Θέλω αρχικά να πω λίγα λόγια για το χαρακτήρα της κρίσης που ζούμε. Τι είναι αυτή η κρίση; Γιατί υπάρχει και η άποψη ότι κατά κάποιο τρόπο είναι ένα φαινόμενο συγκυριακό, σα να λέμε «μπόρα είναι και θα περάσει».
Δεύτερον, θα ήθελα να αναφερθώ στη δυναμική και την εξέλιξη της κρίσης σε σχέση και με τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση και κυρίως να δούμε ποια είναι η λογική και οι συνέπειές τους.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο θέμα, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι κρίσεις του καπιταλισμού είναι πολλές και πολύμορφες. Όλες οι κρίσεις έχουν έναν πυρήνα κοινών αιτιών, που έχουν να κάνουν με το σκοπό και τα κίνητρα του καπιταλισμού, δηλαδή το κέρδος και τη μεγιστοποίησή του, αλλά η κάθε κρίση έχει τη δική της ιδιαιτερότητα. Ορισμένες μάλιστα κρίσεις, οι λεγόμενες διαρθρωτικές κρίσεις, έχουν μια βασική ιδιαιτερότητα: δεν μπορούν να ξεπεραστούν χωρίς μεγάλες αλλαγές. Δεν μπορούν δηλαδή να ξεπεραστούν στη βάση των υφιστάμενων διευθετήσεων. Τέτοια ήταν η κρίση του 1929. Πιστεύω ότι τέτοια είναι και η σημερινή κρίση. Είναι μια κρίση διαρθρωτική. Και επομένως ζούμε μια κρίση-ορόσημο: ζούμε μια νέα εποχή, δεν ζούμε απλώς μια νέα, σύντομη, κυκλική οικονομική κρίση.
Ακόμη και μη μαρξιστές αναγνωρίζουν σήμερα ότι οι αιτίες είναι ενδογενείς, υποστηρίζοντας πως αποδείχτηκε ότι οι αγορές ενδογενώς οδηγούνται στην αστάθεια και όχι στη σταθερότητα. Αυτό το λένε για να θεμελιώσουν την ανάγκη παρεμβατικών μηχανισμών. Επίσης πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η κρίση που ζούμε δεν είναι κρίση στενά οικονομική, είναι και κρίση των κανόνων που προηγήθηκαν: Ούτε το Σύμφωνο Σταθερότητας τηρείται, ούτε η ΕΚΤ μπορεί να λειτουργήσει ως πραγματικά Κεντρική Τράπεζα κλπ. Επιπλέον, είναι κρίση των θεωρητικών σχημάτων πάνω στα οποία οικοδομήθηκαν οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν μέχρι τώρα. Είναι τέλος μια κρίση που στην πορεία μπορεί να εμφανίσει πολύ έντονες γεωπολιτικές διαστάσεις, δεδομένης της παρουσίας της Κίνας αλλά και άλλων χωρών, οι οποίες παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο σε σχέση με το παρελθόν.
Άρα ζούμε μια κρίση συστημικού χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει καταρχήν ότι δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι εργαζόμενοι ως υπαίτιοι αυτής της κρίσης. Είναι μια κρίση για την οποία δεν φταίνε οι «συνήθεις ύποπτοι». Φταίει το ίδιο το σύστημα. Ακριβώς γι’ αυτό παρατηρούμε τους τελευταίους μήνες μια αντεπίθεση. Μια προσπάθεια ενοχοποίησης των κοινωνιών και των εργαζομένων. Οι θύτες, δηλαδή οι υπεύθυνοι της κρίσης, προσπαθούν να δείξουν ότι την ευθύνη την έχουν τα θύματα της κρίσης. Στη Λετονία υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση, η οποία λέει ότι φταίνε οι Λετονοί γιατί δανείζονταν ανεύθυνα. Και τουλάχιστον εκεί ο πρωθυπουργός απάντησε ότι αν κάποιοι δανείζονται ανεύθυνα, υπάρχουν και κάποιοι που τους δανείζουν ανεύθυνα. Ανάλογα φαινόμενα έχουμε στην Ιρλανδία. Και βλέπουμε ότι και στην Ελλάδα προσπαθούν σιγά – σιγά να στρέψουν τη συζήτηση προς τα κει. Μας λένε ότι φταίνε οι Έλληνες διότι καταναλώνουν περισσότερο από ό,τι παράγουν, ότι φταίνε οι δημόσιοι υπάλληλοι, φταίνε όσοι κάνουν κινητοποιήσεις κλπ.
Επομένως, όλα αυτά πρέπει να τα κατανοήσουμε ως μια στρατηγική η οποία εφαρμόζεται και έχει συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Και επομένως έχει σημασία εμείς να διακρίνουμε τις γενεσιουργές αιτίες της κρίσης από άλλα προβλήματα. Η διαφθορά π.χ. είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα, η παραοικονομία επίσης, αλλά δεν είναι οι γενεσιουργές αιτίες της κρίσης. Άρα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί η κρίση μέσα από παρεμβάσεις για τέτοια ζητήματα, παρόλο που πρέπει να αντιμετωπιστούν και αυτά, για άλλους λόγους, ευρύτερους.
Σε ό,τι αφορά τώρα τη δυναμική της κρίσης, έχουμε μια μετεξέλιξη της κρίσης. Η κρίση δεν είναι στατική: ξεκίνησε από τον χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά στη συνέχεια η αδυναμία των τραπεζών να δανείζουν όπως πριν αποκαλύπτει μια κρίση που προϋπήρχε με τρόπο συγκαλυμμένο στην παραγωγή, μια κρίση σχετικής υπερπαραγωγής. Αρχίζει να πέφτει η παραγωγή και οι επενδύσεις και να αυξάνει η ανεργία. Τέλος, οδηγούμαστε λοιπόν στην κρίση χρεών, με συμβολική στιγμή τη στάση πληρωμών του Ντουμπάι.
Ένα νέο στοιχείο, το οποίο αρχίζει και αποκαλύπτεται, είναι ένας νέος πρωταγωνιστής: η πολιτική. Είτε επειδή αδυνατεί να επιλύσει τα προβλήματα, είτε με την έννοια ότι εφαρμόζονται πολιτικές οι οποίες επιδεινώνουν την κρίση. Η εφαρμοζόμενη πολιτική έτσι, σε πολλές περιπτώσεις, γίνεται παράγοντας επιδείνωσης της κρίσης.
Αρχίζει να γίνεται εμφανές ότι κάποιες δυνάμεις αξιοποιούν την κρίση, υπό την έννοια ότι εφαρμόζονται μέτρα πολιτικής που υποτίθεται ότι στρέφονται ενάντια στην κρίση, ενώ αποκαλύπτεται ότι έχουν άλλους σκοπούς όπως το να ρίξουν τα βάρη της κρίσης στους εργαζόμενους.
Έρχομαι τώρα στα μέτρα που πάρθηκαν πρόσφατα από την κυβέρνηση. Τα μέτρα αυτά τα γνωρίζουμε: είναι μείωση μισθών στον δημόσιο τομέα, αλλά μέσω της ανεργίας θα έχουμε μείωση μισθών και στον ιδιωτικό τομέα. Είναι αύξηση των έμμεσων φόρων και του ΦΠΑ. Η πρώτη επίπτωση λοιπόν θα είναι η πτώση της παραγωγής και του βιοτικού επιπέδου. Πολλοί υποστηρίζουν ότι θα έχουμε τόση μείωση της παραγωγής όση θα είναι και η μείωση του ελλείμματος. Δηλαδή αν έχουμε μείωση του ελλείμματος κατά 10 μονάδες, αθροιστικά θα έχουμε τουλάχιστον κατά 10 μονάδες μείωση του εθνικού εισοδήματος. Θα έχουμε αύξηση της ανεργίας πρωτοφανή, για τα δικά μας τουλάχιστον δεδομένα. Θα έχουμε επιδείνωση των δημόσιων υπηρεσιών υγείας και παιδείας, της κοινωνικής ασφάλισης και της δημόσιας διοίκησης, λόγω υποχρηματοδότησης αλλά και αποδιάρθρωσης. Και μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν προσφέρει προοπτικές εργασίας και που δεν μπορεί να ικανοποιήσει βασικές ανάγκες, δεν αποκλείεται να ξαναδούμε φαινόμενα μετανάστευσης, και μάλιστα Ελλήνων επιστημόνων αυτή τη φορά, στο εξωτερικό. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται ήδη στη Λετονία και στην Ιρλανδία.
Για να κατανοήσουμε την προοπτική των πραγμάτων, θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω τρεις έννοιες.
Η πρώτη είναι η έννοια του φαύλου κύκλου. Τη χρησιμοποίησε προχτές ο κ. Προβόπουλος, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας. Αναγνώρισε δηλαδή ότι μπαίνουμε σε φαύλο κύκλο. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι αυτά τα μέτρα αποσκοπούν στο να μειώσουν το δημόσιο έλλειμμα. Εφόσον όμως επέρχεται μείωση της παραγωγής και αύξηση της ανεργίας, ενδέχεται το δημόσιο έλλειμμα να μη μειωθεί. Άρα τα μέτρα αυτά θα προκαλούν την ανάγκη για νέα πακέτα μέτρων. Άρα για να αντιμετωπίσουμε το χρέος και το έλλειμμα παίρνουμε μέτρα λιτότητας, τα μέτρα λιτότητας δεν φέρνουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, αλλά οδηγούν σε βαθιά ύφεση και αυτό γίνεται νέα αφορμή για να ζητηθούν νέα πακέτα θυσιών. Αυτός είναι ο φαύλος κύκλος στον οποίο εισερχόμαστε.
Η δεύτερη έννοια που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε είναι η έννοια παγίδα του χρέους ή χιονοστιβάδα του χρέους. Αυτό που θα συμβεί λοιπόν, αφού θα έχουμε ύφεση, είναι ότι θα μπούμε σε μια φάση όπου ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα επιδεινώνεται, όχι κατ’ ανάγκη επειδή θα αυξάνεται το χρέος, αλλά επειδή θα μειώνεται το ΑΕΠ. Ας το δούμε από μια άλλη σκοπιά: Το δημόσιο χρέος είναι σήμερα 300 δις ευρώ περίπου. Οι ετήσιοι τόκοι είναι περίπου 13 δις ευρώ. Αν δεν έχουμε αύξηση του εθνικού εισοδήματος, πώς θα πληρωθούν αυτοί οι τόκοι; Κεφαλαιοποιούνται μέσα στο χρέος. Άρα θα έχουμε και αύξηση του χρέους ως απόλυτο μέγεθος. Θα έχουμε και αύξηση του λόγου χρέος προς ΑΕΠ. Άρα έχουμε μπει σε μια παγίδα. Αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Είναι μια πραγματική κατάσταση. Και αυτό που λέμε έξοδος από την κρίση, αυτή τη στιγμή, σε αυτή τη συγκυρία, στην Ελλάδα, προϋποθέτει την απεμπλοκή από αυτή την παγίδα.
Η τρίτη συναφής έννοια είναι η λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση. Γιατί παίρνονται τα μέτρα αυτά; Ποια είναι η λογική τους; Το ΠΑΣΟΚ δεν υιοθετεί απλώς κάποια μέτρα που του προτείνουν, που του επιβάλλονται κλπ. Υιοθετεί μια αντίληψη και μια συγκεκριμένη διάγνωση: ότι το πρόβλημα της Ελλάδας είναι πρόβλημα ανταγωνιστικότητας και αιτία του προβλήματος είναι οι υψηλοί μισθοί. Άρα, αν δεν ήμασταν στο ευρώ, θα κάναμε υποτίμηση της δραχμής. Αφού είμαστε όμως στο ευρώ, τι πρέπει να κάνουμε; Εσωτερική υποτίμηση, υποτίμηση των μισθών. Και αυτό γίνεται με δύο τρόπους: περικοπή των μισθών (αλλά και επιδόματα, και 14ος μισθός κλπ.) και αύξηση του ΦΠΑ.
Έχουμε λοιπόν μια σκόπιμα λάθος διάγνωση, διότι το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα είναι πρόβλημα διαρθρωτικό, πρόβλημα δομών, άνισης κατανομής του εισοδήματος, τρόπου λειτουργίας των θεσμών κλπ. – δεν είναι θέμα μισθών. Άρα δεν είναι μόνο λανθασμένη αλλά επικίνδυνη η θεραπεία που μας προτείνουν. Ας σκεφτούμε στο τέλος αυτής της διαδρομής –η οποία άλλωστε δεν ξέρουμε καν πόσο θα κρατήσει, τρία χρόνια, πέντε χρόνια, άγνωστο–, ποια Ελλάδα θα έχουμε; Μια χώρα με χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο, με τεράστια ανεργία, με αποδιαρθρωμένο τον παραγωγικό ιστό. Μια χώρα που θα κάνει τι; Θα κάνει εξαγωγές; Ποιων προϊόντων; Με ποια παραγωγή; Σε ποια παγκόσμια ζήτηση; Αφού η κρίση που ζούμε παγκοσμίως είναι κρίση ζήτησης.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι τι θα μπορούσε να γίνει;
Νομίζω ότι ένας κίνδυνος που υπάρχει για εμάς, ως Αριστερά, είναι να μην γίνουμε άθελά μας μέρος της δημοσιονομικής τρομοκρατίας που ασκείται συνειδητά, αξιοποιώντας βεβαίως και τα υπαρκτά προβλήματα.
Επομένως το πρώτο που πρέπει να κάνουμε ως Αριστερά είναι να αποκτήσουμε μια σωστή άποψη για το πρόβλημα, για την πολιτική διάστασή του και όχι μόνο για την οικονομική. Δεύτερον, η απάντηση της Αριστεράς στην κρίση του χρέους πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να δοθεί όχι με όρους μόνο χρέους αλλά με όρους απασχόλησης, με όρους παραγωγικής και διοικητικής ανασυγκρότησης και αναδιανομής. Το ζητούμενο δεν μπορεί να είναι απλώς πώς το κράτος θα συνεχίσει να δανείζεται. Το θέμα δεν είναι πώς θα συντηρηθεί ένα σύστημα το οποίο εσωτερικά παρήγαγε όλα αυτά τα ελλείμματα και τα χρέη, αλλά πώς θα αντιμετωπίσουμε τις αιτίες που οδηγούν στον υπερδανεισμό, δημόσιο και ιδιωτικό, και σε όλα αυτά τα προβλήματα.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν υψηλό, αλλά παρέμενε διαχειρίσιμο. Αυτή είναι η δική μας εκτίμηση. Απόδειξη: οι τόκοι που πληρώσαμε, και το 2009, ως ποσοστό, για την εξυπηρέτηση του συσσωρευμένου χρέους ήταν οι χαμηλότεροι της τελευταίας εικοσαετίας. Αυτό μοιάζει παράδοξο, αλλά δεν είναι, διότι μειώθηκαν τα επιτόκια δανεισμού. Άρα ναι μεν το χρέος αυξανόταν, αλλά τα επιτόκια ήταν πολύ χαμηλότερα και είχαμε και αύξηση του ονομαστικού εθνικού εισοδήματος τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.
Ένα δεύτερο στοιχείο που θέλω να επισημάνω είναι το εξής: Η τελευταία έκθεση που διαθέτουμε, των εμπειρογνωμόνων του ΔΝΤ για την Ελλάδα και το δημόσιο χρέος, είναι μια έκθεση που έγινε τον Αύγουστο του 2009. Η έκθεση εκείνη εκτιμούσε ότι δεν υπάρχει θέμα με το συσσωρευμένο χρέος της Ελλάδας. Έκανε μάλιστα και μια εκτίμηση, σύμφωνα με την οποία θεωρούσε ως εύλογο επιτόκιο δανεισμού για την Ελλάδα τη μια μονάδα πάνω από το επιτόκιο με το οποίο δανειζόταν η Γερμανία (δηλαδή 100 μονάδες spread).
Οι εμπειρογνώμονες του ΔΝΤ προειδοποιούσαν βεβαίως για κινδύνους, κινδύνους μεσο-μακροχρόνιου χαρακτήρα. Ο ένας κίνδυνος παρουσιαζόταν από την άποψη της μεγέθυνσης, λόγω του ότι το μοντέλο της ανάπτυξης μέσω δανεισμού που είχαν υιοθετήσει οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Αυτό λέγαμε και εμείς τόσα χρόνια: κατά την περίοδο 2000 – 2008, για κάθε 1 ευρώ εθνικό εισόδημα που δημιουργούσαμε ως οικονομία, δανειζόμαστε 2,5 ευρώ ως δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Και ο δεύτερος κίνδυνος που επισήμαναν, που επίσης είναι υπαρκτός, είναι ότι από το 2019 και μετά προβλέπεται απότομη αύξηση των συνταξιούχων, άρα και του κόστους των συντάξεων.
Όμως και τα δύο αυτά προβλήματα, οι ρυθμοί ανάπτυξης και το θέμα των μελλοντικών δαπανών για συντάξεις, ήταν θέματα αναπτυξιακού χαρακτήρα. Ήταν ακριβώς θέματα μιας πολιτικής αύξησης της απασχόλησης, αύξησης της οικονομικής μεγέθυνσης και δίκαιης διανομής του παραγόμενου πλούτου για να μπορέσει να αποδώσει σε έναν ορίζοντα 5-10 ετών.
Αυτή η αναπτυξιακή διέξοδος από την κρίση του χρέους, από την παγίδα του χρέους, γίνεται σήμερα επιτακτική. Και παρόλο που η κατάσταση έχει επιδεινωθεί, ακριβώς λόγω της παγίδας του χρέους που περιέγραφα πριν, αυτή η στρατηγική σήμερα γίνεται ακόμη πιο αναγκαία. Για να το πω σχηματικά, αν δεν υπάρξει παρέμβαση στον παρονομαστή του κλάσματος (χρέος προς ΑΕΠ), εάν δεν υπάρξει δηλαδή αύξηση του ονομαστικού εθνικού εισοδήματος σε ρυθμό ανώτερο από το μέσο επιτόκιο δανεισμού, δεν μπορούμε να βγούμε από την παγίδα του χρέους. Αυτό το αναγνωρίζουν σήμερα πολλοί. Εμάς, ως Αριστερά, βεβαίως μας ενδιαφέρει όχι μόνο η ποσοτική αλλά και η ποιοτική πλευρά της ανάπτυξης: η αναδιανομή, η απασχόληση, το περιβάλλον.
Βεβαίως σημαντικό και αναπόσπαστο στοιχείο μιας απάντησης της Αριστεράς στην κρίση του χρέους πρέπει να είναι και η δημοσιονομική προσαρμογή. Όχι ότι με αυτόν τον τρόπο θα μειώσουμε το χρέος, αλλά διότι, τόσο στο σκέλος των εσόδων όσο και στο σκέλος των δαπανών, υπάρχουν τεράστιες ανισότητες, τεράστια προβλήματα διαφθοράς και σπατάλης και αδικίας, μπροστά στα οποία η Αριστερά δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη. Άρα χρειάζεται και ένα σκέλος δημοσιονομικής προσαρμογής. Το δημόσιο έλλειμμα θα μπορούσε να τεθεί υπό έλεγχο, όχι κάτω από 3% που λένε (αυτό είναι ανέφικτο), αλλά σε ένα επίπεδο 5%-6%, και παράλληλα όχι απλώς να εξοικονομηθούν πόροι για ταμειακούς σκοπούς, αλλά να υπάρξει βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες, δεδομένου ότι η κατάσταση είναι προσβλητική και δεν υπάρχει καμία μέριμνα για την κοινωνική αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών.
Τέλος, αυτή η αναπτυξιακή διέξοδος προφανώς απαιτεί μια ρύθμιση σε ό,τι αφορά το συσσωρευμένο χρέος. Επομένως, είτε θα πρέπει να υπάρξει μια εγγύηση του χρέους από την Ε.Ε., που θα έχει ως αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση των επιτοκίων. Είτε να υπάρξουν τα ευρωομόλογα, δηλαδή κοινός δανεισμός όλης της ευρωζώνης, ο οποίος θα κατανέμεται ανά χώρα, ή αναστολή δηλαδή της εξυπηρέτησης του χρέους για ένα διάστημα ούτως ώστε αυτοί οι πόροι να χρησιμοποιηθούν για αναπτυξιακούς σκοπούς, είτε διαγραφή μέρους των χρεών – όχι μόνο της Ελλάδας φυσικά – ως ένα μέσο για την τόνωση της ανάπτυξης διεθνώς.
Αυτό που έχει πολιτική σημασία και πρέπει να ειπωθεί είναι ότι οι λύσεις αυτές απαιτούν διεθνείς συνεργασίες που μπορεί και πρέπει να αναζητηθούν παντού, ιδίως στον σημερινό πολυκεντρικό κόσμο. Αλλά με τα σημερινά τουλάχιστον διεθνή δεδομένα, πρέπει να αξιοποιήσουμε τη συμμετοχή μας στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη για να οικοδομήσουμε συμμαχίες, συγκριτικά πλεονεκτήματα και διαπραγματευτικά όπλα. Διότι το πρόβλημα το ελληνικό είναι πρόβλημα και του ευρώ. Το σημερινό πρόβλημα της Ελλάδας θα το ζήσουν αύριο η Πορτογαλία, η Ισπανία, ενδεχομένως και η Βρετανία. Άρα υπάρχουν αντικειμενικές δυνατότητες συντονισμού, συνεργασίας, συμμαχίας κλπ.
Και τέλος, για όλα τα πιθανά ενδεχόμενα, ακόμα και για ενδεχόμενα που δεν μπορούμε σήμερα να συζητήσουμε, η στρατηγική μας πρέπει να είναι τέτοια που να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε μαζί με άλλους λαούς, μαζί με άλλες χώρες τα όποια προβλήματα. Και από αυτή την άποψη, λοιπόν, είναι αναγκαία μια στρατηγική μακράς πνοής, η οποία θα επενδύσει ακριβώς σε μια προοπτική ριζικής αλλαγής όχι μόνο της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας αλλά και της ίδιας της Ευρώπης.
Γιάννης Δραγασάκης - Yannis Dragasakis
2 εβδομάδες πριν
Ο διάλογος μπορεί να προχωρήσει
dragasakis.gr
Η απουσία μιας δύναμης ικανής να αντιμετωπίσει την κυριαρχία του κ. Μητσοτάκη από τα αριστερά αποτελεί ένα πρ...Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
2 μήνες πριν
Η «μαύρη τρύπα» της μεταπολίτευσης: μαθήματα για το μέλλον
dragasakis.gr
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
3 μήνες πριν
Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
3 μήνες πριν
«Το διπλό καθήκον της Αριστεράς»
shorturl.at
Ομιλία σε εκδήλωση του Ινστιτούτου ΕΝΑ για την παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Ελευθερίου, Κρίση, κομματικό ...Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
3 μήνες πριν
Η κρίση του κομματικού συστήματος & η προοπτική της Αριστεράς
www.enainstitute.org
Mε αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου Κρίση, κομματικό σύστημα, Αριστερά. Κριτικά σημειώματα (εκδόσεις ΕΝΑ, 2024) ...Share on Facebook Share on Twitter Share on Linked In Share by Email
Latest Twetter Feeds
Could not authenticate you.
Newsletter