Ομιλία στην ανοιχτή πολιτική εκδήλωση που διοργάνωσε η Οργάνωση Μελών ΣΥΡΙΖΑ Ηλιούπολης με θέμα «Η Επόμενη Μέρα μετά τα Μνημόνια».
Σήμερα, λοιπόν, βρισκόμαστε σε μια καινούργια κατάσταση, έχουμε βγει από τα μνημόνια, αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Τι δυνατότητες έχουμε; Τι εμπόδια συναντούμε ακόμα και πώς θα τα αντιμετωπίσουμε;
Πλησιάζοντας στα 4 χρόνια από τις εκλογές που μας ανέδειξαν στην κυβέρνηση το Γενάρη του 2015, νομίζω ότι είναι μια ευκαιρία να σκεφτούμε συνολικά ποιοι είναι οι στόχοι μας, τι έχουμε πετύχει ως τώρα και τι σχεδιάζουμε από εδώ και πέρα. Και θα προσπαθήσω λοιπόν, πολύ περισσότερο που η Ηλιούπολη είναι από παλιά εστία της Αριστεράς και της προοδευτικής κοινωνίας, να αναφερθώ σε ορισμένους βασικούς στόχους.
Βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια με την οικονομία σε ανάκαμψη και την κοινωνία όρθια
Ο πρώτος μας στόχος όλο αυτό το διάστημα ήταν να βγούμε από τα μνημόνια με την κοινωνία όρθια. Το τι παραλάβαμε είναι γνωστό. Παραλάβαμε μια Ελλάδα όχι απλά σε μνημόνια, αλλά σε αποτελματωμένη κατάσταση. Σε συνθήκες δημοσιονομικής ασφυξίας για αρκετούς μήνες. Βεβαίως, δεν πετύχαμε το στόχο όπως ακριβώς αρχικά θέλαμε. Διότι εμείς θέλαμε όχι απλώς να τελειώσουμε με τα μνημόνια στην Ελλάδα, αλλά να συνδυαστεί αυτό και με μια συνολικότερη αλλαγή στην Ευρώπη. Αυτό δυστυχώς δεν κατέστη δυνατό με τους υφιστάμενους συσχετισμούς. Αν συνέπιπταν χρονικά πολιτικές αλλαγές και σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία ή η Πορτογαλία στις οποίες συνέβησαν μετά, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Αλλά αυτό ανήκει στην ιστορία.
Σήμερα λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι ολοκληρώσαμε αυτό τον στόχο, βγήκαμε από τα μνημόνια, τελειώσαμε αυτό το ειδικό καθεστώς, το οποίο περιόριζε τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία, αφού περιόριζε τις δυνατότητές μας να αποφασίζουμε για την τύχη μας. Κερδίσαμε βαθμούς ελευθερίας∙ βεβαίως δεν βγήκαμε συνολικά και οριστικά από την κρίση, αλλά έχουμε περισσότερο χώρο να υλοποιήσουμε το σχέδιό μας. Και όντως μπορούμε να πούμε ότι βλέπουμε τα πρώτα αποτελέσματα. Χθες στη Βουλή, ακυρώσαμε το μνημονιακό νόμο που μας είχε επιβάλλει εκβιαστικά το ΔΝΤ και προέβλεπε να κόψουμε τις συντάξεις από την 1η του Γενάρη. Αυτός ο νόμος ακυρώθηκε και άρα οι συντάξεις δεν θα κοπούν. Ακούσαμε επίσης στη ΔΕΘ πριν λίγο καιρό, ο πρωθυπουργός να εξαγγέλλει μια σειρά μέτρων. Ορισμένοι αμφισβήτησαν την υλοποίησή τους. Όμως ήδη νομοθετήθηκαν και υλοποιούνται όλα, εκτός από τον κατώτατο μισθό, καθώς το σχετικό νομοσχέδιο θα έρθει το Φλεβάρη.
Όλα αυτά θα ήταν αδιανόητα αν δεν είχαμε βγει από τα μνημόνια. Και θυμίζω τον ΕΝΦΙΑ που θα μειωθεί για τις λαϊκές οικογένειες και κατοικίες, σε δύο δόσεις, μέχρι το 2020 κατά 50%. Τις ασφαλιστικές εισφορές για τους ελεύθερους επαγγελματίες, που θα μειωθούν κατά 35% στα υψηλά κλιμάκια. Το φορολογία των επιχειρήσεων που θα μειώνεται μια μονάδα κατά έτος για τέσσερα χρόνια, συνολικά 4 μονάδες, από το 29% στο 25%. Τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, το φόρο στο κρασί που καταργήθηκε και αρκετά άλλα μέτρα που ανακοινώθηκαν ή θα ανακοινωθούν. Είναι τα πρώτα δείγματα γραφής με το τέλος των μνημονίων και με την ανάκαμψη της οικονομίας –διότι αν βγαίναμε από τα μνημόνια με την οικονομία σε ύφεση ενδεχομένως να μη μπορούσαμε να τα κάνουμε. Ο συνδυασμός των δύο παραγόντων επιτρέπει να ληφθούν κάποια μέτρα, τα οποία ανακουφίζουν ορισμένες ομάδες της κοινωνίας.
Θα πει όμως κάποιος: εντάξει όλες οι χώρες βγήκαν από τα μνημόνια. Και η Πορτογαλία και η Κύπρος, άρα τι το σπουδαίο που βγήκαμε κι εμείς; Αυτοί που το λένε, ξεχνούν ότι είμαστε η μόνη χώρα που χρεοκόπησε. Δεν είχαμε μόνο μια κρίση, αλλά χρεοκοπία του κράτους. Και η ύφεση σε μας, δηλαδή η πτώση της παραγωγής και η απώλεια πλούτου ήταν τόσο μεγάλη, που σπάνια βλέπουμε σε ειρηνικές περιόδους. Συνήθως αυτά συμβαίνουν σε καιρό πολέμου. Άρα είμαστε μια ιδιαίτερη περίπτωση. Και γι’ αυτό δεν ήταν καθόλου δεδομένο αν και πότε θα βγαίναμε από την κρίση. Από την άποψη αυτή, η έξοδος από τα μνημόνια, είχε πάρει τον χαρακτήρα ενός ιστορικού καθήκοντος για την χώρα. Αν δεν βγαίναμε υπήρχε κίνδυνος να γίνουμε ένα «προτεκτοράτο», να αποσυντεθεί η κοινωνία, να διαλυθεί περισσότερο ο παραγωγικός ιστός. Ακριβώς γι’ αυτό εμείς αναλάβαμε αυτό το καθήκον και χαιρόμαστε που το φέραμε σε πέρας.
Χωρίς την κυβέρνηση αυτή, η χώρα θα ήταν ακόμα σε μνημονιακές συνθήκες
Ένα δεύτερο επιχείρημα που ακούγεται είναι: θα βγαίναμε έτσι ή αλλιώς. «Έτοιμοι ήμασταν», λέει η ΝΔ, «ο Σαμαράς είχε σχεδόν βγει». Με το «σχεδόν» όμως δεν γίνεται δουλειά. Το δεύτερο μνημόνιο όχι μόνο δεν είχε ολοκληρωθεί, αλλά είχε τελματώσει. Είχε εγκαταλειφθεί μετά τις ευρωεκλογές. Τα πρωτογενή πλεονάσματα που είχαν συμφωνήσει ήταν 4,5%. Εμείς το ρίξαμε στο 3,5% και πάλι λέμε ότι είναι ψηλά. Το 4,5% δεν έβγαινε με τίποτα. Και είχαν δεσμευτεί να εισπράξουν από ιδιωτικοποιήσεις 50 δισ. ευρώ. Και την Ακρόπολη να πουλούσαν, για να ειπωθεί σχηματικά, δεν θα τα έπιαναν. Άρα ήταν μια κατάσταση αδιεξόδου. Και κάνει λάθος ο κ. Μητσοτάκης να υιοθετεί αυτά τα αφηγήματα, που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.
Αν δεν ερχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό που θα είχαμε στην Ελλάδα θα ήταν είτε νέα μνημόνια είτε «κάτι σαν τα μνημόνια», όπως η προληπτική γραμμή που έλεγαν ορισμένοι, και η οποία σήμαινε νέους όρους και νέα προαπαιτούμενα. Τα έλεγαν μέχρι προχθές και ηγετικά στελέχη της ΝΔ πέρα από τον κ. Στουρνάρα.
Όχι στον ισοπεδωτισμό – Η ζωή των ανθρώπων βελτιώνεται μέρα με τη μέρα
Ένα ακόμα επιχείρημα: και που βγήκαμε από τα μνημόνια; Άκουγα προχθές έναν βουλευτή του ΚΚΕ, «ανεργία έχουμε, φτώχεια έχουμε, αποκλεισμό έχουμε, άρα είτε μέσα είτε έξω το ίδιο κάνει». Αυτός ο ισοπεδωτικός τρόπος δεν βοηθά. Βεβαίως καπιταλισμό έχουμε, αλλά το θέμα είναι «να πεινά ο κόσμος ή να μην πεινά»; Στείρα αντιπολιτευτική διάθεση, λοιπόν. Αλλά εδώ προκύπτει ένα ερώτημα, που αξίζει να το συζητήσουμε: με ποια κριτήρια κρίνουμε την πραγματικότητα; Πώς αξιολογούμε αν τα πράγματα πηγαίνουν προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο; Διότι προβλήματα, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Ακόμα και πριν από την κρίση, κοντά στην περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, είχαμε ανεργία κοντά στο 10%.
Το πρώτο κριτήριο είναι να κοιτάμε την τάση. Αν είναι προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Να φέρω μερικά παραδείγματα: Η ανεργία και σήμερα είναι υψηλή, είναι 18,5%, αλλά την πήραμε στο 27%. Το ότι μειώθηκε η ανεργία από το 27% στο 18,3% είναι μια τεράστια πρόοδος. Και η μείωση είναι σταθερή. Η ανεργία πέφτει χρόνο με τον χρόνο και έχουμε σχέδιο τα επόμενα χρόνια να πέσει κι άλλο. Επομένως, από εκεί που ανέβαινε η ανεργία, έχουμε μπει σε μια πτωτική φάση, παρόλο που είναι ακόμα ψηλά.
Άλλο παράδειγμα: τα «λουκέτα». Κλείνουν και σήμερα επιχειρήσεις; Βεβαίως κλείνουν. Τα προηγούμενα χρόνια οι επιχειρήσεις που έκλειναν ήταν περισσότερες από τις επιχειρήσεις που άνοιγαν. Από το 2016, από το δε 2017 ακόμα περισσότερο, έχουμε αντιστροφή της τάσης. Οι επιχειρήσεις που κλείνουν είναι λιγότερες από τις επιχειρήσεις που ανοίγουν. Και τα τελευταία στοιχεία από το Υπουργείο Οικονομίας δείχνουν ότι τους τελευταίους μήνες του 2018, για κάθε μία επιχείρηση που κλείνει ανοίγουν τρεις καινούργιες. Αυτό δείχνει μια ανοδική τάση. Δεν συζητώ βεβαίως σε ποιους κλάδους κλείνουν και σε ποιους ανοίγουν επιχειρήσεις. Αυτό είναι ένα άλλο ενδιαφέρον ζήτημα.
Να πάρω το εθνικό εισόδημα, το οποίο επί σειρά ετών έπεφτε, κάθε χρόνο έπεφτε, μέχρι το 2013-14. Από το τέλος του 2016 έχει αρχίσει ανοδική πορεία. Φέτος υπολογίζεται να κλείσουμε στο +2% ίσως και παραπάνω. «Μας αρκεί το 2% όταν έχουμε χάσει τόσο εισόδημα», ρωτούν ορισμένοι. Βεβαίως δεν μας αρκεί. Αλλά είναι το ίδιο να έχεις ύφεση και το ίδιο ανάκαμψη; Όταν έχεις ανάκαμψη και θέσεις εργασίας δημιουργούνται και εισόδημα δημιουργείται και έχεις να συζητάς πώς θα επιταχύνεις κάτι το οποίο τρέχει.
Ένα ακόμα, ο κατώτατος μισθός. Διαβάζω στις εφημερίδες πόσο θα αυξηθεί ο κατώτατος μισθός, 2%, 5%, 10%; Έχει τη σημασία του κι αυτό. Όμως δεν είναι πιο σημαντικό ότι έπειτα από 10 χρόνια ξανασυζητάμε την αύξηση των μισθών, που ήταν μια απαγορευμένη λέξη; Καταφέρνουμε λοιπόν να «ξεπαγώσει» ο κατώτατος μισθός και να πάμε σε μια αύξηση. Πόση θα είναι αυτή, θα προκύψει μέσα από διαδικασίες και διάλογο, που προβλέπονται.
Νέα σελίδα για την Ελλάδα, την οικονομία και την κοινωνία
Βλέποντας λοιπόν την τάση διαπιστώνουμε ότι πραγματικά περάσαμε σε μια νέα σελίδα ως χώρα, ως οικονομία και ως κοινωνία. Το δεύτερο είναι να δούμε τις δυνατότητες που διαθέτουμε. Βελτιώνονται οι δυνατότητές μας, τα εργαλεία μας, τα περιθώριά μας να αντιμετωπίσουμε προβλήματα; Πολύ απλά και εδώ διαπιστώνουμε ότι μπορούμε να κάνουμε πράγματα που δεν μπορούσαμε πριν ή έπρεπε να ρωτήσουμε τους δανειστές. Παραδείγματος χάρη, εμείς από την πρώτη στιγμή που πήραμε την κυβέρνηση είπαμε ότι η κρίση στην Ελλάδα δεν είναι μόνο δημοσιονομική. Άρα πέρα από το να μειώσουμε τα δημόσια ελλείμματα πρέπει να δούμε ένα αναπτυξιακό σχέδιο. Δεν το δέχονταν οι δανειστές ως προτεραιότητα. Σήμερα έχουμε Αναπτυξιακή Στρατηγική, την οποία υλοποιούμε. Και μια άλλη σειρά από τομείς που αναπτύσσουμε ή θα αναπτύσσουμε τη δική μας πολιτική, όπως η Αναπτυξιακή Τράπεζα, την οποία δεν θεωρούσαν αναγκαία, δεν συμφωνούσαν, όχι μόνο από το εξωτερικό, αλλά κι από το εσωτερικό, θέτοντας εμπόδια. Σήμερα προχωρούμε και ελπίζω τον Γενάρη να κατατεθεί στη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο.
Πολιτική βούληση για τους μεγάλους μετασχηματισμούς υπέρ των πολλών
Και το τρίτο κριτήριο είναι η πολιτική βούληση. Γιατί μπορεί να έχουμε θετικές τάσεις και δυνατότητες, αλλά για ποιόν χρησιμοποιούνται; Εδώ έχουμε μια κυβέρνηση που το κάθε ευρώ που προκύπτει, το διαθέτει αρχίζοντας «από τα κάτω προς τα πάνω». Κοιτώντας δηλαδή, αυτούς που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη. Αυτό εκφράζεται και στα μέτρα που προανέφερα.
Συμπέρασμα: το ερώτημα δεν είναι αν και σήμερα έχουμε προβλήματα, κάτι που είναι φυσικό. Το ερώτημα είναι αν με την πολιτική μας δημιουργούμε δυνατότητες, για να αντιμετωπίσουμε αυτά τα προβλήματα. Και αν αυτές τις δυνατότητες τις χρησιμοποιούμε προς όφελος του λαού και των αδυνάτων της κοινωνίας κατά προτεραιότητα. Και αυτό μας δείχνει ότι όχι απλώς πετύχαμε τον στόχο, αλλά δημιουργούμε και τις προϋποθέσεις για να ξεφύγουμε από τη συνολικότερη κρίση, τα σημάδια της οποίας και η κληρονομιά της είναι μαζί μας.
Οι πολιτικές προτεραιότητες και επιλογές μας θ’ αποτρέψουν επιστροφή στο παρελθόν
Ένα τελευταίο, βγήκαμε από τα μνημόνια. Είναι όμως ασφαλής η πορεία μας; Μήπως θα έχουμε πισωγύρισμα; Αυτά δεν είναι εύκολα ερωτήματα τώρα, για να δώσει κανείς απάντηση. Βεβαίως, αν κάνουμε ό,τι κάναμε παλιά, θα έχουμε πάλι τα ίδια. Γι’ αυτό δεν αρκεί, παρότι είναι η βάση για όλα τα υπόλοιπα, ότι βγήκαμε από τα μνημόνια, αλλά πρέπει να ξεριζώσουμε και τις αιτίες που μας έφεραν στην κρίση και στην κατάσταση αυτή. Αυτό εξαρτάται από το ποιος θα είναι στο τιμόνι της χώρας. Θα σας αναφέρω λοιπόν ένα παράδειγμα πραγματικό, από τη διεθνή σκηνή, την Αργεντινή. Η Αργεντινή ήταν στα μνημόνια επί πολλά χρόνια, μέχρι που το 2001 χρεοκόπησε. Έπαθε μεγάλη καταστροφή η Αργεντινή τότε. Πήραν το τιμόνι οι προοδευτικές δυνάμεις και για περισσότερα από δέκα χρόνια η Αργεντινή ήταν σε οικονομική ανάκαμψη και άνοδο. Πριν από 2 ή 3 χρόνια πήρε την εξουσία ο «αντίστοιχος κύριος Μητσοτάκης» ο κ. Μάκρι, αρχίζοντας ξανά νεοφιλελεύθερες πολιτικές, προσφεύγοντας ξανά στο ΔΝΤ. Άρα το ποια πολιτική εφαρμόζεις είναι καθοριστική για το αν θωρακίζεις αυτό που έχτισες ή όχι. Ένας από τους λόγους που οι ξένοι πείστηκαν να μην κόψουμε τις συντάξεις, ξέρετε ποιος είναι; Δεν είναι αυτές οι ανοησίες που λέει ο κ. Μητσοτάκης, αυτά είναι γελοία πράγματα, ανεύθυνα. Ένας από τους λόγους ήταν ότι δέχτηκαν το επιχείρημά μας, ότι αν στη φάση που είναι σήμερα η οικονομία κόψουμε τις συντάξεις, υπάρχει κίνδυνος ξανά να έχουμε ύφεση, να έχουμε ανακύκλωση της ύφεσης.
Επομένως, πετύχαμε αυτό το στόχο ο οποίος δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά ήταν μια προϋπόθεση, όπως είπα, να προχωρήσουμε σε άλλους στόχους, που θα τους είχαμε, ακόμα κι αν δεν υπήρχε η κρίση, ακόμα κι αν δεν υπήρχαν τα μνημόνια. Είναι πράγματα, που εμείς ως αριστερά, ως ΣΥΡΙΖΑ, ως Συνασπισμός παλιότερα τα λέγαμε πάντα, διότι ήταν διαχρονικά προβλήματα της χώρας μας.
Θωρακίζουμε θεσμικά τη χώρα
Από εδώ και πέρα, για να περάσω σ’ ένα επόμενο θέμα, ο δεύτερος μεγάλος στόχος είναι να «ξεμπλέξουμε», να απαλλάξουμε τη χώρα και την κοινωνία από την κληρονομιά της διαπλοκής, της διαφθοράς, της πελατειακής λειτουργίας του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Διότι θα μου πει κανείς: «Παντού δεν υπάρχουν τέτοια φαινόμενα;». Παντού υπάρχουν τέτοια φαινόμενα διαφθοράς, σ’ εμάς, όμως, αυτά όλα τα φαινόμενα αποτελούσαν τρόπο λειτουργίας του κράτους, τρόπο αναπαραγωγής του συστήματος. Άρα δεν επρόκειτο για περιφερειακά φαινόμενα, πρόκειται για κεντρικά συστατικά του μοντέλου ακριβώς που μας οδήγησε στη χρεοκοπία και την καταστροφή. Ακριβώς γι’ αυτό αποτελεί ένα στρατηγικό ζήτημα, δεν είναι απλώς κάτι για να εξανθρωπίσουμε το σύστημα, είναι προϋπόθεση για να εφαρμόσουμε πολιτικές βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης. Δύσκολος στόχος, το βλέπουμε και τώρα που είμαστε στην κυβέρνηση. Κι είναι δύσκολος στόχος, διότι το θέμα έχει πάρει διαστάσεις. Δεν είναι μόνο οι πέντε -δέκα ολιγάρχες-διαπλεκόμενοι που είχαν μάθει από το παρελθόν να λύνουν τα προβλήματά τους με τηλέφωνα στους Υπουργούς. Είναι το ότι υπάρχει μια διάχυτη διαπλοκή, μεσαία και μικρή, μέσα στα Υπουργεία, μέσα στους εποπτευόμενους Οργανισμούς, μέσα στην κοινωνία γενικά. Βλέπετε και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις ακόμα, όπως η Folie-Folie, τι προβλήματα παρουσιάζουν.
Επομένως, το θέμα δεν πρέπει να το περιορίσουμε στα σκάνδαλα, στις αστυνομικές και δικαστικές έρευνες, αυτό είναι κάτι που αφορά την αστυνομία και τη δικαιοσύνη. Και είναι σημαντικό κι αυτό, διότι αίτημα της κοινωνίας είναι να αποκαλυφθούν οι υπεύθυνοι διασπάθισης δημόσιου χρήματος και να τιμωρηθούν όσο ψηλά κι αν βρίσκονται. Κι αυτά που λένε ότι η κυβέρνηση κατευθύνει, δήθεν, τη δικαιοσύνη… πού να έχουμε εμείς τη δυνατότητα να κατευθύνουμε τη δικαιοσύνη; Αμφιβάλλω αν υπάρχει ένας άνθρωπος «από το χώρο μας» εκεί∙ μπορεί να υπάρχουν προοδευτικοί άνθρωποι, έντιμοι δικαστές, αλλά δεν υπάρχει μια κομματική δυνατότητα δική μας, ούτε υπήρχε, ούτε υπάρχει, ούτε ασφαλώς θέλουμε να υπάρχει. Εμείς απλά αφήνουμε ελεύθερους τους δικαστές να κάνουν τη δουλειά τους. Κι εμείς να δούμε τη δική μας, που η δική μας είναι πολύ διαφορετική, η δική μας είναι να θωρακίσουμε θεσμικά την κοινωνία.
Τι θα πει αυτό; Θα πει ότι «πάντα» θα υπάρχει μια Siemens λχ, πάντα θα υπάρχει μια Novartis λχ, πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα θέλει να κάνει τη δουλειά του «λαδώνοντας» ή εφαρμόζοντας αυτές τις μεθόδους, πάντα θα υπάρχουν κάποιοι πλούσιοι που θα θέλουν με τα λεφτά τους ν’ αποκτούν δύναμη και επιρροή στην κοινωνία. Το ερώτημα είναι πώς αμύνεσαι και πώς θωρακίζεσαι ως κοινωνία, αυτό είναι το πιο σημαντικό πολιτικό μας καθήκον. Κι εδώ πρέπει να πω ότι γίνονται σημαντικά πράγματα. Αλλά καλύτερα, πρώτα, να εξηγήσω τι σημαίνει αυτό ή τι είναι αυτό που διευκολύνει τη διαφθορά, τη διαπλοκή και τις πελατειακές σχέσεις.
Ας υποθέσουμε ότι ζείτε σε μια χώρα όπου υπάρχει πολυνομία, όπου δεν μπορεί κανείς να καταλάβει τι ισχύει κάθε φορά στους νόμους κι όπου κανείς δεν ξέρει «πού είναι το δάσος και πού το μη δάσος», που δεν έχει χαράξει αιγιαλούς, δεν έχει κτηματολόγιο και δεν ξέρει κανείς τι είναι δημόσιο και τι ιδιωτικό, όπου οι περισσότερες επιχειρήσεις είναι σε άτυπες μορφές, δεν είναι σε οργανωμένα βιομηχανικά πάρκα. Όταν, λοιπόν, υπάρχει όλη αυτή η ρευστότητα, η ασάφεια, όπου τα πάντα είναι θέμα ερμηνειών, αυτό το περιβάλλον δεν ευνοεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά; Ποια είναι αυτή η χώρα; Η Ελλάδα μας, αυτή είναι η δική μας χώρα. Έβγαλε διάταγμα ο Καποδίστριας περίπου το 1830 για να γίνει κτηματολόγιο κι ακόμα συζητούμε για το κτηματολόγιο που θα γίνει. Άρα, η θεσμική θωράκιση είναι όλο αυτό το φάσμα των αλλαγών που γίνονται και που πρέπει να γίνονται και που ορισμένες φορές δεν καταλαβαίνουν ορισμένοι την πολιτική σημασία που έχουν. Λένε κάποιοι υποτιμητικά «αστικούς εκσυγχρονισμούς», αλλά έτσι είναι, διότι σε όλες τις άλλες χώρες έγιναν προ δεκαετιών αυτά που συζητάμε τώρα. Άρα, από τη στιγμή που δεν έγιναν τότε σ’ εμάς, τώρα είναι μηχανισμοί εκμετάλλευσης, μηχανισμοί απόκτησης και οικειοποίησης πλούτου.
Σπάζοντας εστίες διαπλοκής και διαφθοράς στην πράξη
Εδώ θέλω να σας απασχολήσω λίγο, διότι δεν ξέρω αν είναι γνωστά αυτά που κάνουμε. Για παράδειγμα, οι δημόσιες συμβάσεις, μια παραδοσιακή εστία προβλημάτων. Υπήρχαν τετρακόσια ειδικά καθεστώτα δημοσίων συμβάσεων, τετρακόσιοι νόμοι, διατάξεις νόμων ή ειδικές ρυθμίσεις. Τα καταργήσαμε όλα και στη θέση τους βάλαμε ένα νόμο, ο οποίος λειτουργεί, αποδίδει και έχουμε ήδη σημαντικά οφέλη. Δημιουργούνται και κάποιες παρενέργειες διότι όλα αυτά τώρα γίνονται ηλεκτρονικά, αλλά είναι πρόσκαιρες δυσκολίες.
Άλλο παράδειγμα, οι συντάξεις. Θυμάστε τις ιστορίες με συντάξεις-«μαϊμού», που ντρέπεται κανείς και μόνο που τα σκέφτεται. Σήμερα στον ΕΦΚΑ, όπως συγκροτείται και βαθμιαία βελτιώνεται η όλη ψηφιακή λειτουργία του, μπορεί κι εδώ να έχουμε παρενέργειες, να γίνονται τεχνικά λάθη, αλλά αποκλείονται τέτοιου είδους φαινόμενα. Άλλο παράδειγμα, το ΕΣΠΑ. Πριν από μερικά χρόνια, στη δεκαετία του 2000 τουλάχιστον, που θυμάμαι, όταν έλεγε κάποιος ότι ασχολείται με ευρωπαϊκά προγράμματα, έλεγες «κατάλαβα…». Τώρα δεν ισχύει αυτό. Έχω την τιμή να είμαι στο Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης, όπου τα πάντα είναι αυτοματοποιημένα, ψηφιακά, αντικειμενικά κι αυτό είναι μια πρόοδος.
Ακόμα και το κοινωνικό μέρισμα που δίνουμε τώρα, παλαιότερα αυτά τα μερίσματα και τα επιδόματα δίνονταν με μπλοκάκια, με σημειώματα, με παρεμβολές.
Το κτηματολόγιο, που προανέφερα, προχωρά με σχέδιο και με στόχο το 2021 να έχει ολοκληρωθεί στο 95%, όπως και οι δασικοί χάρτες που έχουν ήδη αναρτηθεί, αν και υπάρχει κάποια «γκρίνια’ σε ορισμένα μέρη, αλλά λύνουμε ένα πρόβλημα, όπως και ο αιγιαλός που προβλέπεται εντός του επόμενου έτους να χαραχθεί και να κλείσει και από εκεί η «τρύπα». Χθες μιλούσα με τον Διοικητή μιας ΔΕΚΟ και μου είπε ότι τώρα αναθέτουν μια μελέτη με σκοπό να συγκροτηθεί το μητρώο ακινήτων της ίδιας της ΔΕΚΟ. Δηλαδή δεν υπάρχουν σε πολλές δημόσιες επιχειρήσεις μητρώα των ακινήτων που διαθέτουν. Τι σημαίνει αυτό; Ευκολία να γίνονται διάφορες «ρεμούλες», να το πω έτσι, ή έστω κακοδιαχειρίσεις. Άρα, παραλάβαμε ένα σύστημα το οποίο λειτουργούσε με τον τρόπο που, βλέπουμε και στον Τύπο άλλωστε θλιβερές εικόνες. Δεν νομίζω να πιστεύει κανείς «αρρωστημένος» εγκέφαλος ότι χαιρόμαστε να βλέπουμε πρώην Πρωθυπουργούς να ερευνώνται. Αλλά το θέμα για μας είναι το μέλλον, το θέμα είναι να χτίσουμε ένα σύστημα Δημόσιας Διοίκησης, να χτίσουμε μια οικονομία, μια κοινωνία στην οποία αυτά τα φαινόμενα θα είναι εξαιρέσεις, ακραίες καταστάσεις και όχι τρόπος ύπαρξης και λειτουργίας.
Νέο παραγωγικό υπόδειγμα – Βιώσιμη & Δίκαιη Ανάπτυξη
Ο τρίτος μεγάλος στόχος είναι να διαμορφώσουμε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Γιατί; Διότι η βάση της κρίσης που ζήσαμε ήταν το παραγωγικό σύστημα, ένα παραγωγικό σύστημα εξαρτημένο από εισαγωγές και δάνεια. Δηλαδή αν βάλει κανείς σ’ ένα διάγραμμα την οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων τριάντα χρόνων, θα δει μια εντυπωσιακή, από μια άποψη, ανάπτυξη. Αλλά από πίσω τι γινόταν; Όσο εξελισσόταν αυτή η μεγέθυνση, στην πραγματικότητα τόσο μεγεθύνονταν οι εισαγωγές και τα δάνεια που παίρναμε για πληρώνουμε τις εισαγωγές, πέρα από τα εξοπλιστικά προγράμματα που αποτελούσαν μια αυτόνομη πηγή χρέους και τη μεγάλη φοροδιαφυγή. Αυτό το μοντέλο, λοιπόν, δεν είναι βιώσιμο, κι αν δεν το αλλάξουμε, τότε μπορεί να έχουμε μια ανάκαμψη για μερικά χρόνια και μετά ξανά να έχουμε προβλήματα.
Γι’ αυτό είναι πολύ κρίσιμο θέμα. Άρα, το ζητούμενο δεν είναι ακριβώς η ανάκαμψη που έλεγα πριν, αυτή μας χρειάζεται ασφαλώς, αλλά να συνδυαστεί αυτή με μια νέα δομή, νέες κατευθύνσεις, νέα πρότυπα. Όταν λέμε νέο παραγωγικό μοντέλο εννοούμε το τί παράγουμε, πώς το παράγουμε και για ποιον το παράγουμε και αυτό είναι κάτι που πρέπει να το συζητήσουμε. Και το δεύτερο είναι ότι αυτά δεν μπορούν να γίνουν χωρίς σχεδιασμό. Δεν μπορείς να πεις ότι θα επιτύχεις ένα σοβαρό αποτέλεσμα για την κοινωνία όταν ο τουρισμός αναπτύσσεται «από εδώ» και η αγροτική μας παραγωγή «από εκεί», δηλαδή αν οι τουρίστες δεν καταναλώνουν εγχώρια παραγόμενα προϊόντα δεν θα πετύχουμε κάτι στο τέλος. Για να πετύχουμε αποτέλεσμα, θα πρέπει για παράδειγμα να συνδυάσουμε τον τουρισμό με την εγχώρια αγροτική παραγωγή και αυτό ήδη κάνουμε.
Όλες οι μελέτες, οι διεθνείς εμπειρίες και ο ΟΗΕ, που έχει θέσει τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης, επισημαίνουν ότι πρέπει να συνδυαστεί η οικονομική μεγέθυνση με κοινωνική και οικολογική προστασία. Όταν λέμε, λοιπόν, βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη δεν λέμε ένα σύνθημα γενικώς, μιλάμε για μια απαίτηση, για μια σχεδιασμένη ανάπτυξη, η οποία θα διασφαλίζει ακριβώς τη διατηρησιμότητά της και τη δίκαιη κατανομή των καρπών της. Για να πετύχουμε, λοιπόν, την αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος χρειαζόμαστε συγκεκριμένους στόχους, εργαλεία, σχέδια, δημόσιες πολιτικές. Με την Αναπτυξιακή Στρατηγική που έχουμε τώρα ορίζουμε τους στόχους, λέμε πού θέλουμε να πάμε, ορίζουμε τις κατευθύνσεις. Και αυτό είναι σημαντικό, διότι έχουμε τομείς στην Ελλάδα που αναπτύσσονται, θα έλεγα, «αυθόρμητα». Για να περάσουμε, λοιπόν, σε αυτό που λέμε νέο μοντέλο, πρέπει με διάφορους τρόπους να σπρώξουμε την ανάπτυξη -και ειδικότερα κλάδους όπως η βιομηχανία, οι καινοτομίες, οι νέες τεχνολογίες και τομείς που έχουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως τον τουρισμό- και να την κάνουμε πιο ποιοτική και εκτεταμένη στο χρόνο, να βρούμε το δικό μας ρόλο στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση.
Οργανώνοντας τη μετάβαση από το παλιό στο νέο
Άκουγα κάποιους βιομήχανους αυτές τις μέρες να λένε ότι θέλουν το κράτος δίπλα τους. Καλοδεχούμενη η πρόσκληση. Καλοδεχούμενη πράγματι. Αλλά θα ήθελα να ρωτήσω, όχι τους ίδιους τους βιομήχανους, διότι δεν είναι θέμα φυσικών προσώπων. Αυτοί δεν ήταν που έλεγαν τόσα χρόνια «μακριά το κράτος από την οικονομία», ότι μόνες τους οι αγορές θα λύσουν τα προβλήματα; Αυτοί δεν ήταν που έλεγαν πριν από κάποια χρόνια «δεν χρειαζόμαστε βιομηχανία, αρκούν οι υπηρεσίες»; Αυτοί δεν ήταν, καθώς και το δικομματικό σύστημα ιδίως τότε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές του 2000, που ενοχοποίησαν κάθε διάσταση τομεακής ή κλαδικής πολιτικής; Το ξέρετε ότι στα υπουργεία μας δεν υπάρχει καν τμήμα, δεν υπάρχει καν η διάσταση κλαδικής πολιτικής, βιομηχανικής πολιτικής. Ακόμα και η Γραμματεία Βιομηχανίας που έχει απομείνει, ήθελαν να την κλείσουν τα τελευταία χρόνια στην κυβέρνηση του κυρίου Σαμαρά. Άρα εμείς χαιρόμαστε που ακόμα και επιχειρηματικά συμφέροντα αναγνωρίζουν τις νέες απαιτήσεις, αλλά πρέπει να κάνουν ένα βήμα παραπέρα να δουν τι προϋποθέτει αυτό. Προϋποθέτει μία πολιτική η οποία, ακριβώς, θα είναι πέρα από αυτά τα νεοφιλελεύθερα δόγματα, τα οποία ήταν ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση.
Άρα χρειάζεται ένα νέο πλαίσιο πολιτικής, χρειάζονται ευθύνες κοινές και στόχοι γύρω από τους οποίους μπορούν να υπάρξουν συνεργασίες και συναινέσεις και αυτό ακριβώς κάνουμε με τις πολιτικές που εφαρμόζουμε. Στο υπουργείο, ειδικά της Οικονομίας και της Ανάπτυξης, ακριβώς σχεδιάζουμε όλα αυτά τα εργαλεία και τους τρόπους της μετάβασης, ας το πω έτσι, από το παλιό, στο νέο παραγωγικό σύστημα.
Μερικά παραδείγματα και εδώ:
- Πρώτον μία πολιτική για την επιχειρηματικότητα.
Μου κάνει εντύπωση, αλλά πρέπει να σας πω ότι το κράτος που παραλάβαμε, ενώ το διοικούσαν τόσα χρόνια, υποτίθεται, φίλο-επενδυτικές και φίλο-επιχειρηματικές δυνάμεις, διέπεται οριζόντια από μία καχυποψία προς τις επενδύσεις και προς την επιχειρηματικότητα. Και πολλές φορές και εδώ είχαμε πεδία συναλλαγής. Τι κάνουμε λοιπόν εμείς; Δημιουργούμε σε ψηφιακή βάση ένα εντελώς νέο καθεστώς αδειοδότησης των επιχειρήσεων, ελέγχου της λειτουργίας τους, εποπτείας και ούτω κάθε εξής. Αρχίσαμε με την ψηφιακή ίδρυση επιχειρήσεων. Με το νέο σύστημα, κάποιος μπορεί να δημιουργήσει μία επιχείρηση σε λίγα λεπτά. Αυτό το σύστημα θα το επεκτείνουμε και στην εποπτεία και τον έλεγχο, όπου τώρα έχουμε καταστάσεις, όπου αλλού δεν υπάρχει κανένας έλεγχος και αλλού μπορεί να υπάρχουν 10 φορείς που να ελέγχουν το ίδιο πράγμα με διαφορετικό τρόπο και να λειτουργούν και αυτοί ως εμπόδιο στη λειτουργία της οικονομίας.
- Δεύτερον, στοχευμένα κίνητρα.
Επιχειρήσεις που κάνουν εξαγωγές, επιχειρήσεις που κάνουν καινοτομίες, επιχειρήσεις που απασχολούν και δημιουργούν απασχόληση, τους δίνουμε ισχυρά κίνητρα. Διότι έτσι υπηρετούμε το στρατηγικό μας στόχο. Και μάλιστα τώρα στο υπουργείο ετοιμάζουμε μία προκήρυξη για επιχειρήσεις που αυτά τα χρόνια της κρίσης δεν απέλυσαν, αντίθετα προσέλαβαν προσωπικό, και τους δίνουμε ένα πριμ αναγνώρισης, επιβράβευσης, ας το πούμε έτσι. Εννοείται, αφορά σε τομείς που θέλουμε να αναπτυχθούν.
- Τρίτον, νέα χρηματοδοτικά εργαλεία.
Για να περάσουμε σε αυτό το νέο πρότυπο, δεν μπορούμε να στηριχτούμε αποκλειστικά στις τράπεζες, όχι μόνο διότι έχουν ακόμα πολλά κόκκινα δάνεια, αλλά γιατί οι τράπεζες ενίοτε είναι βραδυκίνητοι μηχανισμοί και γραφειοκρατικοί. Ακριβώς γι’ αυτό, δημιουργούμε ένα συμπληρωματικό, παράλληλο το είπαμε κάποια στιγμή και ορισμένοι το παρεξήγησαν, χρηματοπιστωτικό σύστημα, όχι τραπεζικό σύστημα. Σύστημα ειδικών χρηματοδοτικών εργαλείων, στο οποίο θα είμαστε σίγουροι ότι, αν κάποιος θέλει να επενδύσει στους κλάδους που θέλουμε να αναπτυχθούν, να μπορούμε, ως Πολιτεία, να τον στηρίξουμε και να τον βοηθήσουμε. Στο πλαίσιο αυτό επίσης, δημιουργούμε και ένα νέο νόμο για τις Στρατηγικές Επενδύσεις, ο οποίος θα έχει ταχύτητα, κίνητρα, διαφάνεια και θα δίνει τη δυνατότητα και στην κοινωνία να εκφράζει γνώμη, πριν γίνει η επένδυση. Δηλαδή, εάν είχαμε μία νέα επένδυση τύπου «Σκουριές», θα θέλαμε η κοινωνία να εκφραστεί πριν γίνει η επένδυση. Αν η κοινωνία δεν θέλει την επένδυση, δεν πρέπει να γίνει ή πρέπει να γίνει μέσα από διαπραγμάτευση, να τροποποιηθούν οι όροι και όχι να έχουμε αυτά τα φαινόμενα που είχαμε αυτά τα χρόνια.
Νέες θεσμικές δυνατότητες για νέα πρότυπα οικονομικής δραστηριότητας
Άλλο σοβαρό κεφάλαιο. Δημιουργούμε δυνατότητες να υπάρξει μία επιχειρηματικότητα κοινωνικά υπεύθυνη, ας την πούμε έτσι. Τι θα πει αυτό; Κάθε επιχείρηση πρέπει να έχει κέρδη. Ναι, αλλά θέλουμε να σκέφτεται την κοινωνία, να σκέφτεται τους εργαζόμενους, να σκέφτεται το περιβάλλον. Αυτό προσπαθούμε να εκφράσουμε με τον όρο αυτό. Σήμερα, δημιουργούμε και δυνατότητες να υπάρξουν νέου τύπου επιχειρηματικότητες και νέα συλλογικά οικονομικά υποκείμενα, όπως για παράδειγμα οι ενεργειακές κοινότητες. Ενέργεια μπορεί πια να παράγει ο οποιοσδήποτε και να εμπορεύεται οποιοσδήποτε, μία ομάδα, μία γειτονιά, οι κάτοικοι ενός νησιού. Η κοινωνική οικονομία λοιπόν, οι ενεργειακές κοινότητες, οι μικροπιστώσεις, για τις οποίες θα καταθέσουμε το νομοσχέδιο τις επόμενες μέρες για διαβούλευση.. . Όλα αυτά δημιουργούν ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, είναι οι βάσεις για να υπάρξει αυτό το νέο υπόδειγμα ανάπτυξης, που έλεγα πριν.
Ποιο είναι το αδύνατο σημείο αυτού όλου του σχεδίου; Ή καλύτερα, όχι το πιο αδύνατο, αλλά το πιο κρίσιμο; Ότι αυτός ο νέος τρόπος ανάπτυξης που θέλουμε να δημιουργήσουμε, απαιτεί ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας. Παράδειγμα: οι ενεργειακές κοινότητες. Ο σχετικός νόμος ψηφίστηκε, όμως εάν δεν υπάρξει «από τα κάτω» κινητοποίηση του κόσμου, για να αξιοποιήσει αυτό το εργαλείο, ο νόμος μπορεί να μείνει στα χαρτιά. Θα ψηφίσουμε μεθαύριο το νόμο για τα μικροδάνεια. Αν δεν υπάρξουν φορείς κοινωνικοί, οι οποίοι να έχουν τις προϋποθέσεις να πάρουν άδεια και να μπουν σε αυτό το χώρο, θα είναι βραδεία η ανάπτυξη αυτού του τομέα, και ούτω καθεξής. Και μη μου πει κανείς για δυσκολίες, διότι αυτό θα είναι μία αμφίδρομη σχέση. Δηλαδή θα γίνονται πράγματα. Θα βλέπουμε αδυναμίες και δυσκολίες, θα βελτιώνουμε τη νομοθεσία και τα θεσμικά πλαίσια, θα αναπτύσσεται εκ νέου η διαδικασία, θα δημιουργηθεί δηλαδή ένας ενάρετος κύκλος, ούτως ώστε, όλα αυτά να αποτελέσουν ένα πυλώνα της ανάπτυξης στο μέλλον. Άρα για να το κλείσω αυτό, που βρισκόμαστε σήμερα;
Έχουμε Αναπτυξιακή Στρατηγική, την υλοποιούμε και ταυτόχρονα σχεδιάζουμε την επόμενη φάση, δηλαδή την επόμενη δεκαετία. Αυτό σημαίνει ότι θα περάσουμε σε πολυετή σχέδια. Αντί να έχουμε έναν ετήσιο προϋπολογισμό δημόσιων επενδύσεων, θα έχουμε έναν 5ετή Προϋπολογισμό Δημόσιων Επενδύσεων. Αντί το κάθε υπουργείο να κάνει ό,τι νομίζει σωστό, θα έχουμε ένα συντονισμό των επιμέρους σχεδίων έτσι ώστε να μπορέσουμε να σχεδιάσουμε την επόμενη δεκαετία και να αρχίσουν, αυτά τα οποία λέμε, να αποδίδουν πιο πολλούς καρπούς, από ότι έως τώρα.
Ανάγκη και ωριμότητα των συνθηκών για τη Συνταγματική Αναθεώρηση
Ο τέταρτος μεγάλος στόχος είναι ότι όπως είδαμε ήδη, στη χώρα μας έχουμε μια ιδιαιτερότητα έναντι των άλλων χωρών της Ευρώπης, ιδιαίτερα της Βόρειας, ότι έχουμε κληρονομιές και εκκρεμότητες του παρελθόντος. Πολλά από αυτά που σας είπα, κτηματολόγιο, δασικοί χάρτες, χωροταξία και λοιπά, αλλού είναι λυμένα προ πολλού, και εμείς τα κάνουμε τώρα. Το ίδιο υπάρχει και σε άλλους τομείς. Και εδώ έχουμε θέματα τα οποία τα λύνουμε μέσω της πολιτικής μας, δηλαδή εκσυγχρονισμός δημόσιας διοίκησης, ψηφιοποίηση διαφόρων τομέων και άλλες τομές που γίνονται, όπως έγινε τώρα με την οικοδομική αδειοδότηση.
Υπάρχουν όμως και θέματα τα οποία απαιτούν συνταγματικές τροποποιήσεις. Άρα ο τέταρτος στόχος είναι να αντιμετωπίσουμε όλες αυτές τις κληρονομιές του παρελθόντος, τις εκκρεμότητες του παρελθόντος, όπως είναι ο νόμος που δεν επιτρέπεται να τιμωρούνται οι υπουργοί όταν παραβαίνουν το νόμο, η παραγραφή των αδικημάτων υπουργών, που είναι το άρθρο 86 του Συντάγματος. Και μου έκανε εντύπωση ότι, ακόμα και τώρα, έπειτα απ’ όλα όσα έχουν αποκαλυφθεί, διάβαζα ότι ο κύριος Βενιζέλος προχθές, είπε, ως νόημα «θα δεχτούμε ν’ αλλάξει το άρθρο 86, αν εσείς δεχτείτε να γίνει κάτι άλλο». Δηλαδή, ακόμα και τώρα υπό όρους συζητείται η αλλαγή αυτού του άρθρου.
Είναι λοιπόν, το άρθρο περί ευθύνης υπουργών, είναι το θέμα κράτους και εκκλησίας, να βρούμε ένα νέο τρόπο συνύπαρξης, πιο σύγχρονο. Είναι θετικό που υπήρξε αυτή η καταρχήν συμφωνία, ανάμεσα στον Πρωθυπουργό και τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας. Σε κάθε τέτοια τομή θα υπάρξουν θέματα προς συζήτηση, προς ρύθμιση και αυτό θα γίνει κι εδώ. Είναι θέματα που έχουν να κάνουν με τη διεύρυνση της δημοκρατίας, διότι η κρίση που ζούμε , όχι μόνο εμείς αλλά και άλλες χώρες, δεν είναι μόνο οικονομική, δεν είναι μόνο κοινωνική, είναι μία κρίση, όπως λένε οι ειδικοί επιστήμονες, νομιμοποίησης των θεσμών. Διαβάζουμε σε δημοσκοπήσεις, «ποιο θεσμό εμπιστεύεστε» και απάντηση «το στρατό». Σημαίνει ότι ο κόσμος, ας πούμε, εγκατέλειψε τη δημοκρατία; Όχι αυτό εκφράζει μία κρίση ακριβώς εμπιστοσύνης στην πολιτική όπως λειτουργεί, στα κόμματα όπως συμπεριφέρονται, στο κοινοβούλιο όπως λειτουργεί και ακριβώς αυτή η κρίση, για ν’ αντιμετωπιστεί, απαιτεί διεύρυνση και ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας, ενίσχυση των δικαιωμάτων κλπ. Άρα ο τέταρτος στόχος είναι να προχωρήσουμε τη Συνταγματική Αναθεώρηση, αλλά και όλες τις άλλες αλλαγές που αφορούν εκκρεμότητες του παρελθόντος. Και θα τελειώσω με ένα ακόμα στόχο που αφορά τη διεθνή θέση και το ρόλο της χώρας μας.
Ο νέος, αναβαθμισμένος περιφερειακός και διεθνής ρόλος της χώρας
Η συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι απλώς ένα μεμονωμένο μέτρο που αποσκοπεί, αποκλειστικά και μόνο, στο να λύσουμε αυτό το χρόνιο πρόβλημα που έχει να κάνει με την ονομασία της γειτονικής μας χώρας. Το γεγονός δηλαδή, ότι όλος ο κόσμος σχεδόν την αποκαλεί «Μακεδονία» κι εμείς πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, άρα πρέπει να βρεθεί, ας πούμε, μία κοινά αποδεκτή λύση διότι είμαστε γείτονες. Αλλά εντάσσεται αυτή η προσπάθεια σε μία συνολικότερη αντίληψη που έχουμε για το ρόλο και τη θέση της χώρας μας στο σύγχρονο κόσμο. Η αντίληψή μας είναι ότι καταρχήν όπως διαμορφώνεται ο κόσμος σήμερα, δεν μπορεί κανείς να είναι ουδέτερος ή παθητικός. Προχθές ο Πρωθυπουργός είχε πάει στο Μαρόκο, όπου συζητήθηκε ένα Σύμφωνο για το μεταναστευτικό και υπήρξε μία διαχωριστική γραμμή. Ποιοι θέλουν μία ανθρώπινη αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού; Ποιοι το θεωρούν ως ένα παγκόσμιο πρόβλημα, που απαιτεί παγκόσμια ρύθμιση και ποιοι θεωρούν ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμία ρύθμιση, ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμιά ανθρωπιστική αντιμετώπιση, ότι πρέπει κάθε χώρα να κλείσει τα σύνορά της και με αυτόν τον τρόπο ν’ αποφύγει το πρόβλημα. Βλέπουμε λοιπόν ότι αναπτύσσονται νέες αντιθέσεις στον κόσμο και πρέπει κάθε χώρα να ορίσει με ποιους είναι. Με ποιες θέσεις είναι, με ποιες πολιτικές είναι, σε ποιες στέκεται απέναντι. Διότι οι αντιθέσεις που αναπτύσσονται, οι εμπορικοί πόλεμοι που αναπτύσσονται, οι κρίσεις οι περιφερειακές, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι μπορεί να αποκτήσουν μια τέτοια δυναμική, που να τεθούν εκ νέου θέματα πιο έντονα απ’ όσο τώρα, θέματα πολέμου και ειρήνης. Άρα, τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά.
Εμείς λοιπόν έχουμε τη θέση, από παλιά, ως Αριστερά, αλλά όχι μόνο λόγω των αξιών των που έχουμε, αλλά και λόγω των συνολικών συμφερόντων της χώρας μας, ότι δεν μπορούμε και δεν πρέπει να μπούμε σε λογική περίκλειστης χώρας, σύμφωνα με την οποία έχουμε παντού εχθρούς, κλεινόμαστε στον εαυτό μας, αμυνόμαστε να αντιμετωπίσουμε τις επιθέσεις κοκ. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει. Είναι ατελέσφορο. Η χώρα μας έχει συγκεκριμένη θέση στον κόσμο, έχουμε μία πολύ ευνοϊκή γεωστρατηγική θέση, διαθέτουμε λιμάνια και αεροδρόμια, έχουμε τουρισμό, έχουμε ναυτιλία, έχουμε ενέργεια, για ν’ αναφέρω τα πλέον βασικά. Όλα αυτά είναι αμφίδρομες και διαδραστικές σχέσεις, δεν μπορείς να τα κάνεις αν είσαι κλειστή οικονομία και κοινωνία. Η Ελλάδα λοιπόν μπορεί, για λόγους που συνδέονται και με τον πολιτισμό μας και την ιστορία μας, να γίνει ένας πόλος σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή. Μας το ζητούν οι γειτονικοί λαοί, τα γειτονικά κράτη.
Προχθές έτυχε να συνομιλήσω με τον Πρόεδρο της Σλοβενίας, μου ανέλυσε γιατί θεωρεί ότι η Ελλάδα είναι η χώρα που αυτή τη στιγμή στα Βαλκάνια, πρέπει να πάρει πρωτοβουλίες, να ηγηθεί, όχι να εκμεταλλευτεί άλλους, αλλά να ξεμπλοκάρει καταστάσεις δύσκολες. Μπορούμε λοιπόν και πρέπει να επιδιώξουμε να γίνουμε ένας πόλος σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή, μία δύναμη συνανάπτυξης, δηλαδή να δούμε την ανάπτυξη μας, μαζί με την ανάπτυξη των άλλων. Να γίνουμε μία γέφυρα επικοινωνίας, διαλόγου πολιτισμών και θρησκειών, διότι μπορούμε να παίξουμε αυτό το ρόλο συνδέοντας την Ασία με την Ευρώπη, την Αφρική με την Ευρώπη.
Αντικειμενικά γινόμαστε ένα διεθνές διαμετακομιστικό κέντρο κι ένας ενεργειακός κόμβος και πρέπει και μπορούμε να επιλέξουμε να γίνουμε κι ένα κέντρο γραμμάτων, τεχνών και πολιτισμού με διεθνή εμβέλεια. Όλα αυτά λοιπόν δεν μπορούμε να τα κάνουμε μ’ αυτές τις λογικές του μίσους, του εθνικισμού, του ότι «είμαστε μόνο εμείς» και όλοι οι άλλοι είναι εχθροί μας, αντίπαλοι, υπαρκτοί ή δυνητικοί. Η ιστορία μας, η κληρονομιά μας, μάς έχει προικίσει με αυτά τα πλεονεκτήματα, τα οποία έχουμε χρέος να τα αξιοποιήσουμε, με μία πολιτική η οποία θα καθιστά τη χώρα μας παράγοντα λύσης προβλημάτων. Να μην είμαστε το πρόβλημα, αλλά να είμαστε η δύναμη που θα λύνει προβλήματα τόσο δικά μας όσο και της ευρύτερης περιοχής.
Δύο διακριτοί πόλοι, δύο διαφορετικά σχέδια για το μέλλον και οι κρίσιμες εκλογές ενόψει
Στo πλαίσιo λοιπόν αυτό εντάσσεται και η συμφωνία των Πρεσπών και γι’ αυτό εμείς νιώθουμε περήφανοι, σεβόμαστε βέβαια όλες τις δημοκρατικές απόψεις. Εμείς αισθανόμαστε υπερήφανοι που βάζουμε την σφραγίδα μας στην επίλυση αυτού του σημαντικού προβλήματος και ελπίζουμε να τηρηθούν όλοι οι οροί και προϋποθέσεις, απ’ όλες τις πλευρές, ώστε να μπορέσει αυτή η συμφωνία τελικά να επικυρωθεί και να προχωρήσουμε σε άλλα θέματα.
Θα προσθέσω λοιπόν και τον τελικό στόχο τώρα, ο οποίος έχει να κάνει με τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Όσοι από εσάς ήσασταν στον ΣΥΡΙΖΑ από παλιά και συζητούσαμε την ιδέα εάν ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να παίξει έναν ρολό ακόμα και κυβερνητικό, η αρχική μας σκέψη ήταν, αν μη τι άλλο, να καταστήσουμε την Αριστερά δύναμη που δεν θα είναι στο περιθώριο, αλλά θ’ ασκεί ουσιαστικό ρόλο, που να «εισακούγεται», είτε από θέση κυβέρνησης είτε από θέση αντιπολίτευσης. Αυτόν το στόχο, λοιπόν, τον έχουμε επιτύχει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε όχι μόνο πόλος της ελληνικής κοινωνίας, αλλά είναι και σημείο αναφοράς για όλη την Ευρώπη, όντας σε θέση να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις που είναι μπροστά μας. Άρα, εάν το βλέπαμε μικροκομματικά ή εντελώς στενά, θα λέγαμε ότι εμείς αυτόν το μίνιμουμ στόχο που είχαμε τον πετύχαμε, όμως οι ανάγκες, τα προβλήματα και οι προκλήσεις της χώρας και της Ευρώπης απαιτούν και κάτι άλλο. Όχι απλώς να είμαστε ισχυρή δύναμη αλλά να έχουμε τη δυνατότητα να κυβερνήσουμε για μια τετραετία ακόμα, τουλάχιστον. Διότι αυτά που σας είπα έως τώρα, εάν σκεφτείτε τους στόχους, είμαστε στην πορεία ολοκλήρωσης τους, άρα είναι αναγκαίο να δούμε το πλαίσιο των εκλογών και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούμε να διεκδικήσουμε την εμπιστοσύνη του λαού γι’ άλλη μια τετραετία.
Στην Ευρώπη αλλά και στην κάθε χωρά ξεχωριστά αναδύονται νέες αντιθέσεις, νέες διαχωριστικές γραμμές. Η Ευρώπη για πρώτη φορά αντιμετωπίζει μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο έναν κίνδυνο ιστορικής οπισθοδρόμησης είτε μέσα από την αποσύνθεσή της είτε μέσα από τη συνέχιση αυτών των αποκλίσεων που παρουσιάζονται. Στο Μαρόκο, που ανέφερα προηγούμενα, αρκετά κράτη-μέλη της ΕΕ ψήφισαν αντίθετα μ’ εμάς για το μεταναστευτικό ενώ άλλες χώρες επιθυμούν να έχουμε κοινή πολιτική. Γι’ αυτό και οι ευρωεκλογές είναι ένα σημείο καμπής για όλη την Ευρώπη και την περαιτέρω πορεία της.
Στις συνθήκες αυτές λοιπόν η Αριστερά πρέπει να βγει μπροστά κι εκεί που είναι ισχυρή κι εκεί που είναι αδύνατη. Πρέπει να υπερβούμε όλες τις αδυναμίες της Αριστεράς, αγκυλώσεις ή προβλήματα του παρελθόντος και να δούμε με ποιον τρόπο θα πετύχουμε μια ευρύτερη πολιτική συμπαράταξη η οποία ακριβώς θα αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της ακροδεξιάς, ο οποίος είναι φορέας αυτών των αποσυνθετικών τάσεων, αλλά και θα αντιμετωπίσει εκείνες τις δυνάμεις οι οποίες θέλουν συνέχιση των πολιτικών, οι οποίες μας έφεραν ως εδώ, της λιτότητας που δημιουργεί ανισότητες, του κατακερματισμού και της αδυναμίας χάραξης κοινών πολιτικών σε κρίσιμα προβλήματα κοκ.
Υπάρχουν δυνάμεις διαθέσιμες γι’ αυτή τη συμπαράταξη; Ναι υπάρχουν. Άλλωστε το δικό μας παράδειγμα δείχνει ότι όταν υπάρχουν οι συνθήκες, η αποφασιστικότητα, η τόλμη και το σχέδιο, μπορούν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις. Άρα, εμείς λέμε όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς, χωρίς αποκλεισμούς, όλες οι δυνάμεις της οικολογίας ακόμη και δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, οι οποίες αποχωρούν από αυτό τον εναγκαλισμό με την δεξιά, οι δυνάμεις των κινημάτων, προοδευτικοί επιστήμονες κοκ, μπορούν ν’ αποτελέσουν μια ευρεία συμπαράταξη, η οποία θα βάλει τη σφραγίδα της στις εκλογές και τις ευρωεκλογές.
Στην Ελλάδα τώρα, ειδικότερα, οι εκλογές θα γίνουν σε συνθήκες νέες, από πολλές απόψεις. Παλιά, πριν από την κρίση, είχαμε δικομματισμό μεν, με τα δυο κόμματα να «τσακώνονται» έντονα, αλλά η πολιτική τους ήταν σύμφωνη. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ήταν σαν κλειστό καρτέλ εξουσίας. Σήμερα έχουμε ένα νέο διπολισμό -και όχι δικομματισμό. Δεν είναι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ από τη μια και η ΝΔ από την άλλη, αλλά υπάρχει ένας κοινωνικός χώρος που εκφράζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ κιι ένας χώρος που εκφράζεται κυρίως από ΝΔ. Άρα σήμερα αυτός ο διπολισμός εκφράζει διαφορετικά κοινωνικά συμφέροντα, διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις. Στις εκλογές, λοιπόν, τις επόμενες, θα έρθουν σε αντιπαράθεση δύο μπλοκ, θα το λέγαμε, δυνάμεων.
Από τη μία είναι το μπλοκ των συντηρητικών δυνάμεων, το οποίο στη χώρα μας παίρνει ένα χαρακτήρα αντιδραστικό και ρεβανσιστικό -ασκούν σε αυτό μεγάλη επιρροή ακροδεξιές δυνάμεις, παρόλο που ο κ. Μητσοτάκης θα επιχειρεί να κάνει διάφορες κινήσεις για να διασκεδάσει αυτή την εικόνα, βάζοντας κάποια πρόσωπα που έχουν κάποιο παρελθόν ή κάποια σχέση με την Αριστερά εν γένει, όμως στην πραγματικότητα δεν είναι παρά οι παλιές καθεστωτικές δυνάμεις που θεωρούν την Ελλάδα ιδιοκτησία τους και τους άλλους, κυρίως εμάς, όπως το είπε ο κ. Σημίτης, «προσωρινούς».
Τι δείχνει αυτό; Δείχνει μια ιδιοκτησιακή αντίληψη «ποιοι είναι αυτοί που ήρθαν να μας χαλάσουν το πάρτυ;». Είναι αυτές οι δυνάμεις που κατανοούν το κράτος ως λάφυρο και νιώθουν ότι το έχασαν παρόλο που εμείς ακολουθούμε ανοιχτή πολιτική. Όχι μόνο δεν έχουμε απορρίψει κάποιον άνθρωπο λόγω των φρονημάτων του, αλλά αντίθετα αξιολογούμε κάθε άνθρωπο που μπορεί να βοηθήσει, απ’ όπου κι αν προέρχεται. Ο μοναδικός τους στόχος, λοιπόν, είναι η ανακατάληψη και η λαφυραγώγηση της εξουσίας -ούτε πρόγραμμα διαθέτουν, μόνο μειώσεις φόρων μοιράζουν χωρίς να λένε πώς θα τις διασφαλίσουν κιόλας.
Από τη μία λοιπόν πλευρά είναι οι δυνάμεις που χρεοκόπησαν τη χώρα και δεν νιώθουν βολικά να βλέπουν μία άλλη δύναμη, που υποτιμούσαν μάλιστα, να βγάζει τη χώρα απ’ αυτό το αδιέξοδο και από την άλλη είναι οι δυνάμεις του αριστερού και προοδευτικού χώρου, οι οποίες εκφράζονται κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εμείς δεν έχουμε μια κομματική και μόνο αντίληψη, γι’ αυτό είμαστε ανοιχτοί στο διάλογο τη συνεργασία, τη συμπόρευση σε κοινούς στόχους.
Οι διαφορές ανάμεσα σε αυτούς τους δυο πόλους δεν είναι θεωρητικές, αν λάβουμε υπόψη το παράδειγμα του ΕΝΦΙΑ, των συλλογικών διαπραγματεύσεων -ιδεολογικές εμμονές χαρακτηρίζουν ορισμένοι το να δώσουμε την δυνατότητα στους εργαζόμενους να υπερασπιστούν τον εαυτό τους απέναντι στην εργοδοσία. Επομένως, το θέμα είναι κρίσιμο και οι εκλογές είναι κρίσιμες και με βάση αυτό και την πείρα που αποκτήσαμε πρέπει να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας ώστε με βάση το μέλλον και τις νέες προκλήσεις, τις νέες διαχωριστικές γραμμές κοκ να δημιουργήσουμε τη δυνατότητα για την ευρύτερη δυνατή συσπείρωσης.
Και θέλω να κλείσω με αυτό. Επειδή υπάρχουν ήδη άνθρωποι που κινούνται, παίρνουν πρωτοβουλίες, δεν συμφωνούν ενδεχομένως με όλα όσα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, παρόλα αυτά προβαίνουν στη διαπίστωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο κορμός του προοδευτικού πόλου και κάνουν την επιλογή να συμπορευτούν μαζί μας, έχουμε το χρέος αυτούς τους ανθρώπους να τους βρούμε, να μιλήσουμε μαζί τους ώστε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις αυτού του δύσκολου αλλά σημαντικού ταξιδιού που έχουμε ξεκινήσει.
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
3 εβδομάδες πριν
Ο διάλογος μπορεί να προχωρήσει
dragasakis.gr
Η απουσία μιας δύναμης ικανής να αντιμετωπίσει την κυριαρχία του κ. Μητσοτάκη από τα αριστερά αποτελεί ένα πρ...Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
3 μήνες πριν
Η «μαύρη τρύπα» της μεταπολίτευσης: μαθήματα για το μέλλον
dragasakis.gr
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
3 μήνες πριν
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
3 μήνες πριν
«Το διπλό καθήκον της Αριστεράς»
shorturl.at
Ομιλία σε εκδήλωση του Ινστιτούτου ΕΝΑ για την παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Ελευθερίου, Κρίση, κομματικό ...Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 μήνες πριν
Η κρίση του κομματικού συστήματος & η προοπτική της Αριστεράς
www.enainstitute.org
Mε αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου Κρίση, κομματικό σύστημα, Αριστερά. Κριτικά σημειώματα (εκδόσεις ΕΝΑ, 2024) ...Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter