Η Αριστερά στην Ελλάδα αγωνιζόταν πάντα για ένα «άλλο», «διαφορετικό» παραγωγικό και αναπτυξιακό υπόδειγμα. Το περιεχόμενο αυτού του «άλλου υποδείγματος» διαμορφωνόταν κάθε φορά σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, εμπνεόταν από τις αξίες της αριστεράς και καθοριζόταν σε συνάφεια με τη στρατηγική της.
Μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα, λόγω της καθυστερημένης ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και της ρηχής εκβιομηχάνισης, οι προτάσεις της Αριστεράς, συγκροτούνταν με άξονα τη δημιουργία εθνικής βαριάς βιομηχανίας, που θεωρείτο ως υλική βάση της λαϊκής κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας από τον ασφυκτικό έλεγχο του ξένου κεφαλαίου και των ξένων δυνάμεων. Οι εν λόγω προτάσεις πήραν πιο συγκεκριμένη μορφή στα χρόνια της εθνικής αντίστασης και της ανασυγκρότησης που ακολούθησε.[1]
Μετά την μεταπολίτευση οι προτάσεις και οι αντιλήψεις της Αριστεράς άρχισαν να επηρεάζονται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις νέες ανάγκες και τα συναφή κοινωνικά αιτήματα που έφερναν στο προσκήνιο το εργατικό, το οικολογικό, και το φεμινιστικό κίνημα καθώς και το κίνημα της νεολαίας, για δημόσια αγαθά και ισχυρό κοινωνικό κράτος.
Τις τελευταιες τρεις δεκαετιες η διεύρυνση των ανισοτήτων, ως αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και η ευρύτερη συνειδητοποίηση των καταστροφικών επιπτώσεων της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της κλιματικής αλλαγής, φέρνουν στο προσκήνιο με μεγαλύτερη έμφαση τις ποιοτικές διαστάσεις της ανάπτυξης, τις απαιτήσεις για ανθεκτικότητα, βιωσιμότητα, δικαιοσύνη, έμφυλη ισότητα, αλληλεγγύη.
Με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 η Ελλάδα αναδεικνύεται σε «αδύναμο κρίκο» της Ευρωζώνης. Η χρεοκοπία που επακολούθησε αποδόθηκε, κατά την επικρατούσα άποψη, στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό και την κρίση του δημοσίου χρέους. Όμως υπόβαθρο και άμεσος υπεύθυνος ήταν το παραγωγικό και αναπτυξιακό υπόδειγμα το οποίο ενδογενώς δημιουργεί ελλείμματα και ανισότητες.
Σήμερα, σε μια συγκυρία που χαρακτηρίζεται από ένα συνεχές πολλαπλών και αλληλεξαρτώμενων κρίσεων, το ζήτημα του αναπτυξιακού υποδείγματος αποκτά εκ νέου κεντρική σημασία, καθώς αποτελεί το πεδίο στο οποίο εκδηλώνονται και συμπυκνώνονται οι αντιφάσεις του ελληνικού καπιταλισμού, συγκρούονται ταξικά συμφέροντα και αντιτιθέμενα σχέδια, συναντώνται παθογένειες και κληρονομιές του παρελθόντος με νέες προκλήσεις που έρχονται από το μέλλον και επηρεάζουν ήδη καθοριστικά το παρόν. Πράγματι, τη τελευταία τετραετία από τη μια, το δημόσιο χρέος παρουσιάζει νέα σημαντική αύξηση, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών εμφανίζει και πάλι τάσεις διεύρυνσης και οι κοινωνικές ανισότητες που στα χρόνια της διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχαν αρχίσει να μειώνονται, επανήλθαν σε τροχιά επιδείνωσης. Από την άλλη, η κλιματική αλλαγή καθώς και νέες ανάγκες αναπαραγωγής της κοινωνίας δημιουργούν ένα πρωτόγνωρο φάσμα νέων δεδομένων και απαιτήσεων.
Σήμερα, λοιπόν, η ανάγκη για αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος τροφοδοτείται από τρεις διαφορετικές αλλά συγκλίνουσες τάσεις: (α) τη χρόνια υποχώρηση της παραγωγικής βάσης και της οικονομικής βιωσιμότητας του παραγωγικού συστήματος (β) τις κλιμακούμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και την ανάγκη της κλιματικής προσαρμογής και (γ) τη διεύρυνση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων σε συνδυασμό με τις αρνητικές δημογραφικές τάσεις και τις νέες ανάγκες της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Α. Βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού αναπτυξιακού υποδείγματος και η ανάγκη αλλαγής του
Το αναπτυξιακό υπόδειγμα της Ελλάδας από την άποψη της προσφοράς, (τι παράγουμε) βασίζεται κυρίως στον τουρισμό, το real estate, υπηρεσίες και άλλες δραστηριότητες χαμηλής και μέσης προστιθέμενης αξίας.[2] Επιχειρήσεις έντασης γνώσης αντιπροσωπεύουν μόλις το 1/4 της οικονομίας και σε θέσεις σχετικά υψηλών δεξιοτήτων εργάζεται περίπου το 1/3 των εργαζομένων. Στην Ευρώπη, η Ελλάδα καταλαμβάνει μόλις την 25η θέση στο δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας σε σύνολο 27 χωρών.[3]
Κύριο χαρακτηριστικό του ελληνικού αναπτυξιακού υποδείγματος ως προς τις ποιοτικές του παραμέτρους (πως παράγουμε και πως διανέμουμε το προϊόν) είναι ότι αυτό στηρίζεται κυρίως στη φτηνή εργασία, στην περιορισμένη έρευνα και καινοτομία, στη χαμηλή φορολογία στα κέρδη και στα μερίσματα και τη μεγάλη φοδιαφυγη και φοροαποφυγη, στις μεγάλες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, στην περιορισμένη και διάτρητη προστασία του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομίας.[4] Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν είναι παροδικά αλλά αποτελούν μερικά από τα δομικά προβλήματα του ελληνικού παραγωγικού και αναπτυξιακού υποδείγματος. Εξαιτίας τους, το τελευταίο, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες αναπαραγωγής της ελληνικής κοινωνίας ούτε να βελτιώσει τη θέση της χώρας στον ευρωπαϊκό και διεθνή καταμερισμό εργασίας. Δημιουργεί περιορισμένο αριθμό θέσεων εργασίας και αυτές χαμηλών δεξιοτήτων και αμοιβών. Δεν δημιουργεί επαρκείς ευκαιρίες αξιοποίησης του επιστημονικού δυναμικού με αποτέλεσμα το Brain Drain (φυγή επιστημόνων στο εξωτερικό) να αποτελεί μόνιμη αιμορραγία και η ανεργία των νέων να είναι από τις υψηλότερες σε όλη την Ευρώπη. Το υφιστάμενο παραγωγικό μοντέλο δεν ανταποκρίνεται επίσης στις καταναλωτικές και τις επενδυτικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας με αποτέλεσμα τη μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές. Ακόμη και οι εξαγωγές που πραγματοποιούνται, χαρακτηρίζονται από υψηλό περιεχόμενο εισαγόμενων προϊόντων. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται μόνιμο έλλειμμα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών το οποίο τελικά καλύπτεται με εξωτερικό δανεισμό ή άλλες εισροές ξένου κεφαλαίο. Σ’ αυτό συντείνουν και οι μεγάλες κοινωνικές ανισότητες και η αντίστοιχη δομή της κατανάλωσης[5] Το έλλειμμα αυτό, πέρα από ένα σημείο, λειτουργεί ως ενδογενής περιοριστικός παράγοντας της ανάπτυξης. Η συνεχής διεύρυνση του ελλείμματος ήταν μια από τις βασικές αιτίες που συνετέλεσαν στη χρεοκοπία του 2010 και ασφαλώς ανάλογοι κίνδυνοι υπάρχουν και για το μέλλον αν δεν αλλάξει το παραγωγικό και αναπτυξιακό υπόδειγμα.
Το υφιστάμενο παραγωγικό μοντέλο αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως αναλώσιμο πόρο. Κτηματολόγια, δασικοί χάρτες, χωροταξικά σχέδια, παραμένουν σε εκκρεμότητα. Μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος χαλαρώνουν ή παραβιάζονται χωρίς συνέπειες. Πολύτιμοι οικολογικοί και πολιτισμικοί πόροι καταστρέφονται από τη στεγνή καπιταλιστική εκμετάλλευση και την ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία (Μύκονος και όχι μόνο). Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υψηλή ένταση ενέργειας. Ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος καταναλώνουμε περισσότερη ενέργεια από το μέσο όρο της ΕΕ. Ενώ έχουμε σχετικά μεγαλύτερη τρωτότητα ως προς τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, είμαστε πολύ πίσω στον δείκτη ετοιμότητας, 17 θέσεις από την πρωτοπόρο Δανία.[6] Στο μεταξύ ο συνδυασμός «πράσινης μετάβασης», ψηφιακού μετασχηματισμού, τεχνητής νοημοσύνης, και 4ης βιομηχανικής επανάστασης διαμορφώνει νέα παραγωγικά μοντέλα και νέα πεδία επιχειρηματικού και κρατικού ανταγωνισμου. Καμία χώρα δεν μπορεί να αγνοήσει, χωρις συνεπειες, τις τασεις αυτες στο σχεδιασμό του δικού της μελλοντος.
Οι δημογραφικές τάσεις από την πλευρά τους κάνουν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για στροφή σε δραστηριότητες έντασης γνώσης και υψηλής προστιθέμενης αξίας καθώς μόνο με υψηλότερη παραγωγικότητα και δίκαιη διανομή μπορούν να αντιμετωπιστούν οι αυξανόμενες ανάγκες από τη συρρίκνωση και τη γήρανση του πληθυσμού. Οι αλλαγές στην κοινωνία, στην οικογένεια, στην εργασία, στις σχέσεις επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής κάνουν αναγκαίες αναδιατάξεις στην κατεύθυνση ενός συμπεριληπτικού και δικαίου αναπτυξιακού υποδείγματος. Στις νέες συνθήκες η οικολογική και η φεμινιστική σκοπιά διαπερνά όλες τις πλευρές της ανάπτυξης, γίνεται πιο οργανικός ο ρόλος της στην αναπαραγωγή της κοινωνίας. Κλειδί για την κοινωνική συνοχή και βιωσιμότητα είναι η μείωση των ανισοτήτων και η αποτροπή νέων. Δεδομένου ότι η κλιματική προσαρμογή και ο ενεργειακός μετασχηματισμός απαιτούν την ενεργή εμπλοκή της κοινωνίας, η μείωση των ανισοτήτων αποτελεί προϋπόθεση για γρήγορη και δίκαιη μετάβαση.
Στόχος επομένως ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος είναι η επίτευξη οικονομικής, οικολογικής και κοινωνικής ανθεκτικοτητας, βιωσιμότητα και δικαιοσύνης.
Β. Για ένα νέο υπόδειγμα βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης
Το νέο υπόδειγμα βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης έχει ως βάθρο του τις αξίες για μια κοινωνία ισότητας, ελευθερίας και δικαιοσύνης και αναγνωρίζει τη σημασία της ανθεκτικότητας και της ασφάλειας στην εποχή μας. Γι’ αυτό θεωρεί την οικονομική, την κοινωνική, την οικολογική και πολιτισμική ανάπτυξη αλληλένδετες μεταξύ τους
Επίτευξη της οικονομικής, οικολογικής και κοινωνικής βιωσιμότητας σημαίνει την αντιστροφή των αρνητικών τάσεων που χαρακτηρίζουν σήμερα την ελληνική οικονομία, τη μείωση της φτώχειας και των ανισοτήτων, την αναβάθμιση της εργασίας του ρόλου και της θέσης της στην αναπτυξιακή διαδικασία, την οργάνωση και υλοποίηση της κλιματικής προσαρμογής με όρους δικαιοσύνης, την αναβάθμιση της θέσης της χώρας στον ευρωπαϊκό και το διεθνή καταμερισμό της εργασίας.
Η μεταβαση στο νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό υπόδειγμα απαιτεί διεύρυνση και ποιοτική αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης και της παραγωγικής ικανότητας. Σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, αύξηση του ειδικού βάρους της βιομηχανίας, και της πρωτογενούς παραγωγής, ενίσχυση της καινοτομίας και της έρευνας, αύξηση των εξαγωγών και υποκατάσταση εισαγωγών με εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα. Συγκριτικά πλεονεκτήματα, στο νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα, δεν είναι η φτηνή εργασία και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος αλλά η αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού και των δεξιοτήτων του, καθώς και η ενίσχυση οικονομικών δραστηριοτήτων έντασης γνώσης.
Η αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος, αναφέρεται και στην πλευρά της ζήτησης η στήριξη της οποίας θα προκύπτει από την αναβάθμιση της εργασίας και της αμοιβής της, την ενθάρρυνση της συλλογικής κατανάλωσης και τη γενναία ενίσχυση πχ των μέσων μαζικής μεταφοράς, την αποθάρρυνση της πολυτελούς κατανάλωσης, και αντιοικολογικών καταναλωτικών συμπεριφορών.
Στο νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και η συλλογική κοινωνική επιχειρηματικότητα δεν γίνεται απλώς ανεκτή ως «φτωχός συγγενής» αλλά αναδεικνύεται σε βασικό πυλώνα της ανάπτυξης. Το κράτος και οι φορείς του εξασφαλίζουν για τον σκοπό αυτό κατάλληλα κίνητρα, θεσμικά πλαίσια και δομές υποστήριξης. Οι ενεργειακές κοινότητες υπό ένα νέο καθεστώς θα έχουν κεντρικό ρόλο στον ενεργειακό μετασχηματισμό και την αποκέντρωση της παραγωγής ενέργειας.
Στο νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα οι επενδύσεις σε κοινωνικές και υλικές υποδομές αποτελούν την ατμομηχανή και βασικό επιταχυντή της βιώσιμης ανάπτυξης. Το κοινωνικό κράτος αναβαθμίζεται. Πέρα από τις εισοδηματικές μεταβιβάσεις επενδύει στο ανθρώπινο κεφάλαιο (εκπαίδευση, υγεία, πολιτισμός, σύγχρονες δεξιότητες), στις υπηρεσίες προς τους πολίτες καθώς και σε πολιτικές συμφιλίωσης των εργασιακών και οικογενειακών υποχρεώσεων των νέων ζευγαριών και ιδίως των γυναικών. Η δυσμενείς δημογραφικές προοπτικές επιβάλλουν πιο τολμηρά βήματα για την στήριξη της οικονομίας της φροντίδας (Μωβ οικονομία) και άλλων υπηρεσιών που συμβάλουν στη συμπερίληψη, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή.
Γ. Αναπτυξιακό Κράτος, Αναπτυξιακή στρατηγική, Μεταρρυθμιστικές Προτεραιότητες
Αναπτυξιακό Κράτος. Η αλλαγή του παραγωγικού και αναπτυξιακού υποδείγματος έχει στον πυρήνα της την ανασυγκρότηση και τον μετασχηματισμό του ελληνικού κράτους σε αναπτυξιακό κράτος.[7] Το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη απετέλεσε μια τραγική αφορμή για να έρθουν στην επιφάνεια οι παθογένειες του ελληνικού κράτους. Κρίσιμη είναι η διαχρονική απουσία μακροχρόνιου σχεδιασμού και εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής. Βασική πηγή προβλημάτων αποτελεί η απογύμνωση του κράτους από κρίσιμες λειτουργίες και εργαλεία παρέμβασης. Χωρίς θεσμούς και διαδικασίες σχεδιασμού, χωρίς αναπτυξιακούς χρηματοδοτικούς θεσμούς, με υποστελεχωμένους τους ρυθμιστικούς και ελεγκτικούς μηχανισμούς, χωρίς δημόσιες πολιτικές σε καίριους τομείς, το κράτος αδυνατεί να παίξει τον αναπτυξιακό και κοινωνικό του ρόλο. Η ανάθεση πλήθους λειτουργιών σε ιδιώτες απογυμνώνει το κράτος από γνώση, θεσμική μνήμη και ικανότητα αντίδρασης (thinking capacity), γίνεται το ίδιο αντικείμενο βαθμιαίας ιδιωτικοποίησης κομματιών και λειτουργιών του. Στο νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα το κράτος, ανασυγκροτείται, αποκτά τα εφόδια για να λειτουργήσει ως δημοκρατικό αναπτυξιακό κράτος. Αποκτά εθνική αναπτυξιακή στρατηγική, θεσμικές και οργανωτικές δυνατότητες σχεδιασμού, δημόσιες πολιτικές σε κρίσιμους τομείς, χρηματοδοτικούς θεσμούς.
Μεταρρυθμίσεις με προοδευτικό περιεχόμενο. Η αλλαγή του αναπτυξιακου υποδειγματος και ο μετασχηματισμός του σημερινού κράτους σε αναπτυξιακό, θα είναι αποτέλεσμα μιας πολυεπίπεδης και απαιτητικής διαδικασίας διοικητικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Οργανικό περιεχόμενο της αναπτυξιακης στρατηγικης είναι ένα προγραμμα ιεραρχημένων μεταρρυθμίσεων που αντιμετωπίζουν ιστορικες εκκρεμότητες, αναιρούν τις συνεπειες της νεοφιλελευθερης απορρύθμισης, δινουν στους πολιτες δικαιώματα και στη κοινωνία δυνατοτητες σχεδιασμού του μελλοντος, απαντούν στις νεες ανάγκες αναπτυξης και αναπαραγωγης της κοινωνιας.[8]
Αναπτυξιακή στρατηγική. Το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα δεν μπορεί να προκύψει από την αυθόρμητη δράση των δυνάμεων της αγοράς. Προϋποθέτει σχέδιο με συγκεκριμένους στόχους, και στρατηγική για την επίτευξη τους.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε διαμορφώσει μια τέτοια στρατηγική και είχε αρχίσει να την υλοποιεί μετά την έξοδο από τα μνημόνια. Όπως αναγνώρισαν και ανεξάρτητοι μελετητές η εν λόγω στρατηγική «είχε προσδιορίσει τις απαιτούμενες αλλαγές που εκτιμούσε ότι πρέπει να επέλθουν, αναδεικνύοντας τις οικονομικές δραστηριότητες που πρέπει να ενισχυθούν στο πλαίσιο του νέου παραγωγικού υποδείγματος καταβάλλοντας ταυτοχρόνως προσπάθεια να προσανατολίσει και τα μέσα (δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους) στην επίτευξη των στόχων. Οι προτάσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ αναπτύχθηκαν γύρω από τέσσερεις βασικούς πυλώνες που αφορούσαν πρώτον σε παραγωγικό υπόδειγμα προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας και έντασης γνώσης, δεύτερον στην ενδυνάμωση της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων, τρίτον στην ενίσχυση του εγχώριου παραγωγικού δυναμικού με παράλληλη μείωση των εισαγωγών και τέταρτον στην ενίσχυση των συνεργασιών των επιχειρήσεων για τη δημιουργία ισχυρών αλυσίδων (clusters) παραγωγής».[9]
Στο μέλλον θα πρέπει να θεσμοθετηθούν διαδικασίες κατάρτισης, έγκρισης, και παρακολούθησης της υλοποίησης της αναπτυξιακής στρατηγικής ώστε αυτή να διαθέτει αυξημένη δημοκρατική νομιμοποίηση.
Αναπροσανατολισμός της κατανομής των πόρων. Οι πόροι του ταμείου ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ είναι σημαντική πηγή χρηματοδότησης. Όμως κάθε σχεδιασμός της ανάπτυξης κινδυνεύει να μείνει κενό γράμμα αν δεν συνοδεύεται από εργαλεία και θεσμούς που να επιτρέπουν τον αναπροσανατολισμό των χρηματικών πόρων σύμφωνα με τις στοχοθεσίες της αναπτυξιακής στρατηγικής. Με βάση και τη διεθνή εμπειρία το πρόβλημα εντοπίζεται ιδιαίτερα στην επαρκή χρηματοδότηση χαμηλής και μακράς απόδοσης έργων και υποδομών καθώς και των μικρών επιχειρήσεων. Το δίκτυο των υφιστάμενων τραπεζών μπορεί κατά περίπτωση να συμβάλλει σε αυτό, αλλά καταλυτικό ρόλο διαδραματίζουν δημόσιες αναπτυξιακές τράπεζες, θεσμοί παροχής μικροπιστώσεων, συνεταιριστικές τράπεζες, τράπεζες ειδικού σκοπού, πχ τράπεζα για μικρές επιχειρήσεις και περιφερειακή ανάπτυξη.
Δ. Όροι και προϋποθέσεις της μετάβασης
Εμπόδια και αντιστάσεις από κατεστημένα συμφέροντα. Η αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος και ο μετασχηματισμός του κράτους είναι μια μακρά και πολυεπίπεδη διαδικασία με εγγενείς δυσκολίες και προβλήματα. Απαιτεί διαδικασίες από τα πάνω προς τα κάτω όσο και το αντίστροφο, από κάτω προς τα άνω. Οι λύσεις δεν είναι πάντα γνωστές από τα πριν. Κάποιες φορές πρέπει να εφευρεθούν μέσα από δοκιμές και διαδοχικές προσπάθειες. Είναι αναγκαία συνεπώς η κινητοποίηση ευρύτερων επιστημονικών και κοινωνικών δυνάμεων καθώς και η μελέτη αντίστοιχων εμπειριών από άλλες χώρες.
Πέρα από εγγενείς δυσκολίες και προβλήματα μια προσπάθεια αλλαγής του παραγωγικού και αναπτυξιακού υποδείγματος έχει να αντιμετωπίσει και εξωτερικούς περιορισμούς και πιθανές αντιστάσεις από συγκεκριμένα συμφέροντα και κοινωνικές ομάδες. Η ελληνική οικονομία λειτουργεί ως μια οικονομία εγκλωβισμένη σε ένα πλέγμα κατεστημένων συμφερόντων που κερδίζουν σημαντικά, από το ισχύον μοντέλο, εκμεταλλευόμενα τη συνήθως ολιγοπωλιακή τους θέση στην οικονομία, τις πελατειακές σχέσεις τους με τμήματα του πολιτικού προσωπικού, την προνομιακή πρόσβασή τους στους δημόσιους πόρους και το τραπεζικό σύστημα. Η μετάβαση συνεπώς στο νέο υπόδειγμα ανάπτυξης θα συντελείται μέσα από ρήξεις με συμφέρονται και νοοτροπίες τις οποίες μια αριστερή προοδευτική κυβέρνηση πρέπει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιπαραθέσει στις πιέσεις που θα δεχθεί όχι αποσπασματικές ή αυτοσχέδιες κινήσεις αλλά ολοκληρωμένα και καλά προετοιμασμένα σχέδια, ευρείες συμμαχίες -και εντός κράτους και στην κοινωνία- συμμετοχή της κοινωνίας στον σχεδιασμό και την εφαρμογή των αναγκαίων αλλαγών.
Κοινωνικές συμμαχίες. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ένα προοδευτικό πρόγραμμα διεξόδου για την ελληνική κοινωνία βασίζεται σε μεταρρυθμίσεις ευρείας κλίμακας οι οποίες θα αποτελέσουν ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο για μια προοδευτική κυβέρνηση. Πρέπει να υπάρχει επίγνωση ότι οι φιλόδοξοι μετασχηματισμοί που θα δώσουν απάντηση σε χρόνια προβλήματα του ελληνικού κράτους θα χρειαστούν πλατιές συναινέσεις. Οι αναγκαίες συγκρούσεις με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, με παγιωμένες στρεβλές αντιλήψεις του τι σημαίνει μεταρρύθμιση και με το συντηρητικό εποικοδόμημα του συστήματος εξουσίας, θα χρειαστούν κοινωνικές συμμαχίες και ερείσματα. Κάθε πολιτική πρόταση άλλωστε, χρειάζεται κοινωνικά υποκείμενα για να υλοποιηθεί. Κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες θα αναγνωρίσουν τη θετικότητα μιας πρότασης και θα συνδεθούν με το ιδεολογικό της πρόσημο. Αυτό προφανώς θέτει ένα συγκεκριμένο καθήκον στο πολιτικό υποκείμενο του μετασχηματισμού. Πώς θα παράξει εκείνες τις απευθύνσεις που θα συγκροτήσουν την κοινωνική συμμαχία. Και πως θα διαμορφώσει τους όρους της συμμετοχής της κοινωνίας για την νομιμοποίηση της πολιτικής πρότασης. Το προοδευτικό σχέδιο εξόδου από την κρίση χρειάζεται την στήριξη των λαϊκών στρωμάτων, της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας για να είναι βιώσιμο και εφικτό. Είναι απαραίτητο η προοδευτική πρόταση να φτάσει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα τα οποία ασφυκτιούν στο παρόν πλαίσιο. Η κοινωνική συμμαχία, το εύρος και το βάθος της, θα είναι η κοινωνική άμυνα στις επιθέσεις που θα δεχτεί η προοδευτική κυβέρνηση στο εσωτερικό και από το εξωτερικό, θα είναι η εγγύηση της συνέχειας και της διάρκειας των προοδευτικών μετασχηματισμών.
Ακριβώς γι’ αυτό κρίσιμη παράμετρος της μετάβασης είναι η οργάνωση των μισθωτών και των λαϊκών τάξεων, η αναζωογόνηση των συνδικάτων, η ανάδειξη νέων δομών και μορφών που να καθιστούν δυνατή τη συμμετοχή σε διαδικασίες δημοκρατικού σχεδιασμού αλλά και για την αξιοποίηση των νέων θεσμών που θα προωθεί η προοδευτική κυβέρνηση. Το βέβαιο είναι ότι μετασχηματιστικά εγχειρήματα με προοδευτικό κοινωνικό περιεχόμενο δεν διαμορφώθηκαν ποτέ και πουθενά μόνο από τα άνω με όρους «ανάθεσης». Διαμορφώθηκαν και προσέφεραν πολλά μόνο με ενεργή συμμετοχή και στήριξη του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών τάξεων.
Εθνικός αναπτυξιακός συμμετοχικός σχεδιασμός. Η διαδικασία μετάβασης σε ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα απαιτεί μεγάλο πλήθος παρεμβάσεων σε πολλούς τομείς και πολλά επίπεδα στις οποίες εμπλέκονται μεγάλος αριθμός φορέων, δημοσίων, ιδιωτικών, κοινωνικών. Είναι προφανής η ανάγκη σχεδιασμού όσο και συντονισμού.
Θα πρέπει συνεπώς να δημιουργηθεί μια δομή στρατηγικού σχεδιασμού σε κεντρικό επίπεδο, καθώς και διαδικασίες σχεδιασμού σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο που να επιτρέπουν τη συμμετοχή των πολιτών και τη σύναψη αναπτυξιακών συμφωνιών και συμπράξεων με τοπικούς φορείς δημόσιους, κοινωνικούς και ιδιωτικούς. Η εμπειρία των «περιφερειακών συνεδρίων» και των συμφωνιών των υπουργείων με τοπικούς φορείς για την υλοποίηση συγκεκριμένων δεσμεύσεων σε τακτό χρόνο -που ελαβαν χώρα το 2017-2018- αποτελεί μια καλή πρακτική που μπορεί να θεσμοθετηθεί ως μια διαρκής διαδικασία σχεδιασμού, κοινωνικού ελέγχου και δημοσίου απολογισμού, μετά από την κατάλληλη θεσμική επεξεργασία.
Διατηρησιμότητα των αλλαγών. Η μεταβαση στο νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα απαιτεί τη διατηρησιμότητα των αλλαγών. Ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να επιδιώκονται οι ευρύτερες δυνατές συναινέσεις χωρθς ομως να χάνεται ο στρατηγικος στοχος. Είναι σημαντικό οι επιδιωκόμενες αλλαγές να γίνονται κτήμα της κοινωνίας από πριν, κατά τη φάση του σχεδιασμού τους όσο και της εφαρμογής τους. Αυτό απαιτεί ένα νέο τρόπο νομοθέτησης και διακυβέρνησης ο οποίος δεν θα παραπέμπει ουσιώδεις αποφάσεις σε πλήθος υπουργικές αποφάσεις πολλές από τις οποίες δεν εκδίδονται ποτέ. Κάθε νόμος και κάθε δημόσια πολιτική πρέπει να συνοδεύονται από μελέτες εφαρμογής, διαδικασίες αξιολόγησης των αποτελεσμάτων και πρόνοιες για ενδεχόμενες τροποποιήσεις του. Η διακυβέρνηση συνεπώς της μετάβασης απαιτεί ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας, διαφανές, ανοιχτό στον κοινωνικό έλεγχο συνεπές με την ανάγκη δημόσιας λογοδοσίας. Η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-2019, αποτελεί μια δεξαμενή εμπειριών (με σημαντικες επιτυχιες, όσο και με λάθη και αστοχίες) που μπορεί να αξιοποιηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση μαζί με διεθνείς εμπειρίες και θετικές πρακτικές.
* Άρθρο στο ένθετο της εφημερίδας «Αυγή της Κυριακής» για την αριστερή θεωρία, στρατηγική και πολιτική πρακτική [Το κείμενο είναι επεξεργασμένη μορφή σημείων από τη συζήτηση των συμπερασμάτων από το συνέδριο του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ «Για μια Προοδευτική Ατζέντα της Επόμενης Δεκαετίας: Στόχοι -Προτεραιότητες – Πολιτικές»]
[1] Εμβληματικό αποτύπωμα της κυρίαρχης αριστερής σκέψης εκείνης της περιόδου μπορεί να θεωρηθεί το περιοδικό « Ανταίος» καθώς και το έργο του Δημήτρη Μπάτση, «Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα»
[2] Το 1975 η μεταποίηση αντιπροσώπευε το 20% της εθνικής παραγωγής και οι υπηρεσίες το 51%. Το 2011 η μεταποίηση είχε μειωθεί στο 9% και οι υπηρεσίες διαμορφώθηκαν στο 81%. Ανάλογη ήταν η εξέλιξη και της αγροτικής οικονομίας η οποία το 1975 παρήγαγε το 19% του εθνικού εισοδήματος και το 2011 είχε πέσει στο 3,5%. Οι αναλογίες αυτές παρέμειναν λίγο πολύ ίδιες και τα επόμενα χρόνια. Βλ. Κωστής Βαΐτσος, Βλάσης Μισσός, «Πραγματική Οικονομία», 2019, εκδόσεις Κριτική.
[3] Χρήστος Γούλας, γενικός διευθυντής στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, «Τα παλιά καινούργια ρούχα του παραγωγικού προτύπου», Καθημερινή 1/2/2023
[4] Λόης Λαμπριανίδης, «Πως θα πετύχει η Ελλάδα ποιοτική ανάπτυξη», Αυγή, 3/5/2023
[5] Θεόδωρος Μητράκος, Τα δύο πρόσωπα του Ιανού
[6] Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν, Ιωσήφ Σινιγάλιας, Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και «αναπτυξιακό υπόδειγμα», Η Εποχή, 26/2/2023
[7] Γιώργος Σταθάκης, «Το «αναπτυξιακό κράτος» και η βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας» Αυγή, 3/4/23
[8] Για μια ανανοηματοδότηση των μεταρρυθμίσεων βλ. Γιάννη Δραγασάκη, «Η Αριστερά έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια, ευθύνη μας να αποτρέψουμε συνθήκες που θα οδηγούσαν και πάλι σε αυτά», 29/9/2022 και Δημήτρης Σερεμέτης, «Καίριες παράμετροι ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος» Αυγή, 5/4/2023
[9] Άγγελος Ευστράτογλου, «Το παραγωγικό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας και η αναγκαιότητα μετασχηματισμού του»
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
4 ώρες πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
6 ημέρες πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
1 εβδομάδα πριν
Εικόνα
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 εβδομάδες πριν
«Το καθήκον των αριστερών & προοδευτικών δυνάμεων σε ένα περιβάλλον προκλήσεων & απειλών»
dragasakis.gr
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
4 εβδομάδες πριν
Main - Alexis Tsipras Institute Events
rb.gy
Clifford Chance, Δικηγόρος – εξειδίκευση δίκαιο της ενέργειας & ανταγωνισμόςShare on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter