Παρεμβάσεις στην εκδήλωση του Ινστιτούτου Αλέξη Τσίπρα «Αντιμετώπιση της ακρίβειας, οι προκλήσεις και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας».
Ερώτηση Αντ. Αντζολέτου: Να έρθουμε τώρα στον κύριο Δραγασάκη. Έβαλε πολλά πολιτικά ζητήματα η κυρία Κατσέλη και θα τα συζητήσουμε στην πορεία και νομίζω πως αυτή η σύμπραξη των Ινστιτούτων θα συζητηθεί πάρα πολύ. Να έρθούμε λίγο πρώτα στο θέμα των επενδύσεων; Γιατί στην Ελλάδα υπολειπόμαστε σε σχέση με την Ευρώπη; Τι κάνουμε ή τι δεν κάνουμε καλά;
Καταρχάς να ευχαριστήσω και εγώ για την πρόσκληση. Χαίρομαι που υπάρχει το Ινστιτούτο Αλέξη Τσίπρα. Πάντα πίστευα στην σημασία τέτοιων θεσμών, εστιών γνώσης και προβληματισμού. Ανεξάρτητα από τα κόμματα. Και νομίζω ειδικά ότι η εποχή μας απαιτεί μία επανασύνδεση της πολιτικής και με την κοινωνία, αλλά και με τις επιστήμες.
Στην Αριστερά πάντα τονίζαμε την ανάγκη θεωρίας και πράξης, αλλά δυστυχώς εξαιτίας διαφόρων εξελίξεων αυτή η σχέση έχει ατονήσει και επομένως, οι προτάσεις της κυρίας Κατσέλη είναι σε πολύ θετική κατεύθυνση. Βεβαίως πρέπει να τονίσω εδώ ότι ειδικά το Ινστιτούτο ΕΝΑ, του οποίου είχα την πρωτοβουλία να δημιουργηθεί, είναι ένα Ινστιτούτο που στηρίζεται στην εθελοντική προσφορά, όπως υποθέτω και το δικό σας κυρία Κατσέλη. Επομένως ναι, τα όργανα του Ινστιτούτου θα δουν τις προτάσεις αυτές και με τη βοήθεια επιστημόνων θα μπορούσε να παραχθεί ένα συλλογικό έργο.
Σε σχέση με τις επενδύσεις, η σημασία τους είναι προφανής. Αν δεν γίνουν επενδύσεις, δεν θα έχουμε απασχόληση. Εάν δεν γίνουν επαρκείς επενδύσεις, ο στόχος της σύγκλισης με την Ευρώπη ήδη είναι απόμακρος πάρα πολύ, θα είναι ανέφικτος. Τα είπε ο κ. Χουλιαράκης στην αρχή. Επιταχυντής ανάπτυξης είναι οι επενδύσεις.
Εάν δεν γίνουν επενδύσεις και μάλιστα παραγωγικές, με έρευνα, με γνώση, με σύγχρονο τεχνολογία, οι επιστήμονές μας θα συνεχίσουν να φεύγουν στο εξωτερικό. Άρα συνδέεται με όλες τις πτυχές της ανάπτυξης και της προοπτικής της χώρας.
Πού είμαστε αυτή τη στιγμή ως χώρα; Είχαμε αύξηση επενδύσεων τα τελευταία χρόνια, αλλά η χώρα παραμένει μακράν η τελευταία στην Ευρώπη. Είμαστε κάτω και από την Βουλγαρία με ένα ποσοστό 14% του ΑΕΠ, η Βουλγαρία περίπου 17% και οι περισσότερες χώρες στην Ευρώπη, 20% και πλέον. Άρα είμαστε σε μία κατάσταση πάρα πολύ δύσκολη, με αυτή την εικόνα.
Το πιο ανησυχητικό είναι η δομή των επενδύσεων. Απ’ αυτά που είπα και απ’ αυτά που είπε και η κυρία Κατσέλη, φάνηκε ότι δεν μιλάμε γενικώς για επενδύσεις, πρέπει οι επενδύσεις να έχουν ένα συγκεκριμένο αποτύπωμα αναπτυξιακό, τεχνολογικό, καινοτομίας, κ.ά. Οι επενδύσεις, λοιπό,ν που γίνονται σήμερα, επικεντρώνονται στα ακίνητα, στον τουρισμό και σε κάποιους επιμέρους τομείς. Έτσι δεν δημιουργείται ένα νέο διεθνώς ανταγωνιστικό και βιώσιμο, κοινωνικά και οικολογικά, πρότυπο. Από τις ξένες επενδύσεις που έγιναν φέτος στο πρώτο εξάμηνο, το 54% ήταν απόκτηση ακινήτων, βάσει των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος. Άρα το πρόβλημα είναι διπλό. Θέλουμε πολλές επενδύσεις αλλά θέλουμε και ποιοτικές επενδύσεις που να υπηρετούν ένα σχέδιο για το μέλλον.
Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι ότι έκανε ο κ. Μητσοτάκης μόλις βγήκε πρωθυπουργός, ήταν να βάλει στο συρτάρι την Αναπτυξιακή Στρατηγική που είχε καταρτίσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Μάλιστα για την ιστορία, θα πω ότι προέβλεπε η απόφασή του να ληφθεί απόφαση αφότου γίνει αξιολόγηση της Αναπτυξιακής Στρατηγικής. Δεν έγινε καμία αξιολόγηση. Εγώ δεν ισχυρίζομαι ότι ήταν η τέλεια αναπτυξιακή στρατηγική, ήταν όμως ένα κείμενο συγκροτημένο, έθετε στόχους, προσδιόριζε μέσα, δημιουργούσε ένα πλαίσιο και την ύπαρξη διαλόγου, μεταξύ άλλων.
Άρα αυτή η κυβέρνηση έδειξε από την αρχή ότι δεν έχει καμία σχέση η αντίληψή της με την ανάπτυξη, με τον σχεδιασμό, με την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων με κοινωνική ανταποδοτικότητα, αλλά έχει μία αντίληψη εντελώς κερδοσκοπική, όπως βλέπουμε να γίνεται.
Άρα το πρώτο είναι, ότι χρειαζόμαστε ορισμένα προαπαιτούμενα. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι όλη η συζήτηση περί επενδύσεων στην Ελλάδα, πολλά χρόνια τώρα, αφορά τη γραφειοκρατία, τα εμπόδια, την βραδεία δικαιοσύνη. Όλα αυτά είναι σωστά και πρέπει αυτά τα προβλήματα να λυθούν. Αλλά πέρα απ’ αυτά, χρειάζονται και ορισμένα προαπαιτούμενα.
Το πρώτο προαπαιτούμενο είναι αυτό που άρχισα να λέω, το ότι χρειαζόμαστε μία αναπτυξιακή στρατηγική ως χώρα, η οποία θα προσδιορίζει την παραγωγική ταυτότητα που θέλουμε να έχουμε σε 10, 15 ή 20 χρόνια. Αυτός που θα κάνει μία επένδυση πρέπει να δει για το τι ενδιαφέρεσαι εσύ ως χώρα να αναπτύξεις. Το τι αναπτύσσεις τώρα το ξέρει. Το τι στοιχεία υπάρχουν τώρα τα ξέρει. Και δυστυχώς, αν κάποιος δει τα δεδομένα στην Ελλάδα θα διαπιστώσει ότι έχουμε σχετικά ακριβή ενέργεια, έχουμε σχετικά ακριβό χρήμα, έχουμε φθηνή εργατική δύναμη.
Άρα η πρώτη του επιλογή επένδυσης τι θα είναι; Μία επένδυση εντάσεως εργασίας, φθηνής εργασίας. Μα αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα του παραγωγικού μας μοντέλου. Γι’ αυτό έχουμε το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, γι’ αυτό μιλάμε για την αλλαγή αυτού του μοντέλου τόσα χρόνια τώρα.
Επομένως, το πρώτο είναι να έχουμε σχέδιο μεσομακροπρόθεσμο, αναπτυξιακή στρατηγική, παραγωγική ταυτότητα, τι θέλουμε να παράγουμε ως χώρα και ως κοινωνία. Θα πει κανείς, το είπαμε, θα γίνει κιόλας; Υπάρχει δέσμευση ότι αυτό θα επιτευχθεί; Όχι. Θα δημιουργήσεις όμως και μηχανισμούς αξιολόγησης, επιδιόρθωσης σε μία επικοινωνία αυτού που εσύ θέλεις με αυτό που και η οικονομία, οι αγορές, η διεθνής συγκυρία μπορεί να σου προσφέρει.
Το δεύτερο προαπαιτούμενο είναι οι πόροι. Άκουγα προ ημερών τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας να λέει ότι έχουμε ένα άνοιγμα με το ισοζύγιο πληρωμών, αλλά είναι «προβληματάκι», διότι μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε με εισροές ξένων κεφαλαίων. Εδώ υποκρύπτεται ένα χρονιο πρόβλημα. Εάν οι επενδύσεις μας στηρίζονται υπέρμετρα -όπως γίνεται τώρα- σε ξένες χρηματοδοτικές πηγές, τότε οι ξένες χρηματοδοτικές πηγές θα ορίζουν και το μοντέλο ανάπτυξης που θα έχουμε. Αυτός που χρηματοδοτεί επιλέγει πού θα επενδύσει. Αυτός λοιπόν ο οποίος έκανε τους λογαριασμούς και είδε ότι η Ελλάδα προσφέρεται για επενδύσεις εντάσεως εργασίας, θα κάνει την επένδυσή του στον τουρισμό, σε ακίνητα, εκεί που γίνεται σήμερα.
Εάν θέλουμε κάτι άλλο πρέπει να ενισχύσουμε την εγχώρια αποταμίευση, τις εσωτερικές πηγές χρηματοδότησης. Η εγχώρια αποταμίευση για να ενισχυθεί χρειάζεται πλέγμα μέτρων αλλά σίγουρα, ένα στοιχείο αυτής της πολιτικής πρέπει να είναι η μείωση των ανισοτήτων.
Δεν ξέρω αν προσέξατε σε μία διαφάνεια που μας έδειξαν στο πρώτο μέρος της εκδήλωσης, πόσο ποσοστό των Ελλήνων αποταμιεύει: είναι μολις 15%. Για τη μεγάλη πλειοψηφία τα χαμηλά εισοδήματα δεν επιτρέπουν αποταμίευση. Αν θέλουμε λοιπόν να υπάρξει ισχυρότερη συμμετοχή της εσωτερικής συσσώρευσης στη διαδικασία της ανάπτυξης και των επενδύσεων, πρέπει να θέσουμε ως κεντρικό στόχο την ενίσχυση της εγχώριας αποταμίευσης, που σημαίνει πρέπει να δούμε το θέμα των ανισοτήτων και απ’ αυτή τη σκοπιά.
Από το 2019 μέχρι σήμερα, που δεν είναι πολλά χρόνια, το μερίδιο των κερδών στην κατανομή του εθνικού εισοδήματος αυξήθηκε κατά 5 μονάδες. Από 40%, αν θυμάμαι τους αριθμούς καλά, πήγε 45%. Αντίστοιχα βεβαίως μειώθηκε το μερίδιο της εργασίας στη κατανομή του εθνικού εισοδήματος. Χρειάζεται μία αντίστροφη αναδιανομή, ούτως ώστε με αυτό τον τρόπο να ενισχυθεί και η αποταμίευση.
Το τρίτο προαπαιτούμενο είναι οι φορείς χρηματοδότησης. Οι τράπεζες λειτουργούν με κριτήρια κέρδους, είναι στο Χρηματιστήριο, βασικός στόχος τους είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους των μετόχων τους. Οι τράπεζες, στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο π δεν υπάρχουν για να υπηρετούν την ανάπτυξη στην κοινωνία, υπάρχουν για να υπηρετούν κυρίως και πρωτίστως τους μετόχους. Αυτό σημαίνει ότι το τι θα χρηματοδοτήσει η τράπεζα, θα εξαρτηθεί από πού κρίνει ότι θα αντλήσει περισσότερα κέρδη. Και θυμάστε πριν από το 2010, πόσα χρήματα δίνονταν σε καταναλωτικά δάνεια. Παρόλο που είχαμε και τότε ανάγκη για παραγωγικές επενδύσεις. Βεβαίως αυτό πρέπει να αλλάξει, πρέπει να αξιοποιηθεί το τραπεζικό σύστημα, υπέρ της αλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος, με όποιον τρόπο μπορούμε, αλλά πρέπει να έχουμε και παράλληλους, συμπληρωματικούς θεσμούς. Ευτυχώς η κυβέρνηση δεν διέλυσε την Αναπτυξιακή Τράπεζα που δημιουργήσαμε στη περίοδο της διακυβέρνησής μας. Βεβαίως η ίδρυση της Αναπτυξιακής Τράπεζας ήταν το πρώτο βήμα. Η Αναπτυξιακή Τράπεζα πρέπει να ολοκληρωθεί, να φτάσει στο σημείο να μπορεί να αντλεί πόρους η ίδια από τις χρηματαγορές και να αποκτήσει και τη δυνατότητα η ίδια να αξιολογεί και να χρηματοδοτεί επενδυτικά έργα. Μόνη της ή μαζί με άλλες τράπεζες. Επίσης είχαμε αρχίσει να δημιουργούμε ένα ολοκληρωμένο θα έλεγα «οικοσύστημα» χρηματοδοτικών εργαλείων. Αναπτυξιακή Τράπεζα, μικροπιστώσεις, ειδικά αναπτυξιακά εργαλεία, ούτως ώστε η κυβέρνηση που θέλει να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο να έχει και κάποια εργαλεία να διοχετεύει πόρους προς τις κατευθύνσεις τις οποίες θεωρεί συμβατές με το δικό της σχέδιο.
Ποιος θα τα συντονίζει όλα αυτά; Ποιος θα είναι το κέντρο συντονισμού αξιολόγησης και λοιπά; Το κράτος. Δεν μπορεί αυτό να γίνει χωρίς ένα ενεργητικό ρόλο του κράτους. Η αλλαγή του παραγωγικού προτύπου είναι ένα σύνθετο και μακροχρόνιο έργο, αλλά δεν είμαστε οι πρώτοι που αντιμετωπίζουμε τέτοιο πρόβλημα, πολλές φορές άλλες χώρες το έχουν αντιμετωπίσει και το έχουν επιλύσει κάθε μια με τον τρόπο της.
Αυτά σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, υποθέτω θα έχουμε την ευκαιρία να θέσουμε και το ερώτημα και να το συζητήσουμε ποιος θα τα κάνει όλα αυτά.
—
Νομίζω και απόψε, απ’ αυτά που ελέχθησαν προκύπτει ότι έχουμε ένα σοβαρό πρόβλημα προοπτικής ως χώρα. Η κυβέρνηση αυτή, προβλέπει για το 2027 – 2028 ρυθμό ανάπτυξης 1,3% και 1,5%. Αυτό τον ρυθμό τον είχαμε το 2017 και 2018 με τα μνημόνια. Με αυτούς τους ρυθμούς δεν μπορεί να επιτευχθεί κανένας από τους στόχους που αναφέραμε.
Παράλληλα έχουμε και το πρόβλημα που συζητήθηκε με την ακρίβεια. Ο πληθωρισμός και η ακρίβεια είναι μία μορφή διάβρωσης της αγοραστικής δύναμης των μισθών. Η οικονομική ιστορία και η πολιτική ιστορία μας λένε, ότι συνήθως αυτή η διάβρωση των μισθών και η φτωχοποίηση, όταν παραταθεί και δεν αντισταθμίζεται οδηγεί σε κοινωνικές εκρήξεις. Άρα δεν είναι μόνο το οικονομικό πρόβλημα που συζητάμε. Υπάρχει και το κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο διογκώνεται και υπάρχει και η τρίτη παράμετρος, που αφού μιλάμε πολιτικά πρέπει να το θέσουμε, ότι ζούμε ως χώρα και μία κρίση εκπροσώπησης.
Επομένως, το τι θα κάνουν οι προοδευτικές δυνάμεις και οι αριστερές δυνάμεις δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να απαντηθεί, κατά την άποψή μου, τόσο απλά. Ούτε μπορεί η κάθε δύναμη να το απαντά με το τι θα ήθελε, ποιος είναι ο σχεδιασμός της. Η άποψη την οποία θα ήθελα να διατυπώσω είναι εάν οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις δεν κάνουν το χρέος τους, μπορεί να υπάρξουν άλλες δυνάμεις να αξιοποιήσουν την ευκαιρία αυτή, πηγαίνοντας τα πράγματα αλλού. Άρα δεν συζητάμε σε ένα περιβάλλον ελεύθερων επιλογών, αλλά σε ένα περιβάλλον προκλήσεων, απειλών και καταναγκασμών, όπου η κάθε επιλογή έχει τις συνέπειες της.
Τελειώνω λέγοντας το εξής, επειδή είχα την τύχη -και ήταν και από τις πιο θετικές προσωπικές μου πολιτικές εμπειρίες- να ζήσω και το εγχείρημα του Συνασπισμού το 1989 και το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει διαδικασία ανασυγκρότησης χωρίς την κοινωνία. Πρέπει να βρεθεί τρόπος η ίδια η κοινωνία να ενεργοποιηθεί, να συζητήσει αυτά τα οποία λέμε και εμείς, να διατυπώσει δικές της σκέψεις, διότι η αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου, όπως και αν το ονομάσουμε, είναι και μία διαδικασία συγκρουσιακή.
Η ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού προτύπου συζητείται στην Ελλάδα από την Μεταπολίτευση. Γιατί δεν αλλάζει το παραγωγικό πρότυπο λοιπόν; Διότι υπάρχουν συμφέροντα κατεστημένα που ζουν, κερδίζουν απ’ αυτό το μοντέλο. Άρα, ακόμη και αν έχουμε μία κυβέρνηση η οποία θα θέλει να κάνει τις αναγκαίες αλλαγές, να «χτίσει» βιομηχανία, να δημιουργήσει υποδομές, να στηρίξει τα λαϊκά στρώματα, θα πρέπει να υπάρχει ένα κοινωνικό υποκείμενο ή κοινωνικά υποκείμενα τα οποία να στηρίξουν αυτές τις αλλαγές και να αντιμετωπίσουν πιθανές αντιδράσεις.
Συμφωνώ ότι δεν πρέπει να γίνονται βιαστικά πράγματα, ή να γίνονται για λόγους εντυπώσεων. Όμως πρέπει να υπάρξουν διαδικασίες τόσο από Ινστιτούτα όσο και από κοινωνικούς φορείς και κοινωνικά κινήματα ούτως ώστε να υπάρξουν συγκλίσεις και κοινοί τόποι. Ας δοκιμαστούν διάφορες μορφές, δεν χρειάζεται να υπάρχει ομοιομορφία εξ αρχής. Ας δημιουργηθούν διάφορες εστίες σκέψης και δράσης, και απ’ αυτό μπορεί να προκύψει αυτή η δυναμική που ψάχνουμε. Εμείς παλιά το είπαμε, χώροι διαλόγου και κοινής δράσης της Αριστεράς. Τώρα μπορούν να υπάρξουν άλλες μορφές. Το θέμα είναι να φύγουμε, ως κοινωνία, από μία λογική ανάθεσης. Ας φύγουμε από μία λογική ότι θα αναθέσουμε σε κάποιον το πρόβλημα μας και αυτός θα το λύσει χωρίς εμάς.
Το βίντεο της θεματικής ενότητας «Προκλήσεις και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας»
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
6 ημέρες πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 εβδομάδες πριν
«Το καθήκον των αριστερών & προοδευτικών δυνάμεων σε ένα περιβάλλον προκλήσεων & απειλών»
dragasakis.gr
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 εβδομάδες πριν
Main - Alexis Tsipras Institute Events
rb.gy
Clifford Chance, Δικηγόρος – εξειδίκευση δίκαιο της ενέργειας & ανταγωνισμόςShare on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 μήνας πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter