Τι ακριβώς υπερασπίζεται στ’ αλήθεια η κυρίαρχη πολιτική σήμερα στη χώρα μας και στην Ευρώπη; Ποιες «Θερμοπύλες» φυλάει και από ποιους εχθρούς; Σε ποιες προσδοκίες του κόσμου μπορεί να ανταποκριθεί; Ποιες δεσμεύσεις, απέναντι, ιδιαίτερα, στις νέες γενιές, είναι σε θέση να αναλάβει; Ποιες εγγυήσεις και με ποια αξιοπιστία μπορεί να δώσει στον κόσμο της εργασίας και τους απόμαχους της δουλειάς; Ποιες αξίες, ποιο πολιτικό πολιτισμό και ποια πρότυπα καλλιεργεί;
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες της κοινής γνώμης πέντε στους δέκα Έλληνες δηλώνουν ότι δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική. Και οκτώ στους δέκα δηλώνουν δυσαρεστημένοι από τη λειτουργία της Δημοκρατίας. Το πιο ανησυχητικό όμως και επικίνδυνο στις διαπιστώσεις αυτές δεν είναι οι αριθμοί, που η ακρίβειά τους μπορεί να είναι σχετική, αλλά ο φαύλος κύκλος που αποκαλύπτουν: ο μαρασμός της Δημοκρατίας φαίνεται να τροφοδοτεί την απαξίωση της πολιτικής και η αποστροφή του κόσμου από την πολιτική επιτείνει την υποβάθμιση της δημοκρατίας.
Αν θεωρήσουμε ότι αυτή η στάση των πολιτών συνιστά μια απάντηση στα ως άνω ερωτήματα, τότε εύλογα μπορούμε να υποθέσουμε ότι η απάντηση αυτή συμπυκνώνει τις εμπειρίες τους από την παθογένεια του πολιτικού μας συστήματος και αντανακλά την κρίση εμπιστοσύνης που το ίδιο το σύστημα του συναινετικού δικομματισμού παράγει με την πολιτική του.
Αν όμως αυτή είναι η απάντηση με βάση τις ως τώρα εμπειρίες, ποια απάντηση μπορούμε να πάρουμε με βάση τις τάσεις που σηματοδοτούν το μέλλον; Πώς διαγράφονται, με άλλα λόγια, οι ορίζουσες της πολιτικής σ’ αυτή τη νέα ιστορική φάση που άνοιξε η πολυδιάστατη καπιταλιστική κρίση;
ΟΙ ΝΕΕΣ «ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΕΣ»
Το ενδιαφέρον εδώ είναι πως ό,τι σε μας εμφανίζεται ως αναχρονισμός ή ελληνική ιδιαιτερότητα, τα ίδια ή ανάλογα προβάλλονται πλέον ανοιχτά ως οι «νέες κανονικότητες» στις οποίες θα πρέπει οι πάντες να προσαρμοστούν.
Η αποπολιτικοποίηση, που σε μας προέκυψε, όπως πολλοί υποστηρίζουν, μέσα από μια ρηχή υπερπολιτικοποίηση της μεταπολίτευσης, συναντιέται με τη γενικότερη τάση αποπολιτικοποίησης της οικονομίας, τεχνικοποίησης της πολιτικής και ανάδειξης των αγορών σε χωροφύλακα των κοινωνιών, σε άμεσα δρώντα παράγοντα για την πειθάρχησή τους.
Έτσι, ο κ. Τρισέ, σε μια πρόσφατη ομιλία του, στο Jackson Hole (στις 27/8) δήλωσε την αποστροφή του ακόμη και στον όρο «πολιτική οικονομία», αφού έστω και ως όρος παραπέμπει σε κοινωνικές ανάγκες, αναφορές και πιέσεις.
Απαιτεί, με τον τρόπο αυτό, κρίσιμες οικονομικές επιλογές να γίνονται με όρους «απολιτικής οικονομίας», όπως υποστήριξε, σ’ ένα περιβάλλον δηλαδή αποστειρωμένο από την πολιτική, τις ανάγκες και τις πιέσεις της κοινωνίας, σε θεσμούς που, όπως η Κεντρική Τράπεζα, λειτουργούν χωρίς κοινωνικό έλεγχο.
Η προτεραιότητα έτσι της Κεντρικής Τράπεζας για τη σταθερότητα των τιμών, ανεξάρτητα από τις διαστάσεις της ανεργίας, εμφανίζεται ως μια φυσική και κοινωνικά ουδέτερη επιλογή, ενώ βέβαια συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Μια δεύτερη, συμπληρωματική προς την προηγούμενη, «κανονικότητα» που προωθείται συστηματικά, αφορά στην τεχνικοποίηση της πολιτικής, με την έννοια ότι κρίσιμες επιλογές, όσες δεν μπορούν να παραπεμφθούν σε πολιτικά αποστειρωμένους θεσμούς, παίρνουν τη μορφή αυτόματων ρυθμιστών ή ανελαστικών ορίων. Απαιτείται συγκεκριμένα η δαπάνη για τις συντάξεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ, να ορίζεται από τώρα ως το 2060 σε όρια σταθερά και ανελαστικά, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνταξιούχων και τις ανάγκες τους, το ίδιο και για το ύψος των δαπανών για την υγεία, το έλλειμμα, το Δημόσιο Χρέος κλπ. Έτσι αν η ελληνική Βουλή ποτέ δεν συζητούσε τον προϋπολογισμό επί της ουσίας, λόγω αναχρονισμού, η συζήτηση του προϋπολογισμού παύει να έχει νόημα υπό το νέο καθεστώς, αφού οι βασικές επιλογές είναι κλειδωμένες και από πριν αποφασισμένες από άλλα κέντρα εξουσίας.
Όλα αυτά γίνονται βέβαια για να μπορέσει να επιβληθεί η νέα σκληρή λιτότητα διαρκείας, που κατά τους εμπειρογνώμονες του ΔΝΤ θα πρέπει να είναι διαρκής, με ορίζοντα το 2030 τουλάχιστον, μια λιτότητα όχι σχετική, όπως τη γνωρίσαμε ως τώρα, αλλά απόλυτη, με στόχο την απόλυτη μείωση των μισθών και των συντάξεων και όχι απλώς τη συγκράτησή τους κάτω από την αύξηση της παραγωγικότητας, αφού αυτό κρίνεται αναγκαίο για να αφομοιωθεί το κόστος της κρίσης και να ανακάμψουν τα ποσοστά της κερδοφορίας.
Γι αυτό και μια ακόμη «κανονικότητα» του υπό διαμόρφωση νέου «υποδείγματος» λειτουργίας της πολιτικής, απαιτεί όχι πλέον τη διαμεσολαβημένη αλλά την αυτοπρόσωπη παρουσία των αγορών, ώστε με τη βία τους να υποκαθιστούν το έλλειμμα νομιμοποίησης της ασκούμενης πολιτικής. Ακριβώς γι’ αυτό οι αγορές –που παρεμπιπτόντως δεν είναι υποκείμενα, αλλά χώρος δράσης και σχέσεις υποκειμένων- παρουσιάζονται μυστικοποιημένες, ως νέες θεότητες, ως δυνάμεις φυσικές.
Ό,τι επομένως εμείς βιώνουμε ως απαιτήσεις προσαρμογής, υπό την απειλή της χρεοκοπίας, αποτελεί μια ακόμη «κανονικότητα», στην εξουσία της οποίας θέλουν να υπόκεινται όχι μόνο οι κοινωνίες της περιφέρειας, αλλά και οι μητροπόλεις του καπιταλισμού.
*****
Επανερχόμενοι λοιπόν στα αρχικά ερωτήματα, διαπιστώνουμε ότι στις νέες κανονικότητες του καπιταλισμού κανένα κοινωνικό συμβόλαιο δεν μπορεί να υπάρξει ή να συγκροτηθεί, καμία εγγύηση δεν μπορεί να δοθεί στην κοινωνία και στις τάξεις των οικονομικά ασθενών, κανένα επίπεδο συντάξεων ή κοινωνικών παροχών δεν μπορεί να διασφαλισθεί, αφού το μόνο συμβόλαιο που εγγυώνται οι «κανονικότητες» αυτές είναι οι εγγυήσεις προς το χρηματιστικό κεφάλαιο και τους πιστωτές.
Το πλαίσιο αυτό, της περιορισμένης δημοκρατίας ή της «συναινετικής μεταδημοκρατίας», όπως ορισμένοι την αποκαλούν, δεν ορίζει μόνο τις συντεταγμένες άσκησης της πολιτικής αλλά προσδιορίζει και τα γενικά χαρακτηριστικά του πολιτικού πολιτισμού και του τύπου του πολιτικού που είναι αναγκαίος για τη, μεταλλαγμένη σε τελετουργία, λειτουργία της πολιτικής. Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει «ζήτηση» για προσωπικότητες με κοινωνικά οράματα, φιλοδοξίες αναμορφωτικές και υψηλές απαιτήσεις δημιουργίας, αφού εκείνο που προκύπτει ως ανάγκη για το σύστημα είναι πολιτικές σχέσεις υπαλληλικές και πολιτικοί σε ρόλο «τροχονόμου», με καθήκον την τήρηση και όχι αμφισβήτηση των κανόνων και των αυτοματισμών. .
Από την άλλη πλευρά, το περιβάλλον αυτό, γίνεται ακόμη και πιο απαιτητικό και σκληρό για συλλογικότητες ή άτομα που θέλουν να αγωνισθούν για άλλα πρότυπα και προοδευτικά περιεχόμενα πολιτικής.
Ακριβώς γι αυτό η «αποστροφή» από την πολιτική ή η καταγγελία και μόνο αυτής της ασφυκτικής κατάστασης δεν είναι λύση.
Οι δυνάμεις της Αριστεράς, ειδικότερα, δεν θα πρέπει να έχουν την αυταπάτη ότι μπορούν να υπερασπισθούν τον κόσμο της εργασίας και τις αξίες της δημοκρατίας, αθροίζοντας απλά δυσαρέσκειες, χωρίς κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες και προγραμματικές συνθέσεις που να τις υπηρετούν, χωρίς ενωτικά κοινωνικά κινήματα που να τις εκφράζουν και ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο, βασισμένο σε ηθικές και αξιακές βάσεις, καθώς και σε μια πολιτική οικονομία των αναγκών, σε ευθεία αντιπαράθεση προς την «απολιτική οικονομία» και την αποστειρωμένη πολιτική, που οι φορείς της οικονομικής εξουσίας θέλουν να επιβάλουν. Πριν όμως κι απ’ αυτό, η ανανέωση με όρους κοινωνίας της πολιτικής και η αναζωογόνηση της Δημοκρατίας δεν είναι μόνο οξυγόνο για μια κοινωνία που ασφυκτιά ανάμεσα στον εκφυλισμό του συναινετικού δικομματισμού και τις νέες «κανονικότητες», αλλά είναι προϋπόθεση για την ανανέωση και την αναζωογόνηση και της ίδιας της Αριστεράς και των αυθεντικών κοινωνικών κινημάτων.
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
14 ώρες πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
6 ημέρες πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 εβδομάδες πριν
«Το καθήκον των αριστερών & προοδευτικών δυνάμεων σε ένα περιβάλλον προκλήσεων & απειλών»
dragasakis.gr
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 εβδομάδες πριν
Main - Alexis Tsipras Institute Events
rb.gy
Clifford Chance, Δικηγόρος – εξειδίκευση δίκαιο της ενέργειας & ανταγωνισμόςShare on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter