Ομιλία στο συνέδριο του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή

Ομιλία στο συνέδριο του του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.

Κυρίες και κύριοι,

Πληροφορήθηκα ότι στις προηγούμενες συνεδριάσεις απασχόλησε και συζητήθηκε αρκετά το θέμα της διοικητικής μεταρρύθμισης, αλλά απασχόλησε και το θέμα των προϋποθέσεων, υπό ποιες προϋποθέσεις δηλαδή οι μεταρρυθμίσεις γενικώς και ειδικότερα η μεταρρύθμιση στη δημόσια διοίκηση θα έχουν επιτυχία.

Δεν θα παρουσιάσω την πολιτική της κυβέρνησης αναλυτικά, διότι ήδη ο αρμόδιος υπουργός είπε χθες αρκετά επί του θέματος. Θα ήθελα να συμβάλω όμως σε αυτό τον προβληματισμό.

Εισαγωγικά, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι ζούμε μια περίοδο με μεγάλα προβλήματα, που επηρεάζουν μια πολιτική μεταρρυθμίσεων. Ένα σημαντικό πρόβλημα είναι οι δημοσιονομικοί περιορισμοί, γεγονός που δεν επιτρέπει πάντα να συνοδεύονται οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν και με κίνητρα υλικά, τα οποία πολλές φορές είναι αναγκαίο μέσο –όχι το μοναδικό βεβαίως– για να μπορέσουν οι μεταρρυθμίσεις να υιοθετηθούν και να υλοποιηθούν μʼ έναν τρόπο δυναμικό.

Ένας δεύτερος περιορισμός, που νομίζω ότι είναι ακόμα σημαντικότερος, είναι ότι τα όρια ως προς την αυτονομία της πολιτικής είναι περιορισμένα, λόγω του ιδιόμορφου καθεστώτος εποπτείας υπό το οποίο βρισκόμαστε εδώ και αρκετά πλέον χρόνια. Πρόκειται για ένα καθεστώς εποπτείας το οποίο ορισμένες φορές λειτουργεί ως ένα πλαίσιο διαλόγου από το οποίο μπορεί να προκύψει ένα θετικό αποτέλεσμα. Υπάρχουν όμως και φορές –και πρέπει να το πούμε ανοιχτά, άλλωστε πιστεύω ότι αρκετοί εδώ έχουν εμπειρία σχετική– όπου αυτό το πλαίσιο εποπτείας λειτουργεί ως ένα δογματικό πλαίσιο, το οποίο εμποδίζει το διάλογο και διεκδικεί λύσεις απλώς με τη δύναμη της ισχύος και όχι με τη δύναμη του επιχειρήματος.

Άρα, δεν πρέπει να αγνοούμε αυτό τον περιορισμό. Από την άλλη μεριά όμως –και κυρίως γιʼ αυτό το αναφέρω– δεν πρέπει να παραιτούμαστε μπροστά σʼ αυτούς τους περιορισμούς. Αντίθετα, πρέπει με ευρηματικότητα και αποφασιστικότητα να προχωρήσουμε σε εκείνες τις αλλαγές που έχουμε ανάγκη ως χώρα, πολλές από τις οποίες θα μπορούσαν βέβαια να είχαν συντελεστεί προ πολλού.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον των προβλημάτων και των δυσκολιών υπάρχουν όμως και δυνατότητες. Μία από αυτές είναι, το γεγονός ότι οι συνθήκες σήμερα είναι περισσότερο ώριμες παρά ποτέ για σημαντικές μεταρρυθμίσεις.

Ο ένας παράγοντας που δικαιολογεί αυτήν τη διαπίστωση, είναι ότι η ίδια η κρίση επιτρέπει τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι αυτή η χώρα δεν μπορεί να κυβερνηθεί όπως παλιά, αυτή η οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει όπως λειτουργούσε παλιά και οι διάφορες κοινωνικές ομάδες επίσης δεν μπορούν να διασφαλίσουν στο μέλλον το επίπεδο ευημερίας το οποίο κατέκτησαν στο παρελθόν, απλώς μένοντας σε παλιούς τρόπους  παραγωγής συμπεριφοράς κ.λπ.

Ένας δεύτερος σημαντικός παράγοντας είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις σε πολλές περιπτώσεις είναι όρος ύπαρξης. Δεν είναι δηλαδή ένα επιθυμητό βήμα το οποίο πρέπει να κάνουμε, αλλά είναι όρος ύπαρξης για το μέλλον. Τέτοια είναι προφανώς η περίπτωση της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού ζητήματος, αλλά νομίζω ότι και το θέμα της διοικητικής μεταρρύθμισης εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία.

Δεν υπάρχει, νομίζω, πολίτης αυτής της χώρας που να μην έχει να διηγηθεί μια «ιστορία μαρτυρίου» στη σχέση του με το κράτος, στη σχέση του με τη δημόσια διοίκηση. Και επίσης δεν υπάρχει δημόσιος υπάλληλος που να μην έχει να μας πει για το δικό του βάσανο στην προσπάθειά του να υπηρετήσει τα καθήκοντά του και την αποστολή του.

Επομένως, με αυτήν τη διαπίστωση κατά νου, νομίζω ότι η παρούσα κυβέρνηση έχει δείξει –και θα συνεχίσει να δείχνει– την αποφασιστικότητά της να προχωρήσει σε όλες τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, όχι μόνον σε εκείνες που επιβάλλονται από τη συμφωνία που έχουμε συνομολογήσει με τους δανειστές, αλλά και σε όλες εκείνες τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν για να μπορέσουμε να βγούμε από την κρίση.

Χθες έγινε, επίσης, απʼ όσο πληροφορήθηκα, μια αναφορά και μια συζήτηση γύρω από ορισμένες προϋποθέσεις που, όπως είπα, πρέπει η ίδια η κάθε μεταρρύθμιση να έχει για να μπορέσει να υλοποιηθεί. Πράγματι, είναι προφανές ότι μια μεταρρύθμιση θα πρέπει να καταφέρει να πείσει –για να μην πω «να εμπνεύσει»– για το αποτέλεσμά της. Θα πρέπει δηλαδή να εξασφαλίσει όχι απλώς την ανοχή αλλά, ει δυνατόν, την ενεργητική υποστήριξη αυτών που θα κληθούν να την κάνουν πράξη. Αυτό νομίζω ότι ισχύει απόλυτα στην περίπτωση της διοικητικής μεταρρύθμισης.

Θα ήθελα όμως να αναφερθώ και σε ορισμένες ευρύτερες προϋποθέσεις: Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι έχουμε μια άρτια σχεδιασμένη μεταρρύθμιση, ας υποθέσουμε ότι και οι φορείς της δημόσιας διοίκησης έχουν πειστεί για την αναγκαιότητά της και θέλουν όλοι οι παράγοντες να υλοποιηθεί. Νομίζω ότι αυτό δεν αρκεί, παρόλο που είναι σημαντική προϋπόθεση. Υπάρχει και ένα ευρύτερο πλέγμα προϋποθέσεων, ένα ευρύτερο «οικοσύστημα» –να το πω έτσι– από το οποίο εξαρτάται η επιτυχία των μεταρρυθμίσεων.

Μεταξύ αυτών, θα ήθελα να αναφερθώ, πρώτον, στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και δεύτερον, στη λειτουργία του κράτους γενικότερα.

Σε ό,τι αφορά τον πρώτο παράγοντα, έχουμε ειδικά σήμερα ένα πολιτικό σύστημα σε μετάβαση και αποσύνθεση ταυτόχρονα – ή και σε ανασύνθεση ενδεχομένως, υπό την έννοια ότι διαμορφώθηκε σε συνθήκες ευημερίας, οι οποίες σήμερα δεν υπάρχουν. Άρα, διαμορφώθηκε σε συνθήκες εκπροσώπησης που επίσης σήμερα έχουν καταρρεύσει, διότι έχουν διαρραγεί τα παλιά κοινωνικά συμβόλαια και οι σχέσεις που προϋπήρχαν.

Σε αυτή την κρίσιμη φάση λοιπόν έχει σημασία να δούμε με ποιον τρόπο θα συνδυάσουμε τη διοικητική μεταρρύθμιση με μια μεταρρύθμιση του ίδιου του πολιτικού συστήματος, ώστε να εξασφαλίσουμε ένα συγχρονισμό τουλάχιστον των αξιακών γενικών παραμέτρων που πρέπει να διέπουν και τις δύο μεταρρυθμίσεις.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος: Εάν, παραδείγματος χάριν, ένας από τους στόχους της διοικητικής μεταρρύθμισης είναι η εξάλειψη του πελατειακού κράτους, η επίτευξη αυτού του στόχου προϋποθέτει ότι και το πολιτικό σύστημα θα πάψει να στηρίζεται σε πελατειακές σχέσεις και πελατειακά δίκτυα. Ότι θα μπει επομένως σε μια διαδικασία ύπαρξης, λειτουργίας, σχέσεων και αντιπαραθέσεων στη βάση προγραμμάτων, αρχών, αξιών και ότι θα πάψει να λειτουργεί με βάση τη νομή της εξουσίας, είτε με όρους μονοκομματικούς είτε με όρους πολυκομματικούς.

Από αυτή την άποψη, θεωρώ ότι –παρόλο που λέγονται πολλά– έχουν αρχίσει να γίνονται βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Πάντως, είμαστε ακόμα στην αρχή. Οι προβλέψεις του νομοσχεδίου του αρμόδιου Υπουργείου, η πρόταση του κ. Βερναρδάκη –για να το κάνω πιο σαφές–, είναι μια πρόταση για διάλογο και πρέπει να συζητηθεί. Αλλά νομίζω ότι θέτει τις βάσεις για να περάσουμε σε ένα σύστημα αξιοκρατικό σε ό,τι αφορά την επιλογή και αξιολόγηση των κορυφαίων στελεχών της διοίκησης.

Πρέπει, επίσης, να πω ότι έχω ζητήσει μια γενικότερη μελέτη από το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης, η οποία να καλύπτει ακριβώς το ζήτημα της επιλογής των διοικήσεων των εποπτευόμενων φορέων του Δημοσίου σε μια ευρύτερη διάσταση, διότι έχουμε και επιχειρήσεις όπου συμμετέχει το Δημόσιο που είναι εκτός του στενού δημόσιου τομέα, επιχειρήσεις εισηγμένες στο χρηματιστήριο, επιχειρήσεις και οργανισμούς όπου το Δημόσιο συμμετέχει μειοψηφικά ή τράπεζες. Και εκεί είναι οξύ το πρόβλημα της επιλογής και της ανάδειξης στελεχών.

Με βάση λοιπόν και αυτήν τη μελέτη, η οποία έχει συγκεντρώσει την εμπειρία αρκετών ευρωπαϊκών χωρών –και όχι μόνο– θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε, ούτως ώστε να καλύψουμε όλο το φάσμα και όλα τα θέματα που συνδέονται με τον τρόπο στελέχωσης του κράτους, ώστε να εξαλειφθεί αυτό το ιδιόμορφο καθεστώς το οποίο επιβιώνει στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες.

Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο που συνδέεται με το πολιτικό σύστημα είναι φυσικά ο εκλογικός νόμος. Στη χώρα είχε διαμορφωθεί ένας εκλογικός νόμος που αντιστοιχούσε σε μια εποχή όπου υπήρχαν κόμματα που συγκέντρωναν ποσοστά άνω του 40%, οπότε είχαν ήδη μια ισχυρή πλειοψηφία μέσα στην κοινωνία και, με αυτή την έννοια, το λεγόμενο μπόνους των 40 εδρών αποσκοπούσε στο να υπάρξει πολιτική σταθερότητα.

Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια αυτή η λογική –και σωστά– τίθεται σε αμφισβήτηση. Πρέπει να πω, επίσης, ότι η σημερινή κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να προχωρήσει σε μια αλλαγή αυτού του συστήματος, μετά βέβαια από πολιτικό διάλογο, ούτως ώστε να πάμε σε ένα πολιτικό σύστημα που θα υποχρεώνεται να αναζητά πιο αυθεντικούς τρόπους εκπροσώπησης της κοινωνίας και πιο ισχυρή κοινωνική βάση για τη διακυβέρνηση της χώρας, αντί να αναζητά τεχνητά υποστηρίγματα των εκλογικών νόμων.

Βεβαίως τα πολιτικά συστήματα δεν μπορεί να γίνονται με νόμους και διατάγματα. Είναι θέμα των ίδιων των πολιτικών δυνάμεων και της ίδιας της κοινωνίας να επιλέξει τον τρόπο, τις μορφές και τις διαδικασίες. Οπωσδήποτε όμως και τέτοιες θεσμικές παρεμβάσεις που αφορούν τον τρόπο στελέχωσης του κράτους ή τον εκλογικό νόμο ή άλλα στοιχεία που σχετίζονται με το πολιτικό σύστημα μπορούν να υποβοηθήσουν προς την επιθυμητή κατεύθυνση.

Έρχομαι τώρα στο δεύτερο μεγάλο θέμα, το οποίο αφορά το γενικότερο κράτος και τη λειτουργία του, για να μιλήσω όχι τόσο για τις δομές του κράτους αλλά για τις αξίες, τις ιδιότητες, τις λειτουργίες, τις κινούσες ιδέες που πρέπει να εκφράζονται μέσα από τη λειτουργία του κράτους.

Νομίζω ότι αυτό είναι σημαντικό και από την άποψη ότι πολλές φορές υπάρχει ο κίνδυνος της αφομοίωσης. Το κράτος έχει μια ισχυρή αφομοιωτική δύναμη, και υπάρχει ο κίνδυνος να μείνει κανείς απλώς σε μέτρα βελτιωτικά της οργανωτικής δομής και της λειτουργίας του με έναν τρόπο αποσπασμένο από τους σκοπούς που το κράτος πρέπει να υπηρετεί.

Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια, με όλη αυτήν τη συζήτηση που περιορίστηκε γύρω από τα μεγέθη –«μικρότερο κράτος» vs «μεγαλύτερο κράτος»–, υπάρχει μια σιωπηρή μετατόπιση από το πραγματικό ερώτημα, το οποίο αφορά τους σκοπούς τους οποίους πρέπει να υπηρετεί το κράτος.

Επομένως, τόσο η δαιμονοποίηση του κράτους όσο όμως και μια λειτουργική αφομοίωσή μας στο εσωτερικό του κράτους νομίζω ότι είναι δύο κίνδυνοι τους οποίους πρέπει να αποφύγουμε και να προτάξουμε το ρόλο του κράτους, τις σχέσεις του με την κοινωνία, τις συγκεκριμένες ανάγκες που δημιουργεί η κρίση, για να δούμε εάν ο σημερινός ρόλος του κράτους επαρκεί ή εάν πρέπει να κάνουμε επαναπροσδιορισμούς ή και βαθύτερους μετασχηματισμούς για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα.

Αναφέρομαι πολύ σύντομα σε τέσσερα από αυτά:

Το πρώτο είναι το πρόβλημα της οικονομικής ανάπτυξης και ανασυγκρότησης της οικονομίας, δηλαδή  όχι απλώς ποσοτική μεγέθυνση, αλλά  τροποποιήσεις και εκσυγχρονισμούς του παραγωγικού δυναμικού, εισαγωγή νέων προϊόντων, δημιουργία νέων υπηρεσιών και νέων αγορών, ρύθμιση αγορών κ.ο.κ.

Το δεύτερο αφορά το κοινωνικό κράτος, το οποίο σήμερα είναι αντιμέτωπο και με παλιές αλλά και με νέες ανάγκες που δεν υπήρχαν πριν από μερικά χρόνια.

Το τρίτο είναι το χρηματοδοτικό πρόβλημα το οποίο υπάρχει, και με την έννοια της υπερχρέωσης αλλά και με την έννοια της μελλοντικής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Τέταρτο, αλλά πρώτο σε σημασία, θα έλεγε κανείς, είναι το πρόβλημα που συχνά περιγράφουμε ως «πρόβλημα εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς».

Όσον αφορά την όλη συζήτηση που κυριάρχησε τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας, η οποία θέλει να αντιπαρατίθενται το δημόσιο, από τη μια, και το ιδιωτικό, από την άλλη, θα πρέπει να διαπιστώσουμε ότι αυτή η αντίληψη σήμερα δεν μπορεί να επιτρέψει στο κράτος και στην κοινωνία να αντιμετωπίσουν την κρίση που διέρχονται.

Σήμερα δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε σχεδόν κανένα πρόβλημα χωρίς τη συνεργασία του κράτους, του δημόσιου τομέα, του ευρύτερου ιδιωτικού τομέα, της κοινωνίας και των φορέων της κ.λπ. Το προσφυγικό είναι ένα παράδειγμα, αλλά δεν είναι το μοναδικό. Το ίδιο ισχύει και για την οικονομία. Είναι ανάγκη λοιπόν να περάσουμε, από μια μανιχαϊστική αντιπαράθεση δημοσίου – ιδιωτικού, σε δημόσιες πολιτικές οι οποίες θα εξασφαλίζουν τη συνεργασία, τη συνύπαρξη, τη συμπληρωματικότητα δημόσιων και ιδιωτικών δομών. Τούτο σημαίνει εκτός των άλλων ότι πρέπει να φύγουμε και από τη λογική των ιδιωτικοποιήσεων και να πάμε σε μια λογική συλλογικής αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας.

Άρα, πρέπει να μιλήσουμε για ένα «συνεργατικό κράτος», ένα κράτος δηλαδή το οποίο θα έχει ως σκοπό και ρόλο το να δημιουργεί συνεργασίες μέσα στην κοινωνία, ανάμεσα σε διαφορετικές δομές, δυναμικές και δυνατότητες.

Το ίδιο ισχύει και για το κοινωνικό κράτος.

Αν μιλήσουμε για τις ανάγκες που δημιουργούν σήμερα τα προβλήματα της φτώχειας, του αποκλεισμού, των εξαρτήσεων και πολλά άλλα, θα διαπιστώσουμε ότι δεν μπορούμε να βρούμε ριζική λύση σε αυτά τα προβλήματα απλώς με μια ποσοτική ανόρθωση του υφιστάμενου κράτους. Θα πρέπει να μιλήσουμε για ένα νέο κοινωνικό κράτος, με όρους αλληλεγγύης και με όρους που θα επιτρέψουν να συνδυάσουμε κρατικές δομές με εθελοντικές και αλληλέγγυες δομές και για μια ανοικοδόμησή του από τα κάτω. Μόνον έτσι μπορούμε να απαντήσουμε στα σημερινά προβλήματα.

Χρειαζόμαστε συνεπώς ένα “συνεργατικό” και ταυτόχρονα ένα “αλληλέγγυο” κράτος.

Θέλω  να πω ότι γίνεται μια δουλειά –σημαντική, νομίζω– προς αυτή την κατεύθυνση, απο τα αρμόδια υπουργεία η οποία ελπίζω ότι πολύ σύντομα θα μπορέσει να παρουσιαστεί για να δούμε αυτό το φάσμα ενός νέου κοινωνικού κράτους με βάση τις σύγχρονες ανάγκες.

Ως προς το χρηματοδοτικό πρόβλημα, υπάρχει καταρχήν το θέμα των κόκκινων δανείων νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Υπάρχει σε εξέλιξη η δημιουργία ενός πλέγματος θεσμών που θα επιτρέψουν να περάσουμε και εδώ από πελατειακές ή αδιαφανείς λογικές των τραπεζών –οι παλαιότεροι θυμούνται ότι με ένα τηλεφώνημα κάποιου πολιτικού μπορούσε μια τράπεζα να διαγράψει το δάνειο του ενός και όχι του άλλου ή να δώσει δάνειο σε κάποιον και να μη δώσει σε άλλον– σε ένα πλέγμα θεσμών που θα επιτρέψουν να υπάρξουν αρχές διαφάνειας, αντικειμενικότητας και ελέγχου με πρόνοιες για τη προστασία των αδύνατων.

Από την άλλη μεριά, υπάρχει σε εξέλιξη μια διαδικασία ανάδειξης νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, ικανών σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες να μπορούν να προσελκύουν, να διαχειρίζονται  και να διανέμουν πόρους προς όφελος της ανάπτυξης, πέρα από τις τράπεζες, οι οποίες βεβαίως  έχουν το κεντρικό  ρόλο  σε αυτό το πεδίο.

Θα ήθελα να αφιερώσω τα υπόλοιπα λεπτά σε αυτό το μεγάλο θέμα της κρίσης εμπιστοσύνης, που νομίζω τελικά ότι είναι «η προϋπόθεση των προϋποθέσεων», υπό την έννοια ότι, αν δεν εξασφαλιστεί η εμπιστοσύνη της κοινωνίας σε μια προοπτική εξόδου από την κρίση, τότε και οι όποιες μεταρρυθμίσεις, όσο επιτυχώς και αν γίνουν, δεν είναι βέβαιο ότι θα επιτύχουν το συνολικό τους αποτέλεσμα. Εδώ ακριβώς είναι ένα ανοικτό θέμα προς συζήτηση. Υπάρχει η άποψη ότι στην κρίση εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς πρέπει να απαντήσουμε με νέους θεσμούς ή με καλύτερους θεσμούς. Αυτό ασφαλώς είναι αναγκαίο, αλλά δεν είναι αρκετό.

Αυτό που έχει διαπιστωθεί και από επιστημονικές και ακαδημαϊκές έρευνες είναι ότι οι κοινωνίες που διακρίνονται από μια ισχυρότερη εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς είναι αυτές που έχουν τις μικρότερες ανισότητες. Τούτο σημαίνει ότι, αν οι ανισότητες διευρύνονται και οι αδικίες πολλαπλασιάζονται, δεν μπορούμε να ευελπιστούμε ότι θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την κρίση εμπιστοσύνης προς τα κόμματα, προς το κοινοβούλιο, προς τους θεσμούς εάν το κράτος και οι συναφείς θεσμοί  δεν γίνουν φορείς μιας πολιτικής η οποία θα καταπολεμά τις ανισότητες με τις διάφορες μορφές της, θα αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ανεργίας ως προτεραιότητα, θα αντιμετωπίζει το πρόβλημα της φτώχειας με ολοκληρωμένο τρόπο, θα αντιμετωπίζει γενικά ανισότητες και αδικίες, όπου και αν εντοπίζονται.

Επομένως, για να ολοκληρώσω την παρέμβασή μου, θα ήθελα να τελειώσω όπως περίπου άρχισα, λέγοντας ότι πρέπει να αξιοποιήσουμε το γεγονός ότι η κοινωνία συνειδητοποιεί την ανάγκη να γίνουν μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Δεν πρέπει όμως να χάσουμε την ευκαιρία αυτή με αποσπασματικές παρεμβάσεις. Πρέπει αυτές οι παρεμβάσεις να συναποτελέσουν ένα συνολικότερο σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας και, μέσω αυτής, εξόδου από την κρίση.

Σας ευχαριστώ.

Για την ανασύνθεση της Αριστεράς | Άρθρο στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή» ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την Φανή Πετραλιά. Η Φανή προσωποποίησε με έναν σπάνιο τρόπο τη σύζευξη της χειραφετημένης γυναίκας, της ενεργής διαννοούμενης, της μαχητικής δημοσιογράφου & της ακάματης συνδικαλίστριας. Παιδί μιας εποχής που παρά τις δυσκολίες της ευνοούσε το ταίριασμα του λογισμού με τ' όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, η Φανή Πετραλιά ήταν πρότυπο & σημείο αναφοράς. Θα τη θυμόμαστε ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η σκέψη μας στους αγαπημένους της ανθρώπους. ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr