«Η Αριστερά έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια, ευθύνη μας να αποτρέψουμε συνθήκες που θα οδηγούσαν και πάλι σε αυτά»

Ομιλία στην εκδήλωση του Ινστιτούτου ΕΝΑ «Μεταρρυθμίσεις προς ποια κατεύθυνση; Από τους καταναγκασμούς των μνημονίων στον δρόμο για δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη», με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Δημήτρη Σερεμέτη «Οι μνημονιακές μεταρρυθμίσεις» (Gutenberg, 2020).

Για το βιβλίο και τις μεταρρυθμίσεις

Στο παρελθόν η λέξη μεταρρύθμιση συνυπήρχε σε μια ανταγωνιστική σχέση με την επανάσταση. Το βιβλίο της Ρόζα Λούξεμπουργκ «Μεταρρύθμιση ή Επανασταση» σηματοδοτούσε αυτή την αντιπαράθεση σε μια θερμή επαναστατική εποχή, στην οποία αυτό το δίλημμα ήταν επίκαιρο. Στη πορεία οι μεταρρυθμίσεις παρά τις συνεχιζόμενες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και αναζητήσεις αποκτούσαν στη συλλογική συνείδηση θετικό συμβολισμό. Αναγνωριζόταν το θετικό αποτέλεσμα τους ακόμη και αν δεν οδηγούσαν άμεσα σε γενικευμένη ριζική ανατροπή. Με τις συμβολές του Γκράμσι για τη σημασία του μακρόσυρτου πολέμου για την κατάκτηση θέσεων, οι μεταρρυθμίσεις  άρχισαν  να αποκτούν μια άλλη σχέση με τον κοινωνικό μετασχηματισμό και μια αναβαθμισμένη θέση στα προγράμματα της Αριστεράς. Στη συλλογική συνείδηση έγιναν  συνώνυμο της αλλαγής και της ελπίδας. Για παράδειγμα, στη χώρα μας, η αγροτική μεταρρύθμιση ήταν ταυτισμένη με την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και τη διανομή της γης στους ακτήμονες. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ήταν ταυτισμένη με την καθιέρωση της δημοτικής. Η θεσμοθέτηση της κοινωνικής ασφάλισης, της ψήφου των γυναικών, του οκταώρου, της προστασίας της εργασίας και πολλές άλλες μεταρρυθμίσεις διαμόρφωσαν τον κοινωνικό πολιτισμό του 20ο αιώνα. Η μεταρρύθμιση δεν ήταν απλώς το αντίθετο της αδράνειας αλλά ήταν και συνώνυμη της κίνησης σε θετική για την κοινωνία κατεύθυνση. Άλλωστε οι μεταρρυθμίσεις ήταν αποτέλεσμα σκληρών κοινωνικών αγώνων που σε ορισμένες περιπτώσεις κράτησαν δεκαετίες και σε κάποιες περιπτώσεις ήταν αιματηροί. Η Αριστερά αγωνιζόταν ώστε οι μεταρρυθμίσεις να μην είναι αποσπασματικές αλλά να εντάσσονται σε ευρύτερα σχέδια και σε μια στρατηγική κοινωνικού μετασχηματισμού.

Βέβαια το περιεχόμενο και το βάθος των μεταρρυθμίσεων δεν ορίζεται a priori, είναι συναρτημένο με  τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς. Αυτό φάνηκε πολύ καθαρά όταν υποχώρησε το εργατικό κίνημα και η Αριστερά και επικράτησε ο νεοφιλελευθερισμός και η λεγόμενη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον». Η νεοφιλελεύθερη Δεξιά οικειοποιείται έννοιες όπως «μεταρρύθμιση», «μετασχηματισμός», «διαρθρωτικές αλλαγές» και προσδίδει σε αυτές ένα αρνητικό για την κοινωνία και τους εργαζομένους περιεχόμενο. Τώρα οι μεταρρυθμίσεις δεν σημαίνουν διεύρυνση, αλλά ακύρωση κατακτήσεων. μέτρα που απαλλάσσουν το κεφάλαιο από τις κοινωνικές του υποχρεώσεις, περιορίζουν την προστασία  της εργασίας,  συρρικνώνουν  το κοινωνικό κράτος. Με τα μνημόνια, αυτή η νοηματική αντιστροφή, γενικεύεται και εντείνεται, παίρνει τη μορφή καταιγίδας. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι πρώτο θύμα των μνημονίων ήταν το νόημα των λέξεων: η πιο σκληρή και άδικη λιτότητα ονομάστηκε «διάσωση». Και τα μέσα της επιβολής της ονομάστηκαν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Στη γλώσσα των μνημονίων η λέξη μεταρρύθμιση ταυτίζεται με περικοπές δαπανών, συρρίκνωση εργασιακών και άλλων δικαιωμάτων, φορολογικές επιβαρύνσεις, βίαιη αναδιανομή σε βάρος των πολλών. Από ελπιδοφόρα υπόσχεση οι μεταρρυθμίσεις γίνονται συνώνυμο φόβου και απειλής.

Η μεγάλη συμβολή του βιβλίου του Δημήτρη Σερεμέτη κατά τη γνώμη μου είναι ότι θέτει τα σωστά ερωτήματα: μεταρρυθμίσεις σε ποια κατεύθυνση; με ποιο περιεχόμενο και για ποιο σκοπό; Ποιος ωφελείται και πως κατανέμεται το κόστος; Μεταρρυθμίσεις με ποιον τρόπο; Αυταρχικό ή δημοκρατικό; Η συμβολή, λοιπόν, του βιβλίου του Δημήτρη Σερεμέτη είναι ότι με τεκμηριωμένο τρόπο ανανοηματοδοτεί και επανατοποθετεί το θέμα των μεταρρυθμίσεων στις πραγματικές του διαστάσεις και  μεταφέρει τη συζήτηση και την αντιπαράθεση στο κοινωνικό περιεχόμενο, την κατεύθυνση, το τρόπο υλοποίησής των μεταρρυθμίσεων.

Με τον τρόπο αυτό το βιβλίο του Δημήτρη Σερεμέτη μπορεί να κατανοηθεί και ως μια πρόταση να ξαναέρθουν οι μεταρρυθμίσεις στο κέντρο του πολιτικού και του κομματικού ανταγωνισμού. Και θεωρώ ότι η πρόταση είναι σωστή και επίκαιρη. Και τούτο γιατί η αξιοπιστία της αριστερής πολιτικής θα κριθεί πρωτίστως στην αξιοπιστία των ιδεών στις οποίες στηρίζεται και των πολιτικών εργαλείων που χρησιμοποιεί, στη συνεκτικότητα του συνολικού της σχεδίου, στην οργανική σύνδεσή της με την κοινωνία και τα κινήματα. Και από την άποψη αυτή η εργασία του Δημήτρη Σερεμέτη είναι μια συμβολή προς αυτήν την κατεύθυνση.

ΑντιΣΥΡΙΖΑ μύθοι για το τρίτο μνημόνιο

Το βιβλίο του κ. Σερεμέτη αναφέρεται και στα τρία μνημόνια. Δείχνει το κοινό πλαίσιο και τις επιδιώξεις των δανειστών, ταυτόχρονα όμως αναδεικνύει  και τις  διαφορές που προκύπτουν, τόσο λόγω  της διαφορετικής πολιτικής φιλοσοφίας της κυβερνησης ΣΥΡΙΖΑ όσο και λόγω των αντιστάσεων που προέβαλε και της διαπραγμάτευσης που έγινε, όχι μόνο στην αρχή, αλλά και σε όλη την πορεία υλοποίησης του τρίτου Προγράμματος. Θα ήθελα στο σημείο αυτό να αναφερθώ στον μύθο που καλλιεργείται από τις αντιΣΥΡΙΖΑ δυνάμεις ότι για το τρίτο μνημόνιο ευθύνεται δήθεν ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ο μύθος αυτός στηρίζεται στο επιχείρημα ότι στο τέλος του 2014 η τότε κυβέρνηση ήταν, υποτίθεται,  έτοιμη να βγάλει τη χώρα  από τα μνημόνια, ήταν κατά κάποιο τρόπο «με το ένα πόδι» έξω από αυτά. Αλλά ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ και «χάλασε η δουλειά». Ο ισχυρισμός αυτός θέτει δύο ερωτήματα:

  • Πρώτο ερώτημα, ποιες ήταν οι προϋποθέσεις για να βγούμε από τα μνημόνια; Και υπήρχαν πράγματι αυτές οι προϋποθέσεις στα τέλη του 2014, αρχές του 2015;
  • Δεύτερο ερώτημα, υπήρχε  τρόπος να αποφύγουμε το τρίτο μνημόνιο; ποιος ήταν αυτός; Και γιατί δεν τελεσφόρησε;

Θα απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα αφού πρώτα παρατηρήσω ότι  το όλο επιχείρημα   πάσχει στο επίπεδο της κοινής λογικής. Διότι αν ήταν τόσο έτοιμη και εξασφαλισμένη η έξοδος από τα μνημόνια τότε γιατί δεν παρέμεινε η κυβέρνηση Σαμάρα-Βενιζέλου να ολοκληρώσει το δεύτερο μνημόνιο, να πιστωθεί την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια και να πάει στη συνέχεια στις εκλογές; Γιατί έφερε την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, πρόωρα, τον Δεκέμβριο του 2014 όταν αυτή μπορούσε να γίνει το Μάρτιο ίσως και τον Απρίλιο του 2015;

Προϋποθεσεις εξόδου από τα μνημόνια

Ο ισχυρισμός ότι το ο ΣΥΡΙΖΑ ευθύνεται για το τρίτο μνημόνιο αναιρείται από τα πραγματικά γεγονότα. Και το πραγματικό γεγονός είναι ότι ούτε το πρώτο ούτε το  δεύτερο μνημόνιο  μπόρεσαν να δημιουργήσουν  συνθήκες βιώσιμης επιστροφής στις αγορές. Το φθινόπωρο του 2014 το επιτόκιο δανεισμού ήταν 8%, υψηλότερο κι από όταν μπήκαμε στα μνημόνια. Άρα η χώρα δεν μπορούσε να δανειστεί. Όμως το 2015 οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του κράτους  ήταν 22,2 δισ. ευρώ. Άρα δεν υπήρχαν προϋποθέσεις όχι μόνο εξόδου από τα  μνημόνια αλλά ούτε καν χρηματοδότησης των άμεσων ληξιπρόθεσμων αναγκών. Ποιες ήταν όμως οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσε η Ελλάδα να βγει από τα μνημόνια και πότε οι εν λόγω προϋποθέσεις διαμορφώθηκαν; Για να μπορούσε η Ελλάδα να βγει από τα μνημόνια έπρεπε να συντρέχουν ταυτόχρονα 4 προϋποθέσεις. Πρώτον, έπρεπε να έχει κλείσει το δεύτερο μνημόνιο που ήταν σε εκκρεμότητα. Δεύτερον, έπρεπε να έχουν πιαστεί οι δημοσιονομικοί στόχοι με βάση τους οποίους το χρέος θα γινόταν βιώσιμο. Τρίτον, έπρεπε η Ελλάδα να ήταν σε θέση να δανειστεί από τις αγορές για να καλύψει τις δανειακές ανάγκες της. Τετάρτη προϋπόθεση, έπρεπε να διαθέτει ισχυρό «μαξιλάρι», δηλαδή απόθεμα ρευστότητας.

Στις αρχές του 2015 καμία από τις παραπάνω προϋποθέσεις δεν συνέτρεχε. Το δεύτερο πρόγραμμα δεν είχε κλείσει αν και είχε λήξει στις 31.12.2014. Και ούτε είχε συμφωνηθεί πως θα έκλεινε. Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση οι δημοσιονομικοί στόχοι για το 2014 δεν είχαν πιαστεί άρα το χρεος δεν ήταν βιώσιμο. Οι δε στόχοι που είχαν συμφωνηθεί για το 2015 (3%) και το 2016 ήταν και οικονομικά και πολιτικά ανέφικτοι. Ακριβώς γι’ αυτό ο κ. Σαμαράς μεθόδευσε την πρόωρη έξοδο της κυβέρνησής του, ελπίζοντας ότι η νέα κυβέρνηση θα κατέρρεε σύντομα. Η τρίτη προϋπόθεση, ο δανεισμός από τις αγορές, όπως ανέφερα ήδη, ήταν και αυτή παντελώς  ανέφικτη. Τέλος απόθεμα ρευστότητας δεν υπήρχε. Για να είναι όμως βιώσιμη η επάνοδος στις αγορές έπρεπε να υπάρχει ένα απόθεμα, όπως είχαν και οι άλλες χώρες που βγήκαν από τα μνημόνια (Πορτογαλία, Ιρλανδία), ικανό να καλύπτει τις ανάγκες της χώρας για τουλάχιστον12 με 24 μήνες. Τέτοιο ήταν το μαξιλάρι που δημιούργησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στα επίπεδα των 32 με 37 δισ. ευρώ. Οι προϋποθέσεις αυτές διαμορφώθηκαν με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ως το 2018 όποτε και πράγματι βγήκαμε από τα μνημόνια.

Η πρόωρη «έξοδος» της κυβέρνησης Σαμάρα απόδειξη αποτυχίας 

Η κυβέρνηση Σαμαρά, διαπιστώνοντας το αδιέξοδο, προσπάθησε να βρει ένα τέχνασμα ώστε να μπορεί να ισχυριστεί ότι «βγήκαμε από τα μνημόνια»  παρόλο που θα υλοποιούσε μνημόνιο. Εκλιπαρούσε λοιπόν τους δανειστές να υπαχθεί η Ελλάδα στο καθεστώς της λεγόμενης «προληπτικής γραμμής». Όμως η συζήτηση περί προληπτικής γραμμής ήταν θεωρητικού χαρακτήρα αφού, όπως ανέφερε η απόφαση του Eurogroup της 7ης Νοεμβρίου 2014, προϋπόθεση για να εξεταστεί ένα τέτοιο αίτημα ήταν η ολοκλήρωση της πέμπτης αξιολόγησης και το κλείσιμο του δεύτερου προγράμματος. Επομένως μετατρέπουν την επιθυμία τους σε πραγματικότητα όσοι εκ των υστέρων ισχυρίζονται ότι «υπήρχε», δήθεν, «ειλημμένη απόφαση του Eurogroup του Νοεμβρίου 2014 (7.11.2014) για υπαγωγή της Ελλάδας σε προγράμματα ενισχυμένης προληπτικής πιστωτικής γραμμής». Πρόκειται για κοινό ψέμα. Τίποτα σχετικό δεν υπήρχε. Η αναφορά που γίνεται στη δήλωση του Eurogroup τελεί υπό την αίρεση της ολοκλήρωσης του Δεύτερου Μνημονίου, «εφόσον λήξει το τρέχον πρόγραμμα». Και ο τότε πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, σε δηλώσεις που ακολούθησαν το επανέλαβε: «Το  κλείσιμο της τρέχουσας αξιολόγησης», είπε,  «είναι φυσικά σημαντική προϋπόθεση προκειμένου να γίνει δυνατή η συζήτηση της όποιας μετέπειτα διευθέτησης». Όλες οι αποφάσεις μετατέθηκαν για το Eurogroup της 8.12. Και εκεί το αδιέξοδο ήταν πλήρες. Τα επικοινωνιακά παιγνίδια έλαβαν τέλος. Όπως διαπιστώνουν μελετητές των γεγονότων της περιόδου, που δεν είναι καθόλου φιλικοί προς τον ΣΥΡΙΖΑ, το λεγόμενο email Χαρδούβελη και «όλα τα σχέδια για λήξη του προγράμματος ή για παροχή προληπτικής γραμμής στήριξης βρέθηκαν στον κάδο των αχρήστων… Ο Έλληνας πρωθυπουργός, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να παρουσιάσει στο λαό τη μεγάλη νίκη που χρειαζόταν για να ανακάμψει, αποφάσισε να επισπεύσει τη δύσκολη ψηφοφορία παίρνοντας το ρίσκο να βρεθεί γρήγορα αντιμέτωπος με εθνικές εκλογές»[1].

Κι έρχομαι στο δεύτερο ερώτημα. Δεδομένου ότι, όπως είδαμε, προϋποθέσεις εξόδου από τα μνημόνια δεν υπήρχαν, υπήρχε άλλος τρόπος να αποφύγουμε νέα μνημόνια; Αυτός ο άλλος τρόπος μπορούσε να υπάρξει μόνο αν συμφωνούταν βαθύ κούρεμα του χρέους τέτοιο που θα καθιστούσε χαμηλότερους τους δημοσιονομικούς στόχους, ηπιότερη τη λιτότητα και ταχύτερη την επιστροφή στις αγορές. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν ακόμη γίνει κυβέρνηση, υποστήριζε αυτήν ακριβώς τη λύση. Κατανοώντας ότι ήταν δύσκολο να υπάρξει κούρεμα μόνο του ελληνικού χρέους, προωθούσε την ιδέα μιας ευρωπαϊκής διάσκεψης για το χρέος. Παρόλο που η λύση αυτή θα ήταν αμοιβαία επωφελής, και παρότι είχε υποστηρικτές, οι συσχετισμοί δεν επέτρεψαν να τελεσφορήσει. Έχουν διατυπωθεί διάφορες ερμηνείες. Όμως οι πραγματικοί λόγοι κατά την άποψη μου  ήταν δυο. Μια θετική λύση για το ελληνικό χρέος θα ήταν μια πολιτική επιτυχία για τον ΣΥΡΙΖΑ και ένα πλήγμα για την παλιά πολιτική τάξη της Ελλάδας αλλά και άλλων χωρών. Η σκληρή στάση απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ ήταν συνεπώς μια πράξη αλληλεγγύης των γερμανικών προς τις ελληνικές ελίτ. Υπήρχε όμως κι ένα δεύτερος λόγος, τον οποίο τον ανέφερε  δημόσια η κυρία Μέρκελ. Αν λυνόταν το πρόβλημα του χρέους,  είχε πει, θα ακυρωνόταν ο μοχλός πίεσης για την πραγματοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Η αλληλεγγύη δεν μπορούσε να μην συνοδεύετε και από το «μαστίγιο». Μόνο που η αλληλεγγύη ήταν προς τις εγχώριες ελίτ και το «μαστίγιο»  προς τον ελληνικό λαό με μοχλό πίεσης  το χρέος και την απειλή της χρεοκοπίας.

Άρα ο ισχυρισμός ότι το τρίτο μνημόνιο προέκυψε με ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύεται ένας μύθος φτιαγμένος με ψεύτικα υλικά που στόχο έχει να αποκρύψει, ιδίως από τις νεότερες γενιές, ποιες πολιτικές δυνάμεις ευθύνονται για την παράδοση της χώρας στους δανειστές και στα μνημόνια και ποιες δυνάμεις μας έβγαλαν από αυτά.

Το βασικό μάθημα για το μέλλον

Επιστρέφω στο βιβλίο του κυρίου Σερεμέτη για ένα τελικό σχόλιο. Ορισμένοι αρνούνται τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της μνημονιακής συνθήκης. Πράγματι, η πολιτική της κυβέρνηση Μητσοτάκη στο επίπεδο των μεταρρυθμίσεων ήταν αφενός συνέχιση μεταρρυθμίσεων μνημονιακής λογικής αφετέρου ακύρωση ή αλλοίωση κάθε θετικού μέτρου που άφησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Είναι όμως λάθος να ταυτίζεται αυτή η μετα-μνημονιακή συνθήκη με τέταρτο μνημόνιο ή να σβήνει κάθε διαφορά μεταξύ μνημονιακής και μη μνημονιακής συνθήκης όπως κάνουν ορισμένοι. Θεωρώ ότι ορθά ο συγγραφέας αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα της μνημονιακής συνθήκης ως μια κατάσταση εξαίρεσης και καταναγκασμού που ακυρώνει τη λαϊκή κυριαρχία, συρρικνώνει τη δημοκρατία και τροποποιεί τους συσχετισμούς σε βάρος της χώρας και του κόσμου της εργασίας και προς όφελος του μεγάλου διεθνούς κεφαλαίου και των δανειστών. Η διαπίστωση αυτή έχει προεκτάσεις στην στρατηγική της Αριστεράς. Εννοώ το εξής: το βιβλίο του Δημήτρη Σερεμέτη δείχνει ότι ακόμη και σε αυτές τις βάρβαρες συνθήκες μια κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να κάνει τη διαφορά μετριάζοντας τα δεινά ή και πετυχαίνοντας λύσεις υπέρ των λαϊκών τάξεων. Παρόλα αυτά ακριβώς λόγω της ιδιαιτερότητας της μνημονιακής συνθήκης το βασικό μάθημα για το μέλλον και βασικός στρατηγικός στόχος της Αριστεράς πρέπει να είναι η πρόληψη, πως δεν θα βρεθούμε ξανά ούτε εμείς ούτε ο λαός σε αυτήν την ανάγκη, πως θα αποτρέψουμε δηλαδή τη δημιουργία συνθηκών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια νέα χρεοκοπία και σε νέους καταναγκασμούς.

Σε μια εποχή που το ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης ξαναέρχεται στην πρώτη γραμμή, που η κλιματική κρίση θέτει υπαρξιακά ερωτήματα, που η δημοκρατία απειλείται και οι ανισότητες διευρύνονται, το βιβλίο του Δημήτρη Σερεμέτη είναι μια γέφυρα γνώσης και αυτογνωσίας ανάμεσα στους καταναγκασμούς των μνημονίων και το δρόμο για μια δίκαιη και αλληλέγγυα κοινωνία σε έναν ειρηνικό και αξιοβίωτο κόσμο.

 

Η ομιλία σε βίντεο:

[1] Ελενη Βαρβιτσιώτη, Βικτώρια Δενδρινού, Η Τελευταία Μπλόφα, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2019, σ. 157

Για την ανασύνθεση της Αριστεράς | Άρθρο στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή» ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την Φανή Πετραλιά. Η Φανή προσωποποίησε με έναν σπάνιο τρόπο τη σύζευξη της χειραφετημένης γυναίκας, της ενεργής διαννοούμενης, της μαχητικής δημοσιογράφου & της ακάματης συνδικαλίστριας. Παιδί μιας εποχής που παρά τις δυσκολίες της ευνοούσε το ταίριασμα του λογισμού με τ' όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, η Φανή Πετραλιά ήταν πρότυπο & σημείο αναφοράς. Θα τη θυμόμαστε ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η σκέψη μας στους αγαπημένους της ανθρώπους. ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr