Άρθρο στην εφημερίδα “ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ” _Μια απροσδόκητη συνηγορία υπέρ του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος_

ΜΙΑ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗ ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΕΓΓΥΗΜΕΝΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

Η φετινή ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας για τη Νομισματική Πολιτική είχε μια πρωτοτυπία. Η έκθεση αυτή δημοσιεύεται κάθε χρόνο και συζητείται στη διαρκή επιτροπή οικονομικών υποθέσεων, το μήνα Μάρτιο. Η τελευταία, λοιπόν, έκθεση, σε ειδικό πλαίσιο, αναφέρεται στη φτώχεια στην Ελλάδα και επισημαίνει το μέγεθος και την εμμονή του προβλήματος.

Αναπτύσσοντας, προφορικά, την έκθεση, στην επιτροπή της βουλής, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, επεσήμανε το σχετικό σημείο. Μάλιστα έκανε τη συνολικότερη διαπίστωση ότι οι σχετικά υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης συνοδεύονται από μεγάλες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες. Αναγνώρισε δε την ανάγκη μιας αναδιανομής, μέσω του προϋπολογισμού, προκειμένου να αμβλυνθούν οι ανισότητες αυτές.

Ενθαρρυμένος από τις αναφορές αυτές, πήρα το λόγο, πρώτα για να χαρακτηρίσω ως «θετικό γεγονός» την αναγνώριση του προβλήματος της φτώχειας από ένα θεσμό όπως είναι η Τράπεζα της Ελλάδας. Και δεύτερο, να επισημάνω το γεγονός ότι η Βουλή, μόλις προ καιρού, απέρριψε πρόταση νόμου που είχαμε καταθέσει για τη θεσμοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Δε ρώτησα καν το Διοικητή για τη γνώμη του επί του θέματος. Απλά ήθελα να επισημάνω ότι, σε ένα πρόβλημα που ακόμη και η Τράπεζα της Ελλάδας αναγνωρίζει, η Βουλή, με ευθύνη κυρίως της ΝΔ αλλά και του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ, δεν έκανε ούτε ένα μικρό βήμα για την αντιμετώπισή του.

Ο Διοικητής, όμως, έκρινε σκόπιμο να τοποθετηθεί επί του θέματος.

Αρχικά, ο κ. Γκαργκάνας, δεν αμφισβήτησε την αναγκαιότητα ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. «Υπάρχει κανείς», αναρωτήθηκε, «που δε θα ήθελε το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα;».  Ωστόσο, φάνηκε αντίθετος στη θεσμοθέτησή του με το ακόλουθο, επιχείρημα: «Εάν η οικονομία πέσει σε κρίση», αναρωτήθηκε ο κ. Διοικητής, «τότε ποιος θα πληρώσει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα;»

Η αρχική λοιπόν κατάφαση γίνεται τελικά οριστική άρνηση. Διότι, κατά τον κ. Γκαργκάνα, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, “προφανώς”, δεν μπορεί να θεσμοθετηθεί σε περιόδους κρίσης. Θα μπορούσε, από οικονομική άποψη, να θεσμοθετηθεί σε φάσεις οικονομικής ανόδου, αλλά “ποιος θα πληρώσει” σε περιόδους κρίσης; Καλλίτερα, λοιπόν, να μην υπάρχει καθόλου το βάρος μιας τέτοιας δέσμευσης.

Η άποψη αυτή, ωστόσο, είναι, νομίζω, ενδιαφέρουσα. Γεννά εύλογα ερωτήματα και γενικότερους προβληματισμούς.

Ενδιαφέρουσα είναι, κατ’ αρχήν, η υπενθύμιση ότι η παρούσα φάση που είναι ανοδική για την οικονομία δε θα είναι αιώνια. Στη θέση της σημερινής οικονομικής μεγέθυνσης, όπου  το εθνικό εισόδημα αυξάνει κάθε χρόνο με ρυθμό 3,5% – 4%, μπορεί να έλθει η πτώση, η συρρίκνωση, η κρίση. Σε μια τέτοια περίπτωση, όλα τα υφιστάμενα προβλήματα, όπως η ανεργία, οι απολύσεις, οι ανισότητες, η φτώχεια, τα ελλείμματα, το δημόσιο χρέος θα διογκωθούν. Ταυτόχρονα, νέα προβλήματα θα κάνουν την εμφάνισή τους με κυρίαρχο ίσως, εκείνο του υπερδανεισμού των νοικοκυριών (και των επιχειρήσεων) πολλά από τα οποία δε θα μπορούν, ενδεχομένως, να εξυπηρετούν τα δάνειά τους. Αυτό θα γίνει η αφετηρία πολλών αρνητικών αλυσιδωτών αντιδράσεων. Ο κ. Γκαργκάνας, δε θεωρεί βέβαιη ή επικείμενη μια τέτοια κρίση. Όμως δεν την αποκλείει. Σωστά, επομένως, από την πλευρά του, επισημαίνει, ότι, κατά το σχεδιασμό του παρόντος, πρέπει να έχουμε κατά νου και τα ενδεχόμενα του μέλλοντος.

Στο μεταξύ, ο καθηγητής κ. Ματσαγκάνης, σε μια παλαιότερη μελέτη του, είχε υπολογίσει το «κόστος» του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στο 0,23% του ΑΕΠ περίπου. Εμείς, θέτοντας το ελάχιστο όριο σ’ ένα κάπως υψηλότερο επίπεδο, και συνυπολογίζοντας και κάποιο κόστος «διαχείρισης», στην πρόταση νόμου που  επεξεργασθήκαμε, υπολογίσαμε το δημοσιονομικό κόστος από την εφαρμογή της στο 0,3% μέχρι 0,5% του ΑΕΠ, κατά τη φάση της «ωρίμανσης» του θεσμού, δηλαδή σε 5-6 χρόνια, από την υιοθέτησή της.

Το ερώτημα, λοιπόν, του κ. Γκαργκάνα «ποιος θα πληρώσει;» μπορεί να γενικευθεί. Αν ο προϋπολογισμός, στην περίπτωση μιας κρίσης, δε θα είναι σε θέση να εγγυηθεί το  0,5% για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, τότε πώς θα είναι σε θέση να πληρώσει το 5% που διαθέτει, ήδη, για τις συντάξεις, και πώς θα καλύψει τις υπόλοιπες υποχρεώσεις του προς το σύστημα της υγείας, της παιδείας κλπ;  Είναι προφανές ότι η αμφισβήτηση της σκοπιμότητας του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, με το επιχείρημα μιας ενδεχόμενης κρίσης, περικλείει το σπέρμα μιας αμφισβήτησης κάθε εγγυητικού θεσμού, του ίδιου του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής ασφάλισης.

Η μη θεσμοθέτηση, συνεπώς, του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, δεν αποτελεί καμιά εγγύηση ότι δε θα τεθούν σε κίνδυνο και αυτοί οι θεσμοί. 

Η άποψη που διατυπώνεται ενάντια στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, εξ αντικειμένου, εντάσσεται σε μια λογική αμφισβήτησης και συρρίκνωσης συνολικά του εγγυητικού ρόλου του κράτους. Και μέσα σ’ αυτήν την πορεία βρισκόμαστε ήδη.

Κακώς, επομένως, ορισμένοι αντιμετωπίζουν το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ως ένα μεμονωμένο μέτρο. Λογικά και ουσιαστικά, εντάσσεται στο συνολικότερο θέμα του ρόλου του κράτους και ιδιαίτερα του κοινωνικού, στην εποχή μας.

Ας προσπαθήσουμε, όμως, να παρακολουθήσουμε τη συλλογιστική του κ. Γκαργκάνα και να αποκρυπτογραφήσουμε τους φόβους του.

Τι θα συμβεί, δηλαδή, στο ενδεχόμενο μιας κρίσης στην περίπτωση που έχει θεσμοθετηθεί το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα; Η απάντηση εξαρτάται, βέβαια, από την έκταση, το βάθος και τη διάρκεια της κρίσης. Στην πρόταση νόμου που έχουμε επεξεργασθεί, το κατώτατο όριο, η βάση, δηλαδή, του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ορίζεται ως ποσοστό του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Άρα, μια μείωση του ΑΕΠ θα προκαλέσει μια αυτόματη προσαρμογή αυτού του ορίου προς τα κάτω. Δε θα συμβεί, όμως, το ίδιο με τα κέρδη. Το κεφάλαιο, θα προσπαθήσει να αυξήσει το ποσοστό κέρδους. Η κρίση, λοιπόν, θα δημιουργήσει μεγάλες δημοσιονομικές πιέσεις, όχι εξαιτίας του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, αλλά εξαιτίας της επιδίωξης του κεφαλαίου να επιρρίψει το βάρος της κρίσης στους εργαζόμενους και στο κοινωνικό σύνολο. Ασφαλώς, θα τεθούν θέματα αναδιανομής. Και ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις και στο εσωτερικό των κοινωνικών τάξεων. Σε μια τέτοια περίπτωση οι ακραία φτωχοί, στους οποίους παρέχει κάποια προστασία το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, θα είναι «μέσα στην εικόνα», δρώντες παράγοντες στη διαμόρφωση των όποιων νέων διευθετήσεων.

Το ακριβώς αντίθετο θα συμβεί, αν το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα δεν έχει καν αναγνωρισθεί ως δικαίωμα και δεν έχει θεσμοθετηθεί. Σε κάθε κρίση τίθενται σε κίνηση “μηχανισμοί”, που, με αδυσώπητη δύναμη, μεταφέρουν το κόστος της κρίσης προς τα κάτω, προς τους κοινωνικά αδύναμους. Το «ξεπέρασμα» της κρίσης θα απαιτεί οι φτωχοί να γίνουν φτωχότεροι και οι ακραία φτωχοί να εξαθλιωθούν εντελώς. Στην περίπτωση, λοιπόν, αυτή, οι φτωχοί, δε θα είναι καν “στην εικόνα”, θα είναι τα πρώτα σιωπηλά θύματα της κρίσης.

Θεωρούμε, παρ’ όλα αυτά, το επιχείρημα του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας ως μια, επί της ουσίας, συνηγορία υπέρ του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για δύο λόγους:

Ο πρώτος είναι ότι ο κ. Γκαργκάνας, σε αντίθεση ακόμη και με τμήματα της αριστεράς, ορθά αντιλαμβάνεται ότι η λέξη «κλειδί» δε βρίσκεται ούτε στο «ελάχιστο» ούτε στο «εισόδημα». Το ύψος στο οποίο τίθεται το ελάχιστο όριο ασφαλώς έχει τη σημασία του. Όμως, ο όρος που τον ανησυχεί είναι το «εγγυημένο». Είναι, δηλαδή, η αναγνώριση του δικαιώματος σ’ ένα ελάχιστο εισόδημα και η εγγύηση που παρέχεται για την εξασφάλισή του.

Ο δεύτερος είναι ότι το επιχείρημα του κ. Γκαργκάνα, επιδέχεται δυο αναγνώσεις, ανάλογα με το αξιακό πλαίσιο, μέσα από το οποίο βλέπουμε την κοινωνία. Ο κ. Γκαργκάνας λέει ή αφήνει να εννοηθεί, ότι, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, θα μπορούσαμε και τώρα να το χορηγήσουμε. Στην περίπτωση, όμως, μιας κρίσης, θα λειτουργούσε ως μια “ανελαστικότητα”, ως μια “δυσκαμψία” στη λειτουργία των αγορών και στη δημοσιονομική διαχείριση. Γι΄ αυτό και, υπό το πρίσμα αυτής της λογικής, οι ακραίοι νεοφιλελεύθεροι ζητούν να μην υπάρχει ούτε «κατώτατος μισθός», ούτε  όριο στις απολύσεις, ούτε εγγυημένες συντάξεις, ούτε γενικότερα, εγγυημένα δικαιώματα, αλλά να υπάρχει ένα καθεστώς πλήρους «ευελιξίας», ώστε το κόστος της κρίσης να μπορέσει να διαχυθεί σε όσους και όσες δεν μπορούν να προβάλλουν ισχυρές αντιστάσεις.

Αυτήν ακριβώς τη διαπίστωση, ότι, δηλαδή, η ύπαρξη ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, μπορεί, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, να λειτουργήσει ως ένα ανάχωμα στη τάση να γίνονται οι φτωχοί φτωχότεροι, ονομάζω απροσδόκητη συνηγορία υπέρ της θεσμοθέτησης του μέτρου αυτού.

Βεβαίως, ακόμη κι αν θεσμοθετηθεί το ανάχωμα αυτό, δεν είναι βέβαιο ότι θα αντέξει. Αυτό, όμως, ισχύει με όλους τους εγγυητικούς θεσμούς. Το ζούμε ήδη με την κοινωνική ασφάλιση. Όλα αυτά είναι συνάρτηση και της πολιτικής και του συσχετισμού των δυνάμεων. Ωστόσο, αν υπάρχει «κάτι», μπορείς να το υπερασπισθείς. Κι αυτό επηρεάζει ήδη το συσχετισμό των δυνάμεων.

Το επιχείρημα, δηλαδή, του κ. Γκαργκάνα, μπορεί να αντιστραφεί. Ακριβώς επειδή, σε περίπτωση μιας κρίσης, οι ανισότητες διευρύνονται ανεξέλεγκτα, μια δημοκρατική κοινωνία πρέπει να αντιμετωπίσει μια τέτοια προοπτική, θωρακισμένη με θεσμούς και μηχανισμούς διασφάλισης της συνοχής και της αλληλεγγύης ως το κοινωνικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση και μιας ενδεχόμενης κρίσης.

Η συζήτηση που προηγήθηκε, αποκαλύπτει, νομίζω, ότι τα επιχειρήματα που διατυπώνονται  ενάντια στη θεσμοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ακόμη και όταν επικαλούνται την οικονομική συγκυρία («δεν αντέχει η οικονομία τώρα»), στηρίζονται σε διαρκέστερες πολιτικές και αξιακές επιλογές. Απόψεις, επίσης, που, ακόμη και στο χώρο της Αριστεράς, όπως στο Κ.Κ.Ε., αντιμετωπίζουν το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα μ’ έναν οικονομίστικο τρόπο, ως ένα στενά οικονομικό μέγεθος και μάλιστα έξω από το γενικότερο πλαίσιο της αντιπαράθεσης της εποχής μας, έχουν χάσει τις πιο ουσιαστικές πτυχές του ζητήματος, τις οποίες, ωστόσο, ο κ. Γκαργκάνας και ό,τι, στο επίπεδο των αντιλήψεων, ο ίδιος εκπροσωπεί, δείχνει να έχει αντιληφθεί.

Για την ανασύνθεση της Αριστεράς | Άρθρο στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή» ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την Φανή Πετραλιά. Η Φανή προσωποποίησε με έναν σπάνιο τρόπο τη σύζευξη της χειραφετημένης γυναίκας, της ενεργής διαννοούμενης, της μαχητικής δημοσιογράφου & της ακάματης συνδικαλίστριας. Παιδί μιας εποχής που παρά τις δυσκολίες της ευνοούσε το ταίριασμα του λογισμού με τ' όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, η Φανή Πετραλιά ήταν πρότυπο & σημείο αναφοράς. Θα τη θυμόμαστε ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η σκέψη μας στους αγαπημένους της ανθρώπους. ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr