματα χωρίς να αποκτήσει ιδιοκτησιακά δικαιώματα στις τράπεζες, έτσι ώστε οι ιδιώτες μέτοχοι να διατηρήσουν τον έλεγχό τους. Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό το οποίο παίζεται. Και ανακαλύπτουν διάφορα αστεία περί μετοχών χωρίς δικαίωμα ψήφου κλπ.

 

Ποιος ωφελείται από τις ρυθμίσεις αυτές;

 

Κατ’ αρχήν πρέπει εδώ να πούμε ότι οι τράπεζες έχουν πάρει τεράστια βοήθεια μέχρι τώρα από το κράτος υπό διάφορες μορφές. Θυμίζω ότι όταν ήταν η ΝΔ στην εξουσία είχε δοθεί ένα πακέτο βοήθειας 28 δις ευρώ. Μετά υπήρξαν διαδοχικά νόμοι με τους οποίους παραχωρήθηκαν εγγυήσεις στις τράπεζες. Οι εγγυήσεις βεβαίως δεν είναι χρέος, αλλά κάποιες εγγυήσεις μπορεί να καταπέσουν. Και τώρα έχουμε τα 50 δις ευρώ, που είπαμε, τα οποία θα αντληθούν από τον EFSF.

 

Διατυπώνεται επίσης το επιχείρημα ότι αν οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιηθούν, και το κράτος πάρει αυτές τις μετοχές άνευ ψήφου, όταν οι τράπεζες εξυγιανθούν μπορούν αυτές οι μετοχές να επαναγοραστούν και το κράτος να ανακτήσει τα χρήματα τα οποία θα βάλει. Όμως, όπως αναφέρεται στην τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, στην καλύτερη των περιπτώσεων, το κράτος από τα 50 δις ευρώ μπορεί να ανακτήσει τα 16 δις ευρώ, ένα μικρό δηλαδή μέρος του κεφαλαίου που θα βάλει. Προφανώς το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι ζημιές των τραπεζών θα είναι τέτοιες, ότι η αξία των τραπεζών δεν θα φτάσει ποτέ σε εκείνα τα επίπεδα που να μπορούν να αποδώσουν στον μέτοχο, δηλαδή το κράτος, τα 50 δις ευρώ.

 

Όμως και αυτά τα 50 δις ευρώ που θα δανειστεί το κράτος τώρα δεν ξέρουμε πόσα θα φθάσουν να γίνουν, δεδομένου ότι το ελληνικό κράτος αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να εξυπηρετήσει κανένα χρέος του. Άρα οι τόκοι από τα 50 δις ευρώ θα ανακεφαλαιοποιούνται και σε λίγα χρόνια μπορεί να είναι αρκετά μεγαλύτερο αυτό το ποσό. Ούτε είναι βέβαιο ότι τα 50 δις ευρώ θα αποδειχθούν επαρκή , αν  η ύφεση συνεχισθεί.

 

Γενικά μπορούμε να μιλήσουμε για μια νέα γενιά δημόσιου χρέους, το οποίο αρχίζει να δημιουργείται ακριβώς με αφορμή το δάνειο αυτό για τις τράπεζες και άλλα δάνεια που συνάπτονται δήθεν για τη σωτηρία της χώρας, ενώ αφορούν στην εξυπηρέτηση των προηγούμενων δανείων.

 

Υπάρχουν λοιπόν ορατοί κίνδυνοι ο τρόπος που θα επιλεγεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών να συσσωρεύσει νέα βάρη για την κοινωνία, υπό την έννοια ότι ο δανεισμός και το κόστος της διάσωσης θα βαρύνουν το κοινωνικό σύνολο, η ιδιοκτησία, όμως, ο έλεγχος και τα μελλοντικά κέρδη των τραπεζών θα μείνουν στα χέρια των μεγαλομετόχων.

 

4. ΑΣ ΑΝΟΙΞΕΙ Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Η ΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ

 

Με βάση αυτά τα δεδομένα, νομίζω ότι μπορούμε να δούμε τι εμείς μπορούμε ή πρέπει να προτείνουμε. Νομίζω ότι πρέπει να αρχίσουμε από το χαρακτήρα των τραπεζών, δηλαδή τι είδους τράπεζες θέλουμε και ποιο σκοπό να υπηρετούν. Πώς θέλουμε να υπάρχουν οι τράπεζες σε σχέση με την κοινωνία. Και ποια μπορεί να είναι μια αρχιτεκτονική του τραπεζικού συστήματος που να υπηρετεί αυτό το σκοπό.

 

Εμείς λοιπόν υποστηρίζουμε ότι υπάρχουν ισχυροί λόγοι, και κοινωνικοί και  οικονομικοί και οικολογικοί, που συνηγορούν υπέρ ενός τραπεζικού συστήματος το οποίο θα υπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας και θα λειτουργεί υπό τον έλεγχό της.

 

Παρόλο που ο καπιταλιστικός τρόπος οργάνωσης της οικονομίας, όσο θα είναι κυρίαρχος, θέτει εμπόδια και όρια στην εκπλήρωση αυτού του σκοπού, εμείς θεωρούμε ότι μπορεί αυτός ο στόχος να τίθεται από σήμερα ως ένας στόχος διεκδικήσιμος, ως ένας πόλος συσπείρωσης ευρύτερων δυνάμεων, ως ένας στόχος ο οποίος βέβαια ανάλογα με τους συσχετισμούς δυνάμεων και τη φύση της εξουσίας θα μπορεί να υλοποιείται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.

 

Οι συγκεκριμένες μορφές ενός τέτοιου συστήματος ποικίλουν. Και νομίζω ότι δεν χρειάζεται εδώ απολυτοποίηση των μορφών αλλά εμμονή στο σκοπό, στο τελικό ζητούμενο. Ορισμένα αριστερά κόμματα στην Ευρώπη, όπως το «Αριστερό Μέτωπο» στη Γαλλία αλλά και άλλα, δίνουν έμφαση σε μια διάκριση που, κατά τη γνώμη τους, πρέπει να γίνει ξανά ανάμεσα σε τράπεζες, ταμιευτήρια και σε επενδυτικές τράπεζες. Στη Γερμανία συζητείται ένα μοντέλο με  λίγες μεγάλες κρατικές τράπεζες και πολλές τράπεζες τοπικού ή περιφερειακού χαρακτήρα υπό τον έλεγχο των τοπικών αιρετών αρχών. Υπάρχουν και άλλες ιδέες που συζητούνται, ενταγμένες όλες όμως σ’ αυτή τη γενικότερη αντίληψη ότι αναζητούμε ως Αριστερά ένα μοντέλο τραπεζών που θα υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και όχι το συμφέρον του ιδιώτη μετόχου, που θα μεγιστοποιούν το πρώτο και θα σέβονται το δεύτερο, εφόσον υπάρχει, αλλά δεν θα είναι βασικό κριτήριο για τη λειτουργία των τραπεζών.

 

Εμείς ως τώρα με τις προτάσεις μας αναφερόμαστε σε ένα τραπεζικό σύστημα το οποίο θα έχει έναν ισχυρό δημόσιο πυλώνα ως βασική ατμομηχανή του. Μιλούμε για την ανάγκη να υπάρξει ρόλος για ένα διευρυνόμενο χώρο συνεταιριστικών τραπεζών, υπό την ανάλογη βεβαίως εποπτεία. Δίνουμε ρόλο στην ανάγκη ύπαρξης τραπεζών ειδικού σκοπού είτε στο χώρο των δημοσίων επενδύσεων. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχαμε την ιδέα ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια τράπεζα δημοσίων επενδύσεων που μέσω αυτής να γίνεται και η διαχείριση των πόρων του ΕΣΠΑ, αλλά και άλλες τράπεζες οι οποίες θα μπορούσαν να υπηρετήσουν ειδικότερους σκοπούς όπως είναι η τοπική και η περιφερειακή ανάπτυξη. Όμως, επαναλαμβάνω και τονίζω ότι εμείς είμαστε ανοιχτοί σε ένα διάλογο ο οποίος πιστεύω ότι μπορεί να εμπλουτιστεί με τις ιδέες, τις απόψεις και τη συμμετοχή των ευρύτερων δυνάμεων που χρησιμοποιούν τις τράπεζες ή που λειτουργούν μέσα σ’ αυτές. Πρέπει να βρούμε τρόπους ώστε οι αποταμιευτές, οι δανειολήπτες, οι εργαζόμενοι στις τράπεζες, να έχουν λόγο γύρω από τη δομή και τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος.

 

Το πρώτο που προκύπτει είναι ότι με βάση και αυτή τη γενική μας θεώρηση, θεωρούμε ότι η θέση που από την αρχή διατυπώσαμε, ότι όπου υπάρχει δημόσιο χρήμα πρέπει να υπάρχει δημόσιος έλεγχος, πρέπει να εφαρμοσθεί και σήμερα με αφορμή την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Όσες δηλαδή τράπεζες ανακεφαλαιοποιηθούν χρησιμοποιώντας δημόσιους πόρους πρέπει να τεθούν υπό δημόσιο έλεγχο. Και αυτό το καθεστώς πρέπει να υπάρχει όσο θα υπάρχει το χρέος το οποίο θα δημιουργηθεί για την επίτευξη της ανακεφαλαιοποίησης. Στη συνέχεια βλέπουμε ποια συγκεκριμένη μορφή θα πάρει το γενικότερο αρχιτεκτονικό σχέδιο. Τούτο σημαίνει ότι οι μετοχές πρέπει να είναι κοινές και μετά ψήφου. Εκείνο το οποίο μπορεί και πρέπει να συζητηθεί είναι η ειδική μορφή την οποία θα πάρει ο αναγκαίος έλεγχος.             

 

Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου να ανοίξω μια σύντομη παρένθεση για να τονίσω ότι για μας ποτέ η κρατικοποίηση από μόνη της δεν ήταν και δεν είναι αυτοσκοπός. Κρατικοποίηση μπορεί να κάνει και ένα κόμμα για λόγους μεταβατικούς, να τις κρατικοποιήσει, να την εξυγιάνει και μετά να τις πουλήσει, όπως έγινε στη Σουηδία παλιότερα. Κρατικοποίηση μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση προκειμένου να τις χρησιμοποιεί ως κομματικό εργαλείο ή για να οικοδομήσει ένα αυταρχικό σύστημα εξουσίας. Για μας η κρατικοποίηση είναι μια από τις πολλές προϋποθέσεις για να αποκτήσουμε ένα σύστημα που θα υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Γι’ αυτό και πάντα μιλούσαμε και θα μιλούμε για δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος.

 

Αυτό λοιπόν που πρέπει να συζητηθεί και να ανοίξει ένας διάλογος είναι: με ποιον τρόπο; Το κράτος θα πάρει τις μετοχές αλλά δεν θα επιτρέψουμε αυτά τα δικαιώματα να γίνουν λεία των κομμάτων εξουσίας, να γίνουν στοιχείο πελατειακών σχέσεων ενάντια στην κοινωνία, όπως έχει γίνει στο παρελθόν.                 

 

Μια δεύτερη πρόταση είναι να σκεφτούμε και τρόπους ελέγχου τους «από τα κάτω», να έχουν λόγο όλοι όσοι χρησιμοποιούμε τις τράπεζες: Οι επαγγελματίες, βιοτέχνες, οι αγρότες, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι των τραπεζών, χωρίς βεβαίως αυτό να πάρει μια μορφή συντεχνιασμού, μπορούν, νομίζω, και πρέπει να βρεθούν εκείνοι οι τρόποι και εκείνοι οι θεσμοί οι οποίοι θα διασφαλίσουν αυτό το αποτέλεσμα.

 

Η τρίτη πρόταση. Πέρα από την ιδιοκτησία και τον έλεγχο το πιο κρίσιμο ίσως τελικά ζήτημα στις τράπεζες είναι η πολιτική τους, με τι κριτήρια πιστοδοθούν και γενικότερα ασκούν την πολιτική τους.

 

Ειδικά σήμερα, μετά την κρίση, νομίζω είναι προφανές ότι πρέπει να περάσουμε σε ένα μοντέλο λειτουργίας όπου οι τράπεζες δεν θα καθοδηγούν πλέον την οικονομία, δεν θα είναι οι τράπεζες εκείνες που θα επιλέγουν ποιοι τομείς θα αναπτυχθούν και ποιοι όχι. Δεν θα είναι οι τράπεζες εκείνες που θα κρίνουν εάν θα πρέπει να δίνουν τα δάνειά τους στην κατανάλωση επειδή εκεί ενδεχομένως υπάρχει μεγαλύτερο ή μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους.

 

Πρέπει να πάμε σε ένα μοντέλο όπου οι τράπεζες θα πρέπει να χρηματοδοτούν και να στηρίζουν τους στόχους μιας ποιοτικά στοχευμένης ανάπτυξης, με όρους βεβαίως που θα είναι οικονομικά βιώσιμοι και για τις τράπεζες, και για τις επενδύσεις που θα χρηματοδοτούνται.

 

Αυτή είναι μία δομική διαφορά η οποία θα πρέπει να κατοχυρωθεί θεσμικά, και να αποτελεί και το γενικό πλαίσιο λειτουργίας τρων τραπεζών και αξιολόγησης των διοικήσεών τους.

 

Πέμπτη πρόταση. Συνδεδεμένος μ’ αυτό είναι και ο τρόπος διοίκησης των τραπεζών. Πρέπει να περάσουμε σε ένα μοντέλο διοίκησης των τραπεζών με βάση συγκεκριμένους στόχους, με βάση συμφωνίες οι οποίες θα υπογράφονται με την εκάστοτε διοίκηση. Και βέβαια θεωρούμε, στο νέο στάδιο, ότι οι διοικήσεις των τραπεζών κατά κανόνα, (πάντα θα υπάρχουν εξαιρέσεις), θα πρέπει να προκύπτουν μέσα από την ίδια την τράπεζα, μέσα από το δυναμικό της ίδιας της τράπεζας.

 

Οι διοικήσεις, λοιπόν, πρέπει να αναλαμβάνουν μέσα από συγκεκριμένα συμβόλαια την εκπλήρωση συγκεκριμένων στόχων, και η αξιολόγηση των διοικήσεων ακριβώς θα πρέπει να γίνεται με βάση τα αποτελέσματα σε σχέση μ’ αυτούς τους στόχους που θα πρέπει να εκπληρώνουν.

 

Έκτο, πρέπει να εφαρμοστούν άμεσα μέτρα ανακούφισης των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, των μικρών επιχειρήσεων, των αγροτών, στα πλαίσια μιας ευρύτερης δημόσιας πολιτικής, η οποία, πέρα από την ανακούφιση των δανειοληπτών, θα έχει ένα διπλό στόχο: πρώτον, να δημιουργήσει προϋποθέσεις ανάκαμψης, και δεύτερον, να βοηθήσει και τις ίδιες τις τράπεζες στην εξυγίανσή τους.

 

Έβδομο, πρέπει να υπάρξει ένα νέο σύστημα εποπτείας, το οποίο να επιτρέπει φαινόμενα και σκάνδαλα σαν αυτά που είχαμε με την «ΑΣΠΙΣ BANK», την  «PROTON BANK» και άλλα λιγότερο εμφανή.

 

Όγδοο, πρέπει να καταργηθεί η δυνατότητα σύναψης ή νομιμοποίησης συναλλαγών με Offshore εταιρείες και φορολογικούς παραδείσους. Πρέπει να υπάρξει αυστηρή τιμωρία  σε τράπεζες και βεβαίως προληπτικά μέτρα οι οποίες υποθάλπουν ή υποβοηθούν τη φοροδιαφυγή. Γνωρίζετε ότι υπήρχαν ακόμα και δημόσιες διαφημίσεις από τράπεζες, οι οποίες διαφήμιζαν την απόκρυψη κερδών σε φορολογικούς παραδείσους.

 

Ένατο, να απαγορευτεί η λειτουργία εισπρακτικών εταιρειών, να καταργηθούν όλες οι αδικαιολόγητες χρεώσεις σε τραπεζικές συναλλαγές και οι καταχρηστικοί όροι, να γίνει ριζική αναμόρφωση του ΤΕΙΡΕΣΙΑ, να καταπολεμηθεί ο τραπεζικός αποκλεισμός και να θεσμοθετηθεί η καθολική υπηρεσία για τις τράπεζες, δηλαδή ένα είδος ελάχιστων τραπεζικών υπηρεσιών που θα είναι προσιτές σε όλους τους πολίτες. Να υπάρξουν ειδικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα κατάλληλα προσαρμοσμένα για τη στήριξη μορφών αλληλέγγυας οικονομίας, συνεταιριστικής οικονομίας, καθώς και μικρών επιχειρήσεων, ελεύθερων επαγγελματιών, πληθυσμιακών ομάδων με ειδικά προβλήματα, όπως ΑΜΕΑ κλπ.

 

Τέλος, αναβάθμιση και επαναπροσδιορισμός του ρόλου των εργαζομένων. Εδώ πιο κατάλληλοι να μιλήσετε είστε εσείς, όσοι εργάζεστε αλλά και συναλλάσσεστε με τις τράπεζες. Από τη μεριά μου θα ήθελα μόνο να τονίσω ότι, κατά την άποψή μας, υπάρχουν αρκετές νέες υπηρεσίες που μπορούν να αναπτυχθούν από τις τράπεζες, όπως συμβουλευτικές υπηρεσίες προς τα νοικοκυριά, προς τις μικρές επιχειρήσεις και άλλες πολλές, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί η πίεση που θα αναπτυχθεί για μαζικές απολύσεις προσωπικού.

 

Κυρίως όμως νομίζω έχει σημασία να αρχίσει και εδώ ένας διάλογος για την αναγκαία ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, για την αναζωογόνηση μορφών συλλογικής έκφρασης των εργαζομένων, για την ανάπτυξη δεσμών με την κοινωνία, για την ανάπτυξη πρωτοβουλιών με στόχο μια ευρεία κοινωνική συμμαχία και πολιτική συμμαχία στην πορεία, η οποία θα αγωνιστεί για ένα τραπεζικό σύστημα που θα υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, όπως προσπάθησα να περιγράψω.

 

Τελειώνοντας, λοιπόν, νομίζω ότι μπορούμε να αγωνιστούμε για να υπάρξει εκείνη η κοινωνική δύναμη και εκείνο το πολιτικό αποτέλεσμα και σ’ αυτές τις εκλογές, το οποίο ακριβώς θα επιτρέψει από καλύτερες θέσεις να αγωνιστούμε όχι μόνο για τράπεζες που θα υπηρετούν την κοινωνία, αλλά και μια κοινωνία που θα σέβεται και θα υπηρετεί τον άνθρωπο. Σας ευχαριστώ.
 

Για την ανασύνθεση της Αριστεράς | Άρθρο στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή» ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την Φανή Πετραλιά. Η Φανή προσωποποίησε με έναν σπάνιο τρόπο τη σύζευξη της χειραφετημένης γυναίκας, της ενεργής διαννοούμενης, της μαχητικής δημοσιογράφου & της ακάματης συνδικαλίστριας. Παιδί μιας εποχής που παρά τις δυσκολίες της ευνοούσε το ταίριασμα του λογισμού με τ' όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, η Φανή Πετραλιά ήταν πρότυπο & σημείο αναφοράς. Θα τη θυμόμαστε ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η σκέψη μας στους αγαπημένους της ανθρώπους. ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr