Ομιλία σε εκδήλωση του ΦΟΡΟΥΜ ΠΡΕΒΕΖΑΣ για την οικονομική κρίση

 

Ακούστηκαν από τους προηγούμενους ομιλητές αρκετά για το μηχανισμό της κρίσης, για τις αιτίες της κλπ. Εγώ θα προσπαθήσω να πω δυο λόγια για το πώς όλα αυτά επιδρούν στη ζωή μας και πώς καθορίζουν την πολιτική, τι γίνεται αυτή την ώρα που μιλούμε στο «άλλο στρατόπεδο». Τι σημαίνουν όλα αυτά που ακούμε στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις. Τι σημαίνει π.χ. όλη αυτή η συζήτηση περί χρεοκοπίας; Γιατί γίνεται; Πώς θα διαμορφωθεί η κατάσταση το επόμενο διάστημα; Μπορούμε να κάνουμε κάποιες εκτιμήσεις;

 

 

Γύρω από αυτά τα ζητήματα θα προσπαθήσω να εκθέσω κάποιους προβληματισμούς, διότι πιστεύω ότι είναι ζητήματα που θα μας απασχολήσουν ιδιαίτερα το επόμενο διάστημα.

 

Νομίζω λοιπόν ότι ζούμε μια περίοδο μεταβατική λόγω και της κυβερνητικής αλλαγής, και αυτή την ώρα στήνεται ένα σκηνικό που αφορά στους επόμενους μήνες, ενδεχομένως και στα επόμενα χρόνια. Ποιο είναι το σκηνικό που στήνεται, γιατί στήνεται και τι επιδιώκουν;

 

Αρχίζοντας από το τι επιδιώκουν, πρέπει να επισημάνω το αυτονόητο, ότι δηλαδή η κρίση σημαίνει ζημιές, καταστροφές κεφαλαίου, απαξίωση κεφαλαίου, σημαίνει ότι ο πλούτος, όπως αποτιμάτο, τώρα είναι πολύ χαμηλότερος. Χθες ο τραπεζίτης κ. Καραμούζης, μιλώντας σε μια ημερίδα για το θέμα αυτό, ανέφερε ότι μόνο στον τραπεζικό κλάδο οι ζημιές είναι παγκοσμίως 3 – 4 τρις δολάρια.

 

Το πρώτο ερώτημα, λοιπόν, είναι ποιος θα πληρώσει αυτές τις ζημιές; Οι οποίες ζημιές μεταφράζονται σε δημόσιο χρέος, αφού το κράτος παρεμβαίνει και μαζεύει ζημιές από την αγορά, όπως έγινε και εδώ στη χώρα μας με τη λογική: ιδιωτικοποιούμε τα κέρδη, κοινωνικοποιούμε τις ζημιές και τα χρέη.  Το πρώτο λοιπόν είναι ποιος θα πληρώσει τις ζημιές υπό τις ποικίλες μορφές που αυτές εμφανίζονται, το λεγόμενο «κόστος  της κρίσης».

 

Το δεύτερο ερώτημα είναι ποιος θα πληρώσει για να αποκατασταθεί η κερδοφορία που μας εξηγούσε πριν ο Γ. Μηλιός σε σχέση με την κρίση. Ποιος θα υποβληθεί σε θυσίες, ώστε η κερδοφορία να ανακάμψει τουλάχιστον στα πριν από την κρίση επίπεδα;    

 

Γύρω, λοιπόν, από αυτά τα δύο ερωτήματα γίνονται σχέδια, καταστρώνονται στρατηγικές. Εκείνο το οποίο επιδιώκουν, ειδικά στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς, είναι να διαμορφώσουν έναν κλοιό τρόμου και φόβου, με στόχο σκληρά αντιλαϊκά μέτρα να φανούν ως αναπόφευκτα, ως αναγκαίο κακό. Δηλαδή θα παίρνουν διάφορα μέτρα, εμείς θα αντιδρούμε, και θα μας λένε: «έχετε δίκιο, αλλά εδώ που φτάσαμε δε μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, γι’ αυτό σκύψτε το κεφάλι».

 

Το δεύτερο που γίνεται αυτή τη στιγμή, είναι ότι ασκείται πίεση στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ, όπως είπαμε και προεκλογικά, έκανε έναν σχεδιασμό. Ο σχεδιασμός του προέβλεπε να  κερδίσει έναν χρόνο. Δηλαδή, στον πρώτο χρόνο της διακυβέρνησης να ληφθούν κάποια θεσμικά μέτρα σε θέματα διαφάνειας κλπ, αλλά ο βασικός σχεδιασμός του ήταν να αποφύγει να ανοίξει από την αρχή σκληρά κοινωνικά θέματα όπως εργασιακό, ασφαλιστικό.   

 

Αυτή τη στιγμή, λοιπόν, στήνεται ένα σκηνικό πίεσης προς την κοινωνία αλλά και προς την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, όχι στην κατεύθυνση της πολιτικής, διότι αυτή είναι δεδομένη, αλλά στον τρόπο εφαρμογής αυτής της πολιτικής. Θα είναι μια στρατηγική ήπιας προσαρμογής, όπως έλεγε ο κ. Αλογοσκούφης παλιότερα, δηλαδή βαθμιαίας προσαρμογής ή θα είναι μια στρατηγική soc;

 

Ο τρόπος μέσα από τον οποίο προσπαθούν να δημιουργήσουν αυτό το σκηνικό του φόβου και του τρόμου, στηρίζεται σε διάφορα στοιχεία:

 

Το πρώτο είναι η ατζέντα. Απομονώνουν το πρόβλημα του δημόσιου ελλείμματος, το οποίο εμείς λέμε ότι είναι υπαρκτό πρόβλημα, δεν είναι όμως αυτόνομο πρόβλημα αλλά μέρος και έκφραση της συνολικότερης κρίσης. Ταυτόχρονα υποβαθμίζουν άλλα προβλήματα που συνδέονται μ’ αυτό. Είναι μικρότερο πρόβλημα το έλλειμμα στην απασχόληση, η ανεργία δηλαδή; Είναι μικρότερο πρόβλημα το παραγωγικό έλλειμμα που έχουμε ως κοινωνία; Γιατί ειδικά μόνο το δημοσιονομικό πρόβλημα; Διότι μέσα απ’ αυτό μπορούν να υλοποιήσουν καλύτερα τους στόχους τους.

 

Το δεύτερο είναι ο χρόνος και η διάρκεια της προσαρμογής. Η μείωση του ελλείμματος π.χ. μπορεί να αρχίσει αφού η οικονομία ανακάμψει. Όχι λένε. Να γίνει τώρα. Και στην προσπάθειά τους, λοιπόν, να επιβάλουν το «τώρα», δεν αποκλείεται να δούμε και άλλα γεγονότα τα οποία να ενισχύουν αυτό το κλίμα τρόμου που θέλουν να δημιουργήσουν. Στο σημείο αυτό παρεμβαίνουν και μεγαλοκερδοσκόποι οι οποίοι ενδέχεται να δημιουργήσουν διάφορα γεγονότα για να τα αξιοποιήσουν.

 

Και το τρίτο στοιχείο είναι μια κινδυνολογία για τα κεφάλαια που θα φύγουν από τη χώρα. Όταν εμείς, δηλαδή, πούμε: ναι, ας πάρουμε τώρα μέτρα, χτυπήστε π.χ. τη φοροδιαφυγή του μεγάλου κεφαλαίου κλπ, θα μας πουν όχι αυτό δε γίνεται γιατί θα φύγει το κεφάλαιο από τη χώρα.

 

Άρα, με αυτά τα τρία στοιχεία προσπαθούν να δημιουργήσουν έναν εγκλωβισμό, έναν κλοιό ότι τίποτε άλλο δε μπορεί να γίνει πέρα από το να περικοπούν οι συντάξεις, να αυξηθούν τα όρια ηλικίας, να παγώνουν οι αυξήσεις στους μισθούς, να μη γίνουν διάφορα κοινωνικά και αναπτυξιακά προγράμματα για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας κλπ.

 

Πώς πρέπει να αντιδράσουμε σ’ αυτό το κλίμα που τείνει να διαμορφωθεί;

 

Το πρώτο είναι η διάσταση του χρόνου. Πρέπει να βοηθήσουμε τον κόσμο να καταλάβει ότι η κρίση που ζούμε δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός, είναι μια ολόκληρη εποχή. Η κρίση είναι μπροστά μας, ενδεχομένως με άλλες μορφές και με άλλα επεισόδια. Επομένως, δε μπορεί να αντιμετωπιστεί με έκτακτα μέτρα σαν αυτά που πήρε προχθές η κυβέρνηση ή σαν άλλα που μπορεί να ετοιμαστούν. Πρέπει δηλαδή να απαιτήσουμε δίκαιες και διαρθρωτικές λύσεις μακράς πνοής. Διότι η κρίση αυτή θέτει ακριβώς προβλήματα μακροχρόνια. Το χρέος που συσσωρεύεται σήμερα, εξαιτίας της κρίσης, θα το πληρώνει η δική μας γενιά και ενδεχομένως και η επόμενη.

 

Το δεύτερο είναι να κατανοηθεί το διεθνές πλαίσιο της κρίσης. Η κρίση είναι διεθνής. Η μάχη για την κατανομή του κόστους της κρίσης είναι παγκόσμια. Ό,τι επιχειρούν να κάνουν εδώ σε βάρος των εργαζομένων, γίνεται και παγκόσμια. Μπορεί να μην έχουμε θερμό πόλεμο, έχουμε όμως νομισματικό πόλεμο, έχουμε εμπορικό πόλεμο, έχουμε διάφορες μορφές με τις οποίες ο ένας προσπαθεί να επωφεληθεί σε βάρος του άλλου.

 

Όταν οι Αμερικανοί υποτιμούν το δολάριο και άρα ανατιμάται το ευρώ, αυτό δεν είναι ένα ουδέτερο γεγονός, αλλά έχει συγκεκριμένες επιπτώσεις σε ό,τι αφορά στη μεταφορά του κόστους της κρίσης, στην αύξηση της ανεργίας κ.ο.κ. Εδώ, λοιπόν, πρέπει να τεθεί το θέμα σε σχέση με τους εξωτερικούς όρους άσκησης της πολιτικής, διότι έχουμε ξεχάσει εντελώς ότι ως χώρα πρέπει να διαπραγματευόμαστε. Αν δε διαπραγματεύεσαι, θα στα πάρουν όλα. Ένα παράδειγμα: Πώς είναι δυνατόν αυτή τη στιγμή η ΕκΤ να δανείζει τις εμπορικές τράπεζες με επιτόκιο 1%, οι εμπορικές τράπεζες να δανείζουν το δημόσιο με 4% ή 5%, να κερδοσκοπούν μ’ αυτό τον τρόπο και να μην τίθεται καν ο στόχος προς διαπραγμάτευση από την κυβέρνηση το να δανείζει κατευθείαν η ΕκΤ το ελληνικό δημόσιο με το χαμηλό επιτόκιο; Υπάρχουν και πολλά άλλα πράγματα που μπορεί κανείς να αναφέρει ως στόχους προς διαπραγμάτευση. Όλες οι χώρες διαπραγματεύονται και δεν είναι δυνατό να περάσει μια λογική ότι επειδή το είπε η Ε.Ε. ή ο κ. Αλμούνια πρέπει και να γίνει δεκτό χωρίς συζήτηση, αντίλογο, διαπραγμάτευση.

 

Το τρίτο είναι ο πόλεμος της ατζέντας. Πολλές φορές μας λέει ο κόσμος: «τι προτείνετε εσείς»;  Πριν τις εκλογές κάναμε κάτι και δεχτήκαμε, ως επιτροπή πολιτικού σχεδιασμού, θετικά σχόλια. Αυτό που κάναμε  προεκλογικά  στην ουσία ήταν μια μάχη ατζέντας. Δηλαδή προσπαθούσαμε να επιβάλουμε τα δικά μας θέματα. Προσπαθήσαμε, και ως ένα βαθμό το πετύχαμε, να πούμε ότι κρίση σημαίνει κρίση της απασχόλησης. Θέλω να πω ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία ως αριστερά να δώσουμε τη μάχη της ατζέντας, χωρίς φυσικά να παραβλέπουμε προβλήματα που θέτουν οι άλλοι, να παίρνουμε θέση, να κάνουμε προτάσεις κλπ. Έχει σημασία να κατανοηθεί από τον κόσμο η ιεράρχηση των θεμάτων και η αλληλεξάρτησή τους. Ότι αν π.χ. αντιμετωπιστεί το δημοσιονομικό πρόβλημα με έναν τρόπο που αυξάνει την ανεργία δε λύνεται το πρόβλημα, αντίθετα πολλαπλασιάζεται.

 

Και η τέταρτη βεβαίως διάσταση, και η πιο σημαντική, είναι να δώσουμε τη δική μας πρόταση σε σχέση με τις συνέπειες της κρίσης και διέξοδο απ’ αυτήν. Όλο τον προηγούμενο χρόνο ασχοληθήκαμε με το θέμα αυτό και στο ΣΥΝ και στο ΣΥΡΙΖΑ. Έχουμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο το οποίο βεβαίως πρέπει να εμπλουτίζουμε και εξειδικεύουμε.

 

Για να απλουστεύσουμε κάπως το πράγμα, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν δύο δρόμοι διεξόδου από την κρίση. Ο ένας είναι ο δρόμος του κεφαλαίου και ο άλλος είναι ο δρόμος της εργασίας. Κρίση, σε τελευταία ανάλυση, σημαίνει κρίση των σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Κρίση συμβαίνει διότι το κεφάλαιο δε μπορεί να αποσπάσει μεγαλύτερο κέρδος, όπως θα ήθελε.  Κρίση συμβαίνει διότι δε μπορεί να απασχοληθεί η διαθέσιμη εργασία. Κρίση, επομένως, σημαίνει μια διαδικασία όπου μέσω καταστροφών, μέσω συγκρούσεων, μέσω αντιπαραθέσεων η ίδια η εξέλιξη των πραγμάτων απαιτεί μια νέα διευθέτηση στις σχέσεις ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Και αυτό τελικά γίνεται.

 

Από τη μια, λοιπόν, έχουμε το δρόμο του κεφαλαίου και πρέπει να δούμε με ποιο συγκεκριμένο τρόπο υλοποιείται αυτός ο δρόμος σήμερα. Σε γενικές γραμμές επιδιώκουν μια διέξοδο από την κρίση μέσα από την άνοδο των χρηματιστηρίων και γενικά των τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Ο πρώτος στόχος τους στην κατεύθυνση αυτή είναι διοχέτευση ρευστότητας προς τις τράπεζες. Δηλαδή τυπώνουν χρήμα και οι Αμερικάνοι και σε μικρότερο βαθμό οι Ευρωπαίοι, δίνουν τζάμπα χρήμα στις τράπεζες για να υπάρξει ρευστότητα στην οικονομία και να αποτραπεί το βάθεμα της κρίσης. Οι τράπεζες όμως παίρνουν τη ρευστότητα και την παίζουν στα χρηματιστήρια ή παίρνουν κρατικά ομόλογα. Ενώ οι ελληνικές τράπεζες έχουν πάρει 50 δις € από την ΕτΤ, δεν υπάρχει ρευστότητα στην αγορά, δε χρηματοδοτούνται επιχειρήσεις, δε χρηματοδοτούνται τα νοικοκυριά.

 

Δεύτερο, επιδιώκοντας την άνοδο των χρηματιστηρίων, προσδοκούν μέσα απ’ αυτά οι τράπεζες να κάνουν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους θέση για να επιτευχθεί τι τελικά; Να φτάσουν οι τράπεζες στο σημείο να μπορούν να δανείζονται και να δανείζουν ξανά. Δηλαδή αυτό που ονομάζουν «έξοδο από την κρίση» είναι τελικά η επιστροφή στην κατάσταση που είχαμε πριν την κρίση και που μας οδήγησε σ’ αυτήν. Δηλαδή να ξαναμπούμε σε μια διαδικασία δανεισμού και μέσω αυτού να μπορέσει να κινηθεί η οικονομία κλπ, έστω και με χαμηλότερους ρυθμούς. Πού οδηγεί αυτός ο δρόμος;

 

Πολλοί συζητούν ότι αυτή η μορφή εξόδου από την κρίση οδηγεί ήδη αυτή τη στιγμή στη δημιουργία νέας φούσκας. Δηλαδή δεν αποκλείουν, μετά από λίγα χρόνια, να έχουμε ξανά κατάρρευση χρηματιστηρίων, των τραπεζών κλπ.

 

Δεύτερον, ακόμη κι αν αυτό δε συμβεί, η μία από τις πιο πιθανές εξελίξεις είναι να έχουμε μια περίοδο με πολύ χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, άρα με υψηλή ανεργία.

 

Και η τρίτη εκδοχή, και η πιο πιθανή κατά την άποψή μου, είναι να έχουμε μια «άνεργη ανάκαμψη», δηλαδή μπορεί να έχουμε μια ανάκαμψη που θα συνοδεύεται από αύξηση της ανεργίας, όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν. Γι’ αυτό και το Διεθνές Γραφείο Εργασίας (ILO) προβλέπει τουλάχιστον επταετή διάρκεια στην κρίση απασχόλησης, δηλαδή αύξηση της ανεργίας ή τη διατήρησή της σε πολύ υψηλά επίπεδα.

 

Ένας εναλλακτικός δρόμος εξόδου από την κρίση με άξονα την εργασία περνάει μέσα από την ανάκαμψη της απασχόλησης, μέσα από την αναβάθμιση γενικότερα της εργασίας. Και τούτο γιατί η αύξηση της ανεργίας αποτελεί παράγοντα επιδείνωσης όλων των άλλων προβλημάτων, μείωση της ζήτησης, μείωση των δημόσιων εσόδων κλπ. Επίσης, υπολογισμοί που έχουν γίνει από το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ  δείχνουν ότι εξαιτίας της ανεργίας και των ελαστικών μορφών απασχόλησης (επισφαλής και ανασφάλιστη εργασία),  χάνονται κάθε χρόνο 15 δις € από το ασφαλιστικό σύστημα. Δηλαδή μέσω της επισφαλούς εργασίας και της ανεργίας, πέραν των άλλων, «τινάζεται» στον αέρα το ασφαλιστικό σύστημα. Γι’ αυτό λοιπόν εμείς προτάσσουμε ως πρώτη γραμμή άμυνας και διεξόδου: αναβάθμιση της εργασίας, δηλαδή κατάργηση των επισφαλών μορφών απασχόλησης και δεύτερο στρατηγική στόχευση η αύξηση της απασχόλησης, αυτό που λέγαμε για δημιουργία 100.000 θέσεων εργασίας το χρόνο. Και θα εξηγήσω τι εννοώ, γιατί ακόμη και δικοί μας άνθρωποι δεν το έχουν καταλάβει.

 

Ο πρώτος, λοιπόν, στόχος είναι αμυντικός, να αποφύγουμε το βάθεμα της ύφεσης και την κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος και ο δεύτερος είναι μέσα απ’ αυτό να δημιουργήσουμε νέα απασχόληση, νέα προστιθέμενη αξία. Επιτρέψτε μου να πω ένα παράδειγμα για να γίνει πιο κατανοητό. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος από εσάς είναι υπερχρεωμένος. Είχε πάρει ένα δάνειο, υπολόγιζε ότι θα καταφέρει να πληρώνει τις δόσεις, στην πορεία όμως δε μπορεί να ανταποκριθεί και να εξυπηρετήσει το δάνειό του. Τι θα κάνει; Θα κοιτάξει να περικόψει διάφορες δαπάνες ή τυχόν σπατάλες που έκανε. Μετά από ένα σημείο αυτή η πηγή περικοπών εξαντλείται, δηλαδή, τι να περικόψεις; Το σχολείο του παιδιού σου, τις επισκέψεις στο γιατρό; Επομένως, καταλήγεις ότι η μόνη λύση είναι να βρεις περισσότερο εισόδημα, να δουλέψεις περισσότερο, να βρεις δεύτερη δουλεία, ούτως ώστε να μην σου πάρει το σπίτι η τράπεζα. Το ίδιο συμβαίνει και με την κοινωνία. Σε τελευταία ανάλυση, δηλαδή, αυτό που λέμε έξοδος από την κρίση είναι να παραχθεί νέο εισόδημα, αλλά και για να γίνει αναδιανομή του υπάρχοντος.

 

Ο δεύτερος άξονας είναι, αυτό που ακούσαμε ήδη, οι ανάγκες. Η αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης αλλά και η διέξοδος από αυτήν στηρίζονται σε μέσα και πολιτικές που ικανοποιούν ανάγκες, ατομικές και συλλογικές.

 

Για ποια «έξοδο από την κρίση» μπορούμε να μιλάμε όταν ο κόσμος ζει στην ανέχεια, όταν δεν έχει λεφτά να ζήσει με αξιοπρέπεια ή όταν δεν έχει νοσοκομείο να ικανοποιήσει την ανάγκη του για περίθαλψη;  Η έξοδος από την κρίση είναι μια κοινωνική διαδικασία με συγκεκριμένο περιεχόμενο. Η έξοδος από την κρίση περνάει μέσα από την ικανοποίηση ατομικών και συλλογικών αναγκών, απαιτεί έναν προσανατολισμό προς μια οικονομία των αναγκών. Δηλαδή μια οικονομία που λειτουργεί με κριτήριο όχι τη μεγιστοποίηση του κέρδους αλλά τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ωφέλειας, της κοινωνικής αποτελεσματικότητας. 

 

Ας δούμε πώς αυτή η γενική ιδέα μπορεί να βρει εφαρμογή στο θέμα της απασχόλησης. Έχουμε μιλήσει για την ανάγκη να δημιουργηθούν 100.000 θέσεις εργασίας το χρόνο. Αυτό το νούμερο δεν είναι τυχαίο. Από πρόχειρους υπολογισμούς, προκύπτει ότι για να φτάσουμε την ανεργία εκεί που ήταν πριν την κρίση και να προσεγγίσουμε το στόχο της πλήρους απασχόλησης, θα πρέπει τα επόμενα 4 – 5 χρόνια στην Ελλάδα να δημιουργηθούν 400.000 – 500.000 θέσεις εργασίας. Από εκεί προκύπτουν οι 100.000 θέσεις εργασίας το χρόνο, ως ένας στόχος προσανατολισμού. Ορισμένοι έχουν  καταλάβει αυτή την πρόταση ότι ζητούμε να γίνουν 100.000 διορισμοί. Δεν είναι σωστό. Αυτό που λέμε εμείς είναι το εξής: Αυτό είναι το πρόβλημα, ας συζητήσουμε τις λύσεις. Πού μπορούν να βρεθούν αυτές οι 100.000 θέσεις εργασίας;

 

Πρώτον, κάλυψη ελλειμμάτων στο κοινωνικό κράτος. Υπάρχουν νοσοκομεία που δε λειτουργούν τα μηχανήματα γιατί δεν έχουν ανθρώπους να τα λειτουργήσουν. Έχουμε σχολεία που υπολειτουργούν γιατί δεν έχουμε δασκάλους. Έχουμε ελεγκτικούς μηχανισμούς που δε λειτουργούν. Η υπηρεσία του ΙΚΑ η αρμόδια για την εισφοροδιαφυγή δεν έχει ανθρώπους να στελεχωθεί. Η κάλυψη τέτοιων κενών δε δημιουργεί απλά απασχόληση, αλλά επιτρέπει την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών.

 

Δεύτερον, νέες δημόσιες πολιτικές. Εξήγησαν και οι σ/φοι πριν ότι μια από τις αιτίες της κρίσης είναι ο υπερδανεισμός. Ότι δηλαδή οι τράπεζες έγιναν υποκατάστατο του κοινωνικού κράτους. Για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του για στέγη, για περίθαλψη, για σπουδές, για κάλυψη ακόμη και μικροαναγκών ο κόσμος πρέπει να ζητήσει δάνειο από τις τράπεζες.

 

Έξοδος, λοιπόν, από την κρίση δε σημαίνει επιστροφή στην ίδια κατάσταση, αλλά τη θέση των τραπεζών να την πάρουν νέες δημόσιες πολιτικές. Να αναφέρω ένα παράδειγμα: Οι τράπεζες στο μέλλον, και να θέλουμε, δε θα δίνουν τόσο εύκολα δάνεια για να αγοράζει σπίτι ο φτωχός. Εμείς λέμε ότι δεν πρέπει κιόλας. Αλλά δε θα γίνεται. Γιατί να μην υπάρξει μια δημόσια πολιτική; Εμείς μάλιστα έχουμε προτείνει να γίνει και ειδική τράπεζα, η οποία παίρνοντας τα λεφτά από τον ΟΕΚ, που είναι λεφτά των εργαζομένων, ή τα λεφτά από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, που είναι  πάλι λεφτά της κοινωνίας και σε συνεργασία με το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, να ασκήσει μια δημόσια πολιτική παροχής κοινωνικής κατοικίας και με χαμηλότοκο δάνειο, ή εντελώς δωρεάν εάν είναι κάποιος άπορος ή με μακροχρόνια ενοικίαση ή άλλες μορφές. Τέτοια παραδείγματα νέων δημόσιων πολιτικών μπορούμε να βρούμε αρκετά.

 

Τρίτον, αναδιαρθρώσεις. Στην Ελλάδα είχαμε μια υπερανάπτυξη της οικοδομής. Όταν τώρα λέμε ανάπτυξη τι εννοούμε; Να έχουμε ξανά ανάπτυξη της οικοδομής; Φυσικά όχι. Πρώτο, γιατί αυτό δεν είναι εφικτό και δεύτερο δεν το θέλουμε. Δε μπορούμε, δηλαδή, να στηρίξουμε την ανάπτυξη της οικονομίας στην οικοδομή μόνο και μάλιστα σε οικοδομή όχι για κάλυψη αναγκών αλλά για επενδύσεις και πώληση σε ξένους κλπ. Εδώ, λοιπόν, στον κλάδο των οικοδόμων και των μηχανικών θα έχουμε μια ανεργία δομική. Τι μπορεί να γίνει; Να φτιάξουμε ένα πρόγραμμα, ώστε ένα μέρος του κόσμου που απασχολούνταν στην οικοδομή, να βρει δουλειά σε έργα προστασίας και αναβάθμισης του περιβάλλοντος, εξοικονόμησης ενέργειας κλπ. Είναι εφικτό αυτό; Εμείς λέμε πως είναι. Έδωσα ένα παράδειγμα, θα μπορούσε κανείς να αναφέρει και άλλες αναδιαρθρώσεις, να υπάρξει δηλαδή ένα σχέδιο μεταφοράς θέσεων απασχόλησης από κάποιον τομέα που δεν έχει προοπτική, ή δε θέλουμε να αναπτύσσεται σε άλλους τομείς που εξυπηρετούν συγκεκριμένες ανάγκες.

 

Τέταρτο, νέοι κλάδοι, νέοι τομείς απασχόλησης. Η Ελλάδα έχει παραγωγικό πρόβλημα. Πρέπει να δούμε τι παράγουμε. Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου είναι τεράστιο. Δεν πρέπει, λοιπόν, να συζητήσουμε για νέους κλάδους ή τομείς σε σχέση ίσως και με την κλιματική αλλαγή, τις νέες τεχνολογίες, αλλά και γενικότερα και εκεί να επιδιώξουμε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας;

 

Τα παραπάνω συνδέονται βεβαίως με τη γενικότερη πολιτική και το πρότυπο παραγωγής, κατανάλωσης και αναδιανομής. Στάθηκα σ’ αυτό για να δείξω ότι αυτό που λέμε οικονομία των αναγκών είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος που, μέσα από τις κατάλληλες επιλογές, μπορούμε να συνδυάσουμε υπαρκτές ανάγκες της κοινωνίας με προβλήματα της κοινωνίας όπως η ανεργία κλπ και να βρούμε προωθητικές λύσεις, οι οποίες να συμβάλουν και στη λύση του συγκεκριμένου προβλήματος, αλλά και γενικότερα στην ανάκαμψη και στην έξοδο από την κρίση.

 

Αυτό και μόνο το παράδειγμα δείχνει τη μεγάλη σημασία των χρηματοδοτήσεων στην υλοποίηση διάφορων μέτρων και πολιτικών. Άρα χρειάζεται κοινωνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι τράπεζες πρέπει να λειτουργούν ως κοινωφελείς οργανισμοί, ακόμη και μέσα στις συνθήκες του καπιταλισμού. Εμείς παλεύουμε γι’ αυτό, με πρώτο βήμα, όπως έχουμε πει, για δημόσιο πυλώνα με την Εθνική Τράπεζα κλπ.

 

Θέλω τέλος να πω δύο λόγια για το ασφαλιστικό σύστημα. Πιστεύω, λοιπόν, ότι αυτό που λέμε τριμερής χρηματοδότηση δεν αρκεί πια. Ότι το ασφαλιστικό σύστημα θα έχει τεράστια προβλήματα. Όταν γίνεται τεράστια εισφοροδιαφυγή εδώ και δεκαετίες, όταν έχουν «φαγωθεί» τα αποθεματικά των ταμείων από παλιά, όταν η ανεργία αυξάνει, πώς να μην υπάρχει πρόβλημα; Ακόμη, όμως, κι αν πατάξουμε την εισφοροδιαφυγή, ακόμη κι αν νομιμοποιήσουμε τους μετανάστες – που πρέπει να το κάνουμε -, ακόμη κι αν κάνουμε διάφορες βελτιώσεις στη διαχείριση, φοβούμαι ότι θα έχουμε μεγάλο πρόβλημα. Άρα πρέπει από την τριμερή χρηματοδότηση να περάσουμε σε τετραμερή χρηματοδότηση. Αυτό που είπε ο Ευκλείδης ότι πήγε να γίνει στη Σουηδία, είναι ένας τρόπος. Επιβλήθηκε ειδική φορολογία στις επιχειρήσεις, η οποία παίρνει τη μορφή μετοχών, οι μετοχές κρατούνται στο «σεντούκι» των ταμείων και από εκεί έχουν μέρισμα, έχουν περιουσία κλπ. Θα έλεγα ότι ίσως στην Ελλάδα πρέπει να βρούμε και κάποιο διαφορετικό τρόπο λόγω της δομής της οικονομίας. Σκέφτομαι, λοιπόν, γιατί να μην πούμε τη θέση σε κάθε εταιρεία που δημιουργείται στην Ελλάδα, ένα μέρος π.χ. το 5% του μετοχικού της κεφαλαίου να ανήκει στην κοινωνική ασφάλιση; Τα ταμεία δεν ασχολούνται με τη διοίκηση της επιχείρησης, αλλά έχουν τις μετοχές στο «μπαούλο» τους, έχουν τα μερίσματα ως πρόσοδο και ταυτόχρονα υπάρχει μια περιουσιακή βάση η οποία αυξάνει και την πιστοληπτική θέση της χώρας. Αν εφαρμοστεί αυτό θα πέσουν και τα επιτόκια. Έτσι, λοιπόν, θα έχουμε εργοδοτική εισφορά, εισφορά εργαζομένων, συνεισφορά του κράτους, της φορολογίας δηλαδή, αυτή είναι η τριμερής χρηματοδότηση, και να έχουμε κι αυτό το «κοινωνικό απόθεμα» ως μια τέταρτη πηγή.

 

Να τελειώσω με κάποιες γενικότερες σκέψεις σ’ ό,τι αφορά την αριστερά απέναντι σ’ αυτή την κρίση. Πριν από ένα χρόνο, νομίζω, μου είχε ζητηθεί να γράψω ένα άρθρο για το «Εντός Εποχής» της εφημερίδας Εποχή. Είχα χρησιμοποιήσει ένα σχήμα με το τούνελ, ήταν η αρχή της κρίσης τότε. Έλεγα δηλαδή ότι η κρίση είναι σαν ένα τρένο που βγαίνει από το τούνελ, αλλά ξέρουμε μόνο τα βαγόνια που έχουν εμφανιστεί έξω από αυτό, δεν ξέρουμε τι υπάρχει μέσα στο τούνελ. Όντως μετά «έσκασαν» τα κανόνια… Το ίδιο σχήμα θα χρησιμοποιήσω και τώρα. Ούτε τώρα έχει βγει ολόκληρο το τρένο της κρίσης από το τούνελ. Ξέρουμε μόνον αυτό που έχουμε δει. Δεν ξέρουμε τι υπάρχει ακόμη μέσα στο τούνελ. Ποια θα είναι η επόμενη  φάση; Θα μπούμε σε μια φάση με κρίσεις χρεών: θα μπούμε σε μια φάση πληθωριστικής ανάπτυξης; Θα μπούμε σε μια φάση νομισματικών πολέμων πιο έντονων; Πάντως υπάρχει ακόμη φορτίο εντάσεων το οποίο είναι μπροστά μας, και θα το δούμε τα επόμενα χρόνια.

 

Άρα, η Αριστερά πρέπει να προσεγγίσει την κρίση αυτή με όρους μιας ιστορικής εποχής, με απροσδιόριστη διάρκεια και με τη φιλοδοξία να σφραγίσουν το τέλος της κρίσης οι δικοί μας πολιτικοί και κοινωνικοί αγώνες. 

 

Η άλλη παρατήρηση που θα ήθελα να κάνω είναι ότι πρέπει να κάνουμε επιλογές, να μη φοβηθούμε να κάνουμε επιλογές. Θέλουμε να είμαστε μια Αριστερά που θα παρακολουθεί απλώς τις εξελίξεις, επιλογή που όλα αυτά τα χρόνια ακολουθεί το ΚΚΕ, ή θέλουμε μια Αριστερά η οποία θα φιλοδοξήσει να σφραγίσει τις εξελίξεις, να τις επηρεάσει, να τις διαμορφώσει; Θέλουμε μια Αριστερά που απλώς θα υπερασπιστεί ό,τι θετικό έχει το παρελθόν ή θέλουμε μια Αριστερά η οποία θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει ό,τι θετικό κυοφορεί το μέλλον χωρίς να απεμπολήσει κατακτήσεις του παρελθόντος;

 

Πρέπει ακόμη ως Αριστερά να κατακτήσουμε μια νέα κουλτούρα. Δε δημιουργήσαμε τον ΣΥΡΙΖΑ για να γίνουμε απλώς πιο ισχυροί, αλλά για να γίνουμε διαφορετικοί. Κάναμε το ΣΥΡΙΖΑ στη βάση μιας συμφωνίας, ότι ουδείς είναι δικαιωμένος από την Αριστερά. Όλοι σεβόμαστε τους αγώνες όλων, αλλά αν υπήρχε κάποια γραμμή που είχε δικαιωθεί, θα την εφαρμόζαμε. Μαζευόμαστε για να βρούμε τη νέα γραμμή.

 

Εδώ και μερικούς μήνες ακούω συζητήσεις που παραβιάζουν αυτή την αρχή. Στο ΣΥΡΙΖΑ δε μαζευτήκαμε για να κάνει ο ένας μάθημα στον άλλον. Μαζευτήκαμε για να εργαστούμε από κοινού για την αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων του αριστερού κινήματος όπως διαμορφώθηκε ως τώρα, για να μπορέσουμε ακριβώς να προχωρήσουμε παραπέρα, σεβόμενοι ο ένας την άποψη του άλλου.

 

Και ένα τελευταίο. Πρέπει να αλλάξουμε κάπως τον τρόπο που δουλεύουμε. Μα μη βλέπουμε μόνο το σήμερα, αλλά και το αύριο. Ήρθε προχθές στη Αθήνα και είχαμε μια συνάντηση μαζί του, ο σ/φος που από τη μεριά του Γερμανικού αριστερού κόμματος ασχολείται με αυτό που έκανα εγώ προεκλογικά, είναι δηλαδή υπεύθυνος της Επιτροπής Πολιτικού Σχεδιασμού, και ανταλλάξαμε ιδέες, εμπειρίες κλπ. Τον ρώτησα με τι ασχολείται τώρα και μου απάντησε ότι τώρα ασχολείται με τις εκλογές του 2013. Η διάσταση, λοιπόν, του μακροχρόνιου σχεδιασμού είναι ανάγκη της δικής μας δράσης που θα πρέπει να την καλύψουμε.  

Για την ανασύνθεση της Αριστεράς | Άρθρο στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή» ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την Φανή Πετραλιά. Η Φανή προσωποποίησε με έναν σπάνιο τρόπο τη σύζευξη της χειραφετημένης γυναίκας, της ενεργής διαννοούμενης, της μαχητικής δημοσιογράφου & της ακάματης συνδικαλίστριας. Παιδί μιας εποχής που παρά τις δυσκολίες της ευνοούσε το ταίριασμα του λογισμού με τ' όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, η Φανή Πετραλιά ήταν πρότυπο & σημείο αναφοράς. Θα τη θυμόμαστε ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η σκέψη μας στους αγαπημένους της ανθρώπους. ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr