Κυβέρνηση της Αριστεράς: Από τα μνημόνια στην ανασυγκρότηση και το ριζικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας

*Το παρόν αποτελεί συμβολή του Γ. Δραγασάκη στον συλλογικό τόμο των εκδόσεων «Τόπος» [Νοέμβρης 2013] για την Κυβέρνηση της Αριστεράς

Εισαγωγή

Η έξοδος από τα Μνημόνια και η απαλλαγή από τη φυσική παρουσία της τρόικας αναγνωρίζεται πλέον ως ένας «εθνικός στόχος». Ακόμη και δυνάμεις που υπηρέτησαν με πάθος τις κοινωνικά βάρβαρες και καταστροφικές πολιτικές χαρακτηρίζουν τα Μνημόνια και την τρόικα ως «μελανή σελίδα της ιστορίας της χώρας» [1]  και εμφανίζονται τώρα ως οι «απελευθερωτές» από αυτά [2].

Τι σημαίνει όμως «απελευθέρωση από τα Μνημόνια»; Ποια πολιτική δύναμη μπορεί να την πραγματοποιήσει; Και ποια πολιτική θα τα αντικαταστήσει;

Αν παρακολουθήσουμε τις τοποθετήσεις των υποστηρικτών αυτής της ρητορικής, θα διαπιστώσουμε ότι εκείνο που εννοούν είναι η συνέχιση της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων και της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους. Η μετάθεση του χρέους στις επόμενες και τις μεθεπόμενες γενιές. Ο συμβιβασμός της κοινωνίας με ένα υποτιμημένο επίπεδο ζωής και αξιοπρέπειας και με μια διεθνή θέση της χώρας υποβαθμισμένη και περιθωριακή.

Όμως, όλα αυτά δεν συγκροτούν «απελευθέρωση» από τα Μνημόνια και την τρόικα αλλά παγίωση των αποτελεσμάτων τους και κατοχύρωσή τους ως τη νέα κανονικότητα της κοινωνικής μας ζωής. Όπως κάποτε η φυσική παρουσία της αμερικανικής αποστολής έληξε, όταν είχε εδραιωθεί η αμερικανοκρατία, έτσι και τώρα κάποιοι θα ήθελαν να ονομάσουν «απελευθέρωση» από την τρόικα και τα Μνημόνια την «ολοκλήρωση του έργου τους», την προσαρμογή της κοινωνίας, της νομοθεσίας και του δικαίου, ιδιαίτερα του εργατικού, στις νεοφιλελεύθερες απαιτήσεις τους.

Εξειδικευμένες μελέτες μάς προειδοποιούν ότι, ακόμη και όταν η ύφεση σταματήσει, μια μακρά περίοδος στασιμότητας αποτελεί το πλέον πιθανό ενδεχόμενο. Ένας ακόμη πιο μακρύς κοινωνικός χειμώνας, με την ανεργία να μένει σε υψηλά επίπεδα και τη μετανάστευση να μένει η μόνη διέξοδος για το νέο επιστημονικό μας δυναμικό αποτελεί την ορατή προοπτική. Προσωπικά δεν θα απέκλεια και κάποια σύντομα κερδοσκοπικά επεισόδια, μικρές «φούσκες», τα οποία κάποιοι, περιχαρείς, θα χαρακτηρίζουν «ανάπτυξη».

Η «απελευθέρωση από τα Μνημόνια», το νόημά της, μετριέται με την κλίμακα των αναγκών. Για εκείνα τα στρώματα της κοινωνίας που γνώρισαν τη φτώχεια και την ανεργία ήδη πριν την κρίση, για τις στρατιές των νεόπτωχων που δημιούργησε η πολιτική των Μνημονίων, «απελευθέρωση» δεν σημαίνει επιστροφή στο χθες αλλά θεμελίωση μιας άλλης κοινωνίας, μέσα από τη ρήξη και την ανατροπή συμφερόντων, πολιτικών και νοοτροπιών που μας έφεραν ως εδώ.

Για την κοινωνία «απελευθέρωση» από τα Μνημόνια και την τρόικα σημαίνει απελευθέρωση από την ανεργία, την ανέχεια, την ανασφάλεια. Σημαίνει δεύτερες ευκαιρίες για χρεοκοπημένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Κυρίως όμως σημαίνει ελπίδα και προοπτική για τους νέους και την κοινωνία, που μόνο ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, θεμελιωμένο πάνω στις αξίες της ισότητας, της αλληλεγγύης και της αειφορίας μπορεί να προσφέρει.

H πρόκληση της ιστορικής περιόδου δεν είναι απλώς η απαλλαγή από τα Μνημόνια αλλά η μετάβαση από τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική της λεγόμενης «δημιουργικής καταστροφής» σε μια στρατηγική δημιουργικού μετασχηματισμού του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, ένα μετασχηματισμό με κοινωνικό, παραγωγικό και οικολογικό περιεχόμενο, σ’ έναν, ανοιχτό στο μέλλον, μετα-νεοφιλελεύθερο ορίζοντα.

Ποιες κοινωνικές δυνάμεις θα στηρίξουν αυτή την τιτάνια προσπάθεια και θα σηκώσουν το βάρος που θα απαιτήσει; Και ποια πολιτική δύναμη μπορεί να αναλάβει τη διεύθυνση αυτής της μετάβασης με όρους δημοκρατικούς, χωρίς να καταφύγει στον αυταρχισμό ή και στην πλήρη άρνηση της δημοκρατίας;

Από την άποψη των ερωτημάτων αυτών, το αποτέλεσμα των διπλών εκλογών του 2012 αποκτά τις διαστάσεις μιας μεγάλης ιστορικής καμπής. Για πρώτη φορά μετά τον εμφύλιο πόλεμο, η Αριστερά έχει τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε πλειοψηφική δύναμη. Και, απαντώντας στις άμεσες ανάγκες της κοινωνίας, να εδραιωθεί ως μια δύναμη ικανή να επηρεάζει τις εξελίξεις, να δώσει τη δική της κατεύθυνση στις αναγκαίες αλλαγές και να αγωνιστεί για τους στρατηγικούς της σκοπούς από καλύτερες θέσεις.

Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία βέβαια αποτελεί την αναγκαία, αλλά όχι και τη μόνη, προϋπόθεση. Κρίσιμος είναι ο ρόλος της ίδιας της κοινωνίας, των κινημάτων και των άλλων κοινωνικών υποκειμένων, του ίδιου του πολιτικού υποκειμένου της Αριστεράς. Σε τελική ανάλυση, η πιο κρίσιμη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ενός δημοκρατικού, ενιαίου και συμπαγούς αριστερού κόμματος που να μπορεί να λειτουργήσει ως «κορμός» ενός ευρύτερου συνασπισμού. Το στοίχημα της περιόδου για τον ΣΥΡΙΖΑ και όλη την Αριστερά είναι η οικοδόμηση, η ωρίμανση αυτών ακριβώς των προϋποθέσεων.

Ωστόσο, οι εξελίξεις αυτές δεν έπεσαν από τον ουρανό. Ούτε μπορούν να κατανοηθούν έξω από τη δυναμική της κρίσης, από τη στάση της κάθε πολιτικής δύναμης απέναντι σ’ αυτήν, και την ικανότητά της να την αναλύσει και να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα.

1. Οι αφετηρίες

Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, πριν ακόμη τη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ, ο Συνασπισμός και άλλες οργανώσεις και κινήσεις της Αριστεράς και μεμονωμένοι διανοούμενοι είχαν διαγνώσει την αναπόφευκτη κρίση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Γι’ αυτό και δεν δυσκολεύτηκαν να κατανοήσουν τις πρώτες μαζικές αμφισβητήσεις και τα πρώτα κινηματικά σκιρτήματα, στο Σηάτλ, το Πόρτο Αλέγκρε, τη Γένοβα, ως μια νέα τάση, μια νέα δυναμική που, υπό όρους και προϋποθέσεις, θα μπορούσε να αποδειχθεί η αρχή του τέλους της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας.

Το 2003, με το πρώτο προγραμματικό Συνέδριό του ,[3] και κυρίως το 2009 με το δεύτερο [4], πριν η κρίση πάρει ακόμη τις ακραίες μορφές που ακολούθησαν, ο Συνασπισμός και ο ΣΥΡΙΖΑ είχαν διαμορφώσει ένα θεωρητικό-πολιτικό πλαίσιο για την κατανόηση του χαρακτήρα της κρίσης και των προϋποθέσεων για την έξοδο από αυτήν [5].

Η ταχύτητα της οικονομικής κατάρρευσης και αποσύνθεσης του δικομματικού συστήματος, καθώς και οι διαστάσεις της εκλογικής εκτίναξης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ασφαλώς ένας αιφνιδιασμός και για τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ διέθετε τα θεωρητικά και πολιτικά εφόδια που του επέτρεψαν να αντιληφθεί και να συμπορευθεί με τη δυναμική της κοινωνίας.

І. Δομική κρίση του καπιταλισμού, σήψη του δικομματισμού

Στο πλαίσιο της προετοιμασίας του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, που άρχισε το καλοκαίρι του 2008, η κρίση κατανοήθηκε ως μια κρίση συνολική και δομική του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, μια κρίση συστημική και όχι απλώς μια κρίση των τραπεζών ή του χρηματοπιστωτικού ή κάποιου άλλου επιμέρους τομέα του. Χωρίς να παραγνωρίζονται οι ενδογενείς αιτίες της, η κρίση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού κατανοήθηκε ως έκφραση της ευρύτερης δομικής κρίσης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και του ευρωσυστήματος.

Η «προϊούσα σήψη του συνολικού πολιτικού συστήματος της χώρας» είχε επίσης προδιαγραφεί πριν πάρει τις διαστάσεις της ανοιχτής χρεοκοπίας.

Αυτή η αφετηριακή θέση επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ να απορρίψει αποφασιστικά, και από την πρώτη στιγμή, την κυρίαρχη αφήγηση που παρουσίαζε στο εσωτερικό και το εξωτερικό την κρίση με όρους μιας «εθνικής ιδιαιτερότητας».

ΙΙ. Πολιτική διέξοδος, νέος συνασπισμός κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων

Η δεύτερη αφετηριακή θέση που βοήθησε τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν η διαπίστωση ότι, λόγω του δομικού χαρακτήρα της κρίσης, η απάντηση της Αριστεράς σ’ αυτήν δεν μπορούσε να δοθεί ερήμην της πολιτικής, μόνο με όρους συνδικαλιστικούς ή επιμέρους αμυντικών οικονομικών αιτημάτων.

Η κρίση αυτή αναδείκνυε την ανάγκη ενός νέου συνασπισμού εξουσίας με πυρήνα τις δυνάμεις της εργασίας και τη νέα γενιά, και μιας νέας πολιτικής πλειοψηφίας, τα ιδεολογικά όρια της οποίας εκτείνονται από τα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας ως την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Η απάντηση της Αριστεράς δεν πρέπει να αμφισβητήσει απλώς την άδικη κατανομή του κόστους της κρίσης, αλλά πρέπει να στοχεύσει «στον πυρήνα του κυρίαρχου παραγωγικού μοντέλου – στον οικονομικό και πολιτικό σκοπό που υπηρετεί, στα κίνητρα της ανάπτυξης που προβάλλει, στα κριτήρια αποτελεσματικότητας που υιοθετεί» [6].

Οι θέσεις αυτές επέτρεψαν στον ΣΥΡΙΖΑ να υπερβεί τον οικονομισμό που κυριαρχούσε σε άλλες αριστερές δυνάμεις και να διατυπώσει το αίτημα για μια κυβέρνηση της Αριστεράς με τρόπο σαφή και δεσμευτικό.

ΙΙΙ. Ασπίδα αλληλεγγύης – κανείς μόνος του στην κρίση

Η δράση ενάντια στην παλιά και τη νέα φτώχεια που η κρίση θα δημιουργήσει, και η ανάπτυξη ενός κινήματος κοινωνικής αλληλεγγύης κατανοείται εξαρχής ως ένα σχετικά αυτόνομο πεδίο επείγουσας δράσης για δύο λόγους:

Ο πρώτος λόγος είχε να κάνει με τις ανεπάρκειες των κοινωνικών υπηρεσιών και του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα. Στο στάδιο εκείνο, η διαλυτική επίθεση στο κοινωνικό κράτος δεν ήταν ακόμη ορατή, αλλά ήταν σαφές ότι από τις κυρίαρχες δυνάμεις η απάντηση στην κρίση θα δινόταν σε βάρος των μισθών και των κοινωνικών δαπανών. Ο κίνδυνος, λοιπόν, ήταν ορατός: μεγάλες ομάδες θυμάτων της κρίσης να μείνουν χωρίς καμία προστασία.

Ο δεύτερος λόγος είχε να κάνει με την ανάγκη καταπολέμησης του άκρατου ατομικισμού και του τυφλού ανταγωνισμού μέσω της καλλιέργειας και της ανάπτυξης της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Προβάλλεται έτσι η ανάγκη να υψωθεί παντού «μια ασπίδα κοινωνικής αλληλεγγύης» ώστε να μη μείνει κανείς μόνος του στην κρίση.
Αν και σε εκείνο το στάδιο οι κοινωνικές συνέπειες της κρίσης δεν είχαν ακόμη λάβει τις διαστάσεις ανθρωπιστικής κρίσης που στη συνέχεια έλαβαν, αυτές οι αφετηριακές διαπιστώσεις συνέβαλαν στη στήριξη και την ανάπτυξη πρωτοβουλιών και στην οικοδόμηση δομών αλληλεγγύης.

ΙV. Εναλλακτικό σχέδιο

Η απάντηση της Αριστεράς στην κρίση δεν θα έπρεπε να είναι ένα άθροισμα αποσπασματικών μέτρων, αλλά να έχει τη μορφή ενός συνεκτικού πολιτικού σχεδίου στο οποίο να συναρθρώνονται: η ανάγκη της άμεσης δράσης ενάντια στις συνέπειες της κρίσης και η ανάγκη για ένα συνολικό εναλλακτικό, ως προς το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, σχέδιο ως το όχημα για την έξοδο από την κρίση.

Η αριστερή απάντηση στην κρίση κατανοείται εξαρχής ως μια διαδικασία παραγωγικών, κοινωνικών και οικολογικών μετασχηματισμών με στόχο νέα παραγωγικά, κοινωνικά και καταναλωτικά πρότυπα. Ανοίγει έτσι ένας νέος ορίζοντας απαιτήσεων για μια Αριστερά ικανή όχι μόνο να προβάλλει αιτήματα προς τους άλλους, αλλά να καταστεί η ίδια φορέας υλοποίησης μιας εναλλακτικής πολιτικής. Τούτο σημαίνει ένα νέο προσανατολισμό και μια ανάγκη «μετάφρασης» των αξιών της Αριστεράς σε υλοποιήσιμες πολιτικές. Όλα αυτά απαιτούν ένα άλμα από μέρους της Αριστεράς. Η ανάγκη αυτή αρχίζει να αναγνωρίζεται, τουλάχιστον στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως μετά τις εκλογές του 2012. Ως τότε υπόβοσκαν διλημματικές καταστάσεις και ταλαντεύσεις του τύπου: «προγραμματική ή κινηματική αντιπολίτευση;» «εναλλακτικό σχέδιο ή επιμέρους διεκδικήσεις;».

V. Για την Αριστερά, τον αντικαπιταλισμό και το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα

Ο δομικός χαρακτήρας της κρίσης, καθώς και ο συνδυασμός της με την οικολογική κρίση και την κλιματική αλλαγή καθιστούν αναγκαία την επικαιροποίηση της συζήτησης για το σοσιαλισμό και το περιεχόμενό του, καθώς και της συζήτησης για τους δρόμους μετάβασης σ’ αυτόν, μια συζήτηση που είχε εγκαταλειφθεί προ πολλού και από πολλούς.

Μετά τις εμπειρίες του 20ού αιώνα και την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, η επίκληση του «σοσιαλισμού» δεν συνιστά μια απάντηση με αυτονόητο περιεχόμενο. Αντίθετα, υποδηλώνει την ανάγκη για μια επαναθεμελίωση και επαναπροσδιορισμό του νοήματος του σοσιαλισμού σε συνάρτηση με τη δημοκρατία, την ελευθερία, την αειφορία, με τρόπο ώστε να ενσωματώνει την κριτική του παρελθόντος και τις ανάγκες του παρόντος και του μέλλοντος.

Ο «αντικαπιταλισμός», επίσης, του 20ού αιώνα επηρεάστηκε βαθιά από τη νομιμοποίηση που παρέσχε ο κεϋνσιανισμός στην κρατική παρέμβαση, που, πολλές φορές, η επέκτασή της θεωρήθηκε από τη σοσιαλδημοκρατία ως «μετάβαση στο σοσιαλισμό» ή ως «σοσιαλισμός». Αγνοήθηκε το γεγονός ότι η εμπορευματοποίηση και η καπιταλιστική λογική μπορούν να διεισδύουν και να επεκτείνονται και εντός του κράτους και κάτω από το «δημόσιο» κέλυφος. Όπως έχει αποδειχθεί, ένας κρατικός τομέας από μόνος του όχι μόνο δεν αμφισβητεί, αλλά μπορεί να αποδειχθεί ισχυρό στήριγμα της καπιταλιστικής κυριαρχίας.

Ιδιαίτερα μετά τον εκφυλισμό της σοσιαλδημοκρατίας και την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού έγινε ακόμη πιο ορατή η ανάγκη για ένα νέο αντικαπιταλισμό, ο οποίος δεν θα περιορίζεται στο δίλημμα «κράτος ή αγορά», αλλά θα αναπτύσσεται στο πεδίο των σκοπών και των κριτηρίων της ανάπτυξης, στα πεδία του κοινωνικού ελέγχου, της αποεμπορευματοποίησης, της υπεράσπισης των δημόσιων αγαθών, του επαναπροσδιορισμού της έννοιας και του περιεχομένου του «δημόσιου χώρου» σε αυτονομία από το κράτος και τις αγορές, στους κοινωνικούς και τους οικολογικούς όρους συνύπαρξης του «ιδιωτικού» με το «δημόσιο», της ανάπτυξης νέων συνεργατικών και αλληλέγγυων μορφών κοινωνικής οικονομίας, και γενικότερα μιας νέας πολιτικής οικονομίας των κοινωνικών αναγκών, στη θέση μιας οικονομίας που κινείται με σκοπό και κίνητρο τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Η Αριστερά καλείται να επαν-οριοθετηθεί, σ’ έναν άξονα κοινωνικο-κεντρικό, και όχι κρατικο-κεντρικό ή ιδιωτικο-κεντρικό. Και κυρίως καλείται να δώσει και να κερδίσει μάχες στο πεδίο των ιδεών και των αξιών, νικώντας στα πεδία αυτά το νεοφιλελευθερισμό, ως προϋπόθεση για τη δική της ηγεμονία.

Η κρίση, λοιπόν, δημιουργεί την ανάγκη για μια «μετάβαση» όχι μόνο της κοινωνίας σε νέο παράδειγμα ανάπτυξης, αλλά και της ίδιας της Αριστεράς από ρόλους συμπληρωματικούς ή μονομερώς αμυντικούς σε ρόλους ηγεμονικούς και πρωταγωνιστικούς.Το αποτέλεσμα των εκλογών, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2012, ήλθε να επιβεβαιώσει αυτή τη διαπίστωση.

Όμως αυτό που χρειαζόμαστε τώρα δεν είναι πλέον οι διαπιστώσεις αλλά ένα στρατηγικό σχέδιο δράσης, ένα «master plan» και για την κοινωνία και για την Αριστερά, που θα ιεραρχεί τα πολλαπλά καθήκοντα και θα οργανώνει τη μάχη για το μέλλον.

2. Ένα στρατηγικό σχέδιο για την κοινωνία και την Αριστερά

Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται συχνά ως «πρωτόγνωρη» και το μέλλον της ως μια πορεία σε «αχαρτογράφητες περιοχές». Οι χαρακτηρισμοί αυτοί δεν είναι υπερβολικοί. Η διάρκεια και το βάθος της ύφεσης, καθώς και το μέγεθος της ανεργίας δεν έχουν προηγούμενο σε καιρό ειρήνης. Συγκρίνονται μόνο με καταστάσεις που εμφανίστηκαν στην κρίση του 1929. Η λεγόμενη «δημιουργική καταστροφή» δεν είχε τίποτε το δημιουργικό για την κοινωνία. Ήταν μια σκέτη, ιστορικών διαστάσεων, καταστροφή. Οι διαστάσεις της έχουν περιγραφεί σε πλήθος εκθέσεων και μελετών διεθνών Οργανισμών. Η σωρευτική απώλεια σε όρους εθνικού εισοδήματος έχει υπερβεί το 25%. Η ανεργία προσεγγίζει το 30% και στους νέους έχει υπερβεί το 60%. Το Δημόσιο Χρέος από 126%, που ήταν πριν τα Μνημόνια, είναι σήμερα στο 175%. Οι καταθέσεις έχουν μειωθεί κατά 30%. Μεγάλο μέρος του παραγωγικού δυναμικού έχει απαξιωθεί.

Εκείνο που κάνει την κατάσταση ακόμη πιο επικίνδυνη είναι η λεγόμενη «υστέρηση», το γεγονός δηλ. ότι δεν είναι εύκολα διαγνώσιμες οι μακροχρόνιες συνέπειες των βραχυχρόνιων μέτρων πολιτικής. Δεν αρκεί, λοιπόν, η απαλλαγή από τα Μνημόνια και την τρόικα. Αναγκαία είναι μια πολιτική η οποία θα συνδυάζει αφενός την ανόρθωση της οικονομίας και αφετέρου το μετασχηματισμό του κράτους και της κοινωνίας, με στόχο τη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού συστήματος και μοντέλου ανάπτυξης που θα δίνει προτεραιότητα στο σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στην ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας.

Ένας τέτοιος μετασχηματισμός μπορεί να υπάρξει μόνο στη βάση ενός μακρόπνοου σχεδίου και μιας συγκεκριμένης στρατηγικής. Και αυτή είναι μια πρώτη αφετηριακή προϋπόθεση.

Η διέξοδος αυτή μπορεί να υπάρξει μόνο αν αξιοποιηθούν συνδυασμένα τόσο συμβατικά όσο και μη συμβατικά και ετερόδοξα μέσα πολιτικής.
Τέλος, η διέξοδος αυτή προϋποθέτει την κοινωνία ενεργή, το λαό στο προσκήνιο και μια κυβέρνηση που θα στηρίζεται στον κόσμο της εργασίας και τη νέα γενιά.

Η μετάβαση στην ανασυγκρότηση και το μετασχηματισμό αποτελεί ένα στόχο που υπερβαίνει τα όρια ενός κυβερνητικού προγράμματος και μιας κυβερνητικής θητείας.

Πέρα από ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, και πριν από αυτό, είναι αναγκαίο ένα συνολικό σχέδιο που θα προσδιορίζει τους μακροπρόθεσμους στόχους, το νέο παραγωγικό μοντέλο, τους νέους κλάδους και τις νέες δραστηριότητες που θα πρέπει να λειτουργήσουν ως η ατμομηχανή της ανάπτυξης σ’ αυτόν το νέο ιστορικό κύκλο, τις νέες δομές και μορφές ιδιοκτησίας, τη νέα θέαση του κόσμου και τη νέα θέση που θέλουμε να διεκδικήσουμε στον ευρωπαϊκό και τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, το νέο αναβαθμισμένο ρόλο που πρέπει να εξασφαλίσουμε στην εργασία και τη γνώση, καθώς και τη νέα σχέση που πρέπει να διαμορφώσουμε με το περιβάλλον.

Ένα τέτοιο σχέδιο, για να καταρτιστεί, απαιτεί την εμπλοκή και το συντονισμό ενός ευρύτατου φάσματος θεσμών, κοινωνικών, κρατικών, πανεπιστημιακών και ερευνητικών, κοινωνικών κινημάτων, καθώς και αξιόπιστες διαδικασίες δημοκρατικού και κοινωνικού διαλόγου. Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή πρέπει να αρχίσει από σήμερα. Η ίδια η Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ηγετική δύναμή της, έχουν ανάγκη από ένα αντίστοιχο σχέδιο.

Οι στόχοι της Αριστεράς υπερβαίνουν και το πιο προωθημένο κυβερνητικό πρόγραμμα μιας αριστερής κυβέρνησης. Αν το κυβερνητικό πρόγραμμα είναι η άμεση παρέμβαση της Αριστεράς στη συγκυρία, το στρατηγικό αριστερό σχέδιο θα πρέπει να εξασφαλίζει τη συνέχεια, την προοπτική. Ένας από τους λόγους που απέτυχαν πολλά αριστερά κυβερνητικά εγχειρήματα ήταν ακριβώς αυτός: ενώ διέθεταν τακτική, δεν διέθεταν στρατηγική.

Η Αριστερά «ανακαλύπτεται» από ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας αλλά και μεγαλουργεί πάντα υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, όταν οι εύκολες λύσεις έχουν εξαντληθεί. Όταν πρέπει να δοκιμαστούν νέες ιδέες και να ανοίξουν νέοι δρόμοι. Όταν κανείς, άρα ούτε η Αριστερά, έχει έτοιμες απαντήσεις. Αυτή η έλλειψη ετοιμότητας αντανακλά περισσότερο, αν όχι κυρίως, στην Αριστερά, διότι αυτή είναι που καλείται να ανοίξει τους νέους δρόμους. Μπροστά σε μια τέτοια πρόκληση βρισκόμαστε σήμερα.

Στόχος του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να είναι μόνο η νίκη στις εκλογές και μάλιστα με οποιονδήποτε τρόπο, αλλά η δημιουργία και η ωρίμανση των προϋποθέσεων για να μπορέσει να εφαρμοστεί μια ριζοσπαστική πολιτική, αφού τα ίδια τα προβλήματα απαιτούν ριζοσπαστικές αλλαγές. Μια εκλογική νίκη που θα προκύψει με μια συνάθροιση δυσαρεσκειών ή αθεμελίωτων υποσχέσεων μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά εύθραυστη και πρόσκαιρη. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι μια εκλογική νίκη που θα είναι έκφραση μιας κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας ικανής να στηρίξει μια ριζοσπαστική πολιτική. Αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως το φρόνημα του λαού, το επίπεδο ανάπτυξης των κοινωνικών κινημάτων, η συνοχή, η οργανωτική και προγραμματική προετοιμασία του πολιτικού υποκειμένου της Αριστεράς. Χρειάζεται, επομένως, ένα σχέδιο που να οργανώνει τη δράση του ΣΥΡΙΖΑ πριν τις εκλογές αλλά και μετά από αυτές.

Τα εκλογικά και ενδεχομένως κυβερνητικά καθήκοντα του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να ανακόψουν την προσπάθειά του για την ανασύνθεση και την αναθεμελίωση της Αριστεράς, με βάση τα δεδομένα και τις απαιτήσεις του 21ου αιώνα.

Στο σημείο αυτό, δεν είναι κακό να διδαχθούμε και από τους αντιπάλους μας, όπως και οι ίδιοι διδάχθηκαν από την Αριστερά. Ο νεοφιλελευθερισμός π.χ. δεν δρα μόνον ως κυβερνητική, μόνον ως κοινωνική ή μόνον ως ιδεολογική δύναμη. Οργανώνει την κυριαρχία του δρώντας σε πολλά επίπεδα και με πολλαπλές ιδιότητες.

Η λογική αυτή δεν είναι ξένη στην Αριστερά. Η Αριστερά τη δίδαξε. Όμως, οι ανάγκες επιβάλλουν να οργανωθεί αυτή η μάχη σε νέες, πιο απαιτητικές βάσεις. Η Αριστερά πρέπει να γίνει ικανή να εκπληρώνει ταυτόχρονα πολλούς ρόλους και πολλά καθήκοντα, και όχι να αντιπαραθέτει το ένα στο άλλο. Διότι μόνο συνδυάζοντας κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική δράση μπορεί να καταστεί δύναμη πρωταγωνιστική. Για παράδειγμα, όση εκλογική δύναμη και αν κερδίσει η Αριστερά, δεν θα μπορέσει να κυβερνήσει με βάση τις αξίες της αν δεν υπάρχουν κοινωνικά υποκείμενα με τα οποία να μπορεί να συνομιλεί και να στηριχθεί ή αν η κοινωνία είναι διαποτισμένη από τις αξίες του ανταγωνισμού, του ατομικισμού, του ρατσισμού, της αδιαφορίας απέναντι στα κοινά πράγματα και τα συλλογικά αγαθά. Η Αριστερά πρέπει να αντιπαρατάξει και να διδάξει με το παράδειγμά της ένα νέο κοινωνικό ήθος που προτάσσει τους συλλογικούς όρους της ζωής έναντι του ατομικισμού και του καταναλωτισμού, τη δημοκρατία έναντι του αυταρχισμού και του ολοκληρωτισμού, τη συνεργασία, την αλληλεγγύη, την αίσθηση του καθήκοντος και τη διάθεση για προσφορά στην κοινωνία έναντι της ιδιοτέλειας. Και πρέπει να αποδείξει πως γι’ αυτήν η κυβερνητική εξουσία δεν συνιστά αυτοσκοπό αλλά μέσο για την υλοποίηση του προγράμματός της.

Αυτά τα καθήκοντα αναδεικνύουν τη σημασία του πολιτικού υποκειμένου της Αριστεράς, την ανάγκη για ένα κόμμα δημοκρατικό, συλλογικό, ενιαίο και συνεκτικό, ικανό να αποτελεί τον κορμό ενός ευρύτερου συνασπισμού κομμάτων, οργανώσεων και κινήσεων, και να μάχεται για τις αρχές, τις αξίες και την πολιτική ηθική της Αριστεράς.

Η μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα είναι ένα θετικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, το οποίο, όμως, αποδεικνύεται καθημερινά ότι δεν αρκεί, αν δεν υπάρξουν νέοι «γύροι» εμβάθυνσης της ομοιογενοποίησης και των ενοποιητικών διαδικασιών.

Τέλος, η Αριστερά πρέπει να είναι σε θέση να αντιδρά έγκαιρα στους μεταβαλλόμενους συσχετισμούς. Πίσω από πολλά αποτυχημένα αριστερά κυβερνητικά παραδείγματα, μπορούμε να διακρίνουμε αδυναμία ορθής διάγνωσης και ανταπόκρισης στις μεταβολές των συσχετισμών. Και πολλές διαμάχες εντός της Αριστεράς περί «δεξιών» και «αριστερών» λαθών δεν είναι παρά αδυναμία συγκεκριμένης απάντησης σε διλήμματα στρατηγικής, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις απότομης αλλαγής των συνθηκών.

Η Αριστερά πρέπει να είναι έτοιμη, λοιπόν, όχι μόνο να κατακτά την πλειοψηφία και την κυβέρνηση, αλλά και να αποχωρεί από αυτήν με τις λιγότερο δυνατές απώλειες επιλέγοντας η ίδια το χρόνο, τις γραμμές άμυνας και τους τρόπους υποχώρησης.

Αυτό σημαίνει ότι η Αριστερά πρέπει να κατανοήσει τον αγώνα για τους στρατηγικούς της σκοπούς όχι ως ένα στιγμιαίο γεγονός, αλλά ως μια ιστορική φάση μετάβασης, με νίκες, υποχωρήσεις, ακόμη και ήττες αλλά και άλματα. Με οδηγό πάντα τη δυναμική της συγκυρίας και τους συσχετισμούς δύναμης στον αδύναμο κρίκο αλλά και σε ολόκληρη την αλυσίδα.

Αυτοί οι λόγοι συνιστούν καθήκοντα σύνθετα, διαφορετικά ή και αντιφατικά μεταξύ τους, που μόνο με συνειδητό τρόπο μπορούν να ιεραρχηθούν και να αντιμετωπιστούν συνδυασμένα.

Συμπερασματικά, το στρατηγικό σχέδιο της Αριστεράς αφορά στη δική της μετάβαση και στο δικό της μετασχηματισμό από μια Αριστερά συμπληρωματική ή μονομερώς αμυντική σε μια δύναμη ηγεμονική και πρωταγωνιστική, ικανή να εκφράσει και να υπηρετήσει αξιόπιστα τις ανάγκες του κόσμου της εργασίας και της κοινωνίας.

3. Ζητήματα του κυβερνητικού προγράμματος

Η Αριστερά στη χώρα μας δεν έχει εμπειρίες κυβερνητικού προγράμματος. Τα προγράμματά της ήσαν ως τώρα κυρίως διακηρυκτικού χαρακτήρα. Η σύνταξη, επομένως, ενός κυβερνητικού προγράμματος της Αριστεράς είναι μια διαδικασία και μια εργασία που πρέπει να την εφεύρουμε. Το βέβαιο είναι πως πρέπει να είναι μια διαδικασία ανοικτή στον κόσμο της Αριστεράς και σε όλη την κοινωνία, μέσα από τις κατάλληλες μορφές και διαδικασίες.

Στις σελίδες που ακολουθούν δεν θα αναφερθώ αναλυτικά στο πρόγραμμα αλλά σε ορισμένα από τα πολλά, μεθοδολογικά και άλλα, προβλήματα που αναδεικνύει η προσπάθεια διαμόρφωσής του. Και είναι προφανές πως όσα αναφερθούν αποτελούν ιδέες ή προτάσεις σ’ έναν προγραμματικό διάλογο που πρέπει να αναπτυχθεί και στο εσωτερικό της Αριστεράς και στην κοινωνία.

Ι. Ο πολιτικός στόχος

Τα Μνημόνια δεν αποτελούν εργαλεία ξενικής κατοχής, όπως ορισμένοι υποστηρίζουν. Είναι το πρόγραμμα εγχώριων κυρίαρχων δυνάμεων, εγχώριων ελίτ. Περιλαμβάνουν αιτήματα που οι ίδιες έθεταν από καιρό, πριν από την κρίση, με στόχο τη βαθύτερη προσαρμογή της ελληνικής κοινωνίας στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα. Αποτελούν ταυτόχρονα βάση συμβιβασμού αυτών των εγχώριων ηγετικών ομάδων με τις δυνάμεις που εκπροσωπεί η τρόικα και κυρίως τη γερμανική κυρίαρχη τάξη. Ένα συμβιβασμό ετεροβαρή και υποτελή, αφού πάνω από τις ανάγκες αναπαραγωγής της κοινωνίας ιεραρχούνται και γίνονται αποδεκτές οι ανάγκες και τα συμφέροντα του διεθνοποιημένου κεφαλαίου και των δανειστών. Αποτελούν, επίσης, τα Μνημόνια, τη βάση για τη συγκρότηση κοινωνικο-πολιτικών συμμαχιών με επίκεντρο τη διαχείριση της εξουσίας και των προνομίων που απορρέουν από αυτήν, με αντάλλαγμα την αποδοχή και τη στήριξη του ως άνω συμβιβασμού.

Αυτή η στρατηγική των κυρίαρχων τάξεων εξηγεί γιατί δεν υπήρχε ούτε υπάρχει «εθνικό σχέδιο» για την αντιμετώπιση της κρίσης ούτε καν προγραμματικός διάλογος γύρω από τις αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Ακριβώς γι’ αυτό, ο κύριος Στουρνάρας το θεώρησε πολύ φυσικό να πει από το βήμα της Βουλής ότι το Μνημόνιο «είναι το μόνο σοβαρό κείμενο στη χώρα».

Αφού οι βασικές επιλογές καθορίζονται από τους δανειστές και τις προτεραιότητές τους, η πολιτική ζωή συρρικνώνεται στη διαχείριση των αντιστάσεων και στην καταστολή όσων αντιδρούν στις απορρέουσες από αυτήν τη σχέση διευθετήσεις. Δεν υπάρχει λόγος ούτε χώρος για προγραμματικό διάλογο, εκτός από το πώς οι ειλημμένες αποφάσεις θα υλοποιηθούν.

Στον αντίποδα αυτής της στρατηγικής, η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ έχει ως αφετηρία της την ίδια την κοινωνία. Εκκινά από τις ανάγκες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και της κοινωνίας, την ικανοποίηση των οποίων θέτει ως πρωταρχικό της σκοπό. Με βάση τις ανάγκες αυτές και με κορμό τον κόσμο της εργασίας συγκροτεί τις εσωτερικές κοινωνικές συμμαχίες και τα προγράμματα τα οποία επιδιώκει να εφαρμόσει αναζητώντας τα κατάλληλα διεθνή πλαίσια και συμμαχίες, τις κατάλληλες διεθνείς τάσεις και δυναμικές. Το πρόγραμμα, συνεπώς, του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα εθνικό σχέδιο ενταγμένο σε μια ευρωπαϊκή και διεθνή δυναμική που στόχο έχει την αλλαγή των συσχετισμών σε Ελλάδα και Ευρώπη, ένα διεκδικητικό πλαίσιο εντός της αντιφατικής ευρωπαϊκής πορείας σε διαρκή αντίθεση προς τις κυρίαρχες πολιτικές και την αρχιτεκτονική της ΕΕ.

Καθήκον, συνεπώς, του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι απλώς να εκπονήσει και να εκφωνήσει ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, αλλά να συμβάλει για να δημιουργηθεί μια προγραμματική παιδεία και ένας προγραμματικός διάλογος μέσα στην κοινωνία και να εμπνεύσει ένα κίνημα συμμετοχής στο διάλογο και στους αγώνες. Όμως αυτές οι λειτουργίες, τόσο της προγραμματικής παιδείας όσο και αυτή του διαλόγου και της ενεργητικής συμμετοχής, πρέπει να αρχίσουν από το εσωτερικό του, να καλλιεργηθούν στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα και τη συγκεκριμένη μορφή που θα πάρει μια κυβέρνηση της Αριστεράς, οι γενικότεροι συσχετισμοί θα παραμένουν δυσμενείς.

Βασικός πολιτικός στόχος της κυβέρνησης της Αριστεράς πρέπει να είναι η αλλαγή των συσχετισμών προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας, της δημοκρατίας και της κοινωνίας, και η διαμόρφωση των γενικότερων προϋποθέσεων για τις ριζοσπαστικές αλλαγές και τους μετασχηματισμούς που πρέπει να γίνουν. Για την επίτευξη αυτού του πολιτικού στόχου, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να φέρει στο προσκήνιο τις άμεσες ανάγκες της κοινωνίας και των πολιτών, των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, να προτείνει μια συγκεκριμένη ιεράρχησή τους και να καταστήσει την ικανοποίηση των εν λόγω αναγκών ως το περιεχόμενο της πολιτικής και το κεντρικό πεδίο της πολιτικής και κοινωνικής αντιπαράθεσης της νέας πολιτικής περιόδου.

Κρίσιμη σημασία για την υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος έχουν αφενός η πολιτική συμμαχιών και αφετέρου μια θετική-δημιουργική σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στην κυβέρνηση της Αριστεράς, τα κοινωνικά κινήματα και την κοινωνία. Γι’ αυτό, η συγκεκριμένη ιεράρχηση των αναγκών, ο ρυθμός και ο τρόπος ικανοποίησής τους πρέπει να αποτελούν αντικείμενο ευρύτατου κοινωνικού και πολιτικού διαλόγου και οικοδόμησης συναινέσεων και από τα κάτω και από τα πάνω.

ΙΙ. Ο χρόνος των αναγκών

Ο χρόνος είναι αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής, και η πολιτική δεν έχει νόημα χωρίς τη διάσταση του χρόνου.Τα κυβερνητικά προγράμματα παρουσιάζονται συνήθως σε μια χρονική κλίμακα των πρώτων εκατό ημερών ή κάτι συναφές. Με τον τρόπο αυτόν επιδιώκεται, υποτίθεται, να ελεγχθεί ο βαθμός ετοιμότητας ενός κόμματος να κυβερνήσει. Ωστόσο, αυτός ο τρόπος κατανόησης και παρουσίασης των κυβερνητικών προγραμμάτων εμποδίζει την κοινωνία να έχει θέαση του μέλλοντος και αντικειμενικά καλλιεργεί μια διαχειριστική αντίληψη για την πολιτική που αντιστοιχεί σε μια κοινωνία θεατή των εξελίξεων. Αυτή η κατανόηση της σχέσης της πολιτικής με το χρόνο αντανακλά τη χρονική κλίμακα που προσιδιάζει στις ανάγκες του κεφαλαίου που ενδιαφέρεται για γρήγορο και άμεσο κέρδος, όχι όμως και στις ανάγκες της κοινωνίας.

Το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ θέλει να σπάσει αυτή την παράδοση και να φέρει στην επιφάνεια την πραγματική χρονική διάσταση των αναγκών που είναι πολυδιάστατη: βραχεία, μεσοπρόθεσμη, μακροπρόθεσμη.

Επομένως, πρέπει να δουλέψουμε πάνω και στις τρεις διαστάσεις του χρόνου. Για να το πω σχηματικά, θέλουμε ένα πρόγραμμα για τις πρώτες ημέρες, για τους πρώτους μήνες, για τα πρώτα χρόνια. Για τις πρώτες ημέρες διότι η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα έχει περίοδο χάριτος ούτε ανοχή. Πρέπει να είναι βέβαιη και έτοιμη για τα πρώτα βήματά της. Και πρέπει ταυτόχρονα να έχει σαφείς και ξεκάθαρους μακρόπνοους προσανατολισμούς.

Αυτές, όμως, οι πολλαπλές διαστάσεις του χρόνου δεν είναι διαδοχικές μεταξύ τους, δεν ορίζουν φάσεις ή στάδια ξεχωριστά μεταξύ τους, αλλά διαδικασίες επάλληλες, επικαλυπτόμενες.

Η κρίση που ζούμε τροποποιεί την έννοια του χρόνου και της συγκυρίας, με την έννοια ότι κάθε στιγμή συμπυκνώνει αιτήματα και ανάγκες διαφορετικού τύπου και χρονικού ορίζοντα. Πρέπει άμεσα να αντιμετωπίσουμε προβλήματα επιβίωσης και ταυτόχρονα να θέσουμε σε κίνηση διαδικασίες μακρόπνοων μετασχηματισμών και να κάνουμε επιλογές που θα καθορίσουν τη φυσιογνωμία της κοινωνίας για τα επόμενα 20, 30 ή και περισσότερα χρόνια. Μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει, επομένως, από την αρχή της θητείας της να δείξει απτά αποτελέσματα και με ένα σοκ ανακούφισης του κόσμου, ιδίως αυτού που υφίσταται την ανθρωπιστική κρίση, αλλά και ένα σοκ μεταρρυθμίσεων και αλλαγών που να δημιουργούν μια νέα πολιτική κουλτούρα να επαναφέρουν την εμπιστοσύνη προς την πολιτική, τη δημοκρατία και τις δυνάμεις της ίδιας της κοινωνίας να κάνει συλλογικά σχέδια, να οικοδομεί συναινέσεις, να συνάπτει κοινωνικά συμβόλαια με αμοιβαίες υποχρεώσεις και δικαιώματα.

Μια κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει από την αρχή, με το έργο της, να αποδείξει την αποφασιστικότητά της, όχι να συντηρήσει το χρεοκοπημένο καθεστώς, αλλά να ανοίξει νέους δρόμους για την ανασυγκρότηση της κοινωνίας στη βάση νέων παραγωγικών προτύπων, μιας προωθημένης δημοκρατίας και μιας λογικής που προτάσσει τις ανάγκες και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων.

Μόνο αν ο λαός και η νεολαία πειστούν ότι κάτι νέο και χειροπιαστό αρχίζει να δημιουργείται και ότι αυτό είναι υπέρ των αναγκών και των συμφερόντων τους θα υπάρξει εκείνο το φρόνημα που θα επιτρέψει στην κοινωνία να σταθεί όρθια και να αντέξει τους κόπους και τις θυσίες που θα απαιτηθούν για να απαλλαγεί από τα δεσμά του παρελθόντος, της ιδιοτέλειας και της υποτέλειας.

ΙΙΙ. Κοινωνική αλληλεγγύη – οικονομική ανάκαμψη

Στο βραχύ χρόνο κυρίαρχη θέση έχει η καταπολέμηση της ανθρωπιστικής κρίσης. Η κοινωνική αλληλεγγύη γίνεται κεντρική κυβερνητική επιλογή. Εδώ εντάσσονται πολλά επιμέρους θέματα: η εξασφάλιση διατροφής, πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας και σε άλλα δημόσια αγαθά σε όσους έχουν ανάγκη, η εξασφάλιση στέγης σε όσους δεν έχουν ή κινδυνεύουν να τη χάσουν λόγω μη εξυπηρέτησης των δανείων τους κ.λπ. Όλα αυτά υπηρετούν την ίδια λογική: να υπάρξει ένα «σοκ» ανακούφισης.

Στην κατάσταση που βρίσκεται η κοινωνία δεν αρκούν κάποια μέτρα πολιτικής ούτε αρκούν οι αποδιαρθρωμένες δημόσιες υπηρεσίες. Θα πρέπει να οργανωθεί μια κοινωνική πανστρατιά, με την ενεργοποίηση της ίδιας της κοινωνίας, συνδικάτων, κινημάτων, δομών αλληλεγγύης, Εκκλησίας, μη κυβερνητικών οργανώσεων, με κρίσιμο το ρόλο της Τοπικής και Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, με στόχο την υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την καταπολέμηση της φτώχειας αλλά και του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του φασισμού σε όλες τις μορφές και εκδηλώσεις του.

Το κρίσιμο είναι να επιστρέψει η αυτοπεποίθηση στη δυνατότητα της κοινωνίας να κάνει σχέδια και να τα υλοποιεί, να επιστρέψει η εμπιστοσύνη στην πολιτική, μια πολιτική που έχει ως στόχο την επίλυση των προβλημάτων της κοινωνίας και ειδικά των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων.

Όλα τα μέτρα πάντως δημόσιας πολιτικής που αποσκοπούν στην κοινωνική αλληλεγγύη και ανακούφιση πρέπει να αποτελούν οργανικό μέρος ενός άμεσου προγράμματος βραχυπρόθεσμης σταθεροποίησης και ανάκαμψης της οικονομίας.

Ορισμένοι δεν κατανοούν την ανάγκη «σταθεροποίησης» σ’ ένα αριστερό πρόγραμμα. Η υποτίμηση της ανάγκης αυτής στηρίζεται στη λανθασμένη παραδοχή πως δεν υπάρχει χειρότερο του κακού, πως ό,τι κακό ήταν να πάθουμε το έχουμε πάθει, πως ο καπιταλισμός διαθέτει κάποιο φυσικό όριο, έναν «πάτο», όπως λέγεται, κάτω από τον οποίο δεν πέφτει η οικονομία, αντίθετα όταν υπάρξει αυτός ο «πάτος» αρχίζει η ανάκαμψη και η έξοδος από την κρίση. Τίποτε απ’ αυτά δεν είναι ακριβές. Ο καπιταλισμός δεν διαθέτει κανένα φυσικό όριο στην πτώση, κανέναν αυτόματο μηχανισμό ανάκαμψης. Σε μια κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, όπως είναι αυτή που ζούμε, ο μόνος μηχανισμός που διαθέτει ο καπιταλισμός είναι η υποτίμηση και η καταστροφή του συσσωρευμένου κεφαλαίου, κι αυτή η διαδικασία δεν έχει φυσικά παρά μόνο κοινωνικά και πολιτικά όρια. Η μετάβαση, με άλλα λόγια, από την ύφεση στην ανάκαμψη και από την ανάκαμψη σε μια διατηρήσιμη αναπτυξιακή τροχιά απαιτεί πολιτικές παρεμβάσεις, συγκεκριμένο πρόγραμμα, διαφορετικά η πτώση μπορεί να συνεχιστεί ή, αν έχει πρόσκαιρα ανακοπεί, να επανέλθει. Και αν αυτό συμβεί, μπορεί να απειληθεί ακόμη και η κοινωνική νομιμοποίηση της κυβέρνησης. Αν αυτή η εσωτερική λογική του καπιταλισμού και αυτή η δυναμική της κρίσης δεν κατανοηθεί, τότε δεν μπορεί να κατανοηθεί και η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.

Ορισμένοι αντιδρούν υστερικά στην προτεραιότητα που δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και στην αύξηση των κατώτατων μισθών. Ταυτίζουν τις θέσεις αυτές με τις δημαγωγικές υποσχέσεις του παρελθόντος του τύπου «λεφτά υπάρχουν».

Οι κριτικές αυτές αποσυνδέουν την πολιτική από την οικονομία. Βλέπουν την πολιτική και την οικονομία ξεχωριστά και όχι στην αλληλεξάρτησή τους. Ασφαλώς μια κυβέρνηση μπορεί να αποφασίσει όποιες αυξήσεις μισθών επιθυμεί. Όμως, μια αύξηση των μισθών σε συνθήκες οικονομικής κατάρρευσης θα δικαιωθεί μόνο αν ενταχθεί σε ένα σχέδιο που οδηγεί στην ανάκαμψη της οικονομίας. Αν, αντίθετα, η οικονομική ύφεση συνεχιστεί και μετά την αύξηση των μισθών, τότε οι αυξήσεις των μισθών θα ακυρωθούν στην πράξη, είτε μέσω αύξησης του πληθωρισμού είτε μέσω αύξησης της ανεργίας. Από την άλλη μεριά, χωρίς την ικανοποίηση των άμεσων αναγκών, χωρίς τη βελτίωση των εισοδημάτων, από τα κάτω προς τα πάνω, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ανάκαμψη της οικονομίας ούτε κοινωνική νομιμοποίηση της Δημοκρατίας και της κυβέρνησης που θέλει να την υπηρετεί. Αντίθετα, συντηρείται ένα κοινωνικό υπόβαθρο που ευνοεί την ανάπτυξη του φασισμού και του ναζισμού. Η κατά προτεραιότητα, επομένως, αντιμετώπιση της φτώχειας στις πιο ακραίες εκδοχές της, η προσπάθεια αύξησης των κατώτερων εισοδημάτων και του κατώτατου μισθού δεν επιβάλλεται μόνο από τις ζοφερές κοινωνικές συνθήκες, αλλά υπακούει και σε μια πολιτική και οικονομική ανάγκη.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ορθά δεν αντιπαραθέτει αλλά συνδυάζει το στόχο της κοινωνικής ανακούφισης με εκείνον της οικονομικής ανάκαμψης, διότι και τα δυο είναι ζωτικές οικονομικές και πολιτικές ανάγκες της κοινωνίας: η ανάκαμψη της οικονομίας πρέπει να αρχίσει από την άμεση ανακούφιση των αδυνάτων, η ανακούφιση των αδυνάτων πρέπει να σχεδιαστεί και να οργανωθεί με τρόπο που να στηρίζει την τόνωση της οικονομίας, και η δημοκρατία πρέπει να έχει κοινωνικό και οικονομικό περιεχόμενο.

ΙV. Η θέση των μεταρρυθμίσεων στο πρόγραμμα της Αριστεράς

Στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα κεντρικός στόχος είναι οι ανακατανομές και ανατροπές που θα θέτουν τις βάσεις και θα ανοίγουν δρόμους για μια νέου τύπου ανάπτυξη με όρους δικαιοσύνης, αειφορίας και διεθνούς βιωσιμότητας. Είναι γεγονός ότι οι όροι «μεταρρυθμίσεις», «διαρθρωτικές αλλαγές» και πολλοί άλλοι έχουν χάσει το νόημά τους.

Θα μπορούσαμε και να απαρνηθούμε τους όρους αυτούς και να αναζητήσουμε άλλες λέξεις, άλλες φόρμες. Αυτό δεν είναι ένα ζήτημα αρχής. Όμως θα ήταν μια υποχώρηση. Ας επιμείνουμε, λοιπόν, στο νόημα που η Αριστερά είχε δώσει στις έννοιες αυτές. Ας προσπαθήσουμε να ανακτήσουμε το κοινωνικό τους περιεχόμενο. Είναι προφανές ότι εδώ αναφερόμαστε σε μεταρρυθμίσεις με ριζικά διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που γνωρίσαμε ως τώρα και που ορθά πολλοί τις αποκαλούν «αντιμεταρρυθμίσεις», αφού εκείνο που κάνουν είναι να αποδομούν και να διαλύουν τα όποια συστήματα κοινωνικής προστασίας και ρυθμιστικά πλαίσια έθεταν φραγμούς στην ασυδοσία του κεφαλαίου και των αγορών.

Η ανάγκη για ριζικές μεταρρυθμίσεις τροφοδοτείται από τρεις πηγές: α) ελλείμματα και «αναχρονισμοί» που έρχονται από το παρελθόν όπως το άδικο και αναποτελεσματικό φορολογικό σύστημα, η πελατειακή και αποσπασματική συγκρότηση του κράτους, η απουσία εργαλείων ανάπτυξης και σχεδιασμού, β) προβλήματα που δημιούργησε ο άγριος και ανερμάτιστος νεοφιλελευθερισμός πριν και μετά την κρίση, όπως διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων, αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους, ακύρωση ή απορρύθμιση ελεγκτικών και ρυθμιστικών αρχών και γ) ανάγκες που έρχονται από το μέλλον, οι οποίες απορρέουν από την ανάγκη μετάβασης σ’ ένα υπόδειγμα ανάπτυξης και μια κοινωνικά δίκαιη, οικολογικά αειφόρο και παραγωγικά βιώσιμη ανασυγκρότηση, ένα δημιουργικό μετασχηματισμό.

Πεδία εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων είναι το κράτος, η διοίκηση, η φορολογία, το πολιτικό σύστημα. Αλλά εφόσον η κρίση που ζούμε είναι συστημική, δεν υπάρχει θεσμός ή τομέας που να μη χρειάζεται μεταρρύθμιση ή ακόμη και κατάργηση ή επανίδρυση, με βάση τις νέες κλίμακες αξιών και ιεραρχήσεων που επιβάλλει μια πολιτική που θέλει να υπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Ανεξάρτητα, όμως, από την ιδιαίτερη κατηγορία, όλες οι μεταρρυθμίσεις και αλλαγές πρέπει να υπηρετούν τις ίδιες αξίες και τους ίδιους στόχους, δηλαδή την ανάκτηση δικαιωμάτων και λειτουργιών που αφαίρεσε ο νεοφιλελευθερισμός από τους εργαζόμενους και την κοινωνία, την αποεμπορευματοποίηση και τον κοινωνικό έλεγχο κρίσιμων συλλογικών αγαθών και οικονομικών λειτουργιών, την απελευθέρωση από τα δεσμά της ιδιοτέλειας, της γραφειοκρατίας και της ανομίας δημόσιων πόρων και «παγωμένων» δυνατοτήτων, το μετασχηματισμό του κράτους με στόχο την ισχυροποίηση και διεύρυνση της δημοκρατίας με κοινωνικό και οικονομικό περιεχόμενο.

Είναι γεγονός ότι πολλές από τις μεταρρυθμίσεις στις οποίες αναφερόμαστε έχουν υλοποιηθεί στο παρελθόν σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Ακόμη και στην Ελλάδα εισήχθησαν στο παρελθόν τέτοιοι θεσμοί με τρόπο αποσπασματικό, όπως η κοινωνική ασφάλιση, το εθνικό σύστημα υγείας, η προστασία της εργασίας κ.λπ.

Αυτά, όμως, έγιναν υπό άλλους συσχετισμούς. Ό,τι τότε ονομαζόταν πρόοδος, εκσυγχρονισμός, σήμερα, υπό το καθεστώς της νέας ιεραρχίας που έχει επιβάλει ο νεοφιλελευθερισμός, ονομάζεται συντήρηση και αναχρονισμός. Ακριβώς γι’ αυτό, κάθε ανάκτηση δικαιώματος, κάθε μεταρρύθμιση με στόχο τη δικαιοσύνη ή την περιστολή της δύναμης των ισχυρών αποτελεί σήμερα αιτία ρήξης, σύγκρουσης, ακόμη και γενικευμένου κοινωνικού πολέμου.

Μια δεύτερη αιτία συγχύσεων είναι το γεγονός ότι φαινόμενα όπως η διαφθορά, το λαθρεμπόριο, η «φοροκλοπή», η διαπλοκή κ.λπ. είναι υπαρκτά σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, τα φαινόμενα αυτά υπάρχουν στο περιθώριο ενός λειτουργικού κράτους δικαίου και μιας θεσμικής λειτουργίας της οικονομίας με κάποιους κοινούς κανόνες. Στην περίπτωση του ελληνικού καπιταλισμού τα φαινόμενα αυτά αποτελούν εσωτερικά, δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας και του συστήματος της εξουσίας που κανείς δεν μπορεί να πει ως πού φτάνουν η δύναμη και η επιρροή τους.

Το συγκρουσιακό περιεχόμενο, ακόμη και ήπιων παρεμβάσεων στο σύστημα αυτό, δεν θα πρέπει να υποτιμάται, αφού συνιστούν ρήξεις με οργανωμένα συμφέροντα, συνδεδεμένα σε ορισμένες περιπτώσεις με το «βαθύ κράτος», ξένα κέντρα και παρακρατικούς μηχανισμούς, ακόμη και με μαφιόζικες και εγκληματικές συμμορίες.

Χρειάζεται, για την κάθε σημαντική μεταρρύθμιση, όχι μόνο η πολιτική βούληση και ο αναγκαίος νόμος ή απόφαση που θα την υλοποιεί, αλλά και ένα σχέδιο δράσης, ενημέρωσης των πολιτών, οικοδόμησης των ευρύτερων δυνατών συμμαχιών για την κάθε συγκεκριμένη μεταρρύθμιση, ακόμη και με δυνάμεις που σε άλλα ζητήματα μπορεί να διαφωνούν με την κυβέρνηση. Χρειάζεται, επομένως, για την κάθε μεταρρύθμιση προετοιμασία και εμπλοκή κοινωνικών κινημάτων και άλλων κοινωνικών φορέων, όλης της κοινωνίας.

Οι μεταρρυθμίσεις, λοιπόν, στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κάποιες, κοινωνικά ουδέτερες, τεχνικές ή οργανωτικές αλλαγές, αλλά ορίζουν πεδία έντασης και σημεία ρήξης με το νεοφιλελευθερισμό, με συμφέροντα και δυνάμεις του παρελθόντος.

V. Ανάκτηση του μέλλοντος

Όλες οι ως τώρα κυβερνήσεις επιδιώκουν άμεσα αποτελέσματα. Αυτό από μόνο του είναι θεμιτό.

Το πρόβλημα αρχίζει όταν, όπως έκαναν οι ως τώρα κυβερνήσεις, κυνηγούν το εφήμερο εγκαταλείποντας το μέλλον ή, ακόμη χειρότερα, επιβαρύνοντάς το με την πολιτική τους. Η μακροπρόθεσμη διάσταση του χρόνου είναι, επομένως, από αυτή την άποψη η πιο κρίσιμη. Διότι το μέλλον υποεκπροσωπείται στις προτεραιότητες των κυβερνήσεων αλλά και στα ενδιαφέροντα της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Αυτό βέβαια δεν είναι αποτέλεσμα μιας τεχνικής αδυναμίας ή κάποιου φυσικού νόμου. Έχει να κάνει με τη δομή των κυρίαρχων κατεστημένων συμφερόντων και των επιλογών τους.

Το πρόβλημα σήμερα γίνεται πιο σοβαρό και πιο άμεσο διότι πολλά προβλήματα της εποχής μας και πολλές από τις πληγές που άνοιξε η κρίση μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο σε βάθος χρόνου. Για παράδειγμα, η εξάλειψη της ανεργίας, η ανασύσταση του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής ασφάλισης, η αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, η αντιστροφή των αρνητικών δημογραφικών τάσεων, η διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού συστήματος και άλλα συναφή προβλήματα είναι υπόθεση μιας εναλλακτικής πολιτικής, αλλά και ενός σχεδιασμού μακράς κλίμακας.

Τι μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση της Αριστεράς; Πώς μπορεί να εντάξει αυτήν τη μακρά κλίμακα του χρόνου σ’ ένα κυβερνητικό πρόγραμμα το οποίο, στην καλύτερη περίπτωση, έχει ως ορίζοντά του την τετραετία;

Πώς η ανάκτηση του μέλλοντος δεν θα εκφυλιστεί σε μια χωρίς περιεχόμενο ρητορική;

Το πρώτο είναι να αναγνωρίσει τα προβλήματα, να βοηθήσει την κοινωνία να κατανοήσει τη σημασία τους, να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει επιστημονικές δυνάμεις σε Ελλάδα και εξωτερικό και να θέσει σε κίνηση διαδικασίες, δημιουργώντας και τους κατάλληλους θεσμούς για ένα συνολικό και μακροχρόνιο σχέδιο, ένα «master plan», όπως ήδη είπαμε, για μια παραγωγική και καινοτόμα Ελλάδα για μια δημοκρατική, δημιουργική, δίκαιη και αλληλέγγυα κοινωνία, στην οποία αξίζει να ζούμε με αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια, εμείς και τα παιδιά μας.

Το δεύτερο είναι να κάνει το μέλλον υπόθεση του παρόντος, στόχους διεκδικήσιμους άμεσα, ακόμη και στο στάδιο που η Αριστερά δρα ως αντιπολίτευση. Το σημαντικό είναι οι διάφορες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές, ακόμη και τα άμεσα ανακουφιστικά μέτρα να μην είναι αποσπασματικά ή αλληλοσυγκρουόμενα μεταξύ τους, αλλά –στο μέτρο του δυνατού– να υπηρετούν το στόχο για ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης, ένα νέο κοινωνικό ήθος, ένα νέο πολιτισμό.

VΙ. To «νέο» στο νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό υπόδειγμα

Σ’ αυτόν το μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα εγγράφεται ασφαλώς η παραγωγική ανασυγκρότηση, ο κοινωνικός και οικολογικός μετασχηματισμός, με στόχο ένα νέο παραγωγικό σύστημα και ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης. Είναι θετικό που μεγάλα τμήματα της κοινωνίας συνειδητοποιούν πλέον την ανάγκη αυτήν.

Όμως, ποιο είναι το «νέο» σ’ αυτό το νέο μοντέλο ή παράδειγμα που πρέπει να διαμορφώσουμε;

Για τους νεοφιλελεύθερους το «νέο» βρίσκεται σε μια εμβάθυνση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, ενώ για τη σοσιαλδημοκρατία το «νέο» βρίσκεται στην τιθάσευση των υπερβολών του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και στον έλεγχο κάποιων συμπτωμάτων και «ακροτήτων» του.

Και στις δύο περιπτώσεις οι αιτίες της κρίσης δεν θίγονται, ενώ το «νέο παραγωγικό μοντέλο» επαφίεται να διαμορφωθεί από τις δυνάμεις της αγοράς και του ιδιωτικού κέρδους, γεγονός που προεξοφλεί την αποσπασματικότητα και τη μη βιωσιμότητά του, καθώς και την παραγωγή ακόμη μεγαλύτερων ανισοτήτων.

Ένα πραγματικά νέο παραγωγικό σύστημα μπορεί να προκύψει μόνο σε ρήξη με αυτές τις λογικές και τα συμφέροντα που εκπροσωπούν. Διαμορφώνεται σε αντιπαράθεση προς τις αξίες του νεοφιλελευθερισμού, σε ένα μετα-νεοφιλελεύθερο ορίζοντα. Χαρακτηρίζεται από διαρκή κίνηση, μετασχηματισμό, κοινωνικό πειραματισμό που ενθαρρύνεται μάλιστα από δημόσιες πολιτικές. Στο προσκήνιο έρχεται η κοινωνία και οι ανάγκες της, τα προβλήματα της ιεράρχησης και εξισορρόπησής τους, τα ζητήματα των συμμαχιών και συναινέσεων, των θεσμών και των νέων δημόσιων πολιτικών.

Ένα πρώτο χαρακτηριστικό, λοιπόν, του νέου μοντέλου είναι οι νέες αξίες στις οποίες αυτό στηρίζεται, και πριν απ’ όλα η αξία της συνεργασίας, της αλληλεγγύης, της αειφορίας, της ισότητας, σε αντιδιαστολή προς τις αξίες του ανταγωνισμού, του ατομικισμού και του καταναλωτισμού που καλλιεργεί το νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Το νέο μοντέλο ανάπτυξης χαρακτηρίζεται επίσης από μεταβατικότητα, είναι ένα μοντέλο «υπό διαμόρφωση», το οποίο, όμως, δεν παίρνει τη μορφή ενός παγιωμένου «καθεστώτος» αλλά αυτοανανεώνεται διαρκώς.

Το «νέο», συνεπώς, προκύπτει από τη δράση των κοινωνικών και οικονομικών υποκειμένων, και είναι αυτό που συνάδει με τις νέες αξίες και ταυτόχρονα αποδεικνύει την κοινωνική του αποτελεσματικότητα και την οικονομική του βιωσιμότητα στην πράξη, κατακτώντας με τον τρόπο αυτόν την κοινωνική του νομιμοποίηση και ισχύ έναντι των παλαιών προτύπων.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό του είναι ο κοινωνικο-κεντρικός και δημοκρατικός του χαρακτήρας. Πρωταγωνιστής στο νέο μοντέλο ανάπτυξης δεν είναι ούτε το κράτος από μόνο του ούτε οι αγορές, αλλά η ίδια η κοινωνία. Στη νέα σύμπραξη κράτους-αγορών-κοινωνίας, η τελευταία θέτει τους κανόνες με βάση τις ανάγκες, τις δυνατότητες και τις δημοκρατικές επιλογές της, και στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, τις τράπεζες, τις αγορές.

Το κράτος σχεδιάζει, στηρίζει, με δημόσιες πολιτικές και συντονίζει επιτελικά και με σχέδιο τις δράσεις των φορέων της κοινωνίας. Ο δημόσιος τομέας της οικονομίας λειτουργεί με διαφάνεια, δημόσια λογοδοσία, αυστηρότητα στη χρήση των πόρων και κοινωνικό έλεγχο. Ο ιδιωτικός τομέας αναπτύσσει τη δράση του εντός κοινωνικών και οικολογικών δεσμεύσεων. Στο νέο μοντέλο ανάπτυξης εισάγονται και ενθαρρύνονται, ως βασικοί του πυλώνες, συνεργατικές μορφές της οικονομίας και αναπτυξιακές συμπράξεις με ξένο κεφάλαιο και φορείς.
Οι συνεργατικές μορφές της οικονομίας κατανοούνται όχι ως παρίες αλλά ως οργανικό τμήμα του παραγωγικού συστήματος που, με κατάλληλες μορφές, επιτρέπει αφενός την αξιοποίηση ικανοτήτων, δεξιοτήτων, γνώσεων και πρωτοβουλιών των εργαζόμενων και των ανέργων και αφετέρου την ικανοποίηση αναγκών, την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών με όρους που δεν στηρίζονται ούτε αποσκοπούν στη μεγιστοποίηση του κέρδους αλλά στην ικανοποίηση αναγκών με όρους οικονομικής βιωσιμότητας, δημοκρατίας, συνεργασίας και συλλογικότητας.

Τέλος, η Δημοκρατία κατανοείται και εντός της παραγωγικής και της οικονομικής διαδικασίας και όχι ως μια σφαίρα πέρα από αυτήν, ως μέσο για το σχεδιασμό και την υλοποίηση της μετάβασης στα νέα παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα και συστατικό των τελευταίων.

Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο χαρακτηρίζεται από τις μεγάλες ανισότητες που δημιουργεί στην κατανομή του πλούτου, των εισοδημάτων, της ισχύος. Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι να αμβλύνουμε απλώς τις ανισότητες σε ένα σύστημα που παράγει ανισότητες, αλλά να δημιουργήσουμε νέους όρους παραγωγής εξαρχής πάνω στις αρχές της δικαιοσύνης και της αειφορίας. Γι’ αυτό η αναδιανομή είναι αναγκαία αλλά δεν θα γίνει ποτέ κοινωνικά αποτελεσματική, αν δεν προηγηθεί μια «προδιανομή» ή μια «αναπτυξιακή διανομή», αν δηλαδή ο τρόπος ανάπτυξης δεν περιέχει στο πρωτογενές του στάδιο, ως εσωτερική του διάσταση, την αναβάθμιση της εργασίας και την προστασία του περιβάλλοντος.

Το νέο παραγωγικό μοντέλο προϋποθέτει αξιοπρεπείς αμοιβές για τους εργαζόμενους και τους απόμαχους της δουλειάς, πλήρη εργασιακά δικαιώματα, δυνατότητα ελεύθερης οργάνωσης και διαπραγμάτευσης, επαρκείς δωρεάν κοινωνικές υπηρεσίες για όλους.

Κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ανασυγκρότησης, και άρα αναδιαρθρώσεων και κινητικότητας, θα προστατευθεί ο κόσμος της εργασίας και θα αναβαθμιστεί, μέσω της εκπαίδευσης, της κατάρτισης και της αναγνώρισης δεξιοτήτων, η γνωστική ικανότητα, οι ικανότητες σχετικά με τον έλεγχο και τη διαχείριση της παραγωγής, η εφευρετικότητά τους στα τεχνικά και οργανωτικά ζητήματα.

Το ζήτημα του περιβάλλοντος έχει στρατηγική σημασία για τις ανθρώπινες κοινωνίες καθώς αφορά στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την προστασία ζωτικών φυσικών πόρων, όπως τα νερά και τα δάση, την οργάνωση της παραγωγής ώστε να ανακυκλώνονται τα χρησιμοποιούμενα υλικά. Πρόκειται για το παρόν αλλά κυρίως για το μέλλον, και επομένως για το σχεδιασμό των ενεργειών που θα καλύψουν όχι μόνο τις άμεσες ανάγκες, αλλά θα εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα και την ομαλή αναπαραγωγή των κοινωνιών όπου θα ζήσουν οι επόμενες γενεές.

Είναι αυτό το ζήτημα που συνηγορεί με τον πιο έντονο τρόπο υπέρ της αναγκαιότητας ενός αναπτυξιακού μοντέλου που θα εμπεριέχει τη σχεδιασμένη προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, αφού αυτή αποτελεί βασική προϋπόθεση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής.

Τέλος, το νέο μοντέλο ανάπτυξης απαιτεί τη δική του παραγωγική, τεχνολογική και οργανωτική βάση. Η κοινωνία δεν μπορεί να αναπαραχθεί στην παλιά παραγωγική βάση. Το «τρίγωνο» Ναυτιλία, Τουρισμός, Οικοδομή περικλείει σημαντικές αναπτυξιακές δυνατότητες και για το μέλλον, όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει ως «ατμομηχανή» ενός βιώσιμου παραγωγικού συστήματος.

Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο προσφέρει ως διέξοδο τη στροφή του ιδιωτικού κεφαλαίου σε τομείς του κοινωνικού κράτους που «απελευθερώνει» προς όφελός του μέσω των ιδιωτικοποιήσεων.

Η ιδιωτική εκπαίδευση, η ιδιωτική περίθαλψη, η ιδιωτική ασφάλιση, οι ιδιωτικές κοινωνικές υποδομές είναι οι «νέες κατευθύνσεις» ανάπτυξης που το νεοφιλελεύθερο μοντέλο προσφέρει με κίνητρο τη φτηνή εργασία, την επιδοτούμενη κερδοφορία και ασυδοσία. Όμως, στην περίπτωση αυτή, η κοινωνία θα γίνει ακόμη πιο άνιση, ενώ δεν μπορεί να προκύψει ένα βιώσιμο παραγωγικό σύστημα και μάλιστα «εξωστρεφές».

Η νέα παραγωγική βάση της κοινωνίας είναι ένα ερώτημα ανοικτό στον επιστημονικό και τον κοινωνικό διάλογο. Όμως οι μέχρι τώρα μελέτες και συζητήσεις πείθουν ότι υπάρχουν δυνατότητες για ένα βιώσιμο παραγωγικό σύστημα, ικανό να απαντά στις εσωτερικές ανάγκες και σε ανάγκες της διεθνούς ζήτησης.

Το ρόλο της «ατμομηχανής», που παραδοσιακά έπαιξε η οικοδομή, τώρα πρέπει να τον παίξουν συμπλέγματα βιομηχανικών δραστηριοτήτων και παραγωγικών υπηρεσιών, όπως το διατροφικό σύμπλεγμα, δραστηριότητες συνδεδεμένες με το υπό διαμόρφωση νέο ενεργειακό μοντέλο, καθώς και νέοι κλάδοι με καινοτόμες και δημιουργικές δραστηριότητες, βασισμένες στη γνώση και τις επιστήμες, που έχουν ήδη αναπτυχθεί στη χώρα μας σε μικρό όμως βαθμό. Τέλος, η Ελλάδα μπορεί να καταστεί ένα διεθνές κέντρο γραμμάτων και τεχνών και η παιδεία, σε σύνδεση με την έρευνα και τον πολιτισμό, μπορούν να γίνουν πόλος ανάπτυξης στο πλαίσιο του νέου παραγωγικού συστήματος.

VΙΙ. Η θέση της ακύρωσης των Μνημονίων στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ

Κεντρική θέση στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ έχει η επανατοποθέτηση του ελληνικού προβλήματος και ο συνολικός επανασχεδιασμός της πολιτικής, η ακύρωση των Μνημονίων και η αντικατάσταση των εφαρμοστικών νόμων με νέους που θα θέτουν σε εφαρμογή το ανορθωτικό σχέδιό του. Η πολιτική πράξη της ακύρωσης θα γίνει από τον ίδιο το λαό με την ψήφο του. Η νομοθετική ακύρωση θα γίνει από τη Βουλή με την πρωτοβουλία της νέας κυβέρνησης, όπως άλλωστε και η αναδιαπραγμάτευση του χρέους και των δανειακών συμβάσεων.

Η πολιτική αντιπαράθεση, όμως, δεν πρέπει να περιορίζεται στην ύπαρξη μόνο των Μνημονίων. Κυρίως η αντιπαράθεση πρέπει να μεταφερθεί στο πεδίο της πολιτικής που θα τα αντικαταστήσει. Η ακύρωση των Μνημονίων δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο, προϋπόθεση για να εφαρμοστεί μια άλλη πολιτική. Δεν είναι το τέλος αλλά η αρχή. Τα θετικά για το λαό αποτελέσματα θα προκύψουν όχι αυτοτελώς από την ακύρωση των Μνημονίων, αλλά από την πολιτική που θα τα αντικαταστήσει, εφόσον αυτή καταφέρει να αναιρέσει τις συνέπειες των Μνημονίων αλλά και να αντιμετωπίσει τις αιτίες της κρίσης, που προϋπήρξε των Μνημονίων.

Η μετάβαση από τα Μνημόνια στην ανασυγκρότηση περιλαμβάνει:

α) Την ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας και της δυνατότητας του ελληνικού λαού και της Βουλής να αποφασίζουν για τους στόχους και τα μέσα της πολιτικής.

β) Στη θέση της ισχύουσας πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης, που λειτουργεί ως μια μηχανή παραγωγής κοινωνικής εξαθλίωσης, θα εφαρμοστεί μια πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης, διαμόρφωσης νέων κλάδων και πόλων παραγωγής, με βάση μια πολιτική βελτίωσης της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, με αντιμετώπιση των παραγόντων που οδηγούν στην παραγωγική υποβάθμιση και περιθωριοποίηση.

γ) Στη θέση των «διαρθρωτικών αλλαγών» και των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, που διαλύουν το κοινωνικό κράτος, τις εργασιακές σχέσεις και την κοινωνία, θα μπει ένα επιθετικό πρόγραμμα ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων και αλλαγών, όπως ήδη αναφέρθηκε.

δ) Στη θέση της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής θα μπει μια πολιτική ανάκτησης της δημοσιονομικής κυριαρχίας. Όχι μέσω καταναλωτικών ελλειμμάτων αλλά μέσω μιας πολιτικής ανακατανομής των φορολογικών βαρών, διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, αναδιάρθρωσης και βελτίωσης της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των δημόσιων πόρων και δαπανών. Τα δημοσιονομικά πλεονάσματα δεν θα χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή του συσσωρευμένου χρέους αλλά για την απεξάρτηση των λειτουργικών δαπανών του κράτους από το ΕΣΠΑ και το δανεισμό. Οι πόροι του ΕΣΠΑ και του όποιου δανεισμού θα αξιοποιούνται για τη χρηματοδότηση αναπτυξιακών υποδομών και προγραμμάτων.

VΙΙΙ. Αντικείμενο και στρατηγική διαπραγμάτευσης

Τα Μνημόνια αποτελούν παραρτήματα και εκπλήρωση όρων των δανειακών συμβάσεων. Άρα η ακύρωση των Μνημονίων αφήνει άθικτες τις δανειακές συμβάσεις και το βάρος του συσσωρευμένου χρέους. Γι’ αυτό θα γίνει ένας ιδιαίτερος σχεδιασμός και θα χαραχθεί μια συγκεκριμένη στρατηγική διαπραγμάτευσης.

Οι στόχοι είναι συγκεκριμένοι:

(α) διαγραφή μέρους του συσσωρευμένου χρέους,

(β) ρήτρα ανάπτυξης για την εξυπηρέτηση του υπολοίπου,

(γ) αναστολή κάθε πληρωμής όσο η οικονομία είναι σε ύφεση ή σε μη διατηρήσιμη ανάκαμψη,

(δ) χρηματοδότηση της ανάκαμψης και της ανασυγκρότησης με ένα ειδικό χρηματοδοτικό πρόγραμμα.

Ενώ, όμως, στη δημόσια συζήτηση κυριαρχεί το ζήτημα της ρύθμισης του συσσωρευμένου χρέους, το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης είναι πολύ ευρύτερο και αφορά στη δυνατότητα ανάπτυξης και παραγωγής νέου πλούτου με όρους δικαιοσύνης, αειφορίας και αλληλεγγύης. Λόγω της εκχώρησης κρίσιμων εργαλείων πολιτικής στο ευρωσύστημα και λόγω της εξάρτησης της χρηματοδότησης της οικονομίας από αυτό, επίδικο είναι όχι μόνον οι όροι ρύθμισης του συσσωρευμένου χρέους αλλά και οι όροι χρηματοδότησης της οικονομίας και οι όροι ανάπτυξής της γενικότερα, και, τελικά, η θέση της στον ευρωπαϊκό καταμερισμό της εργασίας.

Η μεταφορά του μεγαλύτερου μέρους του χρέους από τους ιδιώτες στα κράτη αποτελεί έναν παράγοντα που πρέπει να συνυπολογιστεί στο σχεδιασμό της διαπραγματευτικής τακτικής. Μεγάλο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους βρίσκεται σήμερα στα χέρια ευρωπαϊκών θεσμών, μέτοχοι των οποίων είναι τα κράτη-μέλη. Πολλά από τα κράτη αυτά είναι τα ίδια υπερχρεωμένα. Υπάρχει, επομένως, αμοιβαίο συμφέρον για μια κοινή ευρωπαϊκή λύση στο ζήτημα του συσσωρευμένου χρέους. Επίσης, οι διαδικασίες και οι πολιτικές που οδηγούν σε έναν άνισο καταμερισμό της εργασίας στο εσωτερικό της ευρωζώνης πλήττουν όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και άλλες χώρες. Χωρίς αλλαγή του ευρωπαϊκού καταμερισμού της εργασίας και των όρων που τον διαμορφώνουν, πολύ δύσκολα μια μεμονωμένη χώρα, και όχι μόνο η Ελλάδα, μπορεί να βελτιώσει αποκλειστικά τη δική της θέση σ’ αυτόν.

Και τούτο γιατί η αλλαγή της παραγωγικής δομής, στην κατεύθυνση π.χ. της αύξησης του ειδικού βάρους της βιομηχανίας, προσκρούει στο διαμορφωμένο θεσμικό πλαίσιο, στην απουσία ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής και την απουσία εθνικών αναπτυξιακών εργαλείων.

Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν και διμερή θέματα, όπως το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο της Ελλάδας προς τη Γερμανία, που πρέπει να διευθετηθούν.

Υπάρχει ανάγκη, λοιπόν, για μια διαπραγματευτική στρατηγική η οποία θα προτάσσει τη διεκδίκηση κοινών λύσεων σε ευρωπαϊκή κλίμακα, τόσο για το ζήτημα του συσσωρευμένου χρέους όσο και για το ζήτημα της ανάπτυξης και του καταμερισμού της εργασίας. Οι όποιες διμερείς λύσεις θα έχουν κατ’ ανάγκη περιορισμένο μεταβατικό χαρακτήρα. Πρέπει, επομένως, να υπηρετούν αυτόν το στρατηγικό στόχο.

ΙΧ. Οι μονομερείς ενέργειες και οι διαπραγματεύσεις στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ

Το δίπολο «διαπραγμάτευση ή μονομερείς ενέργειες» αναδεικνύεται ορισμένες φορές με έναν τρόπο διλημματικό και διχαστικό. Οι καθεστωτικές δυνάμεις κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ ότι το πρόγραμμά του αντικειμενικά οδηγεί σε μονομερείς ενέργειες –που θεωρούνται παντού και πάντα επικίνδυνες– ενώ δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αλλά εσχάτως και το ΚΚΕ, κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ για το αντίθετο. Ότι δεν έχει ως πολιτική του τη, σε κάθε περίπτωση, μονομερή ακύρωση του χρέους και των δανειακών συμβάσεων.
Είναι, όμως, αμοιβαία αποκλειόμενες η διαπραγμάτευση και οι μονομερείς αποφάσεις;

Ας δούμε τις βασικές επιλογές.

Η πρώτη είναι η επιλογή της συναίνεσης, στη βάση της θέλησης των δανειστών και της τρόικας, που πάντα έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων και τον τελικό λόγο.

Οι διαπραγματεύσεις, στο πλαίσιο αυτής της επιλογής, επί της ουσίας είναι εικονικές, αφού στη στρατηγική της συναίνεσης η όποια παραχώρηση των δανειστών δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας διεκδίκησης, αλλά έχει τη έννοια μιας επιβράβευσης για τη συναινετική συμπεριφορά του οφειλέτη.

Η επιλογή της συναίνεσης, με δεδομένη την ασυμμετρία δύναμης που υπάρχει σήμερα διεθνώς και στην Ευρώπη, οδηγεί στην υποταγή. Και αυτό ακριβώς έχει συμβεί στη χώρα μας με όλες τις ως τώρα κυβερνήσεις. Ανεξάρτητα από διακηρύξεις ή προθέσεις, το αποτέλεσμα ήταν η πλήρης υποταγή στους σχεδιασμούς της τρόικας και τις επιλογές των δανειστών.

Η δεύτερη επιλογή απορρίπτει κάθε διαπραγμάτευση, συμβιβασμό ή όρο. Είναι μια λογική «ή όλα ή τίποτε». Ορισμένοι που αρέσκονται στους χαρακτηρισμούς θεωρούν αυτή την επιλογή «αριστερή», ενώ τη διαπραγμάτευση τη θεωρούν «δεξιά» πολιτική. Άλλοι, πάλι, θεωρούν τη διαπραγμάτευση «υπεύθυνη», ενώ αποκλείουν κάθε μονομερή ενέργεια ως «ανεύθυνη».

Αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν λένε πολλά πράγματα. Η ίδια ενέργεια, υπό διαφορετικές συνθήκες, μπορεί να οδηγεί σε ένα «αριστερό» ή «δεξιό» αποτέλεσμα, δηλαδή σε προαγωγή ή καταβαράθρωση των λαϊκών συμφερόντων. Διότι τα πάντα εξαρτώνται από τους συσχετισμούς, από το σκοπό και το σχέδιο που υπηρετούν οι επιμέρους τακτικές.

Αν και οι συνθήκες δεν είναι συγκρίσιμες, αξίζει να επισημάνω μια συναφή εμπειρία από την επαναστατική Ρωσία. Αρχικά, ο Λένιν αρνήθηκε το εξωτερικό χρέος της Ρωσίας και κάθε συζήτηση με τους δανειστές. Ίσως ανέμενε επέκταση της επανάστασης και σε άλλες χώρες της Ευρώπης ή ήλπιζε να βρει δανεισμό από άλλες χώρες. Όταν τίποτε από αυτά δεν έγινε και η κυβέρνηση άρχισε να χάνει τη νομιμοποίησή της σε τμήματα των εργατών, ο Λένιν έκανε στροφή. Ανακοίνωσε μια νέα οικονομική πολιτική και κάλεσε τους δανειστές σε διαπραγματεύσεις με μοναδική προϋπόθεση τον έλεγχο και το σωστό υπολογισμό του χρέους. Ποια ήταν ακριβώς η «αριστερή στιγμή» του Λένιν και ποια η «δεξιά»; Η μονομερής άρνηση του χρέους το 1917 ή η έκκληση στους δανειστές για διαπραγματεύσεις το 1921; Το «αριστερό» ή το «δεξιό» κρίνονται όχι στο πεδίο της συγκεκριμένης τακτικής ή του επιμέρους χειρισμού, αλλά του συνολικού σχεδίου και της στρατηγικής που η δοσμένη τακτική υπηρετεί. Εκείνοι, λοιπόν, που και στη χώρα μας ανάγουν τις μονομερείς ενέργειες σε φετίχ ή ενοχοποιούν τις ρήξεις ανεξαρτήτως συνθηκών, ανάγουν την τακτική σε στρατηγική διότι δεν έχουν στρατηγική.

Η τρίτη επιλογή δεν αποκλείει ούτε τη διαπραγμάτευση ούτε τη μονομερή ενέργεια ως στοιχεία μιας στρατηγικής που εκτυλίσσεται ανάλογα με την εξέλιξη των συσχετισμών. Πρόκειται για μια διεκδικητική στρατηγική. Με την έννοια ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς διαμορφώνει ένα διεκδικητικό πλαίσιο το οποίο καταρχήν επιδιώκει να γίνει αποδεκτό με διαπραγματεύσεις. Διατηρεί, όμως, το δικαίωμα να προβεί και σε μονομερείς ενέργειες και σε ρήξεις με τη στήριξη και τη σύμφωνη γνώμη του λαού αν βρεθεί αντιμέτωπη με εκβιασμούς ή παράλογες απαιτήσεις.

Το ζήτημα αρχής εδώ δεν είναι ούτε η ρήξη ούτε η διαπραγμάτευση. Τα ζητήματα αρχής είναι δύο. Το πρώτο είναι οι συνέπειες της κάθε επιλογής για την κοινωνία και ιδιαίτερα για τα λαϊκά στρώματα. Ποιες κοινωνικές τάξεις ωφελούνται τελικά από τη μια ή την άλλη επιλογή; Το δεύτερο ζήτημα αρχής είναι ποιος αποφασίζει, ιδιαίτερα για επιλογές που εμπεριέχουν υψηλό ρίσκο, δηλαδή το ζήτημα της δημοκρατίας.
Βεβαίως μπορεί να υπάρχουν πάντα διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς την αξιολόγηση των συνθηκών ή των κινδύνων. Αυτό όμως δεν αποτελεί εμπόδιο για μια ενιαία στάση όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά όλων των δυνάμεων της Αριστεράς, στη βάση των δύο αρχών που μόλις ανέφερα.

Σε μια συνέντευξή μου στην εφημερίδα Βήμα, στο ενδιάμεσο των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, είχα διατυπώσει αυτή τη συνθετική στρατηγική με τον εξής τρόπο: «Αναγνωρίζουμε ότι έχουμε μια δομική αλληλεξάρτηση στην ΕΕ και γι’ αυτό δεν μιλάμε για μονομερείς ενέργειες αλλά για επαναδιαπραγμάτευση των πάντων, εκτός και αν υποχρεωθούμε σε μονομερείς ενέργειες» (Βήμα, 13/5/2012).

Η θέση αυτή δεν αποσκοπεί απλώς στο να συνθέσει διαφορετικές απόψεις, που όντως υπήρχαν στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στο να δημιουργήσει ένα πλαίσιο ανοικτό σε διαφορετικά ενδεχόμενα τα οποία δεν μπορεί κανείς να προκρίνει ή να αποκλείσει από πριν, για τους λόγους που ήδη ανέφερα.

Η ουσία αυτής της επιλογής, όμως, δεν βρίσκεται στους επιμέρους χειρισμούς αλλά στο πολιτικό σχέδιο που αυτοί υπηρετούν, στην προτεραιότητα που πρέπει να δίνει η κυβέρνηση της Αριστεράς στον πολιτικό έλεγχο των εξελίξεων και στην ανάγκη να αποτρέπει καταστάσεις που μπορεί να οδηγήσουν στην απονομιμοποίησή της.
Ο προσεκτικός αναγνώστης του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα δυσκολευτεί να διακρίνει τη σαφήνεια του προσανατολισμού και την ευελιξία των χειρισμών που το εν λόγω πρόγραμμα, όπως και η παραπάνω δήλωσή μου, θέλει να εξασφαλίζει σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς.

Χ. Καθεστώτα συμβίωσης και η πρόταση για έξοδο από το ευρώ

Στην πραγματικότητα η διαπραγμάτευση δεν υπάρχει χωρίς τη σύγκρουση, ως ένα ενδεχόμενό της. Γι’ αυτό, διαπραγμάτευση χωρίς το ενδεχόμενο της ρήξης δεν είναι καν διαπραγμάτευση.

Άρα «διαπραγμάτευση», «σύγκρουση», «ρήξη», «συμφωνία» αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία μιας στρατηγικής σχετικά με τους όρους ένταξης και συμβίωσης στο σημερινό κόσμο. Δεν υπάρχει ένα στατικό διεθνές ή ευρωπαϊκό «πλαίσιο» στο οποίο μια χώρα εντάσσεται παθητικά. Αντιθέτως, οι όροι ένταξης και συμβίωσης είναι αντικείμενο διεκδίκησης και αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης. Αυτό πολύ περισσότερο ισχύει στο πλαίσιο της ΕΕ και της ευρωζώνης. Τόσο η ένταξη όσο και η συμμετοχή, αλλά και η έξοδος, γίνονται με όρους που αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης.

Ακριβώς γι’ αυτό η «έξοδος από το ευρώ» μιας μεμονωμένης χώρας δεν μπορεί να υπάρξει ως μια αυτόνομη πολιτική πρόταση. Η απόφαση μπορεί να ληφθεί, αλλά δεν μπορεί να υλοποιηθεί ως μια μονομερής επιλογή. Διαμεσολαβείται από μια διαπραγμάτευση. Αυτό έδειξε και η μελέτη που έγινε από ομάδα επιστημόνων για λογαριασμό του ΑΚΕΛ [7].

Το εύρος των αλληλεξαρτήσεων αλλά και η δομή του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος απαιτούν μια συμφωνία για τους όρους εξόδου από το ευρωσύστημα και τη σχέση του νέου (εθνικού) νομίσματος με το ευρώ ή κάποιο άλλο παγκόσμιο νόμισμα.

Η πρόταση για έξοδο από το ευρώ μιας μεμονωμένης χώρας καταλήγει, επομένως, σε μια διαπραγμάτευση, η έκβαση της οποίας θα κριθεί από τους συσχετισμούς δύναμης στη χώρα που την επιχειρεί αλλά και στην ευρωζώνη και στον κόσμο.

Όπως οι πόλεμοι, έτσι και οι διαπραγματεύσεις είναι ανοιχτές σε πολλαπλά ενδεχόμενα. Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά από τα πριν εγγύηση ότι μια διαπραγμάτευση ή μια ρήξη ή και τα δυο μαζί, υπό τον όποιο συνδυασμό, θα οδηγήσουν υποχρεωτικά στο προσδοκώμενο θετικό αποτέλεσμα, όποιο κι αν είναι αυτό.

Ο φόβος με τον οποίο ο παλιός πολιτικός κόσμος ταυτοποιεί τον ΣΥΡΙΖΑ και τρομοκρατεί το λαό δεν βρίσκεται στη ρήξη ή στη διαπραγμάτευση, αλλά στην επιλογή να αναζητηθεί ένα καθεστώς ευρωπαϊκής συμβίωσης που να επιτρέπει στην ελληνική και τις άλλες κοινωνίες να αναπαράγονται σύμφωνα με τις ανάγκες και τις δυνατότητές τους. Η εναλλακτική επιλογή είναι η αποδοχή της υποβάθμισης και της περιθωριοποίησης.

Ακριβώς γι’ αυτό το ρίσκο και ο φόβος έχουν γίνει σε τέτοιο βαθμό στοιχείο της πολιτικής. Οι κατεστημένες δυνάμεις προβάλλουν ως ελπίδα την αποδοχή και ως κίνδυνο την ανατροπή των αποτελεσμάτων της μνημονιακής πολιτικής, αξιοποιώντας ακριβώς την αβεβαιότητα την οποία περικλείει η προσπάθεια της ανατροπής. Ωστόσο για τις υποτελείς τάξεις αλλά και μεγάλα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων μοναδική πηγή ελπίδας είναι η ανατροπή των αποτελεσμάτων αυτών και η θεμελίωση μιας νέας πορείας.

Εκείνο που υποκρύπτεται, λοιπόν, εδώ είναι η διαφορετική πρόσληψη του ρίσκου από τις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και ομάδες. Αλλά και τα υποστρώματα φόβου και ελπίδας που, για διαφορετικούς λόγους και αιτίες, διαπερνούν οριζόντια όλη την κοινωνία. Η πολιτική της Αριστεράς δεν πρέπει να αγνοεί το γεγονός αυτό, αλλά να το ενσωματώνει σε μια πολιτική κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, και στο σχεδιασμό συνολικότερα της πολιτικής της.

Άρα το πρωταρχικό ερώτημα δεν είναι ποιες δυνάμεις είναι με το ευρώ και ποιες με το εθνικό νόμισμα, αλλά ποιες δυνάμεις συμβιβάζονται με την κοινωνική υποβάθμιση, τη μαζική ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τον εκφασισμό της κοινωνίας, και ποιες δέχονται να αναλάβουν το ρίσκο της ανατροπής αυτής της κατάστασης και τη θεμελίωση μιας αναγεννητικής προοπτικής. Αυτή μπορεί να είναι η βάση μιας παλλαϊκής ενότητας και της κοινής δράσης όλης της Αριστεράς.

Στη βάση αυτή, αν μπορεί να διεκδικηθεί μια αξιοπρεπής έξοδος από το ευρώ, οι ίδιοι συσχετισμοί θα μπορούσαν ενδεχομένως να εξασφαλίσουν ένα διαφορετικό καθεστώς συμβίωσης εντός του ευρώ ή ακόμη και μια νέα δομή του ευρώ. Και τα δύο καθεστώτα συμβίωσης (μέσα και έξω από το ευρώ) έχουν συνεπώς κοινές πολιτικές προϋποθέσεις.

Άρα, το πολιτικό διακύβευμα καταλήγει να είναι όχι το νόμισμα ή το νομισματικό καθεστώς αλλά το ευρύτερο πλέγμα των σχέσεων, εσωτερικών και εξωτερικών, που προσδιορίζουν τη θέση μιας χώρας και την τύχη ενός λαού στο ευρωπαϊκό και το διεθνές γίγνεσθαι. Γι’ αυτό η έξοδος από το ευρώ ή η διάλυση της ευρωζώνης, ενώ δεν μπορούν να αποκλειστούν ως ένα θεωρητικό ενδεχόμενο, δεν συνιστούν μια αυτόνομη πολιτική πρόταση ούτε μπορούν να τίθενται ως προαπαιτούμενα μιας αριστερής στρατηγικής ή της κοινής δράσης της Αριστεράς.

Βεβαίως δεν έχουν όλες οι χώρες την ίδια βαρύτητα ούτε αντιπροσωπεύουν τον ίδιο συστημικό κίνδυνο για την ευρωζώνη. Η ευρωζώνη μπορεί να υπάρξει χωρίς την Κύπρο αλλά δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να υπάρξει χωρίς την Ιταλία ή τη Γαλλία. Ακόμη και ο συστημικός κίνδυνος από την αποχώρηση μιας χώρας σαν την Ελλάδα θεωρείται σημαντικός και υπάρχει μια ανοικτή συζήτηση ως προς την αντιμετώπισή του. Το ίδιο ισχύει αν, αντί μιας μεμονωμένης χώρας, ομάδα χωρών αποφασίσουν από κοινού την έξοδό τους. Στις περιπτώσεις αυτές η «έξοδος από το ευρώ» ταυτίζεται με τη διάλυση της ευρωζώνης, τουλάχιστον υπό την παρούσα της μορφή. Η επιστροφή σε ένα καθεστώς εθνικών ανταγωνισμών, ανταγωνιστικών υποτιμήσεων και εμπορικών πολέμων δεν μπορεί να αποκλειστεί. Μια τέτοια εκδοχή της Ευρώπης δεν μπορεί να συνιστά επιλογή της Αριστεράς. Αριστερή επιλογή αποτελεί η πρόταση και ο αγώνας για την επαναθεμελίωση της ευρωπαϊκής ενοποίησης στη βάση της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης, της ισότιμης συνεργασίας, ως απάντηση στη συστημική κρίση της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης.

4. Οι κίνδυνοι

Συχνά τίθεται το ερώτημα: πώς θα αντιμετωπίσει μια κυβέρνηση της Αριστεράς τις πιέσεις ή και τους εκβιασμούς με τους οποίους, ενδεχομένως, θα βρεθεί αντιμέτωπη;

Το ζήτημα αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τα Μνημόνια ή το χρέος. Όλο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, κινούμενο σε μια αντι-νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, βρίσκεται σε αντίθεση με τη σημερινή αρχιτεκτονική και τις κυρίαρχες πολιτικές της ΕΕ. Άρα θα υπάρχει μια διαρκής ένταση. Αυτό, όμως, δεν θα αφορά μόνο στη σχέση της Ελλάδας με τους θεσμούς και τα όργανα της ΕΕ. Ανάλογα προβλήματα έχουν όλες οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Αλλά και χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά συχνά ζητούν εξαιρέσεις από διάφορους ευρωπαϊκούς Κανονισμούς. Η στρατηγική, επομένως, μιας κυβέρνησης της Αριστεράς πρέπει να μετασχηματίζει διαρκώς μια «εθνική» ή διμερή αντιπαράθεση σε μια αντιπαράθεση πολιτική και ενδο-ευρωπαϊκή. Η ένταση θα πρέπει να μεταφέρεται ανάμεσα στις δυνάμεις που υπερασπίζονται το σημερινό στάτους, δηλαδή την Ευρώπη της λιτότητας και του κοινωνικού ντάμπιγκ, και τις δυνάμεις –κυβερνήσεις και κινήματα– που θα μάχονται αυτή την κατεύθυνση.

Όμως, οι κίνδυνοι δεν είναι πάντα προβλέψιμοι. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η επιχείρηση των Τούρκων στα Ίμια, αμέσως μετά την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον κύριο Σημίτη, το 1996, χωρίς καμιά αιτία ή αφορμή. Αλλά το πρόβλημα με το επεισόδιο αυτό δεν ήταν το ίδιο το επεισόδιο αλλά ο τραγελαφικός τρόπος με τον οποίο αυτό αντιμετωπίστηκε.

Το θέμα δεν είναι μόνο πώς να αποφευχθούν οι κίνδυνοι, αλλά πώς η αντιμετώπισή τους θα γίνει πεδίο οικοδόμησης ευρύτερων συμμαχιών και συνεργασιών, κίνητρο διαμόρφωσης και εφαρμογής εναλλακτικών πολιτικών, τρόπος προώθησης και ενίσχυσης των θέσεων της κυβέρνησης της Αριστεράς. Η απάντηση π.χ. στις απειλές για διακοπή της χρηματοδότησης, από πλευράς της ΕΚΤ ή άλλων ευρωπαϊκών θεσμών, δεν θα πρέπει να αναζητηθεί αποκλειστικά σε αντι-μέτρα ή αντι-όπλα, αντίστοιχα καταστροφικά. Προφανώς και αυτό είναι αναγκαίο. Και δεν είναι σωστό ότι όλα τα «όπλα» βρίσκονται στην απέναντι πλευρά. Για παράδειγμα, η μη εξόφληση ενός ελληνικού ομολόγου που βρίσκεται στην κατοχή της ΕΚΤ θα δημιουργούσε μεγάλη αναταραχή και προβλήματα στην ΕΚΤ και στις αγορές. Το κρίσιμο όμως είναι η εφαρμογή μιας πολιτικής που να εξουδετερώνει την απειλή είτε με περιορισμό των δανειακών αναγκών είτε με την ανάπτυξη εναλλακτικών μέσων ρευστότητας και πηγών χρηματοδότησης πριν εκδηλωθεί η εν λόγω απειλή ή και ανεξάρτητα από αυτήν.

Τα περιθώρια αντίστασης μιας κυβέρνησης σε τέτοιου τύπου πιέσεις ή εκβιασμούς εξαρτώνται, σε τελευταία ανάλυση, από το βαθμό εξάρτησης και τις δυνατότητες εναλλακτικών πολιτικών.
Πολλά αριστερά κυβερνητικά εγχειρήματα του παρελθόντος απέτυχαν, εκτός των άλλων, και γιατί οι αντίστοιχες αριστερές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να διαγνώσουν ή να αντιμετωπίσουν έγκαιρα κινδύνους ή δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν.

Η κυβέρνηση Αλιέντε π.χ. στη Χιλή, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, δεν εκτίμησε έγκαιρα τις διεργασίες στο εσωτερικό του στρατού αλλά και τους συσχετισμούς και τις διαθέσεις της κοινωνίας.

Η κυβέρνηση σοσιαλιστών ‒ κομμουνιστών στην Γαλλία, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, δεν είδε έγκαιρα την επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας και τις πιέσεις από τον ανερχόμενο επιθετικό «ρηγκανισμό», με αποτέλεσμα να υποχωρήσει άτακτα.

Η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ στην Κύπρο δεν εκτίμησε τις δομικές αδυναμίες του κυπριακού οικονομικού μοντέλου και την ανάγκη έγκαιρης και προληπτικής δράσης.

Η αριστερή κυβέρνηση της Ισλανδίας, πιο πρόσφατα, παρά τα πολύ σημαντικά θετικά κοινωνικά επιτεύγματα που είχε στην αντιμετώπιση της κρίσης, δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί σε κομβικές προεκλογικές υποσχέσεις της σχετικά με τη διαγραφή στεγαστικών δανείων και υπέστη βαριά ήττα στις εκλογές.

Το πρόβλημα, θέλω να πω, που μια κυβέρνηση της Αριστεράς έχει να αντιμετωπίσει δεν είναι μόνον οι αντίπαλοί της ή οι δυσκολίες που αναπόφευκτα θα συναντήσει, αλλά πρωτίστως είναι η δική της επάρκεια και ετοιμότητα να αναλύσει έγκαιρα, να ιεραρχήσει σωστά και να οργανώσει την αντιμετώπιση δυσκολιών, κινδύνων, κρίσεων ή υπονομευτικών ενεργειών των αντιπάλων της.

5. Αντί επιλόγου: Στροφή στα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας και της ίδιας της Αριστεράς

Δεν θα ήθελα, στον επίλογο αυτού του κειμένου να επεκταθώ σε αυτό το σοβαρό ζήτημα. Επισημαίνω μόνο ορισμένα σημεία.

Ι. Ο 20ός αιώνας μάς παρέδωσε πολλές εμπειρίες, θετικές και αρνητικές, από κυβερνήσεις της Αριστεράς. Δεν μας παρέδωσε όμως κάποιο παράδειγμα αριστερής διακυβέρνησης που να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί ως ένα θετικό σημείο αναφοράς. Ούτε μας παρέδωσε κάποια θεωρία για την αριστερή διακυβέρνηση. Το ενδεχόμενο, συνεπώς, μιας αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα πρέπει να το προσεγγίσουμε ως ένα νέο παράδειγμα, και τις αναπόφευκτες δυσκολίες πρέπει να τις αξιοποιήσουμε ως πεδία έρευνας, προβληματισμού και διαλόγου, με στόχο την ανάπτυξη και τον εμπλουτισμό της αριστερής στρατηγικής. Διαφορετικά, όπως ανέφερα και σε άλλο σημείο, οι βαρύγδουποι χαρακτηρισμοί για αριστερές στροφές και δεξιές αποκλίσεις θα αποδεικνύονται, κατά κανόνα, μονομερείς, ατελείς και ακατέργαστες επεξεργασίες σε υπαρκτά προβλήματα, και κενά στρατηγικής που πεισματικά αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε.

Η «στροφή», συνεπώς, που πρέπει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ και, κατά τη γνώμη μου, όλη η Αριστερά, είναι στροφή στα πραγματικά προβλήματα των εργαζόμενων, των ανέργων, της κοινωνίας συνολικά και της ίδιας της Αριστεράς, ως πεδίο έρευνας, μελέτης, διαλόγου και δράσης. Κάνοντας αυτό, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει νέα γνώση που μπορούμε να αποκτήσουμε, νέες μορφές δράσης που μπορούμε να εφεύρουμε και νέα «μοντέλα» και παραδείγματα πολιτικής που μπορούμε να δημιουργήσουμε.
ΙΙ. Όπως ήδη είδαμε, το ζήτημα π.χ. της διαπραγμάτευσης ή των μονομερών καταγγελιών μπορεί να αναχθεί σε ένα γενικότερο ζήτημα που αφορά στη στάση της Αριστεράς απέναντι στο ρίσκο. Το ίδιο ισχύει με τις αντιθέσεις του καπιταλισμού γενικότερα.

Μια πρώτη προσέγγιση οδηγεί συχνά σ’ ένα παγιδευτικό δίλημμα, σύμφωνα με το οποίο η Αριστερά πρέπει να επιλέξει υποχρεωτικά ανάμεσα στην άμβλυνση ή την όξυνση των αντιθέσεων. Όμως, ο δρόμος της Αριστεράς δεν είναι αυτός αλλά εκείνος που επιτρέπει την αξιοποίηση των αντιθέσεων προς όφελος του δικού της σχεδίου, με στόχο την επίλυση εκείνων των αντιθέσεων που μπορούν να επιλυθούν στο έδαφος της δικής της πολιτικής και όχι στο έδαφος της πολιτικής των αντιπάλων της. Αυτό μπορεί να περιέχει και «στιγμές» σταθερότητας ή άμβλυνσης και «στιγμές» όξυνσης των αντιθέσεων και αναταραχής. Κάτι ανάλογο ισχύει τελικά και με τους κινδύνους. Η αξιοποίηση ενός κινδύνου που δεν μπορεί να αποτραπεί μπορεί να δημιουργήσει «πολιτικό χώρο» και δυνατότητες αξιοποίησής του για την προώθηση του προγράμματος και της στρατηγικής μιας κυβέρνησης της Αριστεράς.

Αυτό απαιτεί ανάπτυξη της αναγκαίας δημοκρατικής συλλογικής κουλτούρας για την αντιμετώπιση των όποιων κινδύνων με όρους πολιτικού και κοινωνικού κινήματος και όχι με όρους μόνο τεχνικών ρυθμίσεων ή θεωριών συνωμοσίας. Χρήσιμη είναι επίσης και η κατάκτηση της αναγκαίας «τεχνογνωσίας» για την ανάλυση, ιεράρχηση και αντιμετώπιση των κινδύνων. Διότι όσο επικίνδυνη είναι η άγνοια κινδύνου, άλλο τόσο, αν όχι και πιο επικίνδυνη, είναι η υποτίμηση των δυνατοτήτων για την αντιμετώπιση ενός κινδύνου, γεγονός που οδηγεί σε πανικό.

ΙΙΙ. Το κυβερνητικό πρόγραμμα της Αριστεράς πρέπει να είναι συγκεκριμένο και όχι απλώς διακηρυκτικό. Και στα πολιτικά ευαίσθητα και συγκρουσιακά στοιχεία του δεν πρέπει να περιορίζεται στο «τι» πρέπει να γίνει, αλλά να επεκτείνεται και στο «πότε» και στο «πώς» θα γίνει. Η ανάλυση του «πώς» θα αναδείξει αφανείς δυσκολίες αλλά και αφανείς δυνατότητες, κρυφούς αντιπάλους αλλά και δυνητικούς συμμάχους και θα διευκολύνει στην έγκαιρη προετοιμασία και την αποτροπή αιφνιδιασμών.

IV. H μεγαλύτερη, όμως, πηγή κινδύνων και ταυτόχρονα η ισχυρότερη δύναμη αποτροπής τους έχει να κάνει με τον τρόπο συγκρότησης, λειτουργίας και δράσης της Αριστεράς. Σε όχι λίγες περιπτώσεις η αποτυχία αριστερών εγχειρημάτων δεν προήλθε από τη δράση των αντιπάλων, αλλά από την αδυναμία της ίδιας της Αριστεράς να λειτουργήσει ενιαία και συλλογικά. Σε άλλες, πάλι, περιπτώσεις, η αποτυχία επήλθε διότι η Αριστερά έγινε καθεστώς. Η κρατικοποίηση του κόμματος και η κομματικοποίηση του κράτους είναι ο συνήθης τρόπος που οδηγεί σ’ αυτό το αποτέλεσμα. Αυτό έγινε και στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ.

Η δημοκρατική συγκρότηση και η εμβάθυνση της συλλογικής λειτουργίας του κόμματος της Αριστεράς αποτελεί το αναντικατάστατο όπλο για την αντιμετώπιση τόσο εξωτερικών απειλών όσο και εκφυλιστικών φαινομένων στο εσωτερικό της Αριστεράς. Την ανάγκη αυτή δεν μπορεί να την καλύψει ούτε ο ηγέτης ούτε το «πλήθος» ούτε το κίνημα. Πρέπει το πολιτικό υποκείμενο, κόμμα, μέτωπο ή συνασπισμός να είναι σε θέση να λειτουργεί ως συλλογικό επιτελείο, να είναι σε θέση να παράγει συλλογική βούληση με σαφή και ενιαία κατεύθυνση, και να περιφρουρεί τις αξίες και την ηθική της Αριστεράς κατά αδιαπραγμάτευτο τρόπο. Είναι το πρόβλημα του «υποκειμένου». Ό,τι και αν προσθέσω όμως εδώ θα είναι επανάληψη όσων έχουν επισημανθεί σε άλλα σημεία αυτού του κειμένου.

Υποσημειώσεις:

[1] Η διατύπωση της έκφρασης ανήκει στον Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου κύριο Π. Μπαλτάκο, βλ. ηλεκτρονικό Βήμα, 21/10/2013.

[2] Στην «απελευθέρωση από τα Μνημόνια» αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός κύριος Α. Σαμαράς στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, Σεπτέμβριος, 2013.

[3] Βλ. «Προγραμματικές κατευθύνσεις, Προγραμματικό Συνέδριο του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου», Μάιος – Ιούνιος 2003.

[4] Βλ. «Για την Αριστερά του 21ου αιώνα. Η συμβολή του Συνασπισμού στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ», http://www.syn.gr/programma/programma.htm.

[5] Ιδιαίτερη ήταν η συμβολή του Αριστείδη Μπαλτά και στα δύο προγραμματικά κείμενα.

[6] Βλ. «Για την Αριστερά του 21ου αιώνα. Η συμβολή του Συνασπισμού στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ», σελ. 49, http://www.syn.gr/programma/programma.htm.
Βλ. την ομιλία μου σε εκδήλωση του Ινστιτούτου «Ν. Πουλαντζάς», 21/11/2008, με θέμα: «Παγκόσμια οικονομική κρίση. Υπάρχει αριστερή διέξοδος;», http://www.dragasakis.gr/omilies.php?id=557.

[7] Βλ. Working Paper ΑΚΕΛ, Απρίλιος 2013, http://www.akel.org.cy/media/eggrafa/Working_Paper.pdf.

Για την ανασύνθεση της Αριστεράς | Άρθρο στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή» ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook
Με μεγάλη θλίψη αποχαιρετούμε την Φανή Πετραλιά. Η Φανή προσωποποίησε με έναν σπάνιο τρόπο τη σύζευξη της χειραφετημένης γυναίκας, της ενεργής διαννοούμενης, της μαχητικής δημοσιογράφου & της ακάματης συνδικαλίστριας. Παιδί μιας εποχής που παρά τις δυσκολίες της ευνοούσε το ταίριασμα του λογισμού με τ' όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, η Φανή Πετραλιά ήταν πρότυπο & σημείο αναφοράς. Θα τη θυμόμαστε ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η σκέψη μας στους αγαπημένους της ανθρώπους. ... ΠερισσότεραΛιγότερα
Προβολή στο Facebook

Latest Twetter Feeds

YDragasakis @YDragasakis

Could not authenticate you.

Επικοινωνία

Μητροπόλεως 1
10557, Αθήνα

e-mail
ydragasakis@parliament.gr