Ομιλία στο φεστιβάλ της Νεολαίας του ΣΥΝ με θέμα: «Να κάνουμε την κρίση ευκαιρία»_”Για ποια διέξοδο; Από ποια κρίση; Με ποια στρατηγική;”

 

«ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΔΙΕΞΟΔΟ; ΑΠΟ ΠΟΙΑ ΚΡΙΣΗ; ΜΕ ΠΟΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ;»

 

 

Ευχαριστώ για την πρόσκληση να συμμετάσχω στη σημερινή συζήτηση. Ο σ/φος από τη Γερμανία, μας είπε τι γίνεται σε μια χώρα όπου υπάρχει μια ενωμένη Αριστερά. Δίνει αγώνες, κερδίζει μάχες, ακόμη και μέσα στην κρίση. Στη δική μας περίπτωση η Αριστερά δεν τα ’χει καταφέρει να έχει την ενότητα που χρειάζεται και άρα αυτό που έχουμε στην Ελλάδα είναι ότι οι αντίπαλοί μας υλοποιούν το σύνθημα του Φεστιβάλ: αυτοί έχουν κάνει την κρίση ευκαιρία ανατροπής των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Αλλά αυτή η κατάσταση μπορεί να ανατραπεί.

 

 

Βασικός  μηχανισμός ανατροπής είναι το «μνημόνιο». Το «μνημόνιο» οργανώνει το μηχανισμό ανατροπής δικαιωμάτων, εισοδημάτων, συντάξεων, στο όνομα υπαρκτών προβλημάτων. Το «μνημόνιο» θέλει να οργανώσει σε τοπική κλίμακα ό,τι γίνεται σε εθνική κλίμακα. Αυτό δηλαδή που θα δούμε τα επόμενα χρόνια είναι μια προσπάθεια να επιβληθεί η λιτότητα και στην αυτοδιοίκηση και, μέσω της αυτοδιοίκησης, σε κρίσιμους τομείς της κοινωνικής μας ζωής. Πώς ακριβώς γίνεται αυτό; Γίνεται με τον εξής συγκεκριμένο τρόπο. Το «μνημόνιο» -και όταν λέμε «μνημόνιο» εννοούμε η κυβέρνηση από κοινού με την τρόικα- πρώτον, μεταφέρουν αρμοδιότητες ιδίως στην πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση, δεύτερον αφαιρούν πόρους από την αυτοδιοίκηση.

 

 

Με τον τρόπο αυτό θα δημιουργηθούν συνθήκες οικονομικής ασφυξίας, κι αυτό σκοπό έχει να σπρώξει τις δημοτικές αρχές που θα προκύψουν να αυξάνουν συνεχώς τα δημοτικά τέλη, να ιδιωτικοποιούν ό,τι μπορεί να ιδιωτικοποιηθεί. Επομένως, με αυτά τα δεδομένα, μπορούμε να πούμε ότι ο αγώνας ενάντια στην κρίση, ο αγώνας για τα δικαιώματα και το εισόδημα μπορεί να έχει μια νέα αφετηρία αυτές τις εκλογές και ακριβώς γι αυτό έχει κρίσιμη σημασία το αποτέλεσμά τους.

 

 

Μιλούμε για πολύ απλά αλλά ζωτικά πράγματα: ποιος θα συντηρεί τα σχολεία, ποιος θα φροντίζει τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, ποιος θα φροντίζει για έργα υποδομής ζωτικής ανάγκης, ποιος, εν πάση περιπτώσει, θα καθορίζει όλα αυτά από τα οποία επηρεάζεται η ζωή μας. Παρόλο λοιπόν που μέχρι τώρα, σε ό,τι αφορά στην κρίση, παρά τις αντιστάσεις του λαού μας, δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που να μπορούμε να ανατρέψουμε τις πολιτικές αυτές, ίσως ακριβώς γι αυτό χρειάζεται να δούμε το θέμα της κρίσης από την αρχή.

                                            

                                               ———

 

Τι κρίση είναι αυτή; Ποια είναι η διάρκειά της; Ποιος είναι ο χαρακτήρας της; Ποιες είναι οι προοπτικές της και επομένως πώς πρέπει να δράσουμε, πώς πρέπει να κινηθούμε; Πώς θα παρέμβουμε σε όλες αυτές τις εξελίξεις που έρχονται και θα είναι πολύ δραστικές και πολύ οδυνηρές για το λαό μας και τους εργαζόμενους;       

 

 

Το πρώτο λοιπόν ερώτημα είναι τι μπορούμε να πούμε για τη διάρκεια αυτής της κρίσης; Βρισκόμαστε όντως στην αρχή του τέλους, όπως λέει η κυβέρνηση; Δηλαδή μπορούμε να περιμένουμε ότι το 2011 ή το 2012 η κατάσταση θα έχει ομαλοποιηθεί, θα βγαίνουμε από το τούνελ;

 

 

Η κρίση που ζούμε δεν είναι μια συνηθισμένη, δεν είναι μια πρόσκαιρη κρίση. Δεν είναι μια φάση στον κύκλο. Έχουμε μπει σε μια εποχή διαδοχικών και πολύμορφων κρίσεων. Και τούτο γιατί η πολιτική που εφαρμόζεται δεν αντιμετωπίζει την κρίση, αλλά οδηγεί στον πολλαπλασιασμό των φαινομένων της. Προκαλείται μια διαδικασία μετάλλαξης της κρίσης, από τις τράπεζες στο κράτος, από το κράτος στην εργασία, στο κοινωνικό κράτος, στην αυτοδιοίκηση, στην εκπαίδευση,  στην υγεία, παντού. Και δεν αποκλείεται καθόλου, μετά από όλα αυτά, εξαιτίας της ύφεσης που προκαλείται, εξαιτίας της πτώσης των εσόδων του κράτους λόγω της ύφεσης και της ανεργίας και της μείωσης των εισοδημάτων, να έχουμε ξανά από την αρχή ένα νέο κύκλο κρίσεων.

 

 

Ποιος είναι λοιπόν ο χαρακτήρας αυτής της κρίσης; Είναι ένα φυσικό φαινόμενο απέναντι στο οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε; Ή είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών; Μας αρκεί αυτό που λέγεται ότι κάποιοι τα έφαγαν, ακούστηκε μάλιστα τελευταία κι από κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος το «μαζί τα φάγαμε»; Μας αρκεί αυτή η ερμηνεία ή μήπως πρέπει να πάμε πέρα από τις υπαρκτές ευθύνες των προσώπων και να αναζητήσουμε τις πολιτικές ευθύνες, τις βαθύτερες αιτίες που αφορούν στις ίδιες τις δομές και τη λειτουργία του συστήματος;

 

 

Ας πάρουμε ως παράδειγμα το Δημόσιο Χρέος της χώρας. Ο κάθε Έλληνας σήμερα έχει και μια ερμηνεία για το πού οφείλεται το Δημόσιο Χρέος. Έχει εμπειρίες, έχει βιώματα, έχει δει σπατάλες, έχει δει να κλέβεται και να σπαταλιέται δημόσιο χρήμα. Αλλά μήπως πρέπει να εντοπίσουμε τις πιο βασικές αιτίες, από τις οποίες θα εξαρτηθεί και η αντιμετώπισή του;

 

 

Θα ήθελα λοιπόν εδώ πολύ συνοπτικά να πω τα εξής: Πρώτη και βασική αιτία για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας και τη διόγκωσή του είναι οι εξοπλισμοί. Επί χρόνια στην Ελλάδα έχουμε περισσότερες δαπάνες για εξοπλισμούς απ’ ό,τι στην Γερμανία, στη Γαλλία και τις άλλες χώρες της Ε.Ε.. Και οι δαπάνες αυτές είναι μη παραγωγικές. Δεν δημιουργούν δηλαδή εισόδημα για την εξυπηρέτηση του χρέους. Υπολογίζουμε ότι από το σωρευτικό αποτέλεσμα των εξοπλιστικών δαπανών, σ’ αυτόν τον παράγοντα οφείλεται περίπου το 1/3 του χρέους. Εάν δηλαδή στη χώρα αυτή είχαμε τις ίδιες στρατιωτικές δαπάνες που έχουν κατά μέσο όρο στην Ε.Ε., το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν θα ήταν πολύ υψηλότερο από το δημόσιο χρέος της Γερμανίας ή των άλλων χωρών της Ε.Ε..

 

 

Δεύτερο αιτία. Προ ημερών, δημοσιεύτηκε στην «Αυγή», μια μελέτη του Α. Κούρου, συνεργάτη της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ. Από τη μελέτη αυτή προκύπτει το εξής ενδιαφέρον συμπέρασμα. Εάν στην Ελλάδα είχαμε τα φορολογικά έσοδα που έχουν όλες οι χώρες της Ε.Ε., κατά μέσο όρο, ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος, τότε από το 2000 μέχρι σήμερα θα είχαμε έσοδα 110 δις € περισσότερα. Όλο δηλαδή το ποσό του «μνημονίου» αντιστοιχεί στην απώλεια φορολογικών εσόδων εξαιτίας του ότι έχουμε ένα άδικο και αναποτελεσματικό φορολογικό σύστημα, και μάλιστα για μια περιορισμένη περίοδο.

 

 

Ο τρίτος παράγοντας αναφέρεται στη χρησιμοποίηση των δανείων και γενικότερα στην κοινωνική αποτελεσματικότητα των δαπανών. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, ποια ήταν η κοινωνική αποτελεσματικότητα των τεράστιων δαπανών που έγιναν για την ολυμπιάδα; Ποιο είναι το κόστος των έργων που γίνονται στην Ελλάδα σε σχέση με το κόστος των έργων που γίνονται σε άλλες χώρες της Ε.Ε.; Ποιο ήταν το κόστος των προμηθειών του ΟΤΕ μετά από τις αποκαλύψεις που είχαμε για το σκάνδαλο της Siemens κλπ; Άρα ο τρίτος παράγοντας είναι η χαμηλή ή και αρνητική πολλές φορές αποτελεσματικότητα των κοινωνικών δαπανών.

 

 

Τέλος, ένας τέταρτος παράγοντας, είναι το λεγόμενο ελληνικό παράδοξο. Ασχολούνται όλοι οι οικονομολόγοι του κόσμου και ρωτούν: πώς είναι δυνατόν μια χώρα σαν την Ελλάδα, που είχε ρυθμό ανάπτυξης 3,5% – 4%, επί δεκαπέντε χρόνια, από το 1994 μέχρι το 2007, να βρεθεί στα πρόθυρα της χρεοκοπίας; Διότι όλοι ξέρουμε ότι όταν μια οικονομία αναπτύσσεται, και με τόσο σημαντικούς ρυθμούς, μειώνει το χρέος της, δεν το αυξάνει. Η απάντηση λοιπόν σ’ αυτό το παράδοξο είναι ότι αυτή η ανάπτυξη που είχαμε στην Ελλάδα γινόταν με δανεισμό, ότι τα κέρδη από αυτή την ανάπτυξη πήγαιναν σε λίγα χέρια, ότι τα κέρδη αυτά σήμερα βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό στο εξωτερικό. Επομένως η άδικη και άνιση ανάπτυξη είναι αυτή που προστίθεται ως μια ακόμη εξήγηση στο δημόσιο χρέος.

 

 

Όταν λοιπόν μιλάμε γι αυτό το τεράστιο πρόβλημα δεν μιλάμε για κάτι το ασαφές, το μυστηριώδες, το σκοτεινό, το δυσεξήγητο. Μιλάμε για το συγκεκριμένο αποτέλεσμα των συγκεκριμένων πολιτικών που εφαρμόστηκαν και άρα η ανατροπή αυτών των πολιτικών είναι η απάντηση στο πρόβλημα του δημόσιου χρέους.

 

 

Επομένως, πρώτον, η κρίση που ζούμε δεν είναι κάποιο φυσικό φαινόμενο, αλλά είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων κοινωνικών αιτίων και πολιτικών επιλογών.   

 

 

Δεύτερον, δεν μας φταίει το δημόσιο γενικά και αφηρημένα, αλλά φταίει το γεγονός ότι ο ιδιωτικός πλουτισμός, που γίνεται με τον τρόπο που γίνεται, οδηγεί στην αύξηση του χρέους και στη χρεοκοπία του κράτους. Το δημόσιο χρέος είναι η άλλη όψη της ιδιωτικής ευημερίας.

 

 

Τέλος, αποκαλύπτεται ότι η απάντηση στα προβλήματα αυτά, η αντιμετώπισή τους, είναι στα χέρια του λαού, εφόσον βεβαίως μπορέσει και η Αριστερά να ανασυγκροτηθεί σε μια ενιαία κατεύθυνση και να ανταποκριθεί ακριβώς στις προσδοκίες του κόσμου.

 

 

Ένα τρίτο ερώτημα που τίθεται είναι: σε ποιο πεδίο αναπτύσσεται αυτή η κρίση; Είναι μήπως μια εθνική, ελληνική ιδιαιτερότητα αυτό το τεράστιο χρέος που έχουμε; Είναι μήπως μια ιδιομορφία της Ελλάδας που έχει να κάνει με τη νοοτροπία των Ελλήνων, την ανοργανωσιά, τα γονίδια, την κουλτούρα κλπ; Η απάντηση βεβαίως είναι ότι η κρίση που ζούμε, ακόμη και η κρίση του χρέους, δεν αποτελούν κάποια εθνική ιδιαιτερότητα, αλλά είναι προέκταση ενός ευρύτερου προβλήματος, πανευρωπαϊκού και διεθνούς, όπως από την πρώτη στιγμή είπαμε. Και ήταν εμείς που είπαμε πρώτοι ότι αυτό που γίνεται στην Ελλάδα είναι ένα πείραμα, μια δοκιμή, σε λίγο θα το δούμε και αλλού. Και ήδη το βλέπουμε στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία, στην Ισπανία και πρόκειται να το δούμε όχι μόνο στις περιφέρειες του καπιταλισμού, αλλά και στις μητροπόλεις.

 

 

Η κρίση λοιπόν που ζούμε αναπτύσσεται σ’ ένα ευρύτερο πεδίο, το πεδίο της Ευρώπης και ακόμη ευρύτερα το πεδίο του κόσμου. Είναι επομένως μια διεθνής κρίση και όχι μια εθνική ιδιαιτερότητα. Αυτός ο διεθνής χαρακτήρας της κρίσης δεν προκύπτει απλώς από το ταυτόχρονο της εκδήλωσης της κρίσης σε διάφορες χώρες, ούτε προκύπτει από το γεγονός ότι η κρίση μεταφέρεται πολύ γρήγορα από τη μια χώρα στην άλλη. Δεν έχουμε δηλαδή απλώς ένα άθροισμα εθνικών κρίσεων. Έχουμε κάτι βαθύτερο. Και το βαθύτερο είναι ότι η σχέση δανειστή – οφειλέτη, η σχέση κεφάλαιο – εργασία δεν διευθετείται, δεν ορίζεται και δεν καθορίζεται πια μόνο σε εθνικά πλαίσια. Ορίζεται σε παγκόσμια πλαίσια. Και αυτό είναι το καινούριο που ζούμε σήμερα. Επομένως το όποιο σχέδιο ανατροπής, το όποιο σχέδιο της Αριστεράς για να παρέμβει αποφασιστικά στις εξελίξεις πρέπει να πάρει υπόψη του ακριβώς αυτό το δεδομένο: τον ευρωπαϊκό και το διεθνή χαρακτήρα της κρίσης.

 

 

Είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι η κρίση αυτή μπορεί να ξεπεραστεί μόνο σε μια χώρα χωρίς να έχουμε παράλληλες εξελίξεις σε ευρύτερα πλαίσια είτε ευρωπαϊκά είτε παγκόσμια. Από την άλλη πλευρά βεβαίως αυτή η παγκόσμια διαδικασία δεν μπορεί να προκύψει αν στην κάθε χώρα ξεχωριστά δεν αναπτύσσονται αγώνες, αν δεν γίνεται προσπάθεια ανατροπής αυτών των πολιτικών, αν δεν γίνεται προσπάθεια να κατακτηθούν θέσεις και να εφαρμοστούν νέες πολιτικές.

 

 

Την αριστερή διέξοδο λοιπόν πρέπει να τη συγκροτήσουμε όχι σε λογικές αποχώρησης από την Ε.Ε. ή αποκοπής από τις παγκόσμιες εξελίξεις. Αντίθετα πρέπει να σκεφτούμε τρόπους πώς να κάνουμε πιο οργανική τη σύνδεση και πιο στενό το συντονισμό ανάμεσα στην εθνική, την ευρωπαϊκή και τη διεθνή διάσταση των αγώνων. Αυτή είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε σήμερα και από το πώς θα απαντήσουμε σ’ αυτή την πρόκληση θα εξαρτηθούν οι εξελίξεις όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και στην Ευρώπη και γενικότερα.

 

 

Θα τελειώσω με μια τέταρτη ομάδα ερωτημάτων που έχει να κάνει με τη διέξοδο. Μπορούμε να φανταστούμε τη διέξοδο από αυτή την κρίση ως μια επιστροφή στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την κρίση; Στο να έχουμε απλά λιγότερο χρέος ενδεχομένως, λιγότερα ελλείμματα, στο να μπορούμε να ξαναδανειζόμαστε; Εάν η κρίση ήταν μόνο κρίση των τραπεζών, θα μπορούσε να πει κανείς ναι. Με ένα νέο σύστημα ρύθμισης και εποπτείας των τραπεζών ή, ακόμη πιο ριζοσπαστικά, με ένα σχέδιο εθνικοποίησης των τραπεζών μπορεί να γλυτώναμε από την κρίση. Εάν η κρίση πάλι ήταν μόνο δημοσιονομική, θα μπορούσαμε κι εδώ να πούμε, ναι, με ένα μικρότερο έλλειμμα και μικρότερο χρέος θα μπορούσε να ανανεωθεί ένας κύκλος ανάπτυξης. Η κρίση όμως αυτή δεν είναι μόνο αυτά. Είναι όλα αυτά και πολλά άλλα. Είναι κρίση χρηματοπιστωτική, είναι κρίση δημοσιονομική, είναι κρίση της παραγωγής και των επενδύσεων, είναι κρίση οικονομική και είναι και κρίση οικολογική. Τονίζω το οικολογική, γιατί μόνο αυτό επιβάλλει σήμερα βαθιούς μετασχηματισμούς στην οικονομία και την κοινωνία και τον τρόπο ζωής μας συνολικά.

 

 

Επομένως τη διέξοδο από αυτή την κρίση δεν μπορούμε να τη σκεφτούμε ως μια διαδικασία επιστροφής ή αποκατάστασης ισορροπιών, όπως λέει ο κυρίαρχος λόγος. Τη διέξοδο από αυτή την κρίση πρέπει να τη δούμε ως μια διαδικασία βαθιών μετασχηματισμών, οικονομικών, οικολογικών, κοινωνικών, που γίνεται σε αντίθεση με τη λογική και τις ανάγκες του καπιταλισμού. Διότι ακόμη κι αν αυτή η κρίση ξεπεραστεί, εφόσον το σύστημα παραμένει το ίδιο, εφόσον λειτουργεί το σύστημα αυτό με σκοπό και κίνητρο το κέρδος, η όποια έξοδος από την κρίση δεν μπορεί να είναι οριστική, θα είναι απλώς μια ανάπαυλα για μια επόμενη κρίση.

 

 

Επομένως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να μας δώσει ούτε καν την υπόσχεση για μια κοινωνία χωρίς κρίσεις. Την υπόσχεση αυτή μπορεί να τη δώσει μόνο ένας αγώνας ο οποίος αρχίζει από το σήμερα, από τα άμεσα, αλλά πάει πέρα από τον καπιταλισμό. Το δίλημμα επομένως σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα ξανατίθεται σήμερα με νέους όρους και με έναν τρόπο πιο άμεσο.

 

 

Θα τελειώσω με ορισμένες σκέψεις για το πώς θα μπορούσε επομένως η Αριστερά να συγκροτήσει το σχέδιό της στους ορίζοντες αυτούς που προσπάθησα πολύ σύντομα να σκιαγραφήσω.

 

 

Πρώτον, νομίζω ότι πρέπει από το σοσιαλισμό ως σύνθημα και επιχείρημα να περάσουμε στο σοσιαλισμό ως κίνημα ιδεών και δράσης. Αυτό δηλαδή που πρέπει να υποσχεθούμε στον κόσμο σήμερα δεν είναι μια άλλη κοινωνία ως μια υπόσχεση στο απώτερο μέλλον. Αυτό για το οποίο πρέπει να καλέσουμε τον κόσμο είναι για ένα κίνημα αγώνων και ιδεών για τις άμεσες ανάγκες των ανθρώπων και της κοινωνίας, στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο. Αυτό το κίνημα εμείς πρέπει να προσπαθούμε να αρθρώνεται από σήμερα με βάση τις αξίες της δικαιοσύνης, της ισότητας, της αλληλεγγύης, τις αξίες του σοσιαλισμού.

 

 

Δεύτερον, από μια στρατηγική την οποία εμείς οι παλιότεροι έχουμε διαπαιδαγωγηθεί, τη λεγόμενη στρατηγική των δύο βημάτων, ή των ξεχωριστών σταδίων να περάσουμε σε μια νέα στρατηγική. Τι θα πει στρατηγική των δύο βημάτων; Δώστε μας πρώτα την εξουσία και μετά θα λύσουμε τα προβλήματα. Αφού πάρουμε την εξουσία, λέει το ΚΚΕ ακόμη και σήμερα, τότε θα δούμε τι θα κάνουμε με το πρόβλημα του χρέους, τι θα κάνουμε με το οικολογικό πρόβλημα, την ισότητα των φύλων κλπ. Αυτή ήταν μια στρατηγική. Σήμερα δεν μπορεί να απαντήσει στα προβλήματα. Σήμερα χρειαζόμαστε μια στρατηγική όπου ο αντικαπιταλισμός θα έχει προστιθέμενη αξία για τον κόσμο, θα έχει άμεσα αποτελέσματα, θα οδηγεί σε μικρές και σε μεγάλες νίκες, και μέσα απ’ αυτές οι άνθρωποι θα πείθονται για τις δυνατότητές τους. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ανοίξουμε δρόμους.

 

 

Τρίτον, πρέπει επιτέλους να υπερβούμε παλιά παγιδευτικά διλήμματα που δυστυχώς αναπαράγονται. Δεν είναι άλλο η αντίσταση και άλλο η εναλλακτική πρόταση. Η εναλλακτική πρόταση είναι η σκοπιά και ο στόχος της αντίστασης, είναι η βάση πάνω στην οποία θα κάνουμε την αντίσταση και η αντίσταση είναι η προϋπόθεση πάνω στην οποία θα οικοδομήσουμε το κίνημα για να διεκδικήσουμε την εναλλακτική πρόταση. Οι φοιτητές στα πανεπιστήμια θα αντισταθούν στα μέτρα που έρχονται γιατί θέλουν ένα διαφορετικό πανεπιστήμιο, ένα διαφορετικό σχολείο. Στο δήμο θα δώσουμε τη μάχη γιατί έχουμε ιδέες για μια άλλη λειτουργία της αυτοδιοίκησης, για μια άλλη λειτουργία των πόλεων. Δεν υπάρχει λοιπόν δίλημμα ή κινηματική αντιπολίτευση ή προγραμματική αντιπολίτευση. Το κίνημα έχει όπλο του το πρόγραμμα, το πρόγραμμα απαιτεί το κίνημα για να υλοποιηθεί. Και δεν είναι άλλο το κοινωνικό και άλλο το πολιτικό. Είναι αλληλένδετα αυτά τα δύο. Η κοινωνική δράση απαιτεί την πολιτική στήριξη, έκφραση, προοπτική. Είναι αυταπάτη ότι μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά αθροίζοντας απλά δυσαρέσκειες. Θα προχωρήσουμε συνθέτοντας αιτήματα διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, δημιουργώντας κινήματα ικανά να προκαλέσουν αναταράξεις στο πολιτικό σύστημα. Παρεμβαίνουμε στα ρήγματα, όταν δημιουργούμε, προσπαθώντας να οικοδομήσουμε συμμαχίες, συναινέσεις και κοινές δράσεις από τα κάτω. Αυτός είναι ο δρόμος και είναι γνωστός. Μ’ αυτόν αγωνίζονται οι αριστεροί όλου του κόσμου, από την Ευρώπη μέχρι τη Λατινική Αμερική. Μπορούμε λοιπόν να υπερβούμε τον αναπαραγόμενο κατακερματισμό και τη μιζέρια. Μπορούμε να βάλουμε στόχους υψηλούς και να τους κατακτήσουμε.           

 

Για την ανασύνθεση της Αριστεράς | Άρθρο στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή» ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την Φανή Πετραλιά. Η Φανή προσωποποίησε με έναν σπάνιο τρόπο τη σύζευξη της χειραφετημένης γυναίκας, της ενεργής διαννοούμενης, της μαχητικής δημοσιογράφου & της ακάματης συνδικαλίστριας. Παιδί μιας εποχής που παρά τις δυσκολίες της ευνοούσε το ταίριασμα του λογισμού με τ' όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, η Φανή Πετραλιά ήταν πρότυπο & σημείο αναφοράς. Θα τη θυμόμαστε ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η σκέψη μας στους αγαπημένους της ανθρώπους. ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr