“Η κρίση επιβάλει αλλαγή αναπτυξιακού υποδείγματος και κοινωνική ανασυγκρότηση”: Ομιλία κατά την παρουσίαση μελέτης* του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας JEAN MONNET

Κύριε καθηγητά ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση να συμμετάσχω σ’ αυτή τη συζήτηση. Θέλω να συγχαρώ εσάς και τους συνεργάτες σας γι’ αυτή την πρωτοβουλία.

 

Θα ξεκινήσω την τοποθέτησή μου με κάποια ερωτήματα. Μιλήσατε για ρεαλισμό και προτάσεις ρεαλιστικές. Αλλά τι είναι ρεαλιστικό αν έχουμε μια κρίση υποδείγματος; Τι είναι κανονικό αν έχουμε μια κρίση των ισχυόντων κανόνων; Εάν η κρίση που ζούμε είναι κρίση υποδείγματος, τότε η προσπάθεια πιστής εφαρμογής πολιτικών που απορρέουν από τις αξίες και τις αρχές του εν λόγω υποδείγματος θα επιδεινώσει την κρίση. Προσωπικά ανήκω σ’ αυτούς που θεωρούν ότι πράγματι ζούμε μια μεγάλη κρίση του καπιταλισμού, αντίστοιχη μ’ αυτή που έζησε ο κόσμος το 1929, μια κρίση των κανόνων και των σχέσεων που έχουν διαμορφωθεί, και επομένως ζούμε μια κρίση που μας επιβάλει να ανοίξουμε δρόμους σε νέες ιδέες και πολιτικές. Η εν λόγω κρίση δημιουργεί την ανάγκη να σκεφτούμε νέους τρόπους παραγωγής, κατανάλωσης, διανομής, του παραγόμενου πλούτου.

 

Με αυτές τις εισαγωγικές σκέψεις έρχομαι στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης, που αναφέρεται στις αιτίες της κρίσης που βιώνουμε. Θα ήθελα να περιορισθώ σε τρεις παρατηρήσεις.

 

Η πρώτη αφορά στο ιστορικό βάθος των αιτιών της κρίσης. Συμφωνώ ότι πρέπει να αρχίσουμε από τις εσωτερικές αιτίες, αλλά ποιο είναι το ιστορικό τους βάθος; Ποιος είναι ο χρόνος ωρίμανσης της κρίσης; Η κρίση που ζούμε έχει αιτίες που ανάγονται σε διαφορετικούς ιστορικούς χρόνους, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Δηλαδή δεν εξαντλούνται οι αιτίες της κρίσης στα τελευταία χρόνια. Ανάγονται και στην περίοδο πριν από το ευρώ, ακόμη και πριν την επικράτηση των νεοφιλελεύθερων ιδεών. Διότι π.χ. το δημόσιο χρέος συσσωρεύτηκε ως πρόβλημα ήδη από τη δεκαετία του ’80. Σημειώνω επίσης ότι το παραγωγικό έλλειμμα το οποίο έχουμε ή το πρόβλημα της αποβιομηχάνισης δεν είναι ακριβώς ανάλογα με τα προβλήματα που έχουν άλλες χώρες, αλλά αντανακλούν και ιστορικά ελλείμματα που είχαμε ως χώρα και ως κοινωνία σ’ αυτούς αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς.

 

Συνοπτικά θεωρώ ότι κρίση που ζούμε αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο δομήθηκε το ελληνικό κράτος και η ελληνική κοινωνία μετά τον εμφύλιο πόλεμο και τις συνθήκες που επεκράτησαν τότε. Άρα και η έξοδος από κρίση θα πρέπει να κατανοηθεί ως μια ιστορική διαδικασία η οποία πρέπει να αρχίσει άμεσα αλλά θα πρέπει να τη κατανοήσουμε με όρους μακρύ χρόνου.

 

Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με την ταξικότητα των αιτιών. Σημείωσα από τη μελέτη σας την επισήμανση για την υστέρηση των δημόσιων εσόδων ως έναν από τους παράγοντες της κρίσης. Προτείνω να μελετήσετε περαιτέρω και την ταξική κατανομή των εσόδων. Ποιοι πληρώνουν φόρους στην Ελλάδα και ποιοι δεν πληρώνουν. Θα διαπιστώσετε ότι όχι απλώς έχουμε υστέρηση, αλλά ότι έχουμε και εντελώς άνιση κατανομή των φορολογικών βαρών. Το δεύτερο συναφές θέμα  έχει να κάνει με το ύψος και τη χρήση των κερδών κατά την ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου. Ο Κέυνς έλεγε ότι εκείνο που νομιμοποιεί τελικά τον καπιταλισμό είναι η επένδυση των κερδών και η δημιουργία απασχόλησης. Αξίζει λοιπόν να ερευνηθεί τι έγιναν τα υπερκέρδη που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα κατά τον τελευταίο κύκλο συσσώρευσης, δηλαδή  1994 – 2007.  Θα άξιζε τον κόπο να προσπαθήσετε να δείτε πόσα έμειναν εντός της Ελλάδας, πόσα έφυγαν εκτός, και όσα έμειναν εντός πού και πώς επενδύθηκαν.                 

 

Η κρίση επομένως αυτή περικλείει τη δυναμική μιας ριζοσπαστικής αμφισβήτησης και απονομιμοποίησης του καπιταλισμού, τουλάχιστον με τον τρόπο που αυτός δομήθηκε και λειτούργησε στη χώρα μας.

 

Η τρίτη παρατήρηση έχει να κάνει με τη συσχέτιση διαφόρων αιτιών και  την αλληλεξάρτηση διαφόρων μορφών ή διαστάσεων της κρίσης.

 

Η κρίση του δημόσιου χρέους π.χ. πρέπει να κατανοηθεί ως σύμπτωμα βαθύτερων αιτιών αλλά και βρίσκεται σε μια σχέση αλληλεξάρτησης με άλλες διαστάσεις της κρίσης. Ομοίως στην Ευρώπη, αντίστοιχη αλληλεξάρτηση υπάρχει ανάμεσα στις εσωτερικές και τις εξωτερικές αιτίες της κρίσης, τόσο γενικά όσο και στο εσωτερικό της ευρωζώνης, όπου η αλληλεξάρτηση παίρνει και συγκεκριμένες θεσμικές μορφές. Με την έννοια αυτή η κρίση αποκτά έναν συστημικό χαρακτήρα.

 

Επομένως, η έξοδος από την κρίση θα πρέπει να κατανοηθεί ως μια διαδικασία αλλαγής υποδείγματος τόσο σε εθνικά όσο και σε ευρωπαϊκά και διεθνή πλαίσια.

 

Έρχομαι τόσο στο δεύτερο μέρος των παρατηρήσεών μου που αφορούν στα μνημόνια και τις επιπτώσεις του. Αποτελεί σήμερα κοινό τόπο ότι η πολιτική των μνημονίων επιδείνωσε όλες τις διαστάσεις της κρίσης πλην εκείνης που αναφέρεται στα ελλείμματα. Η μείωση ωστόσο του δημόσιου και του εξωτερικού ελλείμματος έγινε με έναν τρόπο καταστροφικό για την κοινωνία και την οικονομία. Η χώρα έχει παγιδευτεί σε έναν φαύλο κύκλο και μια πορεία καταστροφική, το τέλος της οποίας δεν είναι καν ορατό. Εκείνο που όμως θέλω να επισημάνω ιδιαίτερα είναι ότι οι συντελούμενες καταστροφές δεν είναι μεταβατικές, δεν είναι «αναπόφευκτες θυσίες προσαρμογής». Και τούτο γιατί η πολιτική που εφαρμόζεται μέσω των μνημονίων δεν καταστρέφει μόνο το παρόν αλλά και σημαντικές δυνατότητες και προϋποθέσεις της μελλοντικής ανάπτυξης και αναπαραγωγής της κοινωνίας λόγω της παρατεταμένης ύφεσης. Επισημαίνω επιγραμματικά: πρώτον την καταστροφή του παραγωγικού δυναμικού, την καταστροφή του κοινωνικού και ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω της απαξίωσης, αποειδίκευσης, αλλά και μετανάστευσης, που αρχίζει να παίρνει απειλητικές διαστάσεις, την καταστροφή της κοινωνικής ασφάλισης λόγω κουρέματος ομολόγων αλλά και λόγω της μεγάλης ανεργίας και εισφοροδιαφυγής, και κυρίως την κρίση δημοκρατίας, την άνοδο του φασισμού, την κρίση νομιμοποίησης και εμπιστοσύνης που εμπεδώνεται στην κοινωνία.

 

Κατά τη συζήτηση συνεπώς της αναγκαίας πολιτικής για την έξοδο από την κρίση πρέπει να λάβουμε υπόψη όχι μόνο τα άμεσα αποτελέσματα αλλά και τις μακροχρόνιες συνέπειες της ασκούμενης πολιτικής, τα νέα δεδομένα που αυτή διαμορφώνει.

 

Έρχομαι τώρα στα ζητήματα σχετικά με τη διέξοδο από αυτή την καταστροφική πορεία που ζούμε και την σκοτεινή προοπτική.

 

Η πρώτη προϋπόθεση πιστεύουμε ότι είναι να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της κοινωνίας, η συλλογική αυτοπεποίθηση του λαού.  Το πιο κρίσιμο ζήτημα είναι πώς θα ανακτήσει η κοινωνία την εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Για να βγούμε από την κρίση πρέπει η ίδια η κοινωνία να μπορέσει να νοιώσει ότι είναι ικανή να κάνει συλλογικά σχέδια και ότι μπορεί συλλογικά να παλεύει γι’ αυτά. Εάν αυτό δεν το πετύχουμε, για ποια έξοδο μιλάμε; Από πού θα προκύψει; Ακόμη και η λεγόμενη  «εμπιστοσύνη των αγορών» εξαρτάται από το κατά πόσο υπάρχει εμπιστοσύνη της ίδιας της κοινωνίας στον εαυτό της, στις δυνάμεις της και στο μέλλον της.

 

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ σε ορισμένες πτυχές του δικού μας σχεδίου για την έξοδο από την κρίση. Εμείς συγκροτούμε το πολιτικό μας σχέδιο σε τρεις διαστάσεις χρόνου. Ενδεικτικά, προεκλογικά το ονόμαζα ένα πρόγραμμα δέκα ημερών, δέκα μηνών, δέκα ετών. Βασικά εννοούσα ένα πρόγραμμα άμεσο, το οποίο θα δημιουργεί μια τομή στην ελληνική κοινωνία, ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων και μετασχηματισμών που θα αλλάξουν την πορεία της κοινωνίας και της οικονομίας, και, τέλος, ένα σχεδιασμό μακράς πνοής που θα δημιουργεί τις βάσεις για την ανασυγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας, της οικονομίας και του κράτους σε ποιοτικά νέες βάσεις, στη κατεύθυνση δηλαδή ενός νέου υποδείγματος δικαιοσύνης και αλληλεγγύης. 

 

Σχετικά με το πρόγραμμα άμεσων μέτρων και ενεργειών, βασικό ζητούμενο είναι η αντικατάσταση του μνημονίου με ένα σχέδιο ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, που να καθιστά ορατή μια βιώσιμη προοπτική. Αυτό δεν μπορεί να εξασφαλισθεί στη βάση του μνημονίου, ως μια «συνέχεια» της σημερινής πολιτικής, έστω και σε μια τροποποιημένη μορφή. Για να υπάρξουν συνθήκες ανάτασης και κινητοποίησης της κοινωνίας είναι αναγκαία μια συνθήκη «ασυνέχειας», μια «τομή», ως ουσιαστική αλλά και ψυχολογική προϋπόθεση για να υπάρξει η συλλογική συνείδηση μιας νέας αρχής.

 

Εκτός από την αντικατάσταση του μνημονίου, με ένα σχέδιο ανασυγκρότησης της κοινωνίας, της οικονομίας και του κράτους, για να παραχθεί το ως άνω αποτέλεσμα, είναι αναγκαία μια ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος του δημόσιου χρέους. Δεν αρκεί απλώς κάποιο νέο κούρεμα ως μέρος κάποιων νέων μνημονίων. Πρέπει να προσδιορίσουμε τους διεκδικήσιμους στόχους.   

 

Πρέπει να διεκδικήσουμε μια ρύθμιση που θα επιτρέψει την αναπαραγωγή και την ανάπτυξη της κοινωνίας με όρους δικαιοσύνης και αλληλεγγύης. Και επειδή το συγκεκριμένο χρέος είναι αναλωθέν κεφάλαιο, ό,τι πληρώνουμε για το αναλωθέν αυτό κεφάλαιο θα είναι εμπόδιο στην άσκηση κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής. Το κρίσιμο λοιπόν θέμα είναι αφενός μεν η απομείωση του συσσωρευμένου χρέους και της δαπάνης εξυπηρέτησής του και αφετέρου, και κυρίως, η ρήτρα ανάπτυξης. Πρέπει να συνδεθεί η εξυπηρέτηση του χρέους με την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, πράγμα άλλωστε που, όπως γνωρίζετε, είχε πετύχει και η Γερμανία το 1953, κατά τη ρύθμιση του δικού της κρατικού χρέους.         

 

Οι διαστάσεις της ανεργίας και της φτώχειας έχουν οδηγήσει σε φαινόμενα ανθρωπιστικής κρίσης. Είναι άμεσα αναγκαίο, επομένως, ένα δραστικό πρόγραμμα ενάντια στη φτώχεια, ενάντια στη ρατσιστική βία και ενάντια στο φασισμό, ο οποίος τροφοδοτείται από μια πολιτική που αφυδατώνει τη δημοκρατία από το κοινωνικό της περιεχόμενο. Άρα αναβάθμιση της Δημοκρατίας και αντιμετώπιση της φτώχειας είναι μια προτεραιότητα που έχει να κάνει ακριβώς με την προοπτική της εξόδου από την κρίση. Και αυτό σε συνδυασμό με την αποκατάσταση των εργασιακών δικαιωμάτων και των μηχανισμών συλλογικής διαπραγμάτευσης των εργαζομένων.

 

Τα παραπάνω μέτρα, μαζί και με άλλα φυσικά, μπορούν να δημιουργήσουν ένα σοκ ανακούφισης και ελπίδας στην ελληνική κοινωνία, που είναι αναγκαίο για να αρχίζουν να αντιμετωπίζονται οι μεγάλες εκκρεμότητες του παρελθόντος και να μπαίνουν οι βάσεις για ένα νέο μοντέλο δίκαιης και διατηρήσιμης ανάπτυξης.
 

Η δεύτερη ενότητα του σχεδίου για την έξοδο από την κρίση είναι μια δέσμη νέου τύπου μεταρρυθμίσεων, μεταρρυθμίσεις οι οποίες επανανομιμοποιούν τους θεσμούς της δημοκρατίας ή και δημιουργούν νέους, μέσω των οποίων η κοινωνία και οι πολίτες νοιώθουν ότι μπορούν να επηρεάσουν τα πράγματα. Δεύτερον, χρειαζόμαστε θεσμούς και μεταρρυθμίσεις οι οποίες να περιορίζουν τις ανισότητες, να προωθούν την κοινωνική δικαιοσύνη και να αποκαθιστούν αδικίες. Μεταρρυθμίσεις οι οποίες επιτρέπουν στην κοινωνία να ελέγξει τα μεγάλα συμφέροντα αλλά και την ασυδοσία των εξουσιών.

 

Αρκετά από τα πεδία στα οποία είναι επείγουσα ανάγκη να υπάρξουν αλλαγές και μεταρρυθμίσεις αναφέρονται και στη μελέτη που σήμερα κληθήκαμε να σχολιάσουμε.
 

Φορολογία: Η υπό συζήτηση μελέτη μιλάει για σταθερό φορολογικό σύστημα. Όμως, δεν μπορούμε να έχουμε σταθερό φορολογικό σύστημα εάν δεν είναι δίκαιο το φορολογικό σύστημα. Και για να έχουμε δίκαιο φορολογικό σύστημα πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι γνωρίζουμε τη φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων. Άρα χρειάζεται η θέσπιση του περιουσιολόγιου. Χρειαζόμαστε πλήρες, καθολικό περιουσιολόγιο, με στόχο την αποτύπωση της περιουσίας των Ελλήνων σε όλες τις μορφές, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.   Χρειαζόμαστε μια πλήρη φορολογική μεταρρύθμιση με πυρήνα ένα πλήρες περιουσιολόγιο.

 

Περικοπή δαπανών: Εδώ επιτρέψτε μου να σημειώσω μια, κατά τη γνώμη μου,  αντίφαση της μελέτης. Η μελέτη σωστά επισημαίνει στην αρχή ότι η δομική απόκλιση της Ελλάδας από την Ευρώπη στα δημοσιονομικά δεν είναι τόσο το μέγεθος των δημοσίων δαπανών όσο η υστέρηση των εσόδων. Εάν συμβαίνει αυτό τότε πρέπει να ασκήσουμε κριτική ότι δεν έγινε η αύξηση των εσόδων κεντρικός στόχος από το 2010, όταν υπήρχε χρήμα και δυνατότητα να συλλεχθεί, αλλά γίνεται τώρα όταν η ύφεση έχει ρημάξει τα εισοδήματα των εργαζομένων, μέρος του κινητού πλούτου έχει διαφύγει στο εξωτερικό, και η φοροδοτική ικανότητα της κοινωνίας έχει συρρικνωθεί. Σε ό,τι αφορά το σκέλος των δημόσιων δαπανών το κύριο πρόβλημα είναι η κοινωνική αποτελεσματικότητα των δαπανών, λόγω και της στρεβλής διάρθρωσης, της απουσίας ουσιαστικού ελέγχου, δημοκρατικού προγραμματισμού και άλλων παραγόντων. Άρα, η παρέμβαση που πρέπει να γίνει εδώ είναι: πρώτον, να συμφωνηθεί ένα επίπεδο ισορροπίας εσόδων και δαπανών που θέλουμε να έχουμε ως κοινωνία για να μπορούμε να εκπληρώσουμε τους στόχους μιας πολιτικής για το κοινωνικό κράτος, τις δημόσιες επενδύσεις κλπ. Δεύτερον, πρέπει να εισαχθούν συστήματα προγραμματισμού και αξιολόγησης, με στόχο τη βελτίωση του ελέγχου και της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των πόρων. Τρίτον, απαιτείται επίσης σχεδιασμένη αναδιάρθρωση των δαπανών, δεδομένου ότι  υπάρχουν και νέες ανάγκες τις οποίες πρέπει να ικανοποιήσουμε και οι οποίες δεν ικανοποιούνται σήμερα.

 

Ιδιωτικοποιήσεις: Εμείς διαφωνούμε με την ιδεολογία των ιδιωτικοποιήσεων ως μια στρατηγική ανάπτυξης και ως αντίληψη για την κοινωνία του μέλλοντος χωρίς δημόσια αγαθά. Διαφωνούμε με την άποψη περί του «ελάχιστου κράτους», σύμφωνα με την οποία οι λειτουργίες του πρέπει να ορίζονται ανάλογα με το τι οι ιδιώτες θέλουν  και μπορούν να αναλάβουν να επιτελούν κερδοσκοπικά από τις διάφορες λειτουργίες του. Το κράτος και οι λειτουργίες του πρέπει να ορίζονται με βάση τις ανάγκες της κοινωνίας. Με αυτή την έννοια, λοιπόν, εμείς θεωρούμε ότι υπάρχουν λειτουργίες του κράτους που πρέπει να είναι εκτός αγοράς, όπως είναι η υγεία και η παιδεία. Υπάρχουν λειτουργίες για τις οποίες το κράτος πρέπει να λειτουργεί ως πάροχος δημόσιων αγαθών. Και, τέλος, λόγω του ότι για αρκετά χρόνια θα έχουμε τεράστιο πρόβλημα χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας, εμείς θεωρούμε πως ό,τι υπάρχει ως δημόσια περιουσία, θα πρέπει να αξιοποιηθεί για τη διεύρυνση της περιουσιακής βάσης και της καθαρής οικονομικής θέσης του κράτους, αξιοποιώντας, όπου αυτό είναι πρόσφορο, και δυνατότητες διεθνών αναπτυξιακών κοινοπραξιών και άλλες μορφές αμοιβαία επωφελούς διεθνούς συνεργασίας, αντί της ιδιωτικοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κράτους.  

 

Με τη δημόσια διοίκηση η στρατηγική απόφαση, που πρέπει να ληφθεί, είναι αν θέλουμε διοίκηση ικανή να σχεδιάζει και να  παίρνει αποφάσεις ή αν θέλουμε μια διοίκηση εξαρτημένη από κόμματα, απαξιωμένη, όπως σε μεγάλο βαθμό είναι σήμερα. Επομένως μια διοικητική μεταρρύθμιση θα πρέπει να γίνει με τρόπο που να αναβαθμίζει το ανθρώπινο δυναμικό και όχι να το ενοχοποιεί και να το απαξιώνει, κάτι που όλο αυτό το διάστημα ζούμε. Επίσης είναι ανάγκη να συνδυασθεί με τη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος και με την κατάργηση του καθεστώτος της διαπλοκής πολιτικής και μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, καθώς και με το καθεστώς ατιμωρησίας του πολιτικού προσωπικού.  

 

Σ’ αυτές τις νέου τύπου μεταρρυθμίσεις που ανέφερα θα πρέπει να προστεθούν τα ΜΜΕ, διότι το θέμα της πληροφόρησης είναι κρίσιμο και για τη λειτουργία της δημοκρατίας, καθώς και μια νέα «σεισάχθεια» για υπερχρεωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, υπό όρους και προϋποθέσεις βεβαίως οι οποίοι πρέπει να συζητηθούν.

 

Ριζικές μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες και ώριμες στο πολιτικό σύστημα αλλά και το τραπεζικό σύστημα, και γενικά στη λειτουργία του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας.
 

Η μεταρρύθμιση όμως των υφιστάμενων θεσμών και δομών, αν και αναγκαία, δεν αρκεί για να ανοίξει ο δρόμος προς νέους τρόπους παραγωγής, νέα πρότυπα κατανάλωσης, και νέες οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις που η έξοδος από την κρίση καθιστά αναγκαίες. Πρέπει, δηλαδή, να θέσουμε ξανά και να αναζητήσουμε νέες απαντήσεις σε παλιά όσο και θεμελιώδη, όμως, ερωτήματα: τι θέλουμε ως κοινωνία να παράγουμε; με ποιο ρόλο των εργαζομένων; σε ποια σχέση με το περιβάλλον; με ποιους όρους παραγωγής και διανομής του πλούτου;

 

Η κρίση μάς θέτει ποιοτικά ερωτήματα. Η κρίση δεν ήταν αποτέλεσμα του ότι δεν είχαμε ανάπτυξη, ήταν αποτέλεσμα του ίδιου του χαρακτήρα της ανάπτυξης. Άρα το ερώτημα που τίθεται είναι: ποια ανάπτυξη θέλουμε να έχουμε; με ποιους σκοπούς; με ποια κίνητρα; σε ποιους τομείς και με ποιους φορείς; 

 

Αυτά και άλλα συναφή ερωτήματα απαιτούν σήμερα νέες απαντήσεις. Η ανάγκη αυτή, στην περίπτωση της χώρας μας, συναντιέται με την ανάγκη αντιμετώπισης ιστορικών ελλειμμάτων τόσο στο πεδίο της παραγωγικής διάρθρωσης όσο και σ’ εκείνο της κρατικής συγκρότησης, της λειτουργίας των θεσμών και του κοινωνικού κράτους. Τα ελλείμματα και τα προβλήματα, όμως, αυτά δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν στο πλαίσιο ενός ύστερου νεοφιλελεύθερου αστικού εκσυγχρονισμού, όπως επιχειρήθηκε με την «ήπια προσαρμογή» πριν και τη «βίαιη» προσαρμογή μετά την κρίση. Αντιθέτως, τα προβλήματα αυτά μπορούν να απαντηθούν σ’ έναν μετα-νεοφιλελεύθερο ορίζοντα, αφού η κρίση που ζούμε είναι σε τελική ανάλυση μια κρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
    

Θα ολοκληρώσω με δύο ακόμη παρατηρήσεις:

 

Η κρίση, λόγω του δομικού της χαρακτήρα, απελευθερώνει, θα έλεγα, ποικίλα ενδεχόμενα. Δημιουργείται συχνά μια σύγχυση ανάμεσα στο τι είναι επιλογή και τι είναι ενδεχόμενο. Συγκεκριμένα, ενώ δεν είναι επιλογή μας η έξοδος από το ευρώ, υπάρχουν ενδεχόμενα, ακραία ίσως, τα οποία ωστόσο δεν μπορούν να αποκλεισθούν. Με αυτή την έννοια, λοιπόν, θα ενέτασσα στη μελέτη και τέτοια ενδεχόμενα προς διερεύνηση, όχι ως επιλογές αλλά ως καταστάσεις που ενδέχεται να διαμορφωθούν ερήμην μας και οι οποίες δεν θα πρέπει να μας βρουν απροετοίμαστους.

 

Η δεύτερη και τελική παρατήρηση αναφέρεται στη διαπραγμάτευση που αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα γίνει, και η οποία δεν θα αφορά μόνο στο ζήτημα του χρέους αλλά στους όρους ύπαρξής μας συνολικά στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Πρόκειται προφανώς για μια ασύμμετρη σχέση. Η μια στρατηγική λοιπόν, η στρατηγική της συναίνεσης, ακριβώς λόγω της ασυμμετρίας δύναμης, οδηγεί συχνά, και σίγουρα στη δική μας περίπτωση έχει οδηγήσει σε μια άνευ όρων υποταγή στην υπερεξουσία της «τρόικα» και ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει.

 

Δεν υπάρχει λοιπόν ελπίδα στη συνέχιση αυτής της τακτικής του «καλού μαθητή» ή του «καλού φυλακισμένου», ο οποίος προσδοκά στο τέλος της δοκιμασίας του μια θετική ανταπόδοση. Αντιθέτως, οι κίνδυνοι από τη συνέχιση αυτής της τακτικής οδηγούν σε καταστροφές μη αναστρέψιμες στον ορίζοντα μιας ή και περισσότερων γενεών.   

 

Στον αντίποδα βρίσκεται μια στρατηγική τυφλής και ανεξέλεγκτης σύγκρουσης.  Λόγω και πάλι της δεδομένης ασυμμετρίας δύναμης, αυτή η λογική του «όλα ή τίποτε» ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει στο «τίποτε», εφόσον δεν στηρίζεται σε σχέδιο, συμμαχίες και συσχετισμούς οι οποίοι να επιτρέπουν ένα θετικό αποτέλεσμα.

 

Ενόψει αυτών των δεδομένων, η διέξοδος θα πρέπει να αναζητηθεί σε μια τρίτη στρατηγική, μια στρατηγική σχεδιασμένης διεκδίκησης στη βάση συγκεκριμένων στόχων, στη βάση συμμαχιών και συνεργασιών με λαούς και κινήματα με ταυτόσημους ή συγκλίνοντες στόχους και συμφέροντα.

 

Μια τέτοια στρατηγική προκρίνει και επιδιώκει τις πολυμερείς συλλογικές προσπάθειες έναντι των μονομερών. Στηρίζεται στην ύπαρξη ισχυρού εσωτερικού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου. Επιδιώκει την έντιμη διαπραγμάτευση χωρίς όμως να απεμπολεί το δικαίωμα της ρήξης και των μονομερών ενεργειών ως άμυνα σε απαράδεκτους εκβιασμούς, που πλήττουν την αξιοπρέπεια του λαού και απειλούν το μέλλον της κοινωνίας.                              

——————————————————————-

* Η εν λόγω μελέτη εκπονήθηκε από τους καθηγητές κ.κ. Γ. Βαληνάκη, Ν. Μαραβέγια, Π. Καζάκο και παρουσιάσθηκε σε Συνέδριο που διοργάνωσαν Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας JeanMonnet σε συνεργασία με την Ελληνική Πανεπιστημιακή Ένωση Ευρωπαϊκών Σπουδών με τίτλο “Η έξοδος από την κρίση: Εφαρμόσιμες εναλλακτικές προτάσεις”, στην Αθήνα, την Πέμπτη 23 και την Παρασκευή 24 Μαϊου 2013

Για την ανασύνθεση της Αριστεράς | Άρθρο στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή» ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την Φανή Πετραλιά. Η Φανή προσωποποίησε με έναν σπάνιο τρόπο τη σύζευξη της χειραφετημένης γυναίκας, της ενεργής διαννοούμενης, της μαχητικής δημοσιογράφου & της ακάματης συνδικαλίστριας. Παιδί μιας εποχής που παρά τις δυσκολίες της ευνοούσε το ταίριασμα του λογισμού με τ' όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, η Φανή Πετραλιά ήταν πρότυπο & σημείο αναφοράς. Θα τη θυμόμαστε ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η σκέψη μας στους αγαπημένους της ανθρώπους. ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr