Γιατί πιστεύετε πως ο πρωθυπουργός δεν έδωσε το περίφημο επίδομα θέρμανσης; Είναι ζήτημα πολιτικής – οικονομικής φιλοσοφίας ή ισχύει αυτό που είπε «δεν έχουμε»;
Να δούμε πρώτα γιατί έπρεπε να δοθεί. Η αύξηση της τιμής των καυσίμων πλήττει σχεδόν όλη την κοινωνία. Για ορισμένα τμήματά της, όμως, δημιουργεί πρόβλημα επιβίωσης. Η αύξηση των τιμών έχει εξανεμίσει την αύξηση του ΕΚΑΣ, αλλά και την όποια αύξηση πήραν οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι. Άρα δε μιλάμε για ένα δευτερεύον ζήτημα.
Μπορούσε όμως να δοθεί;
Μα το έδωσαν με τη μια ή την άλλη μορφή και πιο φτωχές χώρες, όπως η Πολωνία ή η Ουγγαρία. Την ανάγκη να ενισχυθούν τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα την αναγνώρισε, έμμεσα, ακόμη και η Κομισιόν, με δηλώσεις εκπροσώπων της. Άρα η άρνηση του κ. Πρωθυπουργού, αποτελεί μια πολιτική επιλογή, δείγμα της γενικότερης νεοσυντηρητικής φιλοσοφίας του.
Τι πρέπει να γίνει;
Το άμεσο είναι να ενισχυθούν οι χαμηλόμισθοι, οι άνεργοι, οι χαμηλοσυνταξιούχοι. Είτε με εφάπαξ επίδομα, είτε με επιστροφή φόρου, όπως έγινε στο Βέλγιο, είτε με μείωση ΦΠΑ, όπως έκανε η Πολωνία.
Χρειάζεται όμως και μια πιο μακροπρόθεσμη διαρθρωτική πολιτική, διότι το πετρελαϊκό ΣOΚ μπορεί να διαρκέσει. Το βέβαιο είναι ότι οι μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών θα συνεχισθούν.
Εμείς, από πέρυσι, έχουμε καταθέσει στη Βουλή την πρόταση για ένα “Ταμείο Ενέργειας”. Την επανέλαβε πρόσφατα ο Α. Αλαβάνος. Το ταμείο αυτό μπορεί να χρηματοδοτείται με μέρος των φόρων που εισπράττει το κράτος από τα καύσιμα, αλλά και από άλλες πηγές. Μπορεί π.χ. να μπει μια εισφορά στο πετρελαϊκό κύκλωμα που πραγματοποιεί υπερκέρδη.
Πέραν του κοινωνικού του ρόλου, της υποβοήθησης, δηλαδή, ασθενών κοινωνικών ομάδων, σε περιόδους έξαρσης των τιμών, τα ταμείο αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μηχανισμός εξομάλυνσης και σχετικής σταθεροποίησης των τιμών καθώς και ως ένα μέσο ενίσχυσης εναλλακτικών μορφών ενέργειας.
Να μείνουμε λίγο στην εικόνα του πρωθυπουργού. Τι εντύπωση σας έδωσε η ομιλία του στη ΔΕΘ; Ότι πέταξε το κουστούμι του λαϊκιστή και υιοθέτησε ένα πιο στιβαρό προφίλ, κοντά σε αυτό που καλλιεργούσε όλα τα χρόνια ο Κώστας Σημίτης;
Όχι, ο πρωθυπουργός, υπηρετεί ένα άλλο είδος λαϊκισμού. Στηρίζεται σε μια νεοφιλελεύθερη “αποφασιστικότητα” και “υπευθυνότητα”. Ο πρωθυπουργός είπε ότι παίρνει σκληρά μέτρα, επειδή θέλει να είναι «υπεύθυνος». Δεν παίρνει μέτρα υπέρ των φτωχών ή των ανέργων, αλλά παίρνει υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου, διότι, και πάλι, θέλει να είναι «υπεύθυνος». Η αναδιανομή είναι υπεύθυνη όταν γίνεται υπέρ των εχόντων και ανεύθυνη όταν γίνεται υπέρ του κόσμου των στερήσεων.
Έχει απήχηση αυτός ο νέος λαϊκισμός; Και πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί;
Σε κάποια τμήματα έχει. Γι’ αυτό και ο κ. Σημίτης παλιότερα και ο κ. Καραμανλής σήμερα, αλλά και ο κ. Γ. Α. Παπανδρέου, σε διαφορετικές εκδοχές, τον υιοθετούν.
Το πρόβλημά τους είναι ότι, τόσο οι ίδιοι όσο και οι επικοινωνιολόγοι τους, υπερεκτιμούν τις διαστάσεις και τη σταθερότητα αυτής της ευρύτερης κοινωνικής βάσης του νεοφιλελευθερισμού.
Ως προς τη δική μας απάντηση, νομίζω ότι πρέπει να δείχνουμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός, εκτός του ότι είναι ταξικός, είναι και κοινωνικά ανεύθυνος. Δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη ή δέσμευση για την ανεργία, τη φτώχεια, το περιβάλλον, τις υποδομές, το μέλλον, γενικότερα. Όλα αυτά τα αναθέτει στους ιδιώτες και τις αγορές.
Το μοντέλο όμως αυτό έστησε, ήδη, το μνημείο του στα ερείπια της Νέας Ορλεάνης.
Μπορεί σήμερα το φάντασμα του κομμουνισμού να μη χαλάει, όπως παλιά, τον ύπνο των νέων μεσοαστικών στρωμάτων, που έλκονται από τις σειρήνες του νεοφιλελευθερισμού, το φάντασμα, όμως, μιας γενικευμένης ανασφάλειας, δεν τα αφήνει ανεπηρέαστα.
Αυτή τη στιγμή, η Ολυμπιακή χρωστάει πολλά εκατομμύρια ευρώ. Τι μπορεί να γίνει για να μην κλείσει η εταιρεία, από τη στιγμή που το κράτος δεν μπορεί να καλύψει τα χρέη της;
Παρόλο που ο παράγοντας ασφάλεια, πριμοδοτεί παντού τη θέση υπέρ δημόσιων αερομεταφορέων, σε μια χώρα πεδινή, με πυκνό σιδηροδρομικό δίκτυο και γρήγορα τρένα, η θέση αυτή θα μπορούσε να συζητηθεί.
Σε μας, υπάρχουν ιδιαιτερότητες που ενισχύουν την ανάγκη δημόσιου αερομεταφορέα. Είναι η γεωγραφία, τα νησιά, τα βουνά, οι αποστάσεις. Είναι η οικονομία με το μεγάλο ειδικό βάρος του τουρισμού. Ορισμένοι προσθέτουν και μια διάσταση εθνικής ασφάλειας.
Όσοι, λοιπόν, κραυγάζουν, «ας κλείσει να τελειώνουμε», πρέπει να πιεσθούν να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Δεν το έχουν κάνει ως τώρα.
Είναι όμως και εφικτός ο στόχος αυτός;
Υπάρχουν δυσκολίες. Αλλά ο στόχος δεν είναι ανέφικτος.
Σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση, μετά το δυστύχημα της «Ήλιος», τέθηκε το ερώτημα: “εξακολουθείτε να θέλετε την ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής”; Η πλειοψηφία απάντησε “ΝΑΙ”. Αμέσως μετά, τέθηκε το ερώτημα: «Εμπιστεύεστε περισσότερο τις ιδιωτικές ή τις δημόσιες αερομεταφορές;» Μια ακόμη μεγαλύτερη πλειοψηφία απάντησε: «τις Δημόσιες».
Σύγχυση, αντίφαση; Νομίζω πως όχι. Η πλειοψηφία της κοινωνίας θέλει την ασφάλεια των δημόσιων αερομεταφορών. Η ίδια πλειοψηφία, όμως, δε θέλει τη «ρεμούλα» που στη συνείδησή της συνεπάγεται το δημόσιο.
Το αίτημα, λοιπόν, να μην κλείσει η Ολυμπιακή είναι αναγκαίο, αλλά όχι αρκετό. Η Ολυμπιακή δεν πρέπει να κλείσει ούτε να ιδιωτικοποιηθεί. Το σήμα της δεν πρέπει να χαθεί. Οι εργαζόμενοι -το πιο πολύτιμο κεφάλαιο της- δεν πρέπει να απολυθούν. Από εκεί και πέρα, όμως, όλα πρέπει να τεθούν σε νέες βάσεις: Ποια Ολυμπιακή; Με ποια επιχειρησιακή συγκρότηση; Με ποια συγκεκριμένη μορφή δημόσιας και κοινωνικής ιδιοκτησίας; Με ποιο μοντέλο διοίκησης και λειτουργίας; Με ποιες εγγυήσεις διαφάνειας και δημόσιας λογοδοσίας; Με ποιες εγγυήσεις δημόσιου και κοινωνικού ελέγχου; Για μια τέτοια «νέα Ολυμπιακή», νομίζω, μπορεί να συγκροτηθεί μια ευρεία κοινωνική πλειοψηφία. Και θα φανεί χρήσιμη και για άλλες δημόσιες επιχειρήσεις.
Σε μια περίοδο που οι πολίτες ζητούν αλλαγές –όχι αυτές που προωθεί η κυβέρνηση- τι δυνατότητες παρέμβασης έχει ο ΣΥΝ;
Στο νέο πλαίσιο, η παρουσία του ΣΥΝ γίνεται πιο κρίσιμη. Ο ΣΥΝ και οι ευρύτερες δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και της Οικολογίας μπορούν να διαδραματίσουν έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός εναλλακτικού και ανταγωνιστικού, προς το νεοφιλελευθερισμό και νεοσυντηρητισμό, σχεδίου και στη συγκρότηση της αναγκαίας νέας κοινωνικής πλειοψηφίας. Θα έλεγα ότι αυτό δεν είναι επιλογή. Είναι ένα καθήκον που μας επιβάλλεται αντικειμενικά. Κι’ αυτό δεν έχει καμία σχέση με κάποιο «κυβερνητισμό».
Για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να βάλουμε τον πήχυ ψηλότερα. Να υπερβούμε αυτό που ο Α. Αλαβάνος ονόμασε «το άγχος του 3%». Όχι μόνο υπό την έννοια ενός εκλογικού ποσοστού, όσο, κυρίως, υπό την έννοια μιας ψυχολογίας, ενός συνδρόμου ή ενός μέτρου της αυτοαξιολόγησής μας.
Προσωπικά, πιστεύω ότι, αν και δύσκολο, μπορούμε να το επιχειρήσουμε. Αρκεί να το συνδυάσουμε με τις αναγκαίες αναπροσαρμογές στον τρόπο που λειτουργούμε, στον τρόπο που παράγουμε πολιτική και στον τρόπο που την προβάλλουμε και παλεύουμε γι’ αυτήν.
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
1 ημέρα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 εβδομάδες πριν
«Το καθήκον των αριστερών & προοδευτικών δυνάμεων σε ένα περιβάλλον προκλήσεων & απειλών»
dragasakis.gr
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 μήνας πριν
Main - Alexis Tsipras Institute Events
rb.gy
Clifford Chance, Δικηγόρος – εξειδίκευση δίκαιο της ενέργειας & ανταγωνισμόςShare on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter